in

Κριτική ποπ ή εμένα οι φίλες μου είναι ροζ αγκαλιά. Της Γιώτας Τεμπρίδου

(Σκέψεις & παρασκέψεις για τη βουκαμβίλια ποπ της μκχ)

  1. Το πρώτο βιβλίο της μκχ το περίμενα καιρό και, απ’ όσο ξέρω, δεν το περίμενα μόνο εγώ. Η μκχ τυγχάνει να έχει πολλά ονόματα, είναι και μαρίνα και μαρία και μαρίκα, το βιβλίο της όμως έχει μόνο ένα, είναι η βουκαμβίλια ποπ – ένα ροζ βιβλίο με ποιήματα ποπ. Στον τίτλο θ’ αναφερθώ μετά, πρώτα θα μοιραστώ μία μου χαρά: Η φιλία μου με τη μαρίνα βοήθησε ώστε να έχω στη διάθεσή μου τα ποιήματά της πολύ πριν από την έκδοσή τους. Μολονότι κυκλοφόρησαν, απ’ το περιοδικό τεφλόν βεβαίως βεβαίως, τον μάιο του 2022 τελικά, προσωπικά έχω μοιραστεί κάποια απ’ αυτά, με διάφορες αφορμές, πάντα όμως με την άδειά της φυσικά, ήδη από την άνοιξη του 2021. Αν δεν σας ενδιαφέρουν οι σχετικές λεπτομέρειες, συνιστάται να προχωρήσετε απευθείας στο 2 – θα βρείτε εκεί σχόλια για το εξώφυλλο και τον τίτλο της συλλογής. Αν δεν κρατιέστε να μπείτε στα ποιήματα, κάντε ένα άλμα μέχρι το 4.

1.1 Κατά το εαρινό εξάμηνο του 2021, στο πλαίσιο του γσγ 292 – στοπ για εξηγήσεις: Το αρκτικόλεξο γσγ (διάβασε: γου-σου-γου) σημαίνει γενική & συγκριτική γραμματολογία και το γσγ 292 είναι κωδικός ενός προπτυχιακού μαθήματος ειδίκευσης του τμήματος φιλολογίας του απθ, με γενικό τίτλο «προβλήματα (πολυ)πολιτισμικών σχέσεων ΙΙΙ». Διδάσκω το συγκεκριμένο μάθημα στο συγκεκριμένο τμήμα τα τελευταία πέντε χρόνια (ιδέαν ουκ έχω αν θα [το] διδάσκω και τα επόμενα [σχόλιο για την επισφάλεια: τσεκ]) και το εξάμηνο στο οποίο αναφέρομαι ο ειδικός τίτλος του ήταν «ο ελύτης μεταφραστής: θέατρο, ποίηση, φιλοσοφία».

Κατά το εαρινό εξάμηνο του 2021 λοιπόν, στο πλαίσιο του γσγ 292 που είχε ως αντικείμενο το μεταφραστικό έργο του ελύτη, σε μια από τις πρώτες συναντήσεις μας, κατά τις οποίες βάζαμε κάποιες βάσεις και γνωριζόμασταν με τον ποιητή, καλέσαμε τη μαρίνα – στοπ για πικάντικες (ή πάντως βαριές) λεπτομέρειες: Λέω για τη δεύτερη στη σειρά συνάντησή μας που έλαβε χώρα στις 5/3. Θυμίζω πως δεν υπήρχε τότε η επιλογή του διά ζώσης μαθήματος, είχαμε υποχρεωθεί στο εξ αποστάσεως, οι φοιτήτριες, οι φοιτητές κι εγώ ήμασταν σπίτια μας. Εκείνοι που δεν ήταν σπίτια τους εκείνον τον καιρό είναι οι ματατζήδες. Ο πρύτανης παπαϊωάννου είχε γράψει ήδη την αρχή μιας απολύτως τραγικής ιστορίας που κρατάει ως τις μέρες μας, όσο κι αν προσπαθούμε να τελειώνουμε μ’ αυτήν. Με τα ματ εντός του campus, το τμήμα τελούσε, όπως είναι φυσικό, υπό κατάληψη, άρα μαθήματα δεν γίνονταν ούτε από μακριά. Εμείς όμως είχαμε καλεσμένη τη μέρα εκείνη: Η πρώτη συνάντηση του εξαμήνου είχε κλείσει με μια διαφάνεια στην οποία υπήρχε ένα και μόνο ποίημα· ένα ποίημα που δεν ήταν του ελύτη. Έφερε την υπογραφή «μκχ» και την επισήμανση «αδημοσίευτο». Ζητούμενο ήταν να το διαβάσουμε με την ησυχία μας, να το σκεφτούμε και να ετοιμαστούμε ώστε να το συζητήσουμε με την ίδια τη μκχ μια βδομάδα μετά. Έτσι έγινε και συνδεθήκαμε στο ζουμ στις 5 μαρτίου για να βεβαιωθούμε πως ήμαστε όλ@ καλά και για να τιμήσουμε το ποιητικό ραντεβού μας. Με όλα τα υπόλοιπα ασχοληθήκαμε ξανά μετά τη λήξη της κατάληψης, που δυστυχώς, παρά τα καλά αντανακλαστικά και τη δυναμικότητα του φοιτητικού κινήματος, δεν έφερε λύση στα προβλήματά μας (τώρα που γράφω, έναν χρόνο μετά και ιούλιο μήνα, τα ματ καλά κρατούν στο απθ).

Καλέσαμε τη μαρίνα λοιπόν να συζητήσουμε με αφορμή ένα άτιτλο ποίημά της στο οποίο το ποιητικό υποκείμενο απευθύνει ερώτημα σε κάποιον «φίλο σαπουνοποιό», που δεν (μπορεί να) είναι άλλος από τον οδυσσέα ελύτη, ο πατέρας του οποίου διέθετε εργοστάσιο σαπωνοποιίας. Το εν λόγω ποίημα αφορά την πολύωρη εργασία και τα πρησμένα πόδια, την επισφάλεια των πολλών και τις ταξικές διαφορές και κλείνει με την «ομορφιά του αιγαίου μας». Φίλος καλείται ο σαπουνοποιός, αλλά εδώ αμφισβητείται, κάποια έμμεση κριτική φαίνεται να του ασκείται. Είναι άραγε ο υμνητής της ομορφιάς του αιγαίου απ’ αλλού φερμένος; Αν είναι, θα ’πρεπε ο αναγνώστης του να είναι πειραγμένος; Τι είναι αυτό που ζητάμε απ’ την ποίηση; Να μας κρατήσει προσγειωμένες ή να μας δώσει φτερά; Να μας θυμίσει τις δυσκολίες που ποτέ δεν ξεχάσαμε ή ν’ ανοίξει πόρτες που ποτέ δεν περάσαμε; Πολλά τα ζητήματα και ικανά να πυροδοτήσουν ένα σωρό συζητήσεις. Σ’ εκείνη τη συνάντηση βέβαια ξεκινήσαμε απ’ το ποίημα και καταλήξαμε στο κουίρ. Ούτε που θυμάμαι πώς περάσαμε απ’ το ένα στο άλλο. Θυμάμαι όμως την οικειότητα που ένιωσαν πολύ γρήγορα οι φοιτήτριες με τη μαρίνα, το αμοιβαίο της κατάστασης, τη λαχτάρα γι’ ανταλλαγές, τον γενικό ενθουσιασμό.

Το ποίημα βρίσκεται τώρα στη σελίδα 13 της βουκαμβίλιας ποπ, προσωπικά μου αρέσει πολύ και μ’ ενδιαφέρει επιπλέον στο πλαίσιο μιας μελέτης που κάνω από καιρό πάνω στην παρουσία του ελύτη, ως ποιητή του κανόνα, στην ποίηση που γράφεται σήμερα. Όσο για τη μαρίνα, «απέρριψα τον κανόνα και τα λεξικά», γράφει μία μόλις σελίδα μετά τα του ελύτη και τραβάει γραμμές πάνω από ορισμούς του τεγόπουλου-φυτράκη, για την περίπτωση που δεν την πιστεύουμε. Δοκιμάζω κι εγώ, με ορισμό του τριανταφυλλίδη τώρα: επίδραση η [epíδrasi]: ενέργεια, συνήθ. αργή και ανεπαίσθητη, που ασκείται σε κπ. ή σε κτ. με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η διαμόρφωση, η λειτουργία ή η συμπεριφορά του: Aσκείται ~ σε κπ. / σε κτ. Δέχομαι επιδράσεις από κπ. / από κτ. Yλικές / πνευματικές / ιδεολογικές επιδράσεις. Aσήμαντη / μικρή / μεγάλη / σοβαρή ~.

 

1.1.1 Ανάγκη πάσα για ένα συμπλήρωμα εδώ: Για τη γενικότερη σχέση της μκχ με τον ελύτη, δεν υπάρχει αρμοδιότερη να μιλήσει απ’ την ίδια τη μκχ. Μπορούμε πάντως να είμαστε σίγουρες πως τον γνώρισε στο σχολείο, όπως όλες μας. Μπορούμε να υποθέσουμε πως αργότερα πήρε τον χρόνο να σκεφτεί αρκετά από εκείνα που της είχαν μάθει στο σχολείο, μαζί και τον ελύτη. Πως τον ξαναδιάβασε και πως συνάντησε, ως ενήλικη πια, τ’ όνομά της στην ποίησή του (τ’ όνομά της υπάρχει και στη δική της ποίηση – αν το ψάξετε, θα το βρείτε). Και μπορούμε να είμαστε σίγουρες πως υπήρξαν στιγμές που τον σκεφτόταν ενώ έγραφε το πρώτο της βιβλίο, πράγμα που δεν το λες και μικρό. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να τον σκεφτούμε κι εμείς καθώς διαβάζουμε τη βουκαμβίλια ποπ, όχι μόνο με αφορμή το ποίημα που αναφέρω παραπάνω. Σε ένα άλλο, με τίτλο «έχεις μιλήσει ποτέ με άνθρωπο για τα πιο βαθιά τραύματά του;», υπάρχουν δυο αναφορές στις μικρές κυκλάδες. Η μκχ αναφέρεται στα νησιά και όχι στη φερώνυμη ποιητική ενότητα που ανοίγει τα ρω του έρωτα. Αλλά πάλι, και για τον ελύτη τα ίδια αυτά νησιά δεν υπήρξαν η αφορμή; Και επίσης: Πόσο τυχαίος μπορεί να είναι ο τίτλος ενός άλλου ποιήματος της μκχ «τραγούδια σε λα του έρωτα»;

 

1.2 Θα πω πάλι για το ίδιο ποίημα (αν νιώθετε πως διαβάσατε ήδη αρκετά, προχωρήστε στο 1.5) και το ίδιο τμήμα. Κατά το ακαδημαϊκό έτος 2021-22 μου άλλαξαν λίγο το πρόγραμμα. Τίποτα σπουδαίο: Το γσγ 292 (ξανά: για τον ελύτη μεταφραστή) μεταφέρθηκε στο χειμερινό εξάμηνο. Το περιεχόμενο άλλαξε λίγο κι αυτό, με δική μου πρωτοβουλία. Το προσαρμόζω κάθε φορά, να μη βαριέμαι, φρόντισα να χωρέσω όμως ξανά το, αδημοσίευτο ακόμα, ποίημα της μαρίνας σε μια διαφάνεια. Το σκεπτικό ήταν το ίδιο. Το ποίημα δόθηκε στο κλείσιμο της πρώτης συνάντησης με σκοπό να συζητηθεί στο άνοιγμα της δεύτερης. Τα μαθήματα γίνονταν διά ζώσης πια, πράγμα, εννοείται, καλό. Το μόνο κακό ήταν που δεν μπορέσαμε να έχουμε κοντά μας τη μαρίνα. Η συζήτηση ήταν γόνιμη, κράτησε όμως αναγκαστικά λίγο, αφού μας περίμενε μια περιδιάβαση στο ποιητικό έργο του ελύτη αμέσως μετά. Στις 22 οκτωβρίου έγιναν αυτά.

 

1.3 Θα πω πάλι για το ίδιο ποίημα (αν βαρεθήκατε, σας ξαναλέω να προχωρήσετε στο 1.5) και το απθ (αν αυτό δεν σας νοιάζει, σας προτείνω το 1.4 και στη συνέχεια το 2). Κατά το εαρινό εξάμηνο του 2022 με κάλεσε η λία γυιόκα (η λία είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια ιστορίας και θεωρίας της τέχνης και του πολιτισμού στο απθ και μια αγαπημένη) στην αρχιτεκτονική, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού μαθήματος «ιστορία της τέχνης και διατομεακές προσεγγίσεις του φύλου», να πούμε για το φύλο και τη λογοτεχνία. Ετοίμασα μια παρουσίαση με ασόβαρο τίτλο και πήγα: «la literatura será feminista o no será: λογοτεχνικά έμφυλα». Την πρωταπριλιά του 22 αυτά.

Κατά τη διάρκεια της συνάντησης αναφερθήκαμε σε δεκάδες ελληνίδες πεζογράφους και ποιήτριες (δίνοντας λίγο χώρο παραπάνω στη μάτση χατζηλαζάρου και τη ζωή καρέλλη), συζητήσαμε για το πηγάδι της μοναξιάς και την ερωμένη της, σταθήκαμε στη βιρτζίνια γουλφ και την πατ πάρκερ, σχολιάσαμε όρους όπως γυναικεία γραφή, φεμινιστική κριτική, κουίρ και κλείσαμε την κουβέντα μας με μερικές στάσεις στο σήμερα, συζητώντας γύρω από ερωτήματα όπως «με τι όρους ξαναγράφονται σήμερα κείμενα της παράδοσης (εφόσον ξαναγράφονται);» (με κουίρ όρους, απαντάω στα γρήγορα, έχοντας κατά νου παραδείγματα παρμένα απ’ τη γλυκερία μπασδέκη και τον μάριο χατζηπροκοπίου) και «τι είδους κριτική ασκείται σήμερα στον κανόνα (εφόσον ασκείται);».

Ως προς το τελευταίο, η γνώμη μου είναι πως η πιο ενδιαφέρουσα κριτική στον κανόνα ασκείται από ποιήτριες και έρχεται μέσα από την ίδια την ποίηση, όχι από κείμενα θεωρητικά. Αυτό ακριβώς υποστηρίζοντας, έφερα τρία ποιητικά παραδείγματα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σχετίζονται με τον ελύτη (όχι επειδή έχω καμιά εμμονή μαζί του, αλλά γιατί σ’ αυτόν είναι που είμαι ειδική, όπως τους αρέσει να λένε): το προαναφερθέν, αδημοσίευτο και άτιτλο, ποίημα της μαρίνας, απόσπασμα από το «μάθημα ιστοριογεωγραφίας» (από το ίδιο ποίημα) της πρόκνης και απόσπασμα από το «τι της έχω κάνει της μαλακισμένης (της ελληνικής γλώσσας)» (από το μια και ολόκληρη, μια χαψιά) της ντιάνας μάνεση. Μολονότι ήταν αρκετό το υλικό και διαφόρων ειδών τα ερεθίσματα, με κίνδυνο να χαθεί κάθε ενδιαφέρον στο τέλος, έμεινα με την εντύπωση πως το είδος αυτό της ποιητικής κριτικής τράβηξε την προσοχή των μεταπτυχιακών φοιτητριών. Ένιωσα με δυο λόγια πως τόσο το ποίημα της μαρίνας όσο και τα δυο ποιητικά αποσπάσματα άρεσαν.

 

1.4. Θα πω πάλι για το ίδιο ποίημα, για τελευταία τώρα φορά. Στις 11 απριλίου 2022 ήμουν καλεσμένη της ζωής κόκκα (που ακούει και στο μαρή κουλή), στη δραματική σχολή πειραϊκού συνδέσμου, όπου διδάσκει ιστορία της λογοτεχνίας, να μιλήσω για τον ελύτη, στο πλαίσιο της γνωριμίας των σπουδαστ(ρι)ών με τη γενιά του 30. Μίλησα λοιπόν για τον ελύτη και μετά άφησα και μερικά ποιήματα να μιλήσουν γι’ αυτόν· το της μκχ και τα εξής ποιητικά αποσπάσματα: «ελύτη το αιγαίο σου βρωμάει ελλάδα» (από το μα είν’ αυτό ποίηση;) του jazra khaleed, «Λέσβος./ Σφουγγαρίζω τα πλακάκια/ των μεγάλων αντρών του έθνους.» της πρόκνης, «είμαι εγώ που φωνάζω, είμαι εγώ που κλαίω, μπουμπουνίζει, χύθηκε το γάλα, παράβρασε με την πέτσα του, κωλοπετσωμένη» της ντιάνας μάνεση. Σπουδάστριες και σπουδαστές υπήρξαν λαλίστατ@ σ’ αυτή την περίπτωση και το πιο ενδιαφέρον είναι πως ένιωσαν την ανάγκη να μπουν σε θέση άμυνας: Τι μας έχει κάνει ο ελύτης επιτέλους και του φερόμαστε έτσι; Δεν είπα(με) όμως ποτέ πως κάτι μας έκανε. Πάμπολλες κοιμούνται με το εικόνισμά του (κοσμεί και το δικό μου γραφείο) στο προσκεφάλι τους και φαντάζομαι πως οι αιώνιες θαυμάστριές του είναι περισσότερες από εκείνες που τον αμφισβητούν στα ποιήματά τους.

Απ’ την άλλη, η αμφισβήτηση δεν συνεπάγεται ντε και καλά απόρριψη και η ποίηση δεν τελείωσε ευτυχώς με τον ελύτη. Αν θέλουμε να καταλάβουμε τον κανόνα (και πώς αλλιώς θα τον αντιμετωπίσουμε;), πρέπει να κοιτάξουμε και το αποτύπωμά του στο τώρα. Έχει σημασία να δούμε πόσο συχνά (πολύ συχνά, σας βεβαιώ) και με τι τρόπους μνημονεύεται ο ελύτης στη σημερινή ποίηση, μπορεί να έχει σημασία και πόσο συχνά τον βλέπουμε στον ύπνο μας. Ν’ αναμετριόμαστε με τις επιρροές μας, να σκαλίζουμε τις ρίζες μας, άχρηστο, μάταιο, κακό δεν είναι.

Έτσι που λέτε η μκχ: Και στον πειραιά διαβάστηκε και κουβέντες άνοιξε και ενστάσεις γέννησε σε εκκολαπτόμεν@ ηθοποιούς. Πριν καν κυκλοφορήσει το πρώτο της βιβλίο.

 

1.5 Ποιήματα της μκχ διαβάσαμε και σε μια αντιμπατσική συνάντηση που κάναμε ένα μεσημέρι κυριακής στα γρασίδια της φιλοσοφικής. Είναι μια συνήθεια που ξεκίνησε ένα χρόνο πριν, με τον μπαμπούλα του εξ αποστάσεως πάνω απ’ το κεφάλι μας: Μαζευόμασταν τις κυριακές και διαβάζαμε ποίηση, μιλούσαμε για την ποίηση, καμιά φορά παίζαμε και λίγο βόλεϊ. Αυτή τη χρονιά, με τον καραμπαμπούλαρο των ματ πάνω απ’ το κεφάλι μας, μια συνάντηση κάναμε όλη κι όλη: Στις 15 μαΐου βρεθήκαμε, καθίσαμε σε κύκλο και διαβάσαμε, όχι λίγα, ποιήματα κατά της αστυνομίας. Διαβάσαμε επίσης ελάχιστα πεζά, ακούσαμε το «bye» των chraja και dolly vara, τραγουδήσαμε τον «κουκουλοφόρο» του σπύρου γραμμένου, συνοδεία της κιθάρας της αγαθής.

Μια μέρα πριν τη συνάντηση (γιατί τότε το θυμήθηκα), επικοινώνησα με τη μαρίνα και τη ρώτησα αν θα ήθελε να μου στείλει κάποιο δικό της ποίημα, για να διαβαστεί στα γρασίδια. Ανταποκρίθηκε αμέσως, μου έστειλε τέσσερα, όχι μόνο ένα, μου είπε και «ρε συ πριν λίγο έμαθα ότι τη δευτέρα κυκλοφορεί το βιβλίο»! Την επομένη απολαύσαμε τα αντιμπατσικά ποιήματα, αναφερθήκαμε φυσικά και στην επικείμενη έκδοση. Με μικρή καθυστέρηση κατάλαβα πως τα ποιήματα που μοιράστηκε μαζί μας η μαρίνα δεν συμπεριλαμβάνονται στη βουκαμβίλια ποπ· πως υπάρχει κι άλλο υλικό, εκτός βιβλίου. Η βουκαμβίλια δεν κυκλοφόρησε τελικά εκείνη τη δευτέρα, αλλά αργότερα μες στον μάιο.

 

1.6 Τέλη μαΐου κυκλοφόρησε πια η βουκαμβίλια ποπ, πατώντας με στιλ στο ροζ χαλί που της είχαμε στρώσει. Στο μεταξύ, αυτό το εξάμηνο στη σχολή είχα το γσγ 288, με γενικό τίτλο «προβλήματα διακειμενικών σχέσεων ΙΙ» και ειδικό «νίκος καρούζος: ύπαρξη, ποίηση, φιλοσοφία». Και ενώ είχαμε διανύσει ένα ευχάριστο, νομίζω, και εποικοδομητικό (εντός της αιθούσης εννοώ, στα εκτός καλύτερα άλλο να μην αναφερθώ) εαρινό, στα τελειώματα τέθηκε από έναν φοιτητή, τον νίκο, το αγωνιώδες ερώτημα «η ποίηση δεν είναι πάντα φιλοσοφική;». Οπότε και στην επόμενη συνάντησή μας, που ήταν και η τελευταία πριν απ’ την εξεταστική, δεν πήγα μόνη, αλλά με τις χατζηλαζάρου, μαστοράκη, σιώζιου, μπασδέκη και μκχ. Ήθελα παραδείγματα καλών ποιημάτων που δεν έχουν κάτι το φανερά φιλοσοφικό και αυτές στάθηκαν στο πλευρό μου. Διάλεξα αποκλειστικά γυναίκες, για να τους δώσουμε λίγο χώρο, μετά από όλον αυτό τον καρουζικό καιρό, και σίγουρα όχι επειδή είναι λιγότερο φιλοσοφική η ποίησή τους (!). Από τη βουκαμβίλια διάλεξα ένα άτιτλο ποίημα που ανοίγει με τους στίχους «τα ρούχα των κοριτσιών/ δεν έχουν τσέπες» και αφορά εν ολίγοις τις σερβιέτες. Καθώς έλεγα δυο λόγια για την έκδοση, μια φοιτήτρια, η σέβη ίσως ή η αθανασία, ρώτησε: «αυτή δεν είναι που τη διαβάσαμε τότε στα γρασίδια;». Κι ύστερα, αφού έκαναν τη γύρα τους τα βιβλία, μια άλλη φοιτήτρια, η παναγιώτα νομίζω, είπε «εμένα μου άρεσε εκείνο το ροζ», δείχνοντας προς τη βουκαμβίλια. Τότε μου πέρασε φευγαλέα απ’ το μυαλό πως το ροζ είναι ποπ.

 

  1. Θεωρώ τη βουκαμβίλια ποπ κομψοτέχνημα, με τα ροζ, τα πιο ροζ και τα λευκά της και επίσης βρίσκω τον τίτλο της εξαιρετικό. Βέβαια, με μια βιαστική ματιά μπορεί και να μην διακρίνεται καθαρά, εξαιτίας της ιδιαιτερότητας του πρώτου «β» και του «μ» της βουκαμβίλιας. Μπορεί όμως να πρόκειται για τρικ – πετυχημένο εκ του αποτελέσματος, αφού το βιβλίο κερδίζει εύκολα τις επόμενες ματιές μας. Ο τίτλος είναι έτσι γραμμένος που καλύπτει όλο το εξώφυλλο (όταν λέμε όλο, εννοούμε όλο). Και πού μπαίνει τότε το «μκχ»; Μέσα σ’ έναν κύκλο· μέσα στο «ο» του «ποπ», κάτω δηλαδή και κεντρικά. Γράφεται με λευκά γράμματα, όπως και το «τεφλόν» που φιγουράρει στο οπισθόφυλλο μόνο του (κάτω και αριστερά αυτό), σε αντίθεση με τον τίτλο που είναι καταρόζ. Μιλώντας για γράμματα: Στο εξώφυλλο είναι όλα κεφαλαία. Μέσα στο βιβλίο αντίθετα δεν υπάρχει ούτε ένα κεφαλαίο: Τα κύρια ονόματα γράφονται με πεζό αρχικό (αυτή την τακτική ακολουθώντας γράφω κι εγώ απθ, ελύτης κ.λπ. παραπάνω), μετά τις τελείες (γιατί υπάρχουν κάποιες τελείες, μία στη σελίδα 6, ας πούμε, και αρκετές στην 31, δεν θέλω όμως τώρα να μετράω τελείες) ακολουθεί και πάλι πεζό.

Όπως είπα, βρίσκω τον τίτλο εξαιρετικό, πράγμα που σημαίνει πως είναι του γούστου μου, αλλά μπορεί και να μην σημαίνει μόνο αυτό. Τι περιμένουμε από έναν τίτλο συνήθως; Να τον θυμόμαστε εύκολα ίσως, να μην θυμίζει άλλους (όχι χωρίς να το θέλει τουλάχιστον), ν’ ακούγεται ωραία όταν τον ζητάμε απ’ τον βιβλιοπώλη μας: «μια βουκαμβίλια θα ήθελα παρακαλώ – ποπ!». Fun fact: Ρώτησα κάποια στιγμή τον λευτέρη στις ακυβέρνητες πολιτείες πώς και έφυγε η βουκαμβίλια απ’ τη βιτρίνα (είχαν σωθεί τ’ αντίτυπα τελικά) και, αφού έμεινε για λίγο απορημένος με την απορία μου, μου είπε «νόμισα πως αναφέρεσαι στη γλάστρα», που ήταν, παρατήρησα μετά, στ’ αριστερά της βιτρίνας και ευτυχώς δεν είχε κάνει φτερά.

Πώς προέκυψε όμως ο τίτλος; Υπάρχει καμιά βουκαμβίλια στο βιβλίο; Υπάρχει μία και εμφανίζεται λίγο πριν το κλείσιμο: «προσπαθώ να κάνω το ατελείωτο φούξια της βουκαμβίλιας ποπ». Αυτό τώρα μπορεί να μοιάσει ασαφές, μπορεί να θεωρηθεί και ακατόρθωτο, ας υποθέσουμε πως υπήρξε κάποια που τα κατάφερε όμως, για να κρατάω στα χέρια μου σήμερα τη βουκαμβίλια ποπ. Όσο για μας, μπορούμε να μείνουμε ν’ αναρωτιόμαστε πώς γίνεται το φούξια ποπ, να θεωρήσουμε πως η μαρίνα έγραψε ολόκληρο βιβλίο όχι για να δείξει τον τρόπο, για ν’ αποδείξει ότι γίνεται μόνο και μόνο, ν’ αποδεχτούμε πως μόνο αυτή ξέρει τότε το πώς, να φανταστούμε μια βουκαμβίλια π.ο.π., ξέροντας πως αυτό σημαίνει άλλο πράγμα, αλλά μήπως και ποπ είναι για όλ@ μας το ίδιο;

Στο σχετικό ποίημα θα επιστρέψω αργότερα, γιατί είναι το προτελευταίο του βιβλίου και δεν είναι ανάγκη να βιάζομαι. Κατά τα άλλα θα ήθελα από τώρα να πω πως μουρμούρισα λίγο στην αρχή: «ορίστε, περιμέναμε ένα βιβλίο κουίρ και μας ήρθε ένα βιβλίο ποπ», αν και δεν είμαι σίγουρη πως ξέρω τι ακριβώς εννοούσα μ’ αυτό. Είμαι σίγουρη για κάτι άλλο: Στην πορεία μόνο ζημιωμένη δεν ένιωσα διαβάζοντας τη βουκαμβίλια ποπ. Μου φάνηκε μάλιστα πως η μαρίνα ήξερε τι περίπου περίμενα και με πασάλειψε με τις ενστάσεις μου πριν καν τις διατυπώσω, γράφοντας: «ποπ σκέτο ποπ, χωρίς δείγμα κουίρ» (75).

 

  1. Η βουκαμβίλια ποπ κυκλοφόρησε μαζί με το σεξ είναι έρημος της γκαλίνα ρίμπου, που το μετέφρασε από τα ρωσικά η νίκη καραγεώργου. Τόσο τη μκχ όσο και τη ρίμπου τις είχαμε συναντήσει σε σελίδες του τεφλόν νωρίτερα, τη μαρίνα την είχαμε βρει και στο yusra, ποιήματά της ανεβάζει επίσης συχνά στο fb, αν και εκεί τη λένε μαρία. Το μοντέλο ένα ελληνικό και ένα μεταφρασμένο βιβλίο ποίησης που βγαίνουν μαζί στην αγορά το είχε δοκιμάσει και παλιότερα η ομάδα του τεφλόν, με το μα είν’ αυτό ποίηση του jazra khaleed και το σφυρί της adelaide ivanova, με μεγάλη επιτυχία, κατά τη γνώμη μου – κρίνω πως καλά έκανε και το ακολούθησε ξανά. Και, εντάξει, το θέμα μου εδώ είναι η μκχ και η βουκαμβίλια της, θα πρέπει όμως επιτέλους να πούμε κάποια στιγμή πόσα χρωστάμε στο τεφλόν, πόσα μας έχει μάθει, πόσα μας χάρισε μες στα χρόνια με τις προτάσεις, τα αφιερώματα, τα μεταφράσματά του. Γιατί δεν είναι μόνο που μεταφράζει ακάματα η τεφλονομάδα, είναι και που συστηματικά μελετά, επιλέγει και προτείνει καινούρια ονόματα. Που πλαισιώνει τα μεταφράσματα με διαφωτιστικά εισαγωγικά σημειώματα. Που προσφέρει δίγλωσσα αφιερώματα, σπουδαίο κι αυτό. Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο τεφλόν από μένα λοιπόν· για την pat parker, για την athena farrokhzad, για τη ρωσόφωνη ποίηση και γι’ άλλες πολλές. Για να επανέλθω όμως στη ρίμπου, πριν επανέλθω στη μκχ: Το σεξ είναι έρημος είναι το μόνο βιβλίο της που κυκλοφορεί στα ελληνικά, αξίζει οπωσδήποτε την προσοχή μας, προσωπικά το κατασπάραξα, με ώθησε και σε ένα διακειμενικό ταξίδι (αλλιώς: παιχνίδι). Αν αυτό σας είναι αδιάφορο, συνιστάται να προχωρήσετε απευθείας στο 4.

3.1 Το δεύτερο στη σειρά ποίημα του βιβλίου της ρίμπου το σεξ είναι έρημος έχει τίτλο «το μουνί μου», εκτείνεται σε έξι σελίδες, αφορά το σεξ, την περίοδο, τη γέννα και το μετά τη γέννα και περιλαμβάνει διατυπώσεις όπως «εκείνη την εποχή δεν ήξερα ότι έπεφτε λόγος σε όλους για το μουνί μου», «να κάνεις επανάσταση με το μουνί», «το μουνί μου είναι αγάπη, ιστορία, πολιτική». Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το ποίημα, απ’ την πρώτη φορά μου άρεσε πολύ, ψάχνω τώρα πίσω απ’ τις λέξεις, σκέφτομαι σε πόσα πράγματα απαντάνε οι στίχοι, πόσο δικούς μου νιώθω μερικούς, πόσο ενδυναμωτικοί μπορεί να είναι. Κι εκεί που έχω την ηρεμία που μου προσφέρει η ποίηση που μ’ αρέσει, διαισθάνομαι μια παρέμβαση, σαν κάτι να προσπαθεί να τρυπώσει στο κεφάλι μου. Είναι η ανάμνηση ενός άλλου ποιήματος, από τη ζέλμπα του κώστα δεσποινιάδη. Ενός ποιήματος για μια όμορφη γυναίκα που μιλάει στο ποιητικό υποκείμενο για συγγραφείς, φιλοσόφους και ό,τι «λάτρεψ[ε] στη ζωή [τ]ου» και κείνο την «ακού[ει] με θαυμασμό·/ δεν παύ[ει] όμως στιγμή/ να φαντάζ[εται] το μουνί της». Και, εντάξει, ο δεσποινιάδης δεν αναφέρεται στης γκαλίνα το μουνί, είμαι σίγουρη. Μήπως όμως θ’ άρεσε και σε σας να φανταστείτε τη γκαλίνα να διαβάζει δεσποινιάδη πριν γράψει «το μουνί μου»;

 

  1. Η βουκαμβίλια ποπ είναι χορταστικότατη, κοντά ογδόντα σελίδες. Κάποια ποιήματά της έχουν τίτλο, ενίοτε μάλιστα εκτενή (π.χ. «ένα ποίημα για τα κορίτσια που κλαίνε με μάτια μελανιασμένα σε φυσικό μπλε»), τα άτιτλα όμως είναι πολύ περισσότερα. Περιεχόμενα δεν υπάρχουν, το ξέρω επειδή τ’ αναζήτησα και τ’ αναζήτησα επειδή έχω συνηθίσει να τα βρίσκω σε συλλογές τέτοιας έκτασης – σιγά μην ψάχνουμε τα συνηθισμένα όμως στα ποιητικά βιβλία. Η έκταση των ποιημάτων ποικίλλει, περιλαμβάνονται τετράστιχα αλλά και ποιήματα που γεμίζουν ολόκληρες σελίδες. Πάντως η μαρίνα μοιάζει να νιώθει πιο άνετα με τη μεγάλη φόρμα και μόνο κατ’ εξαίρεση να αξιοποιεί τη μικρή.

Το βιβλίο αφορά εμπειρίες κοριτσιών αλλά και την πάλη των τάξεων, το κυνηγητό στους δρόμους της αθήνας, τη σχέση ανθρώπου και τόπου: «ογδόντα τετραγωνικά/ για να μη σε χωράει/ ο τόπος» (52). Η μκχ γράφει για τις ανθρώπινες σχέσεις, που δεν είναι πάντα στρωμένες με ροδοπέταλα, και για τους βιασμούς, που καλά θα κάνουμε να τους λέμε με τ’ όνομά τους· για τους μπάτσους, τ’ αφεντικά και άλλα δεινά· για το ροχαλητό (!) και τον «πραγματικό θάνατο» (40). Αντλεί υλικό απ’ τα βιώματά της – το υλικό της όμως δεν είναι ανεπεξέργαστο και τα βιώματά της δεν είναι απαραίτητα ατομικά. Καταγράφει σκηνές που (όμοιές τους) έχουμε ζήσει[1]: «περπατάω/ στο ένα χέρι έχω το κινητό/ το άλλο μπουνιά να κρύβει τον σουγιά» (56)· ατάκες που (όμοιές τους) έχουμε ακούσει[2]: «μπορεί και να είσαι/ λίγο υπερβολική» (25)· αλλά δεν τις καταγράφει απλώς, συναισθάνεται τη σημασία τους, τις ξορκίζει, τις κάνει, με φροντίδα, ποίηση. Το έμφυλο (π.χ. «κάποιες από εμάς/ απειλήθηκαν/ από δολοφόνους/ και τότε η ώρα σταμάτησε για όλες μας», 57), το ταξικό («τι ακριβώς/ περιμένουν/ από ένα κορίτσι/ της τάξης μου/ […]/ ότι επιβίωσε/ μόνο με γλύκα και νάζι;», 72), το φυλετικό («με εξυπηρέτησαν πρώτη/ ήμουν η μόνη λευκή», 62) είναι όλα εδώ. Ανάμικτα με κάτι στίχους για τον ήλιο, το καλοκαίρι, τη θάλασσα, που λες και είναι γραμμένοι από άλλη: «μπορώ αν θες/ να περπατήσω στο νερό/ για ένα σου (τελευταίο) φιλί», «και βρεφικά αμόλυντη/ να υποδεχτώ/ τον ήλιο του καλοκαιριού» (20 & 35, αντίστοιχα).

Πιο ειδικά, το βιβλίο ανοίγει με μια «διαθήκη» (έτσι επιγράφεται το πρώτο ποίημα, ας έχουμε συνηθίσει οι διαθήκες να δηλώνουν κάποιο τέλος), την οποία και παραθέτω, καθώς είναι συντομότατη: «αφήνω/ στις φίλες μου/ την ελπίδα/ για το μέλλον του κόσμου». Η «διαθήκη» στοιχίζεται οριζοντίως και καθέτως στο κέντρο, θέση που μοιράζεται με άλλο ένα μόνο ποίημα της συλλογής (34)[3], που είναι κι αυτό τετράστιχο και αφορά επίσης τις φίλες. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως οι φίλες αποτελούν την κινητήρια δύναμη της βουκαμβίλιας ποπ. Γι’ αυτές πρωτίστως  φαίνεται πως νοιάζεται το ποιητικό υποκείμενο, σ’ αυτές βασίζεται, μ’ αυτές ανταλλάζει τάπερ (66)[4]. Οι φίλοι, γένος αρσενικό, όχι ανυπεράσπιστο, είναι μια άλλη ιστορία: «ήταν τρεις/ ήταν φίλοι μου/ ήρθαν σπίτι/ τους είπα όχι», «–οι φίλοι πιο συχνά–/ ξεχνάνε τον φόβο μου» (26 & 57, αντίστοιχα)[5].

Ανέφερα προηγουμένως το κυνηγητό στους δρόμους της αθήνας. Προσθέτω τώρα και το κρυφτό και τις βόλτες και την επιβίωση στους δρόμους της αθήνας – και όχι σε οποιουσδήποτε δρόμους. Έχει μια άνεση η μαρίνα με την πόλη, τη γνωρίζει καλά, την έχει προφανώς ζήσει και περπατήσει. Η συλλογή της είναι γεμάτη με σημεία της: δρόμους[6], όπως η γλάδστωνος, η αραχώβης και άλλοι πολλοί, περιοχές, όπως η κυψέλη, τα εξάρχεια και όχι μόνο, πλατείες, όπως η πλατεία καρύτση και η πλατεία θεάτρου – έτσι που τα ποιητικά ίχνη της μοιάζουν με πινέζες σε χάρτη[7]. Νομίζω πως τη μαρίνα την ενδιαφέρει γενικότερα ο τόπος: το σπίτι, ο χώρος εργασίας, ο εξωτερικός χώρος, όχι όμως ανεξάρτητα απ’ τους ανθρώπους (του). Τα μέσα μαζικής μεταφοράς και το πεζοδρόμιο την απασχολούν ως τόποι συνάντησης. Η πόλη της μόνο έρημη δεν είναι, περνάνε απ’ αυτήν: «ο airbnb νοικάρης», ένας βρεγμένος ντελιβεράς, μια σεξεργάτρια, ξυπόλητοι μπαγκλαντεσιανοί, ένα προσφυγόπουλο και ο βέρος αθηναίος, αρκετοί άστεγοι, ο ινδός καταστηματάρχης και ο ασφαλίτης στη γωνία, ένα πιτσιρίκι με κίτρινο μπουφάν, ένας ξεναγός κ.ά.

Οι άνθρωποι της βουκαμβίλιας ποπ, αξεχώριστοι απ’ την πόλη που τους φιλοξενεί, «είναι/ αστικά στολίδια»[8] (59): τη ζωντανεύουν, την ομορφαίνουν, της δίνουν νόημα, χάνοντας ίσως εκείνοι το δικό τους, τα μέσα τους, μένοντας μόνο με το δέρμα τους. Απ’ όταν πρωτοκοίταξα την εικόνα του ανθρωποστολιδιού της μκχ, μου φάνηκε οικεία, σαν κάπου, κάπως, κάποτε να είχα δει κι άλλα τέτοια. Θυμήθηκα τελικά κάτι στίχους, προγενέστερους, μιας άλλης ποιήτριας, της ελένης χριστοπούλου, απ’ την ωραία της συλλογή παιδικοχαρίτες: «Εκεί, πόσους άστεγους χωρά/ ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο;» (16). Τόσο ομαλά μ’ έβγαλε η μια ποιήτρια στην άλλη, τόσο συγγενικές μού φάνηκαν οι δυο εικόνες που, να δείτε, κάποιος δεσμός θα ενώνει μαρίνα και ελένη – δεν ξέρω αν υπάρχει όμως λόγος να σταθώ παραπάνω σ’ αυτό(ν).

Εκείνο που θα ήθελα να πω είναι τι βρήκα μες στη βουκαμβίλια ποπ εκτός από φίλες και μια πυκνοκατοικημένη πόλη. Βρήκα τραύματα[9], «ψηλοτάκουνες γόβες/ και ψεύτικες βλεφαρίδες»[10] (8), δακρυγόνα, κρότου λάμψης και γκλομπ[11], πριγκίπισσες και δράκους, το αντρικό βλέμμα, το αντρικό πανοπτικόν, αντρικά προνόμια και την πούτσα του νίκου. Στιγμές πόνου: «κοιτάζω στα σεντόνια/ κομμάτια αίμα» (46)· τρυφερότητας[12]: «μήπως αν την πάρουμε αγκαλιά/ θα γίνει καλά, ε μαμά» (65)· αγανάκτησης (και ασυνεννοησίας): «κάποιος ξαφνιάστηκε/ που έβαλα τις φωνές/ ενάντια/ στον σεξισμό του» (72). Βρήκα την άντζελα ντέιβις, την κέιτ μος, τον μαλάκα τον αίσωπο, τον κάρβερ. Έναν/τον πατέρα που πέθανε, μια/τη γιαγιά που πέθανε[13], τον βακαλόπουλο που πέθανε. Έναν νάνο[14], μερικά κακοπαθημένα ζώα (μια όμορφη ελαφίνα που «πέθανε γιατί την τάισαν/ […]/ ζαμπόν, γαριδάκια και τυρόπιτα», έναν πετροβολημένο γλάρο, έναν πατημένο σκαντζόχοιρο, «νεκρές γάτες/ στην άσφαλτο»[15]) και πολλά έντομα.

Τα έντομα επιστρατεύονται αρχικά για να συστηθούν οι φίλες (!): οι «οργανωτικές» φίλες-μυρμήγκια, οι «ορεξάτες» φίλες-τζιτζίκια, οι «αξιαγάπητες» φίλες-πεταλούδες, οι κρυμμένες φίλες-κατσαρίδες (10). Στη συνέχεια όμως αναλαμβάνουν κι άλλους ρόλους, οι δυο πιο ενδιαφέροντες απ’ τους οποίους μοιράζονται κατά τη γνώμη μου στην πεταλούδα της νύχτας και στην πασχαλίτσα. Στις πεταλούδες της νύχτας πέφτει το απλούστατο ζήτημα του κύκλου της ζωής: Μπαίνουν στο σπίτι, η γιαγιά δεν επιτρέπει να τις πειράξουνε, προμηνύουν ερχομό, λέει, αλλά μετά η γιαγιά πεθαίνει, οι πεταλούδες ξαναμπαίνουν στο σπίτι και μετά πεθαίνουν κι αυτές και τελικά δεν είναι πεταλούδες (απ’ αυτές που τις τραγουδάμε), αλλά σκόροι (απ’ αυτούς που αντιμετωπίζουμε και καταπολεμάμε), και η αναγνώστρια μένει ν’ αναρωτιέται αν είναι αυτή η ανατροπή του ποιήματος ή που το μήνυμά τους «δεν είναι ερχομός/ μα θάνατος» (41).

Έπειτα «η πασχαλίτσα είναι η πρώτη επαφή/ με την αισθητική» (45). Στο ποίημα «στη λαϊκή» το ποιητικό υποκείμενο αγοράζει μια πασχαλίτσα μαζί με τα ροδάκινα, σκέφτεται να την επιστρέψει, γιατί ο παππούς μάλλον δεν τη ζύγισε, κάνει ένα φλας μπακ και περιγράφει μια νύχτα με μια νυχτοπεταλούδα στο ασανσέρ: της ανοιγόκλεινε επί ώρα την πόρτα, να διαλέξει το μέσα ή το έξω, μέχρι που είδε μια νεκρή κατσαρίδα στο πάτωμα («καλύτερη περιγραφή για τη ζωή μου δεν υπάρχει») και (τέλος φλας μπακ, αλλαγή χρόνου) αφήνει την πασχαλίτσα στο ασανσέρ. Τώρα όποι@ μπει στο ασανσέρ θα έχει το δικαίωμα να κάνει μια ευχή, εφόσον βρει την πασχαλίτσα ζωντανή.

Και έρχομαι, μετά απ’ όλα αυτά τα ζουζούνια, στα δυο τελευταία ποιήματα της συλλογής. Και να ένα απόσπασμα απ’ το προτελευταίο που είναι και το μόνο που αναφέρεται στο ποπ και άρα πιθανότατα το μόνο που μπορεί να προσφέρει μια εξήγηση του τίτλου βουκαμβίλια ποπ (αν υποθέσουμε πως τη χρειαζόμαστε). Δικό του τίτλο δεν έχει, περιλαμβάνει όμως το σχεδίασμα ενός άλλου ποιήματος που τιτλοφορείται «πού είσαι τώρα που θέλω να σε φιλήσω»: «όμως κάποια μου φωνάζει από το δωμάτιο να μη χρονοτριβώ γιατί δεν μπορώ να την βγάλω όλη μέρα στο μπαλκόνι, και της φωνάζω και εγώ πως προσπαθώ να κάνω το ατελείωτο φούξια της βουκαμβίλιας ποπ και να με αφήσει ήσυχη, και ύστερα έχω να κάνω το μπλε του αιγαίου ποπ, σκέτο ανόθευτο ποπ, χωρίς εθνική νοσταλγία, γιατί είμαι πεπεισμένη πως αν το καταφέρω θα έρθεις στ’ αλήθεια να σε φιλήσω, και ίσως φτάνουμε στο ποπ όπως κυκλοφορούμε όλη μέρα με τα βρακιά μας, αλλά όχι το καθαρό ποπ, γιατί τότε θα έπρεπε να έχουμε το στήθος καλυμμένο, και να αποδεχτούμε το φλερτ του μαλάκα στις ύστερες αφηγήσεις μας σε μια αθήνα ποπ, με φτηνές μπίρες και τη βεβαιότητα πως η πόλη μάς ανήκει περισσότερο απ’ ό,τι ανήκε ποτέ στις κατοίκους της, χωρίς καμία να κάνει σχόλιο για την πολιτική, τον ζόφο, τις ζωές μας, μονάχα καθαρό ξέγνοιαστο ποπ, και είδες πάλι ξεφεύγω, ενώ θέλω να σου γράψω μονάχα για το ποπ χωρίς κριτική, κουίρ, πολιτική, αλλά δεν είσαι εδώ τώρα που θέλω να σε φιλήσω, γιατί όταν σε φιλάω όλα αυτά δεν υπάρχουν».

Λόγος πυκνός, οριακά παραληρηματικός, στίχοι που μένουν αχώριστοι, ανάσες που πρέπει να βιαστούν, εξηγήσεις που (δεν) δίνονται, ερωτήματα που απαντώνται και άλλα που γεννώνται. Το μπλε του αιγαίου μπορεί να θυμίσει διακοπές, πνιγμένους ή/και τον ελύτη. Το εθνικό μπορεί να έχει κάτι το ψευτο-υψηλό (λέμε και κανένα χαζό), τα βρακιά και οι φτηνές μπίρες κάτι το ψευτο-ταπεινό (το αυτό). Μακριά πολύ απ’ «το φλερτ του μαλάκα», στόχος είναι το φιλί, ένα συγκεκριμένο φιλί – το ποίημα το πιστοποιεί. Το ίδιο ποίημα που αποτελεί την κατάθεση της μκχ στον βωμό του ποπ, είναι το πιστεύω-σε-ένα-ποπ της, ο μπούσουλας και ο ναός της. Ή μπορεί να είναι και το εξομολογητήριό της. Δεν είναι όμως το ποίημα που κλείνει τη συλλογή.

Το τελευταίο ποίημα της βουκαμβίλιας ποπ είναι πολύ συντομότερο, στοιχισμένο δεξιά[16], χωρισμένο σε στίχους, κάποιοι απ’ τους οποίους αποτελούνται από μια μόνο λέξη, και μας μεταφέρει σε κάποιο νησί. Όλα ξεκινούν απλά, με το «όλα εδώ είναι απλά» – «δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά», που έλεγε ο έτερος μεγάλος της γενιάς του 30, συνειρμός που μου θυμίζει πως μου εδόθη πρόσφατα η χάρη ν’ ακούσω αγαπημένη φίλη να μου εξηγεί πως βρίσκει τον σεφέρη με το μαγιό του κουίρ[17]. Αν αυτό σας φαίνεται άσχετο, θυμίζω πόσο σημαντικές είναι οι φίλες στη βουκαμβίλια, παραθέτω και τους επόμενους στίχους του ποιήματος: «είμαστε στρέιτ/ ή κραγμένες αδερφές// δεν υπάρχει φάσμα» (της μκχ είναι οι στίχοι προφανώς, αν χρειάζεται διευκρίνιση, όχι του σεφέρη!). Στη συνέχεια το ποίημα μας βγάζει σε μια εκκλησία· η εκκλησία είναι γαλανόλευκη, σαν ελληνική σημαία, και κανείς δεν την επισκέπτεται, όχι επειδή έχει καταρρεύσει η ελληνικότητα (καταρρέει η ελληνικότητα;), όχι επειδή έχει ηττηθεί η ορθοδοξία (ηττάται η ορθοδοξία;), μα επειδή η αγία «μάλλον/ ήταν λεσβία/ και την απομόνωσαν». Έτσι (και μ’ εμένα ν’ αναφωνώ «αγία λεσβία μου!») κλείνει πια η συλλογή[18].

  1. Τα ποιήματα της βουκαμβίλιας ποπ είναι πολλαπλών χρήσεων ή προκαλούν ποικίλες αντιδράσεις τέλος πάντων. Κάποιος τα διάβασε και ήθελε να γράψει, άλλος τα διάβασε και ήθελε να κλάψει. Γνώρισα έναν τύπο τις προάλλες και πιάσαμε κουβέντα για τα εκδοτικά. Κάποια στιγμή δεν του άρεσε αυτό που του έλεγα και με ρώτησε, ελαφρώς προκλητικά, «κι εσύ πού το ξέρεις;»· «όλες μου οι φίλες/ γράφουνε βιβλία/ τις μούσες τις σκοτώσαμε/ δεν κάναμε κηδεία» (34), είπα από μέσα μου κι ένιωσα τον θρίαμβο να με κατακλύζει. Την επόμενη φορά θα το πω και απ’ έξω μου.

Για να τελειώνω κάποτε, γιατί αντιλαμβάνομαι πως και πολλά είπα και αν έγραφα έκθεση θα είχα βγει εκτός θέματος (ήθελα όμως να δείξω πόσα πορτάκια μου άνοιξε ένα βιβλίο-λουλούδι-ποπ). Η μαρίνα συνεχίζει να γράφει, κατά πάσα πιθανότητα έχει ήδη κάποιο καινούριο πρότζεκτ κατά νου κι εγώ ανυπομονώ γι’ αυτό, δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω, ανυπομονώντας, πως η βουκαμβίλια ποπ είναι κάτι παραπάνω από ένα δουλεμένο, δυνατό και ολοκληρωμένο πρώτο βιβλίο, το οποίο και σας συστήνω ανεπιφύλακτα. Έχω την υποψία πως μπορεί να μην αρέσει στους cis straight άντρες, αλλά αυτό για μένα δεν αποτέλεσε πρόβλημα – και επίσης: ξέρω τουλάχιστον έναν που του άρεσε. Απ’ την άλλη ποντάρω πως θα σας αρέσει αν αγαπάτε, μισείτε ή απλώς ανέχεστε την αθήνα, αν προσδοκούσατε ένα ποίημα για τον ντελιβερά στη βροχή, αν ψάχνετε στήριγμα σ’ αυτό που το λένε ζωή, αν λαχταράτε ποιήματα για (τις) φίλες. Ας είμαστε ειλικρινείς, εμένα μ’ ενθουσίασε και επειδή τρελαίνομαι να μου αφιερώνουν ωραία ποιήματα οι φίλες.

Τι έχω κάνει τώρα λοιπόν εδώ; Πήρα κι έγραψα για το βιβλίο μιας φίλης, δηλώνοντας εξαρχής πως είναι το βιβλίο μιας φίλης. Και άνοιξα και διάφορες παρενθέσεις, προκειμένου να θίξω διάφορα ζητήματα που μ’ απασχολούν, παίρνοντας μακρινές πασούλες απ’ την μαρίνα και μην έχοντας ζητήσει προηγουμένως την άδειά της. Με δυο λόγια, έκανα του κεφαλιού μου. Είναι που μ’ αρέσει να σκέφτομαι πως η ποίηση είναι πλαστελίνη στα χέρια μας και πως οι κανόνες σπάνε (επειδή δεν μας χωράνε). Βάφτισα μάλιστα το κείμενό μου «κριτική ποπ»· επειδή αφορά ένα βιβλίο ποπ κι επειδή προσπάθησα να πάρω μια κριτική και να την κάνω ποπ. Μπορεί όμως όλα αυτά να είναι περιττά, ν’ αρκεί το «ποπ χωρίς κριτική» (76), όπως το θέτει η μαρίνα. Οπότε: Απολαύστε το βιβλίο της κι ύστερα αφήστε το να πέσει στα πόδια σας, κάνοντας ποπ.

 

  1. Είπα πως τελείωσα και δεν το παίρνω πίσω, μου φάνηκε χρήσιμο απλώς να παραθέσω εδώ τα πλήρη βιβλιογραφικά στοιχεία των βιβλίων που ανέφερα παραπάνω. Δεν είναι και πολλά για να χαθείτε, παρατίθενται πάντως με τη σειρά που μνημονεύτηκαν. Τόπο δεν σημειώνω, είναι παντού η αθήνα, που τόσο καλά την ξέρει η μαρίνα, με εξαίρεση μια θεσσαλονίκη, που την ξέρω καλούτσικα εγώ. Τα λεξικά αποφάσισα να μην τα συμπεριλάβω (στον τριανταφυλλίδη πάντως η πρόσβαση είναι πανεύκολη μέσα από την «πύλη για την ελληνική γλώσσα»: https://www.greek-language.gr/).

 

-μκχ, βουκαμβίλια ποπ. τεφλόν 2022.

-οδυσσέας ελύτης, τα ρω του έρωτα. αστερίας 1972 (και τώρα ύψιλον).

-ράντκλιφ χολ, το πηγάδι της μοναξιάς, μτφ. νίκη σταυρίδη. κουκκίδα 2013.

-ντόρα ρωζέττη, η ερωμένη της. μεταίχμιο 2005 (11929).

-πρόκνη, το ίδιο ποίημα. queer ink 2019.

-ντιάνα μάνεση, μια και ολόκληρη, μια χαψιά. queer ink χ.χ.

-jazra khaleed, μα είν’ αυτό ποίηση; τεφλόν 2020.

-γκαλίνα ρίμπου, το σεξ είναι έρημος. τεφλόν 2022.

-adelaide ivánova, το σφυρί. τεφλόν 2020.

-κώστας δεσποινιάδης, ζέλμπα. πανοπτικόν 2017.

-ελένη χριστοπούλου, παιδικοχαρίτες: στίχοι και ημερολόγια από τον δρόμο. redmarks 2019.

-κατερίνα γώγου, απόντες. καστανιώτης 1986.

-γιώργος σεφέρης & κωνσταντίνος τσάτσος, ένας διάλογος για την ποίηση. ερμής 1975.

 

[1] Και μερικές αλήθειες: «ο αγώνας, φίλε μου, ξεκινά στο πρώτο χούφτωμα σε λεωφορείο: χρονών πέντε» (26).

[2] Και όρους που όλο κι έχει πάρει το αυτί μας και σχετίζονται με συμπεριφορές που όλο κι έχουν τσουτσουριάσει το κορμί μας: «mansplaining/ gaslighting/ χειραγώγηση/ μάτσο συμπεριφορά» (24).

[3] Βλ. όμως κι ένα ποίημα μέσα σε ποίημα στη σ. 67.

[4] Αν χρειάζεστε περισσότερες φίλες, κοιτάξτε στις σ. 7, 10, 24, 25, 27, 34, 40, 43, 49, 73, 75.

[5] Πάντα υπάρχουν εξαιρέσεις και μπορείτε να ανατρέξετε στις σ. 27-29 για μία απ’ αυτές.

[6] Και επίσης διασταυρώσεις: «βερανζέρου και τρίτης σεπτεμβρίου», «μεσολογγίου και τζαβέλλα γωνία» (σ. 58 & 59, αντίστοιχα).

[7] Βλ. «το βέλος στο google map» και τους ανθρώπους «που διαβάζουν χάρτες/ στα τρόλεϊ» στις σ. 59 και 60 (όπου και «ένας μεταλλικός χάρτης της αφρικής/ στον λαιμό» μιας γυναίκας).

[8] Άλλοτε γίνονται τόποι κι αυτοί: «τα όρια των ανθρώπων είναι σύνορα» (26).

[9] Αλλά κι εκείνο το «χωρίς τραύματα» της σ. 76.

[10] Και επίσης σερβιέτες, που δεν βρίσκω πολύ συχνά στην ποίηση. Υπάρχουν βέβαια και στο ποίημα της ρίμπου που σχολίασα παραπάνω. Ύστερα είναι κι εκείνες οι «ανέλπιδες σερβιέτες» (από τους απόντες) της Κατερίνας Γώγου, που (δεν ξέρω αν το προσέξατε αλλά) την απηχεί και ο τίτλος μου.

[11] Από κοντά κι ο σκωπτικός πολιτικός σχολιασμός: «όμως φταίμε/ κι εμείς. πρέπει απλώς/ να μένουμε σπίτι. όλο κάνουμε το λάθος να/ προσφέρουμε τα δικά μας σώματα/ στα γκλομπ, τις δικές μας μύτες στα δακρυγόνα» (32).

[12] Βλ. όμως και τον στίχο «αντιστέκομαι στην τρυφερότητα» (63).

[13] Αλλά και μια ολοζώντανη μάνα, μητέρα, μαμά στις σ. 18, 40, 46, 49.

[14] Και το καθόλου τυχαίο ερώτημα: «νάνε, εσύ έχεις φίλες;» (43).

[15] Βλ. σ. 12, 39, 50 & 51, αντίστοιχα.

[16] Δεν είναι το μόνο: η βουκαμβίλια φυτρώνει σε όλα τα μέρη της σελίδας, τακτική που μπορεί να θυμίσει και τα τεύχη του τεφλόν.

[17] Οπωσδήποτε ένα απ’ τα πιο απολαυστικά πράγματα που έχω ακούσει τελευταία (Νίκη, σ’ ευχαριστώ!). Τα δικά σας συμπεράσματα μπορείτε να βγάλετε κάνοντας αναζήτηση εκεί έξω με τους όρους «σεφέρης μαγιό» ή/και βλέποντάς τον να πλατσουρίζει στην ακροθαλασσιά παρέα με τον τσάτσο, στο οπισθόφυλλο που γνωστού (και σοβαρότατου) έργου τους ένας διάλογος για την ποίηση. Εκεί βέβαια το μαγιό δεν φαίνεται, το κρύβει το κύμα. Μπορεί να χρειαζόμαστε κι άλλα τέτοια οπισθόφυλλα, τι να πω.

[18] Το μόνο που έπεται είναι η αναφορά στα περιοδικά που πρωτο-δημοσίευσαν ορισμένα από τα ποιήματα της βουκαμβίλιας και οι εγκάρδιες ευχαριστίες της μκχ σε ζωάκια, φιλαράκια, ανθρωπάκια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτοκτόνησε 80χρονος που είδε το σπίτι του να καίγεται

«Λευτεριά στον αναρχικό απεργό πείνας Γ. Μιχαηλίδη»-Παρέμβαση στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης