Κώστας Βεργόπουλος, Οι αμετανόητοι, Α.Α. Λιβάνη, σελ. 196
… χωρίς την παραμικρή πικρία από υποθετικά ραντεβού με την ιστορία, που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν
Ο Κώστας Βεργόπουλος δεν είναι μαζί μας δυο χρόνια τώρα. Πέθανε προ πανδημίας, τον Οκτώβριο του 2018. Όντας ένας από τους σημαντικότερους δημόσιους διανοούμενους -και όχι μόνο για την Ελλάδα- των τελευταίων πενήντα χρόνων, θα είχε σίγουρα πολλά να πει για όσα βιώνουμε τώρα.
Από μια άποψη, το τελευταίο του βιβλίο, Η νέα παγκόσμια αναταραχή (Gutenberg, 2017), το κύκνειο άσμα του, μας μιλάει για τα τωρινά. Τα «προβλέπει», έστω κι αν ο κορωνοϊός δεν εμφανίζεται στο αφήγημα -άλλα παίζουν το ρόλο της ακίδας, με καταλήξεις, όμως, εξαιρετικά παρόμοιες.
Εγώ, ωστόσο, προτιμώ σήμερα, εις μνήμην και προς αναστοχασμό, να παρουσιάσω ένα παλιότερο βιβλίο του, τους Αμετανόητους, που εκδόθηκε το 2010. Κι αυτό γιατί πρόκειται για ένα πολύ διαφορετικό από τα υπόλοιπα έργα του. Ένα βιβλίο εξιστόρησης της δικής του προσωπικής πεντηκονταετίας από το 1960 μέχρι το 2010, αξιοποιώντας την προσωπική του εμπειρία, για να δείξει τα όσα σημαντικά -κοσμοϊστορικά, στ’ αλήθεια- συνέβησαν και καθορίζουν τα όσα τώρα και στο μέλλον θα συμβούν.
Ο Βεργόπουλος υπήρξε σπουδαίος οικονομολόγος -κοινωνικός επιστήμονας, καλύτερα- κι άνθρωπος της παγκόσμιας αριστεράς, με τη δουλειά του πάντοτε σε σύνδεση με τους αγώνες της κάθε εποχής.
Ανήκε σε μια σχολή που δεν υπήρξε ποτέ η «αγαπημένη» μου, αυτή της Μητρόπολης -Περιφέρειας και συχνά εξέφραζε μια στάση περισσότερο «πατριωτική» από όσο «άντεχα». Παρόλα αυτά, διάβαζα ό,τι έγραφε, με μεγάλο ενδιαφέρον. Τα κείμενά του αποτελούν υπόδειγμα γνώσης, εμβρίθειας, σαφήνειας και έγνοιας για το πολιτικό, για την αλλαγή του κόσμου.
Οι Αμετανόητοι έχουν όλες αυτές τις αρετές και, επιπλέον, μέσω της ζωηρής εξιστόρησης πραγμάτων σπουδαίων, που εκτυλίχτηκαν σε μια μεγάλη και πολύ πυκνή χρονική περίοδο, μας δίνουν τη δυνατότητα να συλλάβουμε και να γοητευτούμε από τη καθαρή και λοξή ματιά του στα γεγονότα. Κρατήστε, κυρίως, το λοξή.
Όχι μόνο γιατί στην ερμηνεία παίρνει πάντοτε σχεδόν τη θέση των θεωρητικών μειοψηφιών του κινήματος -είναι χαρακτηριστική η άποψή του για τον κομμουνισμό του 20ου αιώνα, για μεγάλα γεγονότα, όπως ο ισπανικός εμφύλιος, ο Μάης του ’68 η το λατινοαμερικάνικο αντάρτικο -ούτε ο Τσε ξεφεύγει από την κριτική του- ή και για τα εμβληματικά πρόσωπα, από τον Νιν μέχρι τον Όργουελ, τον Σαρτρ, τον Αλτουσέρ και τον Ντεμπόρ ή τα «παιδιά του Ματαρόα» και δεκάδες άλλους, αλλά και τις τάσεις που καθόρισαν την πορεία των πραγμάτων και μας έφεραν ως εδώ.
Το χαρακτηριστικό της αφήγησής του δεν είναι η υιοθέτηση μιας λοξής, αλλά ευρείας σχετικά, ματιά. Πολύ συχνά αυτό που αναδεικνύεται είναι η δική του, ειδική λοξότητα.
Πρώτη φορά, π.χ., συναντώ κριτική του στρουκτουραλισμού, όπου οι πηγές είναι αποκλειστικά από τον χώρο της πολιτικής οικονομίας. Ο Ρικάρντο, ο Σισμοντί, ο Σουμπέτερ, ο Βίκσελ, ο Κέινς κι ο Μικάλ Καλέτσκι και στο φόντο ο Μαρξ, αλλά όχι ο «φιλόσοφος», μα ο «οικονομολόγος» Μαρξ. Κι όσο κι αν αστοχεί, κατά τη γνώμη μου, σε ό,τι αφορά την εκτίμησή του για τον Αλτουσέρ, δεν παύει να θέτει ένα απολύτως πραγματικό και καίριο ζήτημα, σε ό,τι αφορά την πρόσληψη του «αριστερού δομισμού» από ένα μεγάλο τμήμα των υποστηρικτών του:
«Κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο, από όλες τις πλευρές των οικονομολόγων είχαν διατυπωθεί σοβαρές αμφιβολίες και επιφυλάξεις ως προς τη μακροχρόνια διατηρησιμότητα του καπιταλιστικού συστήματος. Μόνον η Σχολή του λεγόμενου αριστερού στρουκτουραλισμού αγνόησε και παρασιώπησε όλες αυτές τις επιφυλάξεις, για να παρουσιάσει ένα σχήμα βάσει του οποίου το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να αναπαράγεται συνεχώς και αενάως σε συνεχώς διευρυνόμενη κλίμακα» (σελ.60).
Δεύτερο παράδειγμα. Πολλοί μοιράζονται την εικόνα του γαλλικού Μάη ως της ηττημένης εφόδου στον Ουρανό, όπως και των ευθυνών της μαζικής Αριστεράς για την δυστυχή κατάληξη. Ο Σουήζυ έλεγε πως το ΚΚΓ, αφού έκανε ό,τι μπορούσε για να μην αποβεί επαναστατική η κατάσταση, στη συνέχεια επικαλέστηκε την «έλλειψη επαναστατικής κατάστασης» θυμίζοντας τον πατροκτόνο, που στο δικαστήριο επικαλέιται ως ελαφρυντικό την ορφάνια του, ενώ ο Σαρτρ σημείωνε: «Το ΚΚΓ απέδειξε στην πράξη ότι όχι μόνο δεν είναι επαναστατικό, αλλά και ότι δεν είναι ούτε μεταρρυθμιστικό. Είναι ένα παρασιτικό κόμμα που δεν δημιουργεί καταστάσεις, αλλά παρεμβαίνει κάθε φορά που εκ των κάτω δημιουργούνται καταστάσεις, με σκοπό πάντα πυροσβεστικό» (σελ. 70). Ο Βεργόπουλος, λοιπόν, δεν θα καταγγείλει το Κομμουνιστικό Κόμμα ως αντεπαναστατικό, αλλά ως αντιμεταρρυθμιστικό, συντηρητικό. Και θα υπογραμμίσει πόσο η κατάληξη του Μάη οδήγησε στη νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση που μετέτρεψε τον κόσμο σε πραγματικό εφιάλτη τον τελευταίο μισό αιώνα.
Τρίτο παράδειγμα από την ελληνική Αριστερά της δεκαετίας του ’60. Με τα λόγια του:
«Θυμάμαι χαρακτηριστικά τη δυσχερή θέση της τότε κομματικής Αριστεράς (της ΕΔΑ): αφ’ ενός επιθυμούσε βέβαια την ανάπτυξη ενός νεανικού κινήματος, αφ’ ετέρου όμως βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία να του προσφέρει οιονδήποτε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό ορίζοντα πέρα από τις δικές της περιορισμένες κομματικές προσδοκίες […] Συνέπεια αυτής της αντίφασης ήταν ότι εφευρέθηκε ο μανδύας αυτού που, λόγω των περιστάσεων, ονομάσθηκε «Νεολαία Λαμπράκη», ώστε να καπελωθούν όλα τα μικρά σχήματα, που είχαν τότε αρχίσει να ανθίζουν και να πολλαπλασιάζονται σαν μανιτάρια. Όμως, ταυτόχρονα, αυτός ο πολιτικός μανδύας στερείτο οιασδήποτε πολιτικής προοπτικής και στις σχετικές πιέσεις, ακόμη και από τα μέλη της βάσης του, η ηγετική ομάδα κατέληγε να μη βρίσκει άλλο στόχο για άμεση δράση εκτός από τις δενδροφυτεύσεις, τη δημιουργία πράσινων χώρων και αλσυλίων, όπως και τον καθαρισμό των δένδρων από τις κάμπιες […] Θυμάμαι τον σαρωτικό σαρκασμό και τους ατελείωτους γέλωτες που είχαμε μαζί με τους Σωτήρη Πέτρουλα και Μάκη Παπούλια, όπως επίσης με τους Νίκο Ψυρρούκη και Τάκη Κονδύλη, όταν μιλούσαμε για την «καμπιοκτόνο Αριστερά» (σελ. 42).
Αυτή η Αριστερά, όσο κι αν έγινε στόχος της Δεξιάς εξαιτίας των «Λαμπρακισσών με τις μαύρες κάλτσες», είχε σκοπό διαρκώς να διασφαλίζει μια αποδεκτή εικόνα στα μάτια του ελληνικού κατεστημένου, πράγμα που την έκανε ουσιωδώς ακίνδυνη και την οδήγησε στην δικτατορία με πυτζαμιαία περιβολή. Δεν είναι τυχαία η στάση της στα Ιουλιανά:
«Επί εξήντα μέρες, ο δημοκρατικός λαός έδινε το παρών σε μια μάχη που δεν είχε προσδιορίσει το στόχο της. Φυσιολογική και προβλεπτή κατάληξη ήταν η κόπωση και η απογοήτευση […] Η ήδη συντελεσμένη δημοκρατική κατάρρευση έδωσε φτερά στα σχέδια των συνταγματαρχών. Τη δικτατορία προετοίμασε όχι η άνοδος του δημοκρατικού κινήματος, αλλά η πτώση του, που σε μεγάλο βαθμό ήταν αποτέλεσμα των κομματικών αξιώσεων για οικειοποίηση και ποδηγέτηση των κοινωνικών εξελίξεων» (σελ. 46).
Ο Βεργόπουλος θα ισχυριστεί σαρκαστικά πως ένα από τα καλά της χούντας ήταν πως η κατάλυση των κομματικών οργανώσεων επέτρεψε την επανεμφάνιση κάποιου ανανεωμένου φοιτητικού κινήματος – η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν θα συνέβαινε με κραταιές τις κομματικές οργανώσεις!
Τέταρτο παράδειγμα. Ο συγγραφέας αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο -από τα 24- στον Αλέκο Γιωτόπουλο!
Πολλά ακόμη παραδείγματα της «λοξότητάς» του θα μπορούσα να παραθέσω. Είναι, ωστόσο, νομίζω φανερό σε τι αναφέρομαι και πόσο το θεωρώ πλεονέκτημα του βιβλίου. Που, επιπλέον, είναι γεμάτο με πληροφορίες σχετικά με τα θεωρητικά ρεύματα στα οποία βρέθηκε κοντά ή εντός ο Βεργόπουλος και η παρουσίασή τους από τον ίδιο διαφοροποιεί σημαντικά την εικόνα που έχουμε γι’ αυτά εμείς οι «εξωτερικοί». Όπως είναι γεμάτο και με αναλύσεις της πρόσφατης περιόδου και των προοπτικών που ανοίγονται μέσα από τον ζόφο. Με την ελπίδα ακόμη ζωντανή όσο κι αν είναι θαμμένη.
Θα μας πει έτσι πως αυτό που προηγήθηκε του Μάη ήταν πίκρα και μαυρίλα. Και ο Μάης ήλθε. «Το ότι τα πράγματα ήταν απολύτως μαύρα μας επέτρεπε να φανταζόμαστε έναν κόσμο τελείως διαφορετικό, ακόμη κι αν αυτός δεν υπήρχε, ακόμη κι αν ούτε θα μπορούσε να υποτεθεί πως θα υπάρξει στο μέλλον […] Σήμερα, 42 χρόνια αργότερα, είναι γεγονός ότι τα πράγματα είναι οπωσδήποτε πολύ περισσότερο μαύρα από ό,τι ήσαν τότε. Όμως, έχει σήμερα καίρια κλονισθεί η δυνατότητα να φανταζόμαστε διαφορετικό το μέλλον, κι αυτό κάνει την παρούσα κατάσταση πολύ πιο ασφυκτική και δυσβάστακτη από εκείνη του παρελθόντος […] Για τους σημερινούς νέους, η απόγνωση έχει γενικευθεί, και ίσως αυτό καταλήγει στην πράξη να συνιστά προϋπόθεση για μια νέα ελπίδα» (σελ. 53).
Ίσως καλύτερα που είναι χειρότερα; Δεν είναι αυτό το πνεύμα του Βεργόπουλου.
«Ο Αλφρέ ντε Μυσαί, στο έργο του Ένα Παιδί του Αιώνα, γραμμένο στα 1835, μέσα στην καταστολή και στην αντίδραση που ακολούθησαν την Γαλλική Επανάσταση και τις ναπολεόντειες ανατροπές, έχει δείξει ότι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμη και τις πιο άγονες, τα πάντα παραμένουν στις ψυχές των ανθρώπων, η διάθεση και η διαθεσιμότητα διατηρούνται, μόνο που καιροφυλακτούν προκειμένου να βρουν την πρόσφορη στιγμή για να εκφρασθούν και πάλι, έστω κι αν επί του παρόντος μπορεί να εκφράζονται διαφορετικά ή ακόμη και να σιωπούν […] Τίποτε δεν έχει χαθεί, όλα εδώ βρίσκονται, ακόμη και σήμερα και περισσότερο στο μέλλον» (σελ. 53).
ΥΓ. Θέλω να παραθέσω και μια ανεκδοτολογική παρατήρηση -επειδή οι άνθρωποι μετρούν, οι άνθρωποι με όνομα κι επώνυμο εννοώ. Και το βιβλίο είναι γεμάτο με τέτοιους συγκεκριμένους ανθρώπους -που αγωνίζονται, γράφουν, αγαπούν, αυτοκτονούν ή παραφρονούν, όπως ο Αντρέ Γκούντερ-Φρανκ, μετά από τη σφαγή στη Χιλή.
Να πω, λοιπόν, για τον Νίκο Πουλαντζά. Που στις πρόσφατες 11 Συνομιλίες του Σταύρου Ζουμπουλάκη και με τον Στρατή Μπουρνάζο (Πόλις, 2020, σελ. 85) περιγράφεται λίγο σαν επαρμένο ψώνιο, αλλά ο Βεργόπουλος, γνωρίζοντάς τον πολύ καλύτερα, δίνει μια πολύ διαφορετική εικόνα του -να κομπορρημονεί σαν «παιδί της πιάτσας» (σελ. 109). Μετρούν αυτά, καλό είναι να τα μαθαίνουμε κι αυτά.