Καθώς μπήκαμε στο νέο έτος, είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψουμε πως θα είναι το πολιτικό τοπίο της Γερμανίας σε δώδεκα μήνες. Το 2024 δεν θα έχουμε μόνο τις ευρωπαϊκές εκλογές του Ιουνίου, αλλά και τις αποφασιστικές αναμετρήσεις το φθινόπωρο στα ανατολικά κρατίδια της Θουριγγίας, της Σαξονίας και του Βρανδεμβούργου. Μεγάλο μέρος της αβεβαιότητας οφείλεται στην πρώην πολιτικό της Die Linke (Η Αριστερά) Σάρα Βάγκενκνεχτ, και στην προσπάθειά της να δημιουργήσει ένα νέο κόμμα, το οποίο στοχεύει να συμμετάσχει και στις τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις. Σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, το BSW (Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ – Λογική και Δικαιοσύνη) θα μπορούσε να πάρει περισσότερο από το 10% των ψήφων, και πάνω από το 20% στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης ότι απευθύνεται σε ψηφοφόρους όλων των κομμάτων, και πιθανότατα θα μπορούσε να κινητοποιήσει και τους σημερινούς μη ψηφοφόρους. Αλλά πάνω από όλα, απευθύνεται σε αυτούς που επέλεξαν το AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), το αντιμεταναστευτικό κόμμα της ακροδεξιάς. Φυσικά, οι δημοσκοπήσεις δεν υποκαθιστούν τα πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα, και οι αριθμοί των δημοσκοπήσεων δεν αποτελούν εξήγηση από μόνοι τους.
Για να κατανοήσουμε γιατί το νέο κόμμα της Βάγκενκνεχτ θα μπορούσε να βλάψει ιδιαίτερα τη Δεξιά, απαιτείται μια βαθύτερη ανάλυση της πολιτικής κατάστασης. Η σημερινή λεγόμενη λαϊκίστικη στιγμή στη Γερμανία, που έρχεται αργότερα από ορισμένες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χαρακτηρίζεται από την επικάλυψη τριών κύριων εξελίξεων: μιας οικονομικής κρίσης, μιας πολιτικής κρίσης, και μιας αυξανόμενης δυσπιστίας προς τα υφιστάμενα κόμματα σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού. Πριν από δεκαπέντε χρόνια, για παράδειγμα, υπήρχε ακριβώς αυτό το είδος πολιτικής αναταραχής σε ορισμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης στον απόηχο της κρίσης στην ευρωζώνη. Η πολιτική κρίση της Γερμανίας και η αυξανόμενη δυσπιστία μεταξύ του πληθυσμού κατά την τελευταία δεκαετία, έχουν συχνά διαγνωστεί με όρους όπως «απογοήτευση» και «μεταδημοκρατία».
Πρόσφατα, το ποσοστό αποδοχής για τη λεγόμενη κυβέρνηση συνασπισμού του «φωτεινού σηματοδότη», που πήρε το όνομά της από το κόκκινο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος του Όλαφ Σολτς, το κίτρινο των υπερνεοφιλελεύθερων Ελεύθερων Δημοκρατών, και το πράσινο των Πρασίνων, έπεσε σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο. Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν επίσης πως υπάρχει μια ελάχιστη πίστη ότι οι Χριστιανοδημοκράτες, το μεγαλύτερο ακόμα κόμμα της αντιπολίτευσης, θα μπορούσαν να προσφέρουν καλύτερες εναλλακτικές λύσεις. Η κρίση στο κομματικό σύστημα βαθαίνει, ενώ οι αντικαθεστωτικές συμπεριφορές αυξάνονται.
Η οικονομική κρίση, που μόλις τώρα ξεσπά μετά από τα χρόνια της σχετικής σταθερότητας, είναι απλώς ένας ακόμη παράγοντας που συμβάλλει στην αυξανόμενη πολιτική κρίση. Ως αποτέλεσμα του πολέμου, των κυρώσεων και των αντικυρώσεων, καθώς και των συνεπειών της πανδημίας, υπάρχει μια υφέρπουσα φτωχοποίηση ευρειών τμημάτων του πληθυσμού. Το 2022 οι προσαρμοσμένοι στον πληθωρισμό πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 4,1%. Ακόμη και μεταξύ των καλά αμειβόμενων εργαζομένων, ο φόβος της αποβιομηχάνισης, της απώλειας θέσεων εργασίας, και της κοινωνικής παρακμής, είναι ανεξέλεγκτος. Αυτή η δυσαρέσκεια έχει μέχρι στιγμής ωφελήσει κυρίως το ακροδεξιό AfD, του οποίου η υποστήριξη έχει υπερδιπλασιαστεί από το καλοκαίρι του 2022. Η σημερινή επιτυχία του οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι συχνά εμφανίζεται ως η μόνη, ή η πιο συνεπής, αντιπολίτευση στις πρόσφατες κρίσεις: στην «προσφυγική κρίση», όταν έπαιξε με τους φόβους της κοινωνικής παρακμής στοχεύοντας τους μετανάστες, στη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, όταν συσπείρωσε τη δυσαρέσκεια κατά του lockdown και εκμεταλλεύτηκε την συχνά έντονη πολιτική γύρω από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, και σήμερα με τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς παρουσιάζεται ως ένα «κόμμα της ειρήνης» που μιλάει κατά της αποστολής όπλων στο Κίεβο και υπέρ των διαπραγματεύσεων. Αν και οι οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές του κατά της πρόνοιας και των περικοπών του προϋπολογισμού θα ωφελούσαν πρωτίστως το κεφάλαιο, το AfD χρησιμοποιεί ξανά και ξανά τη ρητορική του πολιτισμικού πολέμου για να φαίνεται σαν μια αντισυστημική δύναμη.
Αυτή η στιγμή της κρίσης έχει έτσι μια ξεκάθαρη δεξιά χροιά. Και πράγματι, όσο περισσότερο το AfD παρέχει τον στόχο για τις προειδοποιήσεις όλων των άλλων κομμάτων κατά του «λαϊκισμού», τόσο πιο αποτελεσματικά εκμεταλλεύεται αυτόν τον ρόλο προς όφελός του. Αν το κατεστημένο, και πάνω από όλα ο κυβερνητικός συνασπισμός του «φωτεινού σηματοδότη», είναι ενάντια στο AfD, τότε για πολλούς πολίτες που βλέπουν την επικρατούσα πολιτική να στρέφεται εναντίον τους το AfD φαίνεται ότι είναι με το μέρος τους. Πολλοί άνθρωποι που αισθάνονται ανίσχυροι μέσα στον καπιταλισμό και το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, αισθάνονται μια αίσθηση ενδυνάμωσης όταν ψηφίζουν ένα κόμμα που τα μέσα ενημέρωσης και το πολιτικό κατεστημένο το φοβούνται ξεκάθαρα όσο φοβόντουσαν την ριζοσπαστική αριστερή Die Linke στα τέλη της δεκαετίας του 2000.
Το πρόβλημα όμως για την Die Linke είναι ότι, στα δεκαέξι χρόνια από την ίδρυσή της το 2007, δεν κατάφερε να αξιοποιήσει αποτελεσματικά τις διάφορες οικονομικές και πολιτικές κρίσεις της Γερμανίας. Αν και το πρόγραμμά της είναι μακράν το πιο επικριτικό για το σύστημα και η εκλογική της στρατηγική βασίζεται στην ταξική πολιτική, συχνά θεωρείται μόνο ως μια ελαφρώς πιο αριστερή εκδοχή των Πρασίνων και των Σοσιαλδημοκρατών. Πολλοί ψηφοφόροι βλέπουν τώρα την Die Linke ως μέρος του κατεστημένου, αναμφισβήτητα επειδή ενήργησε πολύ δειλά και ακολούθησε μια υπερβολικά φιλοκυβερνητική γραμμή κατά τη διάρκεια της κορύφωσης των προηγούμενων κρίσεων.
Ότι και αν σκεφτεί κανείς για την Βάγκενκνεχτ, πρέπει να αναγνωριστεί ότι αυτή η δειλία δεν ισχύει για αυτήν τη φλογερή πολιτικό, που έχει καθιερωθεί σταθερά ως μια αντισυστημική λαϊκίστρια. Ωστόσο, παραδόξως, κανένας άλλος πολιτικός της Die Linke, πρώην ή νυν, δεν είναι τόσο σταθερά μέρος της ελίτ των μέσων ενημέρωσης, που προσκαλείται τόσο συχνά στην τηλεόραση, όσο είναι εκείνη. Αυτή δεν είναι μια τόσο θεμελιώδης αντίφαση όσο φαίνεται αρχικά. Η ευφυΐα και το υψηλό δημόσιο προφίλ της δεν είναι οι μόνοι λόγοι που κάνουν έναν καλό καλεσμένο στη μικρή οθόνη. Είναι επίσης ότι η ένταση στο λόγο της και η τάση της για υπερβολές κάνουν τα talk shows πιο διασκεδαστικά και συμβάλλουν στην αύξηση της τηλεθέασης. Η Βάγκενκνεχτ εμφανίζεται ως αυθεντική, και είναι μια ανυποχώρητη φωνή στις συζητήσεις σχετικά με την μεταναστευτική πολιτική, την πανδημία του κορονοϊού, και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτός μπορεί επίσης να είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους, παρά την τρέχουσα δέσμευσή της στις «μικρές επιχειρήσεις», που φλερτάρει τα ορντοφιλελεύθερα οικονομικά, εξακολουθεί να έχει υψηλή εκτίμηση από ορισμένους στα αριστερά της Die Linke. Όμως οι θαυμαστές της Βάγκενκνεχτ δεν περιορίζονται μόνο στους δυσαρεστημένους υποστηρικτές αυτού του αριστερού κόμματος, γιατί ο κόσμος έχει κουραστεί από τους πολιτικούς που είναι απλώς εκπρόσωποι του κόμματός τους, και πάντα αγαπάει τους ανυπότακτους που έχουν κάνει όνομα πηγαίνοντας ενάντια στο κυρίαρχο ρεύμα των δικών τους κομμάτων, από τον Χάινερ Γκάισλερ, τον χριστιανοδημοκράτη επικριτή του καπιταλισμού, μέχρι τον Βόλφγκανγκ Κουμπίτσκι, που του αρέσει να παρουσιάζεται ως επαναστάτης στις τάξεις των Ελεύθερων Δημοκρατών.
Η Γερμανία έχει κολλήσει σε μια τοξική πόλωση μεταξύ ενός φαινομενικά «προοδευτικού» κυβερνητικού κατεστημένου και μιας ριζοσπαστικής δεξιάς εναλλακτικής, με τους Χριστιανοδημοκράτες, που μαγνητικά έλκονται από τον δεξιό πόλο, να ταλαντεύονται μεταξύ των δύο. Ένα κόμμα της Βάγκενκνεχτ έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από αυτή τη δυναμική. Αν η ίδρυση του κόμματος πετύχει, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα διάχυτο λαϊκίστικο σχέδιο γύρω από την Βάγκενκνεχτ που δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ξεκάθαρα ότι ανήκει στα αριστερά ή στα δεξιά του κομματικού-πολιτικού φάσματος. Θα μπορούσε επίσης να είναι ένα κομματικό εγχείρημα με μια δομικά αριστερή προσέγγιση, που βρίσκει τη θέση του στο κενό του κομματικού συστήματος για μια πολιτική δύναμη η οποία επικεντρώνεται στις διανεμητικές πολιτικές. Υπάρχει, ωστόσο, ένας σοβαρός κίνδυνος η Βάγκενκνεχτ να επικεντρωθεί στην προσπάθεια να κερδίσει τον όχι αμελητέο αριθμό ψηφοφόρων από τη Δεξιά βασιζόμενη σε μια εθνικιστική, αντιμεταναστευτική και πολιτισμική πολεμική ρητορική. Το αν το BSW θα μπορέσει να γίνει ένα αριστερό σχέδιο θα εξαρτηθεί από το πόσο θα ακούγονται οι συνδικαλιστικές φωνές μέσα στο νέο κόμμα. Για να το πετύχει αυτό, η Βάγκενκνεχτ θα πρέπει να επιλύσει την προφανή αντίφαση μεταξύ του να είναι υπέρ των υψηλότερων μισθών, των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συντάξεων, και της κοινής πλέον έμφασης της σε καλύτερες συνθήκες για τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις. Το ερώτημα είναι αν είναι διατεθειμένη τελικά να ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ των εργαζομένων, ακόμα και αν αυτό σημαίνει άσχημα νέα για τους μικρούς καπιταλιστές. Ή, πράγματι, αν η εισροή αριστερών ακτιβιστών στο BSW θα την αναγκάσει να το κάνει αυτό ενάντια στη θέλησή της, ως το τίμημα που πληρώνει για να έχει μια πολιτικά έμπειρη βάση μελών.
Η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, η Die Linke, και η σοσιαλιστική Αριστερά στο σύνολό της, θα μπορούσαν να επωφεληθούν αν ήταν σε θέση να αναπτυχθεί ένα ουσιαστικά ταξικό πολιτικό κίνημα γύρω από το κομματικό σχέδιο του BSW. Το ιδανικό σενάριο θα ήταν ένα κόμμα που θα αγωνίζεται για την απαραίτητη ανανέωση και που αντιτίθεται στην «αδιαφορία του κατεστημένου», όπως εύστοχα το περιέγραψε κάποτε ο ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας Χανς-Γιούργκεν Πούλε. Αλλά ακριβώς επειδή η Βάγκενκνεχτ ακούγεται συντηρητική όσον αφορά την κοινωνική πολιτική και προσπαθεί ξεκάθαρα να αποφύγει να εκληφθεί ως αριστερή, αντιπροσωπεύει μεγαλύτερη εκλογική απειλή για τη Δεξιά παρά για την Αριστερά. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Die Linke δύσκολα θα έχανε ψήφους από το BSW, καθώς τα περιβάλλοντα των ψηφοφόρων τους είναι πολύ διαφορετικά.
Πολλές από τις δηλώσεις της Βάγκενκνεχτ είναι δύσκολο να χωνευτούν, καθώς κρατά σημειώσεις από το εγχειρίδιο του AfD και τροφοδοτεί τη δυσαρέσκεια εναντίον των μεταναστών. Ωστόσο, ένα νέο κόμμα με την ίδια στο τιμόνι του θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην τρέχουσα λαϊκίστικη στιγμή μας. Η άνοδος του AfD θα μπορούσε να επιβραδυνθεί και ίσως ακόμη και να σταματήσει. Η συζήτηση θα μπορούσε να επιστρέψει από τις πολιτιστικές διαχωριστικές γραμμές στα δομικά κοινωνικοοικονομικά ζητήματα, όπου η Αριστερά είναι ισχυρότερη και όπου η αποτυχία του κατεστημένου να δράσει προετοιμάζει το έδαφος για τον φασισμό. Η εξυπηρέτηση μιας αντιφασιστικής λειτουργίας αυτού του είδους δεν θα ήταν το μόνο παράδοξο στο αντιφατικό σχέδιο της Βάγκενκνεχτ.
Πηγή: jacobin.com