Δεν συνηθίζω να σχολιάζω δημόσια τα λάθη αυτού ή του άλλου αριστερού κόμματος. Το βρίσκω πιο δημιουργικό να ασχολούμαι με τα δικά μας. Η πολυσέλιδη απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για τον «πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών» ωστόσο, δεν είναι απλά ένα λάθος, είναι μια ευθεία επίθεση στα δικαιώματα μιας καταπιεσμένης κοινωνικής ομάδας.
Βέβαια, το ομοφυλοφιλικό κίνημα και τα lgbt άτομα μια χαρά ξέρουν εδώ και δεκαετίες να υπερασπίζονται το δίκιο τους απέναντι σε τέτοιες υποθέσεις. Για το ίδιο το θέμα λοιπόν δεν έχω να κομίσω τίποτα νέο και είμαι απόλυτα καλυμμένος από τις θέσεις και τις δράσεις του ομοφυλοφιλικού και του φεμινιστικού κινήματος, τα οποία έχουν ξεκαθαρίσει ότι όποιος και όποια θέλει να παντρευτεί πρέπει να μπορεί να το κάνει, όποιοι και όποιες θέλουν να υιοθετήσουν ένα παιδί, θα πρέπει να έχουν την ίδια δυνατότητα να το κάνουν και τις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί του ανεξάρτητα του φύλου τους, και ότι κάθε γυναίκα μπορεί να κάνει με τη μήτρα της ό,τι θέλει. Οτιδήποτε άλλο είναι εξαίρεση, καταπίεση, διάκριση κι αποκλεισμός. Τελεία.
Θέλω όμως να πω δυο κουβέντες ως βιολόγος, μιας και η ΚΕ βασίζει την επίθεσή της σε ψευδοεπιστημονικά, «βιολογικά» επιχειρήματα για τη «φύση του ανθρώπου»· επιχειρήματα που ο μαρξισμός και η βιολογία καταπολεμάνε εδώ και 150 χρόνια. Η ιδεολογία πίσω από αυτά τα επιχειρήματα έχει και όνομα, λέγεται κοινωνιοβιολογία, και για να μην υποθέτει κανείς ότι τα βγάζω από το μυαλό μου ή τα προσάπτω στο ΚΚΕ από αντικομμουνιστική διάθεση, η ΚΕ έχει την ειλικρίνεια να το αποδεχθεί και μόνη της, χαρακτηρίζοντας εισαγωγικά τη «σχέση μητρότητας – πατρότητας, ως μια εξελισσόμενη βιοκοινωνική σχέση». Όσο και να ψάξουν, φοβάμαι ότι τα μέλη της ΚΕ δεν θα βρουν ούτε ένα μαρξιστικό κείμενο που να αναφέρει θετικά αυτόν τον όρο. Η απόφασή τους, νομίζω, είναι η πρώτη.
Οι βιοκοινωνικές σχέσεις
Πολύ – πολύ χοντρικά, να πούμε ότι οι βιοκοινωνικές θεωρίες τείνουν να αποδίδουν βιολογική βάση στις κοινωνικές σχέσεις. Άνθισαν κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όταν αξιοποιήθηκαν για να τεκμηριώσουν την ανωτερότητα των δυτικών εθνών απέναντι στους αποικιοκρατούμενους λαούς, ή την αναπόδραστη φυσικότητα των εκμεταλλευτικών σχέσεων εντός των αστικών κοινωνιών.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα πως λειτουργούν αυτές οι θεωρίες, πάρτε το επιχείρημα της ανακοίνωσης: λέει λοιπόν η ΚΕ ότι η «σχέση μητρότητας – πατρότητας» έχει μια «αντικειμενική», «βιολογική» βάση, «που προκύπτει από τη συμπληρωματική λειτουργία άνδρα – γυναίκας στη διαδικασία τεκνοποίησης». Με παρόμοιο τρόπο, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η σχέση άνδρα – γυναίκας έχει μια αντικειμενική, βιολογική βάση, που προκύπτει από τις συμπληρωματικές διαφορές άνδρα – γυναίκα στις παραγωγικές δεξιότητες, καθώς ο άνδρας είναι μεγαλύτερος και πιο δυνατός και η γυναίκα ευαίσθητη και φροντιστική. Γιατί, δεν είναι; Ή, η αποικιοκρατία έχει μια αντικειμενική βιολογική βάση, που προκύπτει από τις διαφορές των ανθρώπινων φυλών, καθώς τα δυτικά έθνη είναι ικανότερα και κυριαρχικά, ενώ οι φυλές της Αφρικής αράζουνε στον ήλιο. Ή η σχέση κεφαλαιοκράτη – εργαζόμενου έχει μια αντικειμενική βιολογική βάση, καθώς ορισμένοι άνθρωποι έχουν μια φυσική ροπή στην εγκράτεια και την αποταμίευση, ένα ηγετικό ταλέντο και μια παραγωγική φαντασία, ενώ άλλοι ξοδεύουν τον μισθό και τον χρόνο τους στις μπύρες. Όλα αυτά τα παραδείγματα δεν τα επινόησα τώρα, αποτέλεσαν διαδεδομένες βιοκοινωνικές θεωρίες, σαν αυτή που επανέλαβε προχθές η ΚΕ.
Προφανώς, οι θεωρίες αυτές πολεμήθηκαν λυσσαλέα από τον μαρξισμό, για τον οποίο δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι όλη η θεωρητική του προσπάθεια μπορεί να συμπυκνωθεί ακριβώς σε αυτό: στο να αφαιρέσει το περίβλημα της «φυσικότητας» από τις κοινωνικές σχέσεις και να αναδείξει αντίθετα τον ιστορικό και -κυρίως- τον ανταγωνιστικό τους χαρακτήρα. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε με τον τρόπο της και η βιολογία, ανακαλύπτοντας σταδιακά τους νόμους που διέπουν τη βιολογική πραγματικότητα και αποδεικνύοντας έτσι ότι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με τους νόμους της κοινωνικής πραγματικότητα. Ο μαρξισμός και η βιολογία λοιπόν, ακόμα κι αν δεν το ξέρουν, έχουν να παρουσιάσουν ένα κοινό επίτευγμα: απέδειξαν ότι δεν υπάρχουν βιοκοινωνικές σχέσεις, αλλά μόνο βιολογικές ή κοινωνικές σχέσεις.
Μέσα από αυτές τις μάχες, οι βιοκοινωνικές θεωρίες ηττήθηκαν και σταδιακά εξέπεσαν σε πιο περιθωριακά ζητήματα, όπως η συσχέτιση της εγκληματικής προδιάθεσης με το σχήμα της μύτης. Επανέρχονται βέβαια τακτικά, από ακραίες νεοφιλελεύθερες, ρατσιστικές και εθνικιστικές φωνές, που αναζητούν μια πιο αντικειμενική βάση για το δίκιο του ισχυρού – αν και σήμερα οι πιο ικανοί νεοφιλελεύθεροι, ρατσιστές και εθνικιστές έχουν εγκαταλείψει πια την άγονη προσπάθεια να στηρίξουν τα επιχειρήματά τους στο βιολογικό υπόβαθρο και εμμένουν στο πολιτιστικό.
Τελευταία προσπάθεια ήταν η Κοινωνιοβιολογία του διάσημου εντομολόγου E. Ο. Wilson, ο οποίος προσπάθησε να ενοποιήσει τη βιολογική εξέλιξη και την κοινωνική ιστορία σε μια ενιαία επιστήμη, πιστεύοντας ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι κάτι σαν μεγάλες μυρμηγκοφωλιές. Παρά την παιδαριώδη αντίληψή του για τα κοινωνικά, η πρότασή του έγινε με χαρά αποδεκτή από διάφορους κύκλους, ακόμα και οικολογικούς δυστυχώς, και χρειάστηκε η επίμονη κριτική από μεγάλους εξελικτικούς βιολόγους (και παρεμπιπτόντως μαρξιστές) όπως ο Lewontin και ο Levins, για να επιστρέψει η κοινωνιοβιολογία στη θέση που της αξίζει, δηλαδή στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. Μέχρι που ήρθε η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας να την αποκαταστήσει και να προκαλέσει ένα νέο παγκόσμιο κύκλο αντιπαράθεσης για τη βιολογική βάση των κοινωνικών σχέσεων – ή και όχι.
Ο καθοριστικός παράγοντας
Για να μην υπάρχει η υπόνοια ότι την αδικώ, η ΚΕ δεν αναφέρεται απλά στο όνομα, αλλά εφαρμόζει πραγματικά μια γνήσια βιοκοινωνική θεωρία στο θέμα του γάμου και της γονεϊκότητας. Για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι «ο άνθρωπος αναπαράγεται με φυσικό τρόπο», ότι «η ανθρώπινη μητρότητα και η ανθρώπινη πατρότητα είναι εγγεγραμμένες στο είδος ‘άνθρωπος’», ή ότι η μητρότητα είναι «κατάκτηση της μακραίωνης ανάπτυξης του ανθρώπου» – και πολλά ακόμα που δεν χωράνε εδώ.
Εννοείται βέβαια ότι όπως κάθε βιοκοινωνική θεωρία, η θέση της ΚΕ δεν ταυτίζεται με έναν «απόλυτο βιολογισμό» -όπως λέει και η ίδια άλλωστε- αλλά επιδιώκει έναν συνδυασμό μεταξύ της αντικειμενικής, βιολογικής βάσης και του συγκυριακού, κοινωνικού χαρακτήρα ή ρόλου (όλες οι λέξεις δικές της). Για αυτό ξοδεύει αρκετές παραγράφους για να περιγράψει τις μορφές που έχει πάρει η γονεϊκότητα στις διάφορες εκμεταλλευτικές κοινωνίες. Στο συνδυασμό αυτό βέβαια, είναι φανερό ότι η βιολογική «βάση» θα έχει πάντα μεγαλύτερη βαρύτητα από το κοινωνικό «εποικοδόμημα». Έτσι, για το θέμα της γονεϊκότητας, η ανακοίνωση καταλήγει εύλογα ότι αυτή πρέπει να βασίζεται στη «φυσική συμπληρωματικότητα άνδρα – γυναίκα», και όχι στους συγκυριακούς «κοινωνικούς ρόλους». Κατ’ επέκταση, αφού «ο γάμος αποτέλεσε τη θεσμική μήτρα της τεκνοποίησης» (άλλη μαρξιστική αποκάλυψη κι αυτή), τότε και αυτός δεν μπορεί παρά να αφορά μόνο φυσικά, συμπληρωματικά ζευγάρια άντρα – γυναίκα.
Κατά τη γνώμη μου, και νομίζω κατά τη γνώμη του μαρξισμού, δεν υπάρχει καμία «φυσικότητα» στον «άνθρωπο» – για την ακρίβεια, δεν υπάρχει καν αυτή η μεταφυσική οντότητα που ονομάζεται «άνθρωπος». Για τη δε βιολογία, δεν υπάρχει πια ούτε το είδος «άνθρωπος», από τη στιγμή που έπαψε να είναι υποκείμενο στη φυσική επιλογή και τη βιολογική εξέλιξη. Υπάρχουν μόνο οι συγκεκριμένοι, ιστορικοί άνθρωποι, οι οποίοι καθορίζονται από τις κοινωνικές σχέσεις σε όλες τις εκφράσεις της ζωής τους: τη γέννηση, την ανάπτυξη, τις σεξουαλικές σχέσεις, την αναπαραγωγή, την εργασία, τον θάνατο. Αν ήμασταν ακόμα «βιολογικά» όντα, θα γεννούσαμε από τα 12 μας και κάθε 2-3 χρόνια, θα ζούσαμε ως τα 35 και θα πεθαίναμε από ένα σκουλήκι στο έντερο ή ένα σάπιο δόντι. Ούτε η σεξουαλικότητα, ούτε και η γονεϊκότητα, έχουν πια κάποια συνάφεια με τη βιολογική «αναπαραγωγή» του «είδους». Ορίζονται από κοινωνικές σχέσεις, κοινωνικές νόρμες ή κοινωνικά επικαθορισμένες επιθυμίες. Το να αναλύουμε τη σεξουαλικότητα ή τη γονεϊκότητα με βάση το γεγονός ότι τα αγοράκια συνήθως έχουν τσουτσούνι ή τα κοριτσάκια έχουν πιπί, είναι το ίδιο σοφό με το να αναλύουμε τις σύγχρονες κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, με βάση το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν μπράτσα και μοχθούν για να οργώσουν τη γη.
Για αυτό άλλωστε και είναι απολύτως δόκιμες και γόνιμες οι θεωρίες περί «κοινωνικού φύλου», που τόσο υποτιμητικά απορρίπτει η ΚΕ: τα φύλα είναι ακριβώς τόσο κοινωνικά, όσο κοινωνικές είναι οι τάξεις, ή τα έθνη, ή οι φυλές, και αυτό μάλιστα όχι μόνο δεν αφαιρεί τίποτα από την αντικειμενικότητά τους, αλλά ίσα – ίσα την τοποθετεί στη μόνη υπαρκτή και στέρεη βάση. Είναι χαρακτηριστική η φράση της ανακοίνωσης, ότι οι θεωρίες του κοινωνικού επικαθορισμού του φύλου επιχειρούν «την αποσύνδεση του ανθρώπου από κάθε αντικειμενικό προσδιορισμό (π.χ. φύλο, τάξη κ.λπ.)»: η τελείως αντιμαρξιστική αντιπαραβολή του «κοινωνικού» με το «αντικειμενικό», παρασέρνει εδώ ακόμα και την τάξη.
Δεν απαιτώ ωστόσο ούτε από την ΚΕ ούτε από κανέναν άλλο, να έχει μια τόσο σαφή θέση για τη διάκριση κοινωνικού και βιολογικού. Ας πάει έστω ως τη μέση κι ας αποδεχθεί όποιου είδους διάδραση επιθυμεί μεταξύ των δύο προσδιορισμών. Το σημαντικό θα είναι τότε να μας πει ποιος είναι ο καθοριστικός παράγοντας. Αν για παράδειγμα θεωρούμε ότι οι κοινωνικοί ρόλοι είναι ο καθοριστικός παράγοντας, ακόμα κι αν πιστεύουμε ότι το ο γάμος και η γονεϊκότητα διατηρούν κάποιες βιολογικές αναφορές, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην αφήνουμε τους ομόφυλους να παντρεύονται, ή να μεγαλώνουν ένα παιδί. Αν πάλι θέλουμε να τους το απαγορεύσουμε, τότε θα πρέπει να υποτάξουμε το κοινωνικό στο βιολογικό, κι ας μιλάμε κατά τα άλλα για «διαλεκτικό υλισμό» και κοινωνικές σχέσεις. Τζάμπα είναι.
Η κεκαλυμμένη ομοφοβία
Η ιδεολογική εκδοχή που θα επιλέξουμε λοιπόν, απλά δικαιολογεί μια πολιτική θέση που έχει ήδη ληφθεί. Αυτό είναι φανερό και στην ανακοίνωση. Η θέση του ΚΚΕ ενάντια στα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων χρειαζόταν μια επιχειρηματολογία και κάποιος θυμήθηκε την κοινωνιοβιολογία. Την προηγούμενη φορά αν θυμάστε, ο Γραμματέας είχε πει ότι το ΚΚΕ είναι ενάντια στον γάμο των ομόφυλων, γιατί ο γάμος είναι ένας ξεπερασμένος αστικός θεσμός. Αν και κάπως υποκριτική, αυτή η δικαιολογία ακουγόταν τουλάχιστον πιο προοδευτική από τη «φύση του ανθρώπου». Νιώθοντας τώρα ότι κρατά στο στόμα της κάτι ξένο, η ανακοίνωση θάβει τα επιχειρήματά της κάτω από βουνά άσχετων αναφορών, από την «ασφάλεια στις υποδομές ύδρευσης», ως την αντίθεση των ιμπεριαλιστικών μπλοκ Ρωσίας και ΕΕ – θέματα σίγουρα σημαντικά, αλλά που μάλλον δεν προσφέρουν κάτι στη συζήτηση.
Το κείμενο μυρίζει από παντού απολογητισμό: από την αυθόρμητη ανάγκη του να μας θυμίσει την ηρωική ιστορία του ΚΚΕ, τον ΔΣΕ, τις εξορίες και τις φυλακές, ως την υποχρέωση να διευκρινίσει ότι η θέση του διαφέρει από αυτή της Εκκλησίας, καθώς η δεύτερη θέλει να απαγορεύσει και την ομοφυλόφιλη σεξουαλικότητα, ενώ το Κόμμα μόνο τη γονεϊκότητα (παρεμπιπτόντως, αυτό είναι αναληθές: η επίσημη Εκκλησία εξεγέρθηκε για τον ίδιο ακριβώς λόγο με το ΚΚΕ, δηλαδή για το δικαίωμα τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια και δεν ασχολείται ιδιαίτερα με το τί κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του).
Να λοιπόν γιατί όλη αυτή η φασαρία: για να καλύψει η ΚΕ μια θέση που είναι εγνωσμένα και συνειδητά ομοφοβική. Η ομοφοβία άλλωστε, είναι διάχυτη σε όλο το κείμενο: γιατί αλλιώς να αναφέρεται σε τζόγο, πορνεία και ναρκωτικά – ακόμα κι αν ισχυρίζεται ότι αυτά αφορούν όλα τα ζευγάρια; Αν αφορούν εξίσου όλα τα ζευγάρια, γιατί είναι χρήσιμο επιχείρημα σε ένα κείμενο που θέλει να απαγορεύσει την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια; Ή, τί άλλο μπορεί σημαίνει η φράση ότι το ΚΚΕ, παλεύει σθεναρά «για τη διαμόρφωση του νέου ανθρώπου, που κατακτά την κομμουνιστική ηθική (…) που δίνει μάχη με τις αδυναμίες του»; Πώς πιστεύει η ΚΕ ότι ακούγονται οι λέξεις «ηθική» και «αδυναμίες», σε ένα κείμενο που αφορά την ομοφυλοφιλία;
Όπως φαίνεται όμως από το απολογητικό ύφος της ανακοίνωσης, η ομοφοβική αυτή στάση είναι πια ένα δύσκολο καθήκον. Το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα («η αυτοαποκαλούμενη ηγεσία των ΛΟΑΤΚΙ» που λέει και το κείμενο, με εμφανή ζήλια) έχει καταφέρει να ανατρέψει σε καθοριστικό βαθμό το κοινωνικό κλίμα. Για αυτό άλλωστε και μια δεξιά κυβέρνηση προτιμά να αναλάβει η ίδια τη νομοθετική πρωτοβουλία για τον γάμο, από το να σταθεί απέναντι. Γιατί τότε το ΚΚΕ συνεχίζει να επιμένει στην ομοφοβία;
Εξάλλου, από το ’70 και μετά, οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι τάσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος έχουν σταδιακά διορθώσει την υστέρηση που είχαν στο θέμα της ομοφυλοφιλίας (υστέρηση που ίσως συνδέεται με τη σταλινική μεταρρύθμιση του οικογενειακού δίκαιου που είχε εγκαθιδρύσει το νεαρό σοβιετικό κράτος), και πολλές από αυτές συμμετέχουν ενεργά σήμερα στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ – με κορυφαίο παράδειγμα την πρόσφατη μεταρρύθμιση στην Κούβα. Το ΚΚΕ γιατί επιμένει μόνο του ενάντια σε όλο το διεθνές κίνημα;
Ο φόβος της γραφειοκρατίας
Μια ερμηνεία που έχει προταθεί είναι ότι η ομοφοβική αυτή γραμμή ανταποκρίνεται στις διαθέσεις της λαϊκής βάσης του ΚΚΕ. Ή ότι το ΚΚΕ την αξιοποιεί ως δόλωμα για να ψαρέψει στα θολά νερά της διάχυτης ομοφοβίας της ελληνικής κοινωνίας. Δεν συμφωνώ. Φαντάζομαι ότι πράγματι μπορεί να βολεύει σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά σε άλλες τόσες δυσκολεύει την προσέγγιση του κόμματος με στρώματα της νεολαίας. Άλλωστε, το ΚΚΕ έχει αποδείξει σε πολλές ευκαιρίες ότι -καλώς ή κακώς- δεν υποτάσσεται εύκολα στο λαϊκό αίσθημα, ακόμα και της βάσης του. Ούτε νομίζω ότι η γενική ψηφοθηρία είναι η βασική του πρακτική ή το βασικό του ενδιαφέρον – κάποιες φορές μάλιστα ισχύει ακριβώς το αντίθετο.
Η βαθύτερη αιτία αυτής της επιμονής του ΚΚΕ στο λάθος, νομίζω βρίσκεται στον τρόπο που λειτουργεί η γραφειοκρατία – όχι η γραφειοκρατία του ΚΚΕ, η γραφειοκρατία γενικά. Το έχω υποστηρίξει αναλυτικότερα σε άλλη περίσταση, η γραφειοκρατία δεν έχει κάποιες ιδιαίτερες απόψεις ή κοινωνικές θέσεις. Η γραφειοκρατία έχει ως μόνο στόχο την αναπαραγωγή του εαυτού της, και άρα την επιβεβαίωση του κύρους της. Μπορεί να αναλάβει οποιαδήποτε θέση, προοδευτική ή συντηρητική, ρεφορμιστική ή επαναστατική, αρκεί να είναι η δική της – ή να μπορεί έστω να ισχυριστεί ότι κατά βάθος ήταν από πάντα δική της. Η γραφειοκρατία επομένως αισθάνεται πολύ άβολα να αλλάζει θέσεις, γιατί όταν το κάνει, είναι σαν να αμφισβητεί η ίδια την εξουσία της. Και όσο επιμένει να υπερασπίζεται ένα λάθος, τόσο πιο επώδυνη καθίσταται η αλλαγή, τόσο μεγαλύτερο το πλήγμα στο αλάθητο. Αυτό ακριβώς πιστεύω ότι γίνεται τώρα με τη στάση του ΚΚΕ απέναντι στους ομοφυλόφιλους.
Υπάρχουν βέβαια και πολύ πιο πρακτικοί λόγοι: αν κάποιο στέλεχος της γραφειοκρατίας, ακόμα και πολλά μαζί, ακόμα κι ο ίδιος ο Γραμματέας, συνειδητοποιεί ότι κάνουν λάθος σε ένα θέμα, είναι πολύ δύσκολο να το πει, γιατί θα θέσει τον εαυτό του απέναντι στον μηχανισμό. Θα πρέπει διστακτικά, με μισόλογα και υπαινιγμούς (όπως ότι «οι θέσεις μας εξελίσσονται», που είχε πει ο Κουτσούμπα στην ίδια συνέντευξη), να ανιχνεύει τις διαθέσεις των γύρω του, να πειστεί ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια στροφή, και μετά να το φωνάξουν όλοι μαζί ταυτόχρονα, για να μην εκτεθεί κανείς. Καταλαβαίνουμε ότι αυτό συμβαίνει σπάνια και θέλει πολύ χρόνο. Για αυτό και η αυτοκριτική του ΚΚΕ αναφέρεται συνήθως για λόγους ασφαλείας σε 2 ή 3 γενιές ηγετών πίσω.
Ο ίδιος ακριβώς φόβος βρίσκεται πίσω και από άλλους εμφανείς παραλογισμούς. Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε για παράδειγμα, ότι το ΚΚΕ είναι μάλλον αυτή τη στιγμή το μόνο κομμουνιστικό ή αριστερό κόμμα στον κόσμο που αρνείται την κλιματική αλλαγή; Ο Γραμματέας του αναγκάζεται να λέει δημόσια κάτι ντροπιαστικά πράγματα του στυλ «οι επιστήμονες δεν έχουν ακόμα αποφανθεί». Εδώ, δεν μπορεί να υπάρχει καμιά άλλη αιτία, πέρα από το γεγονός ότι επειδή δεν είναι αυτή που ανακάλυψε πρώτη την κλιματική, η γραφειοκρατία του δυσκολεύεται να αποδεχθεί κάτι που το είπαν πρώτοι κάποιοι άλλοι και μάλιστα πολιτικοί αντίπαλοι. Κάποια στιγμή βέβαια, θα αναγκαστεί το κάνει. Το έκανε μέχρι και το Κόμμα Εργατών της Βόρειας Κορέας, όταν η κλιματική αλλαγή αναδείχθηκε σε μια από τις αιτίες κατάρρευσης της αγροτικής παραγωγής. Η ίδια επίσης φοβία απαγορεύει τη συμμετοχή του κόμματος σε οποιοδήποτε κίνημα δεν έχει προβλεφθεί, πηγάσει και οργανωθεί από την ηγεσία.
Υπάρχουν ιστορικοί λόγοι που η γραφειοκρατία του ΚΚΕ είναι τόσο φοβική, αλλά θέλουν πολύ συζήτηση και δεν είμαι σίγουρος ότι με αφορά. Το ίδιο το ΚΚΕ πάντως έχει επισήμως αποδεχθεί αυτή τη φοβία ως αρετή, την αποκαλεί «συνέπεια», και θεωρεί ότι αυτή τους έσωσε το ’89, όταν τόσα κόμματα το γυρίσαν. Μεταφυσικές, ή, για να το πούμε με τους δικούς τους όρους, αντιδιαλεκτικές μπούρδες: το να στηρίζεις τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, ή να δέχεται ότι υπάρχει κλιματική κρίση, δεν έχει καμία σχέση με το τί έκανες το ’89. Είναι, νομίζω, προφανές για κάθε λογικό άνθρωπο.
Εξαιρετικό κείμενο, να είστε καλά. Από το βιοκοινωνικό στη γραφειοκρατία, χτυπήσατε το καρφί στο κεφάλι που λένε στα αγγλικά.