in

Η στιγμή και το στίγμα. Του Χρήστου Λάσκου

Γιάννης Μανέτας, Η στιγμή και το στίγμα, Κέδρος, σελ. 252

 

Θα πρέπει να είμαστε μετριοπαθείς ακόμη και στη μετριοπάθεια

Τζέιμς Χίλτον

Όπως είναι γνωστό, η στήλη παρουσιάζει κυρίως δοκίμια και μελέτες. Σήμερα, ωστόσο, θα κάνει μια εξαίρεση.

Το βιβλίο του Γιάννη Μανέτα, που είχα την ευκαιρία να διαβάσω δις -να το διαβάσω, δηλαδή, με τον τρόπο που διαβάζω τα δοκίμια και τις μελέτες- είναι μυθιστόρημα. Κατά μια πολύ ισχυρή έννοια, όμως, όπως όλα τα καλά μυθιστορήματα, είναι, ταυτόχρονα, και δοκίμιο πολύ ψηλού επιπέδου.

Ξεκινώ με τον Μπαϊρακτάρη.

Ο Μπαϊρακτάρης -που χέστηκε- είναι ένας τσέο, άρχοντας του σύμπαντος κόσμου, δηλαδή, μεγαλοπλούσιος και κυριλέ, ο οποίος, μέσα από αυτές του τις ιδιότητες, θεωρήθηκε πρέπον να διδάσκει στο πανεπιστήμιο. Ένα πανεπιστήμιο, καλά ελεγχόμενο και, ακόμη καλύτερα, φυλασσόμενο, με σαφείς τις αποτελεσματικές δράσεις (sic) των αγοραίων μηχανισμών, που καθορίζουν, εκτοπίζοντας εντελώς τις ακαδημαϊκές συνιστώσες, το σύνολο των λειτουργιών του.

Ο Μπαϊρακτάρης χέστηκε -κατά κυριολεξία, τα έκανε πάνω του- μέσα στο πανάκριβο παντελόνι του, όταν, στη διάρκεια μιας από τις ελάχιστες αντιστασιακές ενέργειες απέναντι στον πανεπιστημιακό ζόφο, τα χρειάστηκε πολύ. Και μετά λιποθύμησε. Και μετά, η αποδεκτή, ακόμα και γοητευτική προοπτική, που συμβόλιζε για την πλειοψηφία των φοιτητών, έγινε φύλο και φτερό. Η βρωμερή και δυσώδης εικόνα του, γινόμενη βάιραλ, διατάραξε, έστω για λίγο, τη νομιμοφροσύνη των υπηκόων -κι έδειξε πως το σύστημα δεν είναι παντοδύναμο.

Είναι πανίσχυρο, αλλά όχι παντοδύναμο. Όταν το ίδιο το θέαμα, σε μια κοινωνία του θεάματος, επιστρέφει εναντίον του, τα βρίσκει σκούρα. Η Καϊλή, ως αληθινός Μπαϊρακτάρης, το δείχνει με τον ναζιάρικο τρόπο της. Αν και ένας άλλος «ήρωας» του μυθιστορήματος, ο διαρκώς γλοιώδης Σπανούμπακας, μάλλον της ταιριάζει περισσότερο.

Το μυθιστόρημα εξελίσσεται -με συνεχή φλάσμπακ-  ανάμεσα στο 2015 και το 2032, κάνοντας στάση και σε ενδιάμεσες χρονολογίες. Και περιγράφει ένα δυστοπικό κόσμο του μέλλοντος, που είναι ήδη εδώ.

Πρόκειται για μια εξαιρετικά οικεία δυστοπία. Η οποία συνθέτει, εξίσου, στοιχεία του Όργουελ και του Χάξλεϊ, του 1984, όσο και του Γενναίου Νέου Κόσμου, των ολοκληρωτικών χαρακτηριστικών και, μαζί, των βιοπολιτικών- βιοτεχνολογικών. Ο ολοκληρωτισμός σε μια κοινωνία με απόλυτο μονάρχη την «επιχείρηση», επεκτείνει τον προφανή, από τη γέννησή του κιόλας, καπιταλιστικό δεσποτισμό μέχρι τα μύχια της ψυχής.

Η περιγραφή, μέσα από μια εξαιρετικά ελκυστική, σαν σε αστυνομικό, πλοκή της αποικιοποίησης του βιόκοσμου των πρωταγωνιστών, ακόμη και με χωρικούς όρους, μέσα, δηλαδή, από τον διαρκή εκτοπισμό τους, που επιφέρει η αντικειμενικά παμφάγα ροπή του συστήματος, δείχνει πόσο, ήδη, όλοι μας είμαστε δυνάμει πρόσφυγες και άστεγοι. Ακόμη και η Μακρόνησος θα «αξιοποιηθεί» από τις πολυεθνικές μετατρεπόμενη σε Σίλικον Βάλεϊ της Μεσογείου, καλύτερα ολόκληρης της Ευρασίας.

Η τάση δείχνει στην κατεύθυνση της ολοκληρωτικής αποικιοποίησης μέσω τις πλήρους ιδιωτικοποίησης του μέλλοντος. Ακόμη και οι ελάχιστες παλαιολιθικές κοινωνίες που απομένουν θα μάθουν, θέλοντας και μη, την κόκα κόλα και το κινητό. Δεν αναφέρομαι τυχαία στους «πρωτόγονους» τροφοσυλλέκτες. Ο Μανέτας δείχνει μεγάλο βάρος στην ύπαρξή τους εντάσσοντάς τους σε ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο του βιβλίου -σαν να θεωρεί πως οι παλαιολιθικές αξίες ίσως να είναι μια από τις τελευταίες μας ελπίδες.

Όπως μια κάποια ελπίδα είναι και ο, καθόλου ιδιότυπος, έμπρακτος αντικαπιταλισμός των καταληψιών αστέγων. Οι οποίοι δεν είναι αναγκαστικά ανέστιοι, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, από επιλογή. Η «μεγάλη παραίτηση», η συνειδητή αποστροφή προς το εργοστάσιο -γραφείο, η προτίμηση της φυλακής από τη «δουλειά», ως στοιχεία της επιλεγμένης, δεδομένων των συνθηκών, ζωής τους τους κάνει «πολιτικά ενδιαφέροντες». Όχι, νομίζω, όπως το έβλεπε ο Μαρκούζε, αλλά ούτε και όπως -σαφώς επιτιμητικά- το έβλεπε ο Μαρξ.

Ο Γιάννης Μανέτας είναι ένας πολύ σημαντικός επιστήμονας, ομότιμος καθηγητής στο Τμήμα Βιολογίας της Πάτρας, με σπουδαίο έργο και με ένα από τα καλύτερα βιβλία «δημόσιας επιστήμης», που έχουν γραφτεί τις τελευταίες δεκαετίες (Η ζωή σήμερα, άλλοτε, αλλού και στο μέλλον, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης -http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2018/12/blog-post_62.html). Ένας άνθρωπος, λοιπόν, κατά τεκμήριο επιστημονικά -και όχι μόνο, υποθέτω- σημαντικός. Με γνήσια, όμως, αποστροφή προς τους «αρίστους», τους «πετυχημένους» και τους γλοιώδεις κυρίαρχους.

Στο βιβλίο κυριαρχεί μια διάθεση βιτριολικής και μετριοπαθώς, πράγμα που την κάνει πολύ πιο δραστική, αθυρόστομης αποδόμησης της επικυρίαρχης βλακείας. Όπως λέει και το παράθεμα της αρχής, ωστόσο, ο Μανέτας είναι μετριοπαθής ακόμα και στη μετριοπάθεια. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς για κάποιον που σέβεται και αντιμετωπίζει με ευγένεια όλους τους απόκληρους, που παίρνει, δηλαδή σαφή θέση. Που δεν κρίνει ούτε περιγράφει, αλλά ενδιαφέρεται για την αλλαγή του κόσμου. Και ψάχνει παντού, από τους παλαιολιθικούς τροφοσυλλέκτες μέχρι τους σύγχρονους αστέγους -απόκληρους ψήγματα, έστω, κυοφορίας ενός άλλου μέλλοντος. Εκεί, όπου «[τ]ο μοίρασμα, ο εξισωτισμός, η αλληλοβοήθεια, η ελεύθερη μετακίνηση από ομάδα σε ομάδα, ο χλευασμός του προσηλυτισμού, κάποια ίχνη υποχώρησης του ανταγωνισμού, μια υποψία ομαδικότητας στην ανατροφή των παιδιών […]» (σελ. 221), υποδεικνύουν μια ελπίδα πως τα πράγματα μπορούν να γίνουν αλλιώς και πολύ καλύτερα.

Φυσικά, αυτό δεν κάνει τον συγγραφέα «αισιόδοξο». Ποιος σοβαρός άνθρωπος, άλλωστε, σήμερα, στον καιρό του κανιβαλικού θατσερισμού,  είναι αισιόδοξος;

Εξεγέρσεις, όμως, θα συνεχίσουν να γίνονται. Είτε «οργανωμένα» είτε, συχνότερα, «ανοργάνωτες», αυθόρμητες και χαοτικές. Όπως στον πρόσφατο κινηματογραφικό Τζόκερ.

Και στο μυθιστόρημα έχουμε εξέγερση.

«Φαίνεται ότι ανάβλυσε αυθόρμητα, ως μια συνισταμένη ατομικών εσωτερικών προτροπών. Αν κάτι οδηγούσε τα πράγματα, αυτό ήταν, νομίζω, η πανάρχαια ανάγκη για εκδίκηση, η έναρξη μιας βεντέτας. Η μάζα των πληβείων ζητούσε ξανά αποζημίωση, όπως τόσες και τόσες φορές στην ιστορία, για τους αιώνες εκμετάλλευσης που την καταδίκασαν στην τωρινή της κατάσταση. Και, επειδή δεν ήξερε πώς να απαιτήσει την αποζημίωση, χτυπούσε στα τυφλά. Αφού δεν μπορούσε να επιβάλει την εξίσωση του πλούτου, ζητούσε την καταστροφή του» (σελ. 225).

Πράγμα, με το οποίο δεν έχει θέμα ο Μανέτας, σε αντίθεση με άλλους, που υπόσχονται πως στην επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε τζάμι. Δεν είναι αυτό που θα «προτιμούσε», αλλά είναι θεμιτό και καθόλα «ηθικό».

Και, ως προς αυτό, ο Μανέτας ακουμπάει τον Μπένγιαμιν. Παραθέτω ολόκληρη την 12η Θέση για τη φιλοσοφία της ιστορίας:

«Υποκείμενο της ιστορικής γνώσης είναι η ίδια η μαχόμενη, καταπιεσμένη τάξη. Στον Μαρξ εμφανίζεται σαν η τελευταία υποδουλωμένη, σαν η εκδικήτρια τάξη, που ολοκληρώνει το έργο της απελευθέρωσης στο όνομα γενεών ηττημένων. Αυτή η συνείδηση, που είχε μια σύντομη αναβίωση στον «Σπάρτακο» [εννοεί την επαναστατική τάση στο εσωτερικό του SPD, όπου συμμετείχε και η Λούξεμπουργκ, Χ.Λ.], ήταν ανέκαθεν απορριπτέα από τους σοσιαλδημοκράτες. Κατόρθωσαν αυτοί μέσα σε τρεις δεκαετίες να εξαλείψουν σχεδόν το όνομα του Μπλανκί, που είχε συγκλονίσει με τον μεταλλικό ήχο του του περασμένο [19ο] αιώνα. Κολάκευαν τον εαυτό τους αποδίδοντας στην εργατική τάξη το ρόλο του λυτρωτή των μελλουσών γενεών, ακρωτηριάζοντας έτσι τα νεύρα της πιο πολύτιμης δύναμής της. Με μια τέτοια διδασκαλία, η εργατική τάξη ξέχασε το μίσος της όσο και το πνεύμα θυσίας. Γιατί τρέφονται και τα δύο από την εικόνα των υποδουλωμένων προγόνων και όχι από το ιδανικό των απελευθερωμένων εγγονών».

Και απαισιόδοξοι, λοιπόν, δεν μας λείπουν τα καθήκοντα, με σημαντικότερο, θα έλεγα, την οργάνωση, ακριβώς, της απαισιοδοξίας.

Το βιβλίο του Μανέτα είναι σπουδαίο. Η παρουσίασή μου το αδικεί. Η δικαιολογία, οσοδήποτε έωλη, είναι ότι δεν ήθελα να κάνω σποϊλάρω -να μια κατάλληλη «ψηφιακή» λέξη- το περιεχόμενό του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ανθρώπινη αλυσίδα απέναντι στην κοπή των δένδρων στο πάρκο Αρχαίας Αγοράς

Εκδήλωση της ΑΚ Θεσσαλονίκης: ΔΙΚΕΟΣΙΝΗ ή ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ; Κώστας Φραγκούλης, μία ακόμη κρατική δολοφονία-Οι Ρομά σε καθεστώς εξαίρεσης