in ,

Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους. Της Αθηνάς Παπανικολάου

Μιχάλης Αλμπάτης, Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους, εκδόσεις Νήσος, σελ 470

Είναι μεγάλη χαρά να μιλάς για βιβλία που οι αναγνώστες ανέδειξαν. Και μάλιστα είναι μεγαλύτερη η χαρά, όταν αυτά τα βιβλία έρχονται από την επαρχία, από την ενδοχώρα, προπάντων όμως όταν μιλούν τη γλώσσα της κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Το μυθιστόρημα του Μιχάλη Αλμπάτη το εντόπισα τυχαία σε μία βιβλιοβόλτα, όπως ονομάζω τις εξορμήσεις μου στα βιβλιοπωλεία. Book therapy δηλαδή, και όντως αποδείχθηκε θεραπεία με ισόποσες δόσεις κωμικού και τραγικού, γέλιου και κλάματος, σκέψης και κάθαρσης.

Γράφονται θαυμάσια βιβλία και δυστυχώς χάνονται μέσα στην πληθώρα των εκδόσεων. Γιατί πρωτίστως η λογοτεχνία είναι απόλαυση. Αυτό δεν πρέπει να χαθεί, σκέφτηκα με την ανάγνωση των πρώτων σελίδων.

Πρώτα με τράβηξε ο τίτλος. Μα τι θέλει να πει ο ποιητής; Από πού έρχεται η φράση; Κάτι μου θύμιζε από τον Καρλ Μαρξ και τη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, αλλά δεν ήμουν σίγουρη. Είναι δάνειο, όπως ανακάλυψα εκ των υστέρων, από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. «Άφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς» η φράση με την οποία προστάζει ο Ιησούς τον υιό ν’ αφήσει τους πνευματικά νεκρούς να θάψουν τον πατέρα του και ο ίδιος ν’ ακολουθήσει τον δάσκαλο στην πνευματική του πορεία. Ήδη από τον τίτλο καλούμαστε να ακολουθήσουμε και εμείς το οδοιπορικό του πρωταγωνιστή του, Φανούρη. Ερώτημα 1ο προς στον συγγραφέα: ο τίτλος προηγήθηκε του μυθιστορήματος ως πηγή έμπνευσης ή επιλέχθηκε εκ των υστέρων;

Διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες αναφωνώ πάραυτα τι έξυπνη ιδέα! Ευθύς το αγόρασα κι άρχισε το ταξίδι. Οι νεκροί στην μεταπολεμική Κρήτη μιλούν, εξομολογούνται, αποκαλύπτουν, σαρκάζουν, γελοιοποιούν, κατηγορούν και αποδομούν το σόι τους και την κοινωνία. Ευφυέστατο το εύρημα του Κρητικού συγγραφέα Μιχάλη Αλμπάτη να δωρίσει στον ήρωα του μυθιστορήματός του το χάρισμα ν’ ακούει τη λαλιά των πεθαμένων, λίγο πριν την ταφή τους. Και στο «Πέδρο Πάραμο» του Μεξικανού Χουάν Ρούλφο, το εμβληματικό μυθιστόρημα που εγκαινίασε τον Μαγικό Ρεαλισμό των Λατινοαμερικάνων, ο Χουάν Πρεσιάδο, αναζητώντας τον πατέρα του, επιστρέφει στην Κομάλα, χωριό νεκρό και τόπο φαντασμάτων με τα οποία συνομιλεί χωρίς να κάνει τον μεσάζοντα ανάμεσα στις σκιές και στους ζωντανούς. Η Κομάλα των νεκρών του Ρούλφο είναι μια κόλαση, Αντίθετα, στο μυθιστόρημα του Μ.Αλμπάτη ο Φανούρης λειτουργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στους δύο κόσμους και η κόλαση κατοικοεδρεύει στον κόσμο των ζωντανών. Οι νεκροί απελευθερωμένοι από τα δεσμά των συμβάσεων και τον νόμο της σιωπής μπορούν πια να πουν τα ανείπωτα. Ο λόγος τους εξομολογείται όσα σιγόκαιγαν για χρόνια την ψυχή τους Μου έφεραν στη μνήμη μια αγαπημένη παροιμία της μητέρας μου και της μικρής μου πατρίδας. «Καίγομαι και δεν καπνίζω» συνήθιζε να λέει για όσα τη βασάνιζαν και ήταν αδύνατον να εκφραστούν δημόσια.

Δεκαετία του 50 σ’ ένα χωριό του κάμπου της Μεσαράς, ο δωδεκάχρονος Φανούρης, ορφανός από πατέρα και φτωχός για να συνεχίσει το σχολείο, αναγκάζεται να δουλέψει για να επιβιώσει. Στην κηδεία του πότη θείου του ανακαλύπτει έντρομος πως ο ψίθυρος που έρχεται στα αυτιά του είναι του νεκρού που του ζητάει να βρέξει τα χείλη του με λίγο κονιάκ.

Το απίθανο αυτό χάρισμα εκμεταλλεύεται ο αδερφός της μητέρας του, ένας μποέμ, χαρτοπαίκτης και ερωτύλος τύπος, πείθοντας τον Φανούρη να γυρίζουν από χωριό σε χωριό για να προσφέρει, με αμοιβή, τις υπηρεσίες μεσάζοντος ανάμεσα στον κόσμο των νεκρών και των ζώντων συγγενών τους.

Από το σημείο αυτό η ιστορία εκτυλίσσεται άλλοτε με σπαρταριστά κι άλλοτε με σπαραχτικά «επεισόδια». Η ζωή με τις αντιθέσεις της, με την εναλλαγή χαράς και πόνου, με το σμίξιμο του έρωτα και τη θλίψη της απώλειας, ξετυλίγεται με δυνατές εικόνες.

Ερώτημα 2ο: το όνομα του κεντρικού ήρωα είναι τυχαίο; Ο Φανούρης φανερώνει τα ανομολόγητα συγγενών και συντοπιτών. Αναπόφευκτη στο μυαλό μου η συσχέτιση με την ηθογραφική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, μεταφορά στο πανί του θεατρικού των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου, παραγωγής 1957, «Ο Φανούρης και το σόι του». Στην ταινία, ο αξέχαστος Μίμης Φωτόπουλος στον ρόλο του Φανούρη, αποκαλύπτει αλήθειες με ατάκες που έβγαζαν πολύ γέλιο και ο αδερφός του Φανούρη-Φωτόπουλου έρχεται από την Αμερική. Στο βιβλίο του Αλμπάτη, ο θείος του μικρού Φανούρη επιστρέφει κι αυτός από την Αμερική, εθισμένος μάλιστα στη χαρτοπαιξία. Χαρακτηριστικά κινηματογραφικής γραφής έχει ασφαλώς το βιβλίο. Όσο το διάβαζα το έβλεπα σαν ένα ελληνικό road movie στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Ξεκινάει μάλιστα από μια εμβληματική κινηματογραφική εικόνα, την επιστροφή του μουλαριού, ως αγγελιοφόρος του θανάτου, με το οποίο ο πραματευτής πατέρας του παιδιού γύριζε στα χωριά του νησιού.

Στο βιβλίο του Μιχάλη Αλμπάτη επιβεβαιώνεται αυτό που ο Αργεντίνος Χούλιο Κορτάσαρ έγραψε για το μυθιστόρημα στην Ποιητική και Πολιτική της αφήγησης (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2023), αντιπαραβάλλοντάς το στο διήγημα. Το μυθιστόρημα, γράφει, συγκρίνεται με τον κινηματογράφο «στον βαθμό που μια ταινία είναι καταρχήν ένας «ανοικτός σχηματισμός» …είναι απόδοση μιας ευρείας και πολύμορφης πραγματικότητας που επιτυγχάνεται μέσω της ανάπτυξης επιμέρους σωρευτικών στοιχείων δημιουργώντας μια σύνθεση σε κλιμάκωση». Το μυθιστόρημα, ως είδος, «βοηθάει να κατανοήσουμε με μεγαλύτερη ευκρίνεια την ακριβή φύση της ανθρώπινης κατάστασης του καιρού μας». Ακριβώς αυτήν την πολύμορφη πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης κλιμακώνει σε κινηματογραφικές σεκάνς η αφήγηση του Αλμπάτη. Προσθέτω μάλιστα πως αυτή η ανθρώπινη κατάσταση αποδεικνύεται τελικά παντός καιρού και τόπου. Ό, τι εξομολογείται στο βιβλίο δεν χαρακτηρίζει μόνο τους Κρητικούς. Δεν περιορίζεται σε στενά τοπικά και χρονικά πλαίσια. Ανήκει ως κουλτούρα σε όλη την χώρα και γιατί όχι, με ελάχιστες παραλλαγές σε όλον τον πλανήτη. Στην ανθρώπινη φύση και κοινωνία συνυπάρχουν το κωμικό με το τραγικό. Η ευρηματική αυτή σύμπλευση των δύο στοιχείων εγκαινιάζεται με τα παρατσούκλια που δίνουν οι χωρικοί «ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι» κατά τον Καβαφικό στίχο . Σαν παραδείγματα αναφέρω το όνομα του πρώτου νεκρού, του μέθυσου θείου Κρασογιώργη κι έπειτα του αφεντικού του Φανούρη που λέγεται Καπρόκωστας, γιατί έχει δόντι κάπρου. Το κωμικό στοιχείο κορυφώνεται με σκηνές απίθανου γέλιου στις κηδείες και στα παθήματα των ηρώων του για να εναλλαχθεί με τα δραματικά στιγμιότυπα από τη ζωή των πεθαμένων, αφηγήσεις που φέρνουν τον γνωστό κόμπο στον λαιμό και αβίαστα τα δάκρυα.

Θα αναρωτηθείτε εύλογα με όσα είπα μέχρι τώρα. Τι είναι τούτο το βιβλίο; Επαναφορά του ηθογραφίας του προηγούμενου αιώνα, πετυχημένη μείξη μαγικού ρεαλισμού με ρεαλιστική γραφή, τραγικομωδία, δράμα, σουρεαλιστική κωμωδία, μυθοπλασία της ιστορίας της ελληνικής κοινωνίας με κοινωνιολογικές και ψυχολογικές προεκτάσεις, σενάριο για τον νέο ελληνικό κινηματογράφο με υλικά του παρελθόντος; Αν και δεν με αφορούν οι κατατάξεις, θα πω ταπεινά πως το βιβλίο συνιστά θαυμαστό συνδυασμό όλων των παραπάνω. Ευτυχώς, αν και στον αιώνα μας επανήλθαν αβάσταχτα δεινά σε έθνη και κοινωνίες και παλιές έχθρες αναβίωσαν, εντούτοις η λογοτεχνία, η μόνη ελεύθερη πατρίδα, άφησε ανοιχτόκαρδο το πέλαγός της ώστε να συμπλέουν όλα τα ρεύματα και οι τεχνοτροπίες.

Καταρχάς η συλλογική εθνική ιστορία είναι παρούσα στις αφηγήσεις, χωρίς να επιβάλλεται σε αυτές. Λειτουργεί στο παρασκήνιο ως το φυσικό σκηνικό της πλοκής. Οι προφορικές αφηγήσεις των πρωταγωνιστών της και συντοπιτών του συγγραφέα, πιθανόν και οι καταγεγραμμένες που διάβασε, έδωσαν το πρωτογενές υλικό της μυθοπλασίας. Ο κόσμος των δικών του ηρώων δεν συνιστά έναν ξένο κόσμο, άσχετο με τις ιστορικές κοινωνικοπολιτικές διεργασίες της εποχής τους. Σημαντικά κεφάλαια της νεοελληνικής ιστορίας θεμελιώνουν το έδαφος της δράσης των προσώπων του. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η Μικρασιατική Εκστρατεία, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, οι διώξεις των κομμουνιστών, η Μετεμφυλιακή Ελλάδα, συνθέτουν τον μεγάλο πίνακα όπου τα άτομα ως ιστορικά υποκείμενα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα, διαμορφώνοντας την πορεία τους σε σχέση αλληλεπίδρασης με όλα τα γεγονότα που καθόρισαν τον βίο τους.

Η δράση τους, συμβαίνει σε ορισμένο χρονότοπο, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Μιχαήλ Μπαχτίν, και μάλιστα αριστοτεχνικά εκφρασμένο στους Νεκρούς του Μ. Αλμπάτη. Ο τόπος ως φυσικό και κοινωνικό τοπίο περιγράφεται με αδρές γραμμές και εκφράζεται με λυρισμό, φανερώνοντας τους στενούς δεσμούς του συγγραφέα με αυτόν.

Ενταγμένη λοιπόν στο ιστορικό πλαίσιο, ανάγλυφα αισθητοποιείται η μικρή, κλειστή κοινωνία της ελληνικής υπαίθρου με τις παθογένειες αλλά και τις ωραίες στιγμές της: Η βία της εξουσίας («ανηψιέ ποτέ μην εμπιστεύεσαι την εξουσία» λέει ο θείος στον Φανούρη, μεταφέροντας την μακρόχρονη καχυποψία και τον φόβο για τα όργανά της), οι δεισιδαιμονίες και οι προλήψεις, η μοιρασιά της πατρικής κληρονομιάς, ο έρωτας, το ξύπνημα της σεξουαλικότητας και στα δύο φύλα, η κτηνοβασία, η κακοποίηση των γυναικών, η μητρότητα και η επιλόχεια κατάθλιψη, ο φόνος, η ψυχική νόσος, η αυτοχειρία, η σκληρότητα που επιδείκνυαν σε κάθε τι που ξέφευγε από τις νόρμες της, ο θάνατος, άλλοτε ως βίαιο γεγονός κι άλλοτε ενταγμένος στη φυσική ροή των πραγμάτων, η θρησκοληψία και η αμάθεια αλλά συνάμα και η αφέλεια, η αθωότητα της άγνοιας. Τέλος η μεταστροφή η μετάνοια και η συγχώρεση.

Οι νεκροί του Μ. Αλμπάτη σε διαδοχικές σεκάνς εξομολογούνται όσα δεν είπαν εν ζωή. Αποκαλύπτουν τα καλά κρυμμένα μυστικά, οικτίρουν τους δικούς τους, ειρωνεύονται, χλευάζουν, οργίζονται, θλίβονται για όσα υπέστησαν και για όσα οριστικά χάνουν. Δεν κομίζουν πληροφορίες για το μυστήριο του επέκεινα, όπως θα προσδοκούσε κάθε αναγνώστης, αλλά για τη ζωή που έζησαν.

Οι συγγενείς από την άλλη πλευρά δεν αντέχουν πάντοτε να ακούσουν την αλήθεια, αφού για πρώτη φορά βρίσκονται αντιμέτωποι με αυτήν. Αρχικά άναυδοι μαθαίνουν από τους νεκρούς τους όσα αγνοούσαν ή αμυδρά υποψιάζονταν. Στη συνέχεια θυμώνουν, συχνά αλληλοσπαράσσονται, καταδιώκουν τον μεσολαβητή Φανούρη. Η αλήθεια απαιτεί αντοχή, ικανότητα αποδοχής της ανατροπής των δεδομένων. Αν εικαστικά αναπαριστούσαμε τις ιστορίες, θα συνθέταμε 23 πίνακες αποκαθήλωσης το ψέματος και αποκατάστασης της αλήθειας. Ο συγγραφέας δημιούργησε με τον λόγο των νεκρών ένα παλίμψηστο της μεταπολεμικής κοινωνίας μας.

Όλοι οι ανθρωπότυποι της ελληνικής υπαίθρου του προηγούμενου αιώνα, και του τωρινού βεβαίως, παρελαύνουν στις σελίδες του. Κυρίως, όμως, το ανοίκειο του θανάτου οικειώνεται μέσα από τη γλώσσα ενός παιδιού που από κεφάλαιο σε κεφάλαιο κι από νεκρό σε νεκρό προχωρά στην εφηβεία και στην ενηλικίωσή του. Οι κηδείες δεν συνιστούν μόνο διαβατήριες τελετές αλλά και διαδοχικές τελετές μύησης στη ζωή. Ο Φανούρης στο δύσκολο οδοιπορικό του εξερευνά το σώμα του, τον τόπο του, τους ανθρώπους και τη φύση, ενώ σταδιακά ωριμάζει πνευματικά και σεξουαλικά.

Με λίγα λόγια ανδρώνεται στη μεταπολεμική ελληνική επαρχία και οι νεκροί γίνονται οι δάσκαλοί της μύησής του.

Σπουδαία αρετή του μυθιστορήματος είναι και η γλώσσα του. Γλώσσα ρέουσα που συγκρατεί και δεν φοβάται να ενώσει τύπους από διάφορα στάδια της εξέλιξής της, συγκροτώντας ένα στιβαρό σώμα δημοτικής στις αφηγήσεις. Εδώ θα αναφέρω ως παράδειγμα τη χρήση της λέξης «κοπετός» αντί του «θρήνος». Παράλληλα, χρησιμοποιεί εύστοχα και χωρίς υπερβολές το Κρητικό ιδίωμα στα διαλογικά μέρη και στους μονολόγους των νεκρών. Εντέλει λόγος ανατρεπτικός της σεμνοτυφίας και των κοινωνικών συμβάσεων, αλλού ωμός, αλλού τρυφερός, αγγίζει τα όρια του νατουραλισμού στις συγκλονιστικές εξομολογήσεις του κακού αλλά της ερωτικής επαφής, καθώς και στις εκπληκτικές περιγραφές της φύσης του νησιού που παραπέμπουν στις καλύτερες στιγμές της νεοελληνικής πεζογραφίας (π.χ στον Στρ. Μυριβήλη) Σπουδαία και η ψυχογραφική δεινότητα στην αποτύπωση των χαρακτήρων, ο διάχυτος ερωτισμός, το χιούμορ και η ματιά του ταλαντούχου παρατηρητή των φυσικών, παραφυσικών και κοινωνικών συμβάντων. Στο τελευταίο κεφάλαιο, η ατμόσφαιρα που με μαεστρία δημιουργεί θα γινόταν αιτία να ζηλέψει κι ο Έντγκαρ Άλαν Πόε.

Το βιβλίο το διάβασα τέσσερις φορές και κάθε φορά ανακάλυπτα κι άλλες πλευρές του. Απόλαυσα ανάγνωση και θυμήθηκα τις συνήθεις σε κηδείες, ευτράπελες και μη, διηγήσεις και του δικού μου ορεινού γενέθλιου χωριού στη Δυτική Μακεδονία Ανακάλεσε επίσης στη μνήμη μου τον «Επικήδειο» του Ιωάννη Κονδυλάκη, ανάγνωσμα των γυμνασιακών χρόνων, για το οποίο είχε γράψει ο Κώστας Στεργιόπουλος «διήγημα μοναδικό στο είδος του σ’ όλη τη λογοτεχνία μας, μας δίνει με τρόπο χιουμοριστικό την ιδιαίτερη εκείνη ψυχολογία, που δημιουργεί ο πειρασμός του γέλιου σε μια κηδεία» .Ας μου επιτραπεί να πω πως το βιβλίο για το οποίο μιλάμε σήμερα, είναι για τον ίδιο λόγο μοναδικό, με μία διαφορά. Προκαλεί και κλάμα. Αν η ταύτιση, η ανάμνηση, το ανακάλεμα, ο στοχασμός, η γλυκύτητα του νεανικού έρωτα, και η κάθαρση, είναι ζητούμενα της λογοτεχνίας, τότε Μιχάλη Αλμπάτη πέτυχες.

Μας χάρισες ένα βιβλίο που αγαπήθηκε αμέσως απ’ όσους το διάβασαν και θα συνεχίσει το ταξίδι του με επιτυχία!

Το κείμενο αποτελεί εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου στο πλαίσιο της 19ης Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, Θεσσαλονίκη, 5 Μαΐου 2023

ΥΓ. 1. Η εισήγηση διατήρησε στο γραπτό κείμενο το ύφος του προφορικού λόγου με το οποίο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου .

2. Στο πρώτο ερώτημα, ο συγγραφέας απάντησε πως ο τίτλος επιλέχθηκε από το Ευαγγέλιο, αφού ολοκληρώθηκε η συγγραφή του μυθιστορήματος.

3. Στο δεύτερο ερώτημα, απάντησε πως το όνομα του Φανούρη δεν ήταν τυχαίο (φανερώνει) αλλά δεν συσχετίζεται με την ελληνική ταινία, γιατί δεν την είχε υπόψη του.

*Η Αθηνά Παπανικολάου είναι φιλόλογος-συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η Μαργαρίτα Κουταλάκη απαντά στις ερωτήσεις του Alterthess

Εκλογές και Ακροδεξιά #5: Ακροδεξιός δεκάλογος – τι είπε ο Βελόπουλος στο ντιμπέιτ