Είναι φορές που κάποιο ασήμαντο για τους πολλούς γεγονός γίνεται για έναν άνθρωπο τόσο σημαντικό, που τον επηρεάζει καθοριστικά στις αποφάσεις του. Σαν τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, σαν το φιτίλι που πυροδοτεί τα εκρηκτικά. Αυτό συνέβη και με τον φίλο Α.Μ..
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Ο Α.Μ., συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, είναι ένας μετριοπαθής άνθρωπος. Δημοκράτης, φιλελεύθερος, παραδοσιακός του Κέντρου. Στις τελευταίες εκλογές ψήφισε Νέα Δημοκρατία. Αξιοκρατία, αριστεία κ.λ.π..
Κάποια πράγματα βέβαια από την αρχή δεν του πολυάρεσαν, αλλά πίστευε πως πρέπει να δοθεί περίοδος χάριτος στην κυβέρνηση. Άλλα τα αντιμετώπιζε με συγκατάβαση και άλλα τα δικαιολογούσε.
Ενοχλήθηκε π.χ. που είδε σε υπουργικές καρέκλες τους ακροδεξιούς Γεωργιάδη και Βορίδη, πίστευε όμως ότι ο κεντροδεξιός, κατά την άποψή του, πρωθυπουργός θα επέβαλλε και θα εφάρμοζε μια μετριοπαθή κυβερνητική πολιτική.
Η αλλαγή πλεύσης για το «Μακεδονικό» τον ίδιο προσωπικά τον ικανοποίησε. Βέβαια από το «ο Τσίπρας πούλησε τη Μακεδονία» μέχρι το «σεβόμαστε και τιμούμε τη συμφωνία των Πρεσπών» υπάρχει μεγάλη απόσταση. Θα το έλεγε κανείς και «κωλοτούμπα». «Αφού όμως είναι για το καλό της χώρας, δεν έχει νόημα να θυμόμαστε τις αντιπολιτευτικές κορώνες», σκέφτηκε.
Τα «Σκόιλ Ελικικού» και τα «Μέτζη του νεόκτη» ήταν μια αστοχία και ευτυχώς τα πήραν γρήγορα πίσω. Έστω κι αν αυτό έγινε μόνο μετά την κατακραυγή που ξεσήκωσαν. Άλλωστε ο Βρούτσης δεν ήταν πια στην κυβέρνηση.
Στις διαμαρτυρίες των συνδικάτων για την κατάργηση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία των εργαζομένων ή του βάσιμου λόγου απόλυσης δεν έδωσε και πολλή σημασία. Τα θέματα αυτά, ως πρώην δημόσιος υπάλληλος, δεν τα γνώριζε.
Τηλεόραση είχε πάψει προ πολλού να βλέπει. Έτσι δεν αντιλαμβανόταν τις διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης, που κατηγορούσε τα κανάλια για απροκάλυπτη κυβερνητική προπαγάνδα. Αυτός ενημερωνόταν πάντα από την εφημερίδα του. Παραδοσιακός αναγνώστης των «Νέων». Βέβαια του έκανε εντύπωση που από κάποια στιγμή και μετά έπαψε να βλέπει τη στήλη της Έλενας Ακρίτα, αλλά δεν το έψαξε παραπάνω.
Τη βόλτα του πρωθυπουργού με το ποδήλατο στην Πάρνηθα εν μέσω αυστηρού lockdown τη συγχώρεσε. «Ε, άνθρωπος είναι κι αυτός, με πολλές σκοτούρες μάλιστα. Έχει ανάγκη κάπου-κάπου να ξεσκάει», αναλογίστηκε. Για το γλέντι στην Ικαρία όμως δεν βρήκε δικαιολογία.
Ο νόμος του Χρυσοχοΐδη για τον περιορισμό των διαδηλώσεων δεν τον ένοιαξε και πολύ. Ούτως ή άλλως αυτός ήταν πια ηλικιωμένος, αλλά και νέος όταν ήταν δεν πήγαινε σε συγκεντρώσεις και πορείες. Να, μια φορά όταν επέστρεψε από τη Γαλλία ο Καραμανλής μετά την πτώση της χούντας, μια φορά σε προεκλογική συγκέντρωση του Αντρέα το ’81… δεν θυμόταν άλλες. Αν ζούσε στην Αθήνα, ίσως να πήγαινε, σκέφτηκε, στο Εφετείο, για να πανηγυρίσει την καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Για να πούμε την αλήθεια όμως δεν του άρεσε που το νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση το παρουσίασαν μαζί η υπουργός Παιδείας και ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη (Δημόσιας Τάξης εξακολουθούσε να τον λέει αυτός). Τι δουλειά είχε ο Χρυσοχοΐδης στα Πανεπιστήμια;
Πικράθηκε, όταν είδε σε φωτογραφίες το τσιμέντωμα της Ακρόπολης και όταν έμαθε την απόφαση της Μενδώνη να αποσπαστούν από τον χώρο που βρέθηκαν οι αρχαιότητες της Βενιζέλου, ένας ολόκληρος δρόμος της βυζαντινής Θεσσαλονίκης. Δεν τον έπεισαν τα επιχειρήματα της τάχα εξυπηρέτησης των ατόμων με αναπηρία στην πρώτη περίπτωση και της ανάγκης κατασκευής του μετρό στη δεύτερη. Εργολαβικά συμφέροντα του μύριζαν.
Εξοργιζόταν μ’ αυτή τη Γενική Γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής, τη Νικολάου, που έκανε συνεχώς απευθείας αναθέσεις ακόμη και σε άσχετες επιχειρήσεις για την προμήθεια γαντιών, μασκών, αντισηπτικών και απολυμαντικών για τις φυλακές. Δεν γνώριζε αν υπάρχει ή όχι σπατάλη, αλλά αυτή η αδιαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος τον έβγαζε από τα ρούχα του.
Και δεν μπορούσε να κατανοήσει με τίποτε την άρνηση της κυβέρνησης να ενισχύσει ουσιαστικά το εθνικό σύστημα υγείας, να κάνει προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτών στα δημόσια νοσοκομεία, να επιτάξει τις ιδιωτικές κλινικές. Τις δηλώσεις του Πέτσα που χαρακτήρισε την επίταξη των ιδιωτικών ΜΕΘ «πεταμένα λεφτά» και του Γεραπετρίτη που είπε ότι δεν χρειαζόμαστε άλλες κλίνες ΜΕΘ, τις θεωρούσε αδιανόητες με τόσα κρούσματα και τόσους θανάτους καθημερινά.
Αυτά κι άλλα πολλά ήταν που έβαζαν τελευταία σε σκέψεις τον Α.Μ..
Μέχρι που ήρθε ένα ασήμαντο για τους πολλούς -και πάντως όχι τέτοιας βαρύτητας, όπως άλλα,- γεγονός. Η δήλωση της Ντόρας Μπακογιάννη: «Εμένα δεν θα με κρατήσει τίποτα από το να πάω στην Κρήτη το Πάσχα».
Την πήρε σαν προσωπική προσβολή, την ένιωσε σαν μούντζα στα μούτρα του. Όχι μόνο επειδή ο ίδιος τηρούσε σχολαστικά τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας κι επειδή για μήνες είχε στερηθεί τον πρωινό καφέ και το σαββατιάτικο τσίπουρο με τους φίλους του. Αλλά επειδή διαπίστωσε για μια ακόμη φορά την αλαζονεία της εξουσίας, την πλήρη περιφρόνησή της προς τον απλό πολίτη. Είναι σαν να έλεγε σ’ αυτόν τον ίδιο προσωπικά η Ντόρα: «Εγώ θα πάω στην Κρήτη, ό,τι και να γίνει. Όποια μέτρα κι αν υπάρχουν τότε. Ό,τι κι αν ισχύει για τους άλλους. Θα πάω, όχι επειδή είμαι βουλευτής Χανίων και μπορώ να επικαλεσθώ το ότι επισκέπτομαι την εκλογική μου περιφέρεια. Αλλά επειδή είμαι η Μπακογιάννη, η κόρη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η αδερφή του Κυριάκου».
Προσπάθησε μετά να ανασκευάσει. Μ’ εκείνο το μόνιμο, πετρωμένο χαμόγελο στα χείλη, πιο πολύ μορφασμός παρά χαμόγελο. «Δεν εννοούσα αυτό που καταλάβατε…». Γι’ αυτόν όμως είχε σημασία εκείνη η πρώτη, αυθόρμητη δήλωση, που αποκάλυπτε τις αληθινές της σκέψεις και φανερώνει δείχνει μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τα πράγματα.
Την ίδια αντίληψη που φανερώνουν και οι απευθείας αναθέσεις της Νικολάου, ο μορφασμός της Μενδώνη για τον Ξαρχάκο, η έπαρση της Πελώνη, τα «δεν θα ανεχθώ» του Μητσοτάκη στη Βουλή, η παράκαμψη της σειράς των εμβολιασμών από κομματικά στελέχη, οι συνεχείς υπεκφυγές του Πέτσα να δοθεί στη δημοσιότητα η λίστα των ΜΜΕ που ενισχύθηκαν με αδιαφανή κριτήρια, η επί μήνες άρνηση της Κεραμέως να δώσει στην αντιπολίτευση τη σύμβαση με τη Cisco («ελάτε στο γραφείο μου να τη δείτε», προκαλούσε). Η αντίληψη που λέει και δεν το κρύβει: «Εμείς είμαστε οι νόμιμοι ιδιοκτήτες της χώρας και δεν δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν».
Αυτό το τελευταίο με την Μπακογιάννη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. «Ε, λοιπόν, εγώ αυτούς δεν τους ξαναψηφίζω», αποφάσισε ο Α.Μ.. «Κι αφού δεν μας λογαριάζουν, δεν θέλω να έχω καμιά σχέση μαζί τους. Είναι ζήτημα αξιοπρέπειας».