Η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου αναλαμβάνει ένα αδιανόητα μεγάλο έργο: να διηγηθεί μέσα σε δύο ώρες την ιστορία μιας από τις μεγαλύτερες ανατροπές που πραγματοποίησε ποτέ η ανθρωπότητα – και, από ορισμένες σκοπιές, ίσως τη μεγαλύτερη, τουλάχιστον ως σήμερα. Και μάλιστα όχι μόνο να τη διηγηθεί, αλλά και να την κρίνει· να την κρίνει όσο γίνεται πιο σφαιρικά, με τις θετικές και αρνητικές πλευρές της, τα επιτεύγματα και τα όρια της, και να καταλήξει σε μια συνεκτική και χρήσιμη αποτίμηση.
Δεν αναφέρομαι στην υπόθεση της γυναικείας χειραφέτησης. Άλλωστε αυτή η – επίσης σημαντική κι ενδιαφέρουσα- πλευρά της ταινίας, μάλλον μονοπώλησε ως τώρα τη δημόσια συζήτηση, κυρίως λόγω των επιθέσεων που δέχθηκε η ταινία από δύο πλευρές: από την πλευρά μιας συνηθισμένης πατριαρχικής αντίδρασης, που καταδικάζει την ταινία by default (χωρίς καν να χρειάζεται να την δει), ως ένα ακόμα χρυσοπληρωμένο συμβόλαιο μιας ισοπεδωτικής woke ατζέντας, και από την πλευρά ενός ορισμένου ορθόδοξου φεμινισμού, ο οποίος σκανδαλίστηκε από την «αντρική», «πορνογραφική» ή «παιδεραστική» ματιά της. Παρά τις ιδεολογικές διαφορές τους, οι κριτικές αυτές συναντιούνται σε μια αστυνομική αντίληψη της τέχνης, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, στην οποία δεν έχω κάτι νέο να κομίσω.
Αναφέρομαι στην ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης. Αυτή είναι η ιστορία που διηγείται η ταινία – και την διηγείται εξαιρετικά. Ο Δρ. Γκόντ(γουιν) Μπάξτερ είναι ο τυπικός επιστήμονας του 19ου αιώνα: ένα κάπως τερατόμορφο, πανέξυπνο και κυνικό παιδί του Διαφωτισμού. Πάνω στο σώμα του έχει τις ουλές από τους ακρωτηριασμούς που του προκάλεσε ο πατέρας του, ένας παλιός «θρύλος» της επιστήμης (θα μπορούσε να είναι ο Bacon αυτοπροσώπως). Ο ίδιος δείχνει κατανόηση, σχεδόν ευγνωμοσύνη, για τις βάναυσες αλλά ορθολογικές μεθόδους του πατέρα του: πως αλλιώς να αποδείξεις ότι είναι χρήσιμη η σπλήνα, αν δεν την αφαιρέσεις από τον γιο σου;
Ο Μπάξτερ ακολουθεί τον δρόμο του πατέρα του, αντικαθιστώντας όμως τον βίαιο ενθουσιασμό του πρόγονου του με μία ορισμένη μελαγχολία και πολύ κυνισμό. Έχει ήδη καταφέρει να φτιάξει διάφορα τετριμμένα τέρατα, όπως γουρουνόκοτες ή σκυλοπάπιες (κάποιοι παντογνώστες κριτικοί αγνοούν ότι η δημιουργία τεράτων δεν είναι μια εμμονή του Λάνθιμου, αλλά ένα νόμιμος και διαδεδομένος κλάδος της βιολογίας της εποχής) και βασική του δουλειά πια είναι να διδάσκει στους βαρεμένους σπουδαστές του πως να παίζουν παζλ με τα ανθρώπινα όργανα· για τη μηχανιστική ιατρική άλλωστε, αυτό ακριβώς είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένα παζλ από όργανα. Το μόνο που πραγματικά τον ενδιαφέρει είναι η Μπέλα, το κορυφαίο πείραμά του, μια αναγεννημένη νέα γυναίκα στην οποία εμφύτευσε το μυαλό του αγέννητου παιδιού της.
Οι παραλληλισμοί ανάμεσα στην Μπέλα Μπάξτερ και το αντίστοιχο δημιούργημα του Δρ. Φρανκεστάιν είναι ρητοί. Όμως, υπάρχει μια καθοριστική διαφορά: το πείραμα του Δρ. Φρανκεστάιν απέτυχε μέσα από την επιτυχία του, καθώς το απαίσιο πλάσμα ξέφυγε από τα δεσμά του Δημιουργού του και -για να τον εκδικηθεί που τον δημιούργησε- κατέστρεψε τον κόσμο του, στραγγαλίζοντας τη νέα και αθώα αρραβωνιαστικιά του. Το πείραμα του Δρ. Μπάξτερ από την άλλη, είναι απολύτως πετυχημένο ως το τέλος, ακριβώς για τον ίδιο λόγο: το τέρας Μπέλα ξέφυγε κι εδώ από τον έλεγχο του δημιουργού της (με τη συναίνεση και το χαρτζιλίκι ωστόσο του τελευταίου), αλλά αυτή τη φορά για να διεκδικήσει και να κατορθώσει μια δική της πορεία γνώσης κι απελευθέρωσης. Προικισμένη με το φρέσκο μυαλό ενός νεογνού, δεν νιώθει καμία δέσμευση από το πλαίσιο των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων και λειτουργεί με έναν λαμπερό ορθολογισμό: «αν δεν με αρέσει, γιατί να το κρατήσω στο στόμα μου»; Απολαμβάνει κάθε ηδονή, από το σεξ ως τις τάρτες, γίνεται η ίδια τα μέσα παραγωγής της, σπουδάζει, στρατεύεται στο -εξίσου νέο με αυτήν- σοσιαλιστικό κίνημα, κερνά τζιν τις φίλες της.
Δεν πρόκειται απλά για την επιλογή ενός χάπι έντ. Πρόκειται για μια διαφορετική αποτίμηση της επιστήμης και του ορθολογισμού. Η Σέλεϋ ήταν μια κατεξοχήν ρομαντική συγγραφέας. Ήθελε να δείξει στην ανθρωπότητα τί τέρατα μπορεί να γεννήσει η σύγχρονη επιστήμη και ο Διαφωτισμός. Η προειδοποίησή της, η προειδοποίηση του ρομαντισμού, είχε σαφώς τη σημασία της την εποχή που έγινε, αν και υποθέτουμε ότι η ίδια θα στεναχωριόταν αν μάθαινε ότι τα μεγαλύτερα τέρατα στην ιστορία της ανθρωπότητας μεγάλωσαν τελικά στη δική της πίσω αυλή.
Εδώ πάλι έχουμε μια πολύ διαφορετική, πολύ πιο σύνθετη και ισορροπημένη, αξιολόγηση. Η Μπέλα, μέσα από το αμφιλεγόμενο πείραμα του Μπάξτερ, γλιτώνει από μια φρικτά καταπιεστική κανονικότητα. Όταν θα της δοθεί η ευκαιρία να αποφασίσει η ίδια τί προτιμά, θα δοκιμάσει από περιέργεια τη συνθήκη της προηγούμενης ζωής της, για να γυρίσει τελικά στον ετοιμοθάνατο Μπάξτερ («I will return to my almost dead God», τί ατάκα Θεέ μου!), με αγάπη αλλά και κριτική διάθεση («είστε τέρατα», θα πει στον ίδιο και στον αθώο αρραβωνιαστικό της, ο οποίος παίζει τόσο ενεργό ρόλο στην ιστορία, όσο η αρραβωνιαστικιά του Δρ. Φρανκεστάιν). Ο Μπάξτερ, πεθαίνοντας από καρκίνο, χαλαρώνει, αναστοχάζεται, παραδέχεται ότι ο πατέρας του ήταν «κάπως μαλάκας» και ότι ο ίδιος ήταν με τον τρόπο του, «λίγο ρομαντικός» (υπάρχουν φράσεις στο έργο που αντιστοιχούν σε μισό διδακτορικό η κάθε μία). Στο τέλος, η ίδια η Μπέλα θα στρατευθεί στην επιστήμη, θα πάρει το εργαστήριο του δημιουργού της (ο αρραβωνιαστικός θα γίνει από ότι φαίνεται απλά ο βοηθός της), και θα επαναλάβει μάλιστα το ίδιο αποτρόπαιο πείραμα, για καλό σκοπό – για τον οποίο δεν νομίζω ότι κάποιος θεατής ή θεάτρια θα έχει τον παραμικρό ενδοιασμό.
Στο «Poor things» συνεπώς δεν έχουμε μια φεμινιστική εκδοχή της ιστορίας του Δρ. Φρανκεστάιν. Οι ιστορίες των δύο τεράτων είναι πολύ διαφορετικές. Τα τέρατα, λέει ο σημαντικότερος ιστορικός της Βιολογίας Ζορζ Κανγκιλέμ, αμφισβητούν την ικανότητα της ζωής να μας διδάσκει την τάξη. Η Σέλεϋ επιστρατεύει ένα δυσοίωνο τέρας για να μας φοβίσει και να επιστρέψουμε στην αρχαία τάξη των πραγμάτων. Η Έμμα Στόουν παίζει ένα υπέροχο τέρας, για μας δείξει αντίθετα ότι η τάξη είναι αυτή που πάσχει.
Για να εντάξουμε την ταινία στις συνήθεις και κάπως βαρετές φιλοσοφικές συζητήσεις περί Διαφωτισμού, η λύση του «Poor things» είναι η ίδια πάνω – κάτω με αυτή που έδωσε ο Χορκχάιμερ: αφού κατακεραύνωσε τον Διαφωτισμό ως υπεύθυνο για τη μαζική βιομηχανική κουλτούρα, για την καθυπόταξη της φύσης και του ανθρώπου και για όλα τα σύγχρονα κακά, κατέληξε ότι η λύση δεν είναι η «επιστροφή στη φύση» ή σε κάποια παλιά διδασκαλία, αλλά, αντίθετα, η ακόμα μεγαλύτερη απελευθέρωση της «ανεξάρτητης σκέψης», δηλαδή ο ορθός λογισμός, με αναστοχασμό και συνείδηση. Στην ίδια λύση καταλήγει και η ταινία, αλλά με λιγότερη φιλοσοφική φλυαρία και σίγουρα καλύτερη αισθητική από τον φρανκφουρτιανό φιλόσοφο.
Φαντάζομαι ότι κάποιες από τις παραπάνω ιδέες, ή και άλλες καλύτερες, προέρχονται από το βιβλίο. Δεν το γνωρίζω, ελπίζω να το μάθω σύντομα. Γνωρίζω όμως ότι η ταινία τις απέδωσε υποδειγματικά, δηλαδή κινηματογραφικά. Κάθε βλέμμα, κάθε λέξη, κάθε κίνηση, κάθε πήδημα, κάθε σκηνικό, κάθε χρώμα, κάθε έπιπλο και κάθε ρούχο στην ταινία εξυπηρετούσε τις κεντρικές της ιδέες με τρόπο σαφή, άρτιο και κινηματογραφικά υπέροχο. Τα ψεύτικα, φαντεζί CGI σκηνικά για παράδειγμα, απέδιδαν τις προσδοκίες και τις αντιφάσεις της νεωτερικότητας καλύτερα από κάθε πιθανό ρεαλιστικό σκηνικό. Χάρη σε αυτή την κινηματογραφική ποιότητα, όσοι και όσες δουν την ταινία ανοιχτά και χωρίς κάποια προκατάληψη, είτε τους ενδιαφέρει η ιστορία της επιστήμης, είτε όχι, θα απολαύσουν μια κινηματογραφικά υπέροχη ταινία και μια αισιόδοξη ιστορία χειραφέτησης, με τις αντιφάσεις και τα όριά της.
Και -για να γυρίσουμε στο κυρίαρχο θέμα των κριτικών- το σπάνιο γεγονός ότι σε μια ιστορία χειραφέτησης, χειραφέτησης όχι μόνο ενός ατόμου, αλλά της ανθρωπότητας συνολικά, πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα, η Μπέλα Μπάξτερ, παιδί της επιστήμης, σοσιαλίστρια, πόρνη, φοιτήτρια ιατρικής και πότισσα τζιν, συνιστά τη βασικότερη φεμινιστική συμβολή της ταινίας. Προτού τη συγκρίνουμε με τον εκάστοτε δικό μας φεμινισμό, ας σκεφτούμε ένα ακόμα έργο τέχνης που να κάνει κάτι παρόμοιο.
Κοινώς, αν δεν φίγουμε από το LA με το καλίτερης τενείας, δειασκεβασμένου σαιναρίου και σκινοθεσείας, τα προτου γιναικίου, σκινικών και κουστουμιων δεδομαίνα από τα αποδητύρεια, θα γείνουν σκινικά καλίτερα κι από τις ταινείας μας.