Γιάννης Κτενάς, Η πολυθεΐα των αξιών στην πανδημία, εκδόσεις Πόλις, σελ 168
Το βιβλίο αυτό είναι πολύ σημαντικό. Η όλη στόχευση, δηλαδή η θεωρητική επεξεργασία της πανδημικής κατάστασης είναι ζήτημα στο οποίο χρειάζεται να επανέλθουμε ακριβώς για τους λόγους που θέτει ο συγγραφέας. Γιατί ήταν ένα συμβάν, με την έννοια του γεγονότος “που δεν μπορεί να αναχθεί σε ό,τι προϋπήρχε και που, άπαξ και λάβει χώρα, αλλάζει τον κόσμο”. Γιατί προκάλεσε απροσδόκητες συγκλίσεις ανάμεσα σε ρεύματα σκέψης με πολύ διαφορετικές αφετηρίες και στοχεύσεις. Γιατί, αυτές οι ανακατατάξεις ήρθαν για να μείνουν και αφήνουν ήδη το αποτύπωμά τους σε μια σειρά από φλέγοντα ζητήματα της επικαιρότητας (Ουκρανία-Ρωσία, κλιματική κρίση). Και τέλος, γιατί η χρονική απόσταση από την πανδημία είναι ακριβώς τόσο μεγάλη και τόσο μικρή όσο απαιτείται για να επανέλθουμε στο συμβάν. Τόσο μεγάλη ώστε να έχουν κατασιγάσει κάπως τα πάθη και να έχουν επιτρέψει μια θεωρητική επεξεργασία. Τόσο μικρή ώστε να μην έχουν ξεχαστεί. Συμμερίζομαι λοιπόν απολύτως τη στόχευση του συγγραφέα και τον τρόπο που την πλαισιώνει.
Στη συνέχεια θα παρουσιάσω ορισμένα βασικά σημεία της ανάλυσης σε έναν δημιουργικό, ελπίζω, διάλογο μαζί τους.
Καταρχάς, είναι σημαντικό να συνοψίσουμε το σχήμα της αξιακής πολυθεΐας το οποίο ο συγγραφέας αντλεί από τον Weber και το ερμηνεύει ανοιχτά. Τρία είναι τα βασικά στοιχεία: α) η ύπαρξη πολλών αξιών, κανονιστικών αρχών, με βάση τις οποίες προνανατολίζονται οι κοινωνικοί δρώντες. Το σημαντικότερο αυτές οι πολλαπλές αξίες δεν είναι ορθολογικά αποδείξιμες. “Οι αξίες συνιστούν τις μη ορθολογικά αποδείξιμες αφετηρίες κάθε ορθολογικής σκέψης”. Στο πανδημικό πλαίσιο αυτό συνεπάγεται ότι οι σκεπτικιστές δεν είναι απλά ανορθολογικοί ή όχι περισσότερο από όλες εμάς που αποδεχόμαστε τη σημασία της απειλής. β) Η πολλαπλότητα των αξιών συνεπάγεται ότι υπάρχουν ανταγωνισμοί και συγκρούσεις ανάμεσά τους. Στο πλαίσιο της πανδημίας, τέτοιες συγκρούσεις δεν ήταν μόνο ανάμεσα στην ελευθερία και την ασφάλεια, αλλά στον τρόπο ερμηνείας της κάθε μίας από αυτές τις αξίες. γ) Οι αξίες έχουν επιστημολογικό ρόλο, δηλαδή ο τρόπος μας να προσεγγίσουμε το πραγματικό διαμεσολαβείται από τις αξίες μας. Και αυτό δεν είναι κακό. Αυτός είναι ο τρόπος μας να προσλάβουμε το γεγονός.
Πώς λοιπόν μπορούμε να σταθούμε στην πολυθεΐα των αξιών; Πηγαίνουμε αναγκαστικά σε μια λογική anything goes; Το βιβλίο δεν επιλέγει αυτόν τον δρόμο. Τουναντίον, αξιοποιεί με αξιοθαύμαστο τρόπο μια πλούσια βιβλιογραφία προκειμένου να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα τόσο πολιτικά όσο και επιστημολογικά.
Θεωρώ πολύ σημαντική την ανάδειξη της σύγκλισης ανάμεσα σε τμήματα της αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου με την άκρα δεξιά κατά την περίοδο της πανδημίας. Νομίζω ότι αυτό το σημείο αποδεικνύει ότι το βιβλίο, παρότι επιχειρεί να επεξεργαστεί θεωρητικά και με γνήσια προσπάθεια κατανόησης τους λόγους που αρθρώθηκαν τον καιρό της πανδημίας, δεν χαρίζεται στην πολεμική του. Παράλληλα, παρά την αναγνώριση υπαρκτών στρατοπέδων, αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα επιμέρους τοποθετήσεων. Για παράδειγμα, ένα μέρος της κριτικής απέναντι στην υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών έγινε στο όνομα της αλληλεγγύης απέναντι στους ανεμβολίαστους. Θα ήθελα, ωστόσο, να επισημάνω ότι η κυρίαρχη οπτική ανάμεσα στους αντιεμβολιαστές δεν ήταν αυτή, αλλά απόψεις ευρέως διαδεδομένες όπως: να κάνουν το εμβόλιο αυτές που φοβούνται τον ιό ή εγώ δεν κάνω το εμβόλιο γιατί φοβάμαι τις παρενέργειες στο σώμα μου, κ.λπ. Θέλω να πω ότι ο εντοπισμός των αξιακών προκείμενων σε αυτές τις θέσεις βαραίνει τους ανθρώπους που αναζητούν αξιακά ερείσματα και εσωτερική συνοχή όταν επιχειρηματολογούν, μια πρακτική δυστυχώς όχι ευρέως διαδεδομένη.
Ακολουθώντας τη γραμμή σκέψης της Άρεντ, ο Γιάννης μας λέει ότι η διατύπωση πολιτικής κρίσης συγκροτεί την πολιτική κοινότητα. Και παραπέμπει στα τρία αξιώματα του sensus communis: να σκέφτεσαι για τον εαυτό σου (να μην παίρνεις μια γνώμη ως αυθεντία), να βάζεις τον εαυτό σου στη θέση του άλλου, να βρίσκεσαι πάντα σε συμφωνία με τον εαυτό σου (εσωτερική συνοχή). Ο Γιάννης επεξεργάζεται αυτά τα αξιώματα καταλήγοντας ότι, παρόλη τη σημασία τους, δεν αρκούν για να αναδειχθεί μία έγκυρη πολιτική κρίση ανάμεσα σε πολλές. Δηλαδή, τηρώντας τα, μπορούν να αναδειχθούν πολλαπλές, έγκυρες – με αυτά τα κριτήρια – κρίσεις. Επιπλέον, επισημαίνει ότι δεν υπάρχει μια πολιτική κοινότητα, αλλά πολλαπλές. Συνεπώς η διατύπωση μιας πολιτικής κρίσης σημαίνει στην τελική ότι επιλέγεις τη συντροφιά σου. Ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι διαφορετικοί λόγοι που αρθρώθηκαν την περίοδο της πανδημίας δεν επέτρεπαν τη δημιουργία της πολιτικής κοινότητας εντός της οποίας εκφράζεται η κρίση. Για παράδειγμα, η άρνηση της μάσκας αφαίρεσε τις προΰποθέσεις ενσώματης επικοινωνίας για όλα τα άτομα που είχαν σοβαρούς λόγους να μην θέλουν να ρισκάρουν τη ζωή τους για να επιχειρηματολογήσουν. Δηλαδή στέρησε τη δυνατότητα του δημόσιου χώρου στον βαθμό που τον αντιλαμβανόμαστε ως κάτι πέρα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την ασχήμια της αντιπαλότητας εντός τους.
Η εξέταση της λογικής συνέπειας ως προς το αξιακό υπόβαθρο κατά τη διατύπωση μιας πολιτικής κρίσης είναι ένα ζήτημα στο οποίο επανέρχεται ο Γιάννης αντλώντας και πάλι από το έργο του Weber. Με βάση αυτό το σχήμα, αναδεικνύει οξυδερκώς τις λογικές αντιφάσεις των σκεπτικιστών ως προς τις κρίσεις τους αλλά και τις αξίες τις οποίες διατείνονται ότι πρεσβεύουν. Για παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι ενώ δεν έχουμε πολλά κρούσματα, έχουμε αυστηρούς περιορισμούς είναι σφάλμα λογικής καθώς η φορά της αιτιότητας είναι ακριβώς η αντίστροφη: είχαμε λίγα κρούσματα γιατί είχαμε αυστηρούς περιορισμούς. Ως προς τις αξιακές προκείμενες, ένας άνθρωπος που προτείνει: ας χαθούν και κάποιοι ηλικιωμένοι προκειμένου να ζήσουν τη ζωή τους οι νέοι/ες, δεν μπορεί να επικαλείται την κοινωνική αλληλεγγύη σε δεύτερο χρόνο.
Ως προς το επιστημολογικό σκέλος, ορθώς επισημαίνεται ότι ένα από τα κεντρικά ζητήματα κατά την περίοδο της πανδημίας ήταν η πρόσβαση στην αλήθεια και η εγκυρότητα της επιστημονικής γνώσης. Εδώ ο συγγραφέας παρουσιάζει καινοτόμες αναλυτικές συνθέσεις αντλώντας από Weber, Freud και Καστοριάδη. Η βασική θέση είναι ότι “όσο περισσότερο αναστοχαστεί και διαυγάσει κανείς τις υποκειμενικές διαστάσεις της θέσης του, τόσο πιο καθαρά και αντικειμενικά βλέπει τον κόσμο”. Οι δε υποκειμενικές διαστάσεις αφορούν βιώματα, ευαισθησίες, και φυσικά αξίες. Η ύπαρξή τους δεν είναι πρόβλημα. Πρόβλημα γίνεται όταν αυτές δεν γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από το ίδιο το γνωσιακό υποκείμενο. Και εδώ φυσικά αναδεικνύεται η συμβολή της ψυχανάλυσης.
Το βασικό επιχείρημα του Γιάννη είναι ότι ο επιστημολογικός σχετικισμός της προηγούμενης περιόδου δημιούργησε το υπόστρωμα για την άρνηση της πανδημίας ως υπαρκτής απειλής. Ας συνοψίσουμε την παρακαταθήκη της κριτικής επιστημολογίας: η αξίωση της αλήθειας πάντα συνδέεται με εξουσιαστικούς μηχανισμούς ενώ δεν υπάρχει κάποια γραμμική επιστημονική πρόοδος προς την αλήθεια. Ωστόσο, όπως ορθά εντοπίζει ο συγγραφέας, η απελευθερωτική δυναμική αυτής της κριτικής εξαντλεί την αναλυτική της χρησιμότητα όταν καταλήγει να θεωρεί κάθε επιστημονική γνώση μια αυθαίρετη κοινωνική κατασκευή. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο συγγραφέας αναδεικνύει την υποκρισία όσων, ενώ ασπάζονται την κριτική επιστημολογία μέχρι τα έσχατα όρια της κοινωνικής κατασκευής, λοιδορούν την επιστήμη γιατί άλλαζε διαρκώς συστάσεις και οδηγίες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όπως έλεγε και ένας φίλος, τόσα χρόνια μας έλεγαν δεν υπάρχει μια επιστημονική γνώση, τώρα η επιστήμη το αποδέχεται αυτό, και οι σκεπτικιστές τελικά επιζητούν να παλινορθώσουν την επιστήμη ως θρησκεία, ως την απόλυτη αλήθεια.
Ο συγγραφέας απέναντι σε αυτήν την πραγματικότητα δεν επιχειρεί να αποκαταστήσει την απόλυτη αλήθεια της επιστημονικής γνώσης σε μια προσέγγιση νεο-θετικισμού. Αντιθέτως, αποδέχεται ότι η παραγωγή της επιστημονικής γνώσης είναι πάντα ένα διακύβευμα, κάτι που συντελείται σε συνθήκες αβεβαιότητας και το οποίο διατρέχεται από ανταγωνισμούς. Ο Γιάννης αξιοποιεί την έννοια της πρώτης φυσικής στιβάδας από τον Καστοριάδη για τον έλεγχο της εγκυρότητας της επιστημονικής γνώσης ως “το προκοινωνικό υπόστρωμα το οποίο η θέσμιση της κοινωνίας συναντά και οφείλει να λάβει υπόψη της”. Η έννοια της φυσικής στιβάδας, με τις τροποποιήσεις που επιφέρει ο συγγραφέας, δηλαδή αναγνωρίζοντας την καταστατική μερικότητα της γνώσης του πραγματικού και τη διαμορφωτική επίδραση της γνώσης πάνω στο πραγματικό, είναι όντως μια αναλυτικά χρήσιμη προσέγγιση.
Ο συγγραφέας τονίζει ότι χρειάζεται να έχουμε το νου μας ώστε να μην οδηγηθούμε σε μια διχοτόμηση θετικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Ωστόσο, όταν ο Γιάννης προσπαθεί να σκεφτεί την έννοια της πρώτης φυσικής στιβάδας στις κοινωνικές επιστήμες χρησιμοποιεί το παράδειγμα του πολέμου. Μου φάνηκε παράξενο αυτό, καθώς ζούμε σε μια περίοδο διαρκούς κρίσης. Αναρωτιέμαι γιατί δεν επιλέχθηκε λοιπόν το κρισιακό φαινόμενο. Και σκέφτομαι ότι για το κρισιακό φαινόμενο, όπως και για άλλα βασικά μεγέθη της πολιτικής οικονομίας όπως το χρέος, ο πληθωρισμός, το έργο των ανταγωνιστκών προσεγγίσεων εντός της οικονομικής και πολιτικής επιστήμης ήταν ακριβώς να αποφυσικοποιήσουν αυτά τα φαινόμενα και να αναδείξουν τις βαθύτατα κοινωνικές αφετηρίες τους.
Μου φάνηκε συναρπαστική η αναφορά στην έρευνα του Σταματιάδη-Μπρεγιέ για τα λόμπι του αντι-εμβολιασμού και τις οικονομικές τους διαδρομές (follow the money). Είναι αστείο ότι ακριβώς αυτός ο κόσμος που σχετικοποίησε την κυρίαρχη επιστήμη ως εξαρτώμενη από συμφέροντα, δεν ασχολήθηκε με τη διαδρομή των χρηματικών εξαρτήσεων στο αντιεμβολιαστικό λόμπι, εξαρτήσεις άμεσα ορατές σύμφωνα με την έρευνα.
Αυτή η ανεστραμμένη συνωμοσιολογία δεν είναι ο δρόμος που προκρίνω. Αυτή η ανάλυση δεν φωτίζει τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά βλέπει τα πάντα ως αποτέλεσμα οικονομικών εξαρτήσεων από συγκεκριμένα συμφέροντα. Έρχομαι τώρα σε μια προσέγγιση την οποία ο συγγραφέας αναγνωρίζει ως σημαντική για την κατανόηση των συνωμοσιολογικών θεωριών και με την οποία συνδιαλέγεται εκτενώς. Πρόκειται για το βιβλίο του Coghnorti “Ούτε καν λάθος”. Ο λόγος που παραβιάζω τη σειρά παρουσίασης του βιβλίου είναι γιατί η συγκεκριμένη ανάλυση μου φάνηκε ως η πιο πλούσια για την κατανόηση της πανδημίας (τουλάχιστον μέχρι να διαβάσω το βιβλίο του Γιάννη). Ο Coghnorti με βάση τα εργαλεία της κριτικής θεωρίας κάνει μια εμμενή ανάλυση των συνωμοσιολογικών θεωριών, δηλαδή εξηγεί ποιοι είναι οι κοινωνικοί λόγοι που ωθούν τους ανθρώπους να αποδώσουν τα αίτια κοινωνικών φαινομένων σε συνωμοτικά σχέδια. Και απαντά: η απώλεια ελέγχου πάνω στον τρόπο ζωής μας, δηλαδή η ιδιαιτερότητα του κοινωνικού δεσμού στον καπιταλισμό, αυτό που συμβάνει πίσω από τις πλάτες μας που έλεγε ο Marx, μας οδηγεί να αναζητήσουμε τις αιτίες στη συνωμοσία γιατί αυτό απομειώνει το ψυχικό άλγος της απώλειας ελέγχου, μας επιτρέπει να αναφωνήσουμε: Να, αυτοί τα κάνουν όλα. Συνεπώς, η μορφή του κοινωνικού δεσμού εξηγεί την εμφάνιση αυτών των αντιλήψεων ως αναδιπλασιασμό του ψεύδους, δηλαδή ως μια στρεβλή συνείδηση που αντιστοιχεί σε μια στρεβλή κοινωνική ολότητα.
Ο Γιάννης απαντά σε αυτήν την ανάλυση οξυδερκώς θέτοντας το εξής ερώτημα: Πώς υπάρχει ένας τύπος που βγαίνει έξω από αυτήν την κοινωνική συνθήκη και μας εξηγεί τα πράγματα; Νομίζω ότι η ένσταση είναι εύλογη. Ωστόσο, προκρίνω μια διαφορετική ανάγνωση. Θεωρώ ότι μια ανάλυση η οποία φωτίζει τις βασικές κατηγορίες του καπιταλισμού, μας αναγκάζει να στρέψουμε την προσοχή μας στην ίδια την κοινωνική μορφή του δεσμού και μας καλεί να πάρουμε τις ευθύνες μας. Κάτι που δεν συμβαίνει στη συνωμοσιολογία όπου αφού βρούμε τους αφανείς υπαίτιους, μπορούμε να κοιμηθούμε ήσυχα. Θέλω δηλαδή να πω ότι είναι κριτήριο ιεράρχησης των ερμηνευτικών σχημάτων το κατά πόσο φωτίζουν τις κοινωνικές σχέσεις που παράγουν τα υπό εξέταση φαινόμενα και όχι κάποιους αφανείς πρωταγωνιστές. Επιπλέον, θεωρώ ότι η εν λόγω προσέγγιση δεν μας δίνει καμιά βεβαιότητα για το πώς να επιλύσουμε τα προβλήματα συγκρότησης πολιτικής κοινότητας, καθώς δεν έχουμε μπούσουλα για να μετασχηματίσουμε τον κοινωνικό δεσμό. Ωστόσο, έχει σημασία να κρατάμε ως ορίζοντα την υπέρβασή της σημερινής μορφής του.
Τι σημαίνει λοιπόν να έχουμε ως κριτήριο την κοινωνική ανάγνωση; Σημαίνει για παράδειγμα ότι είμαστε επιφυλακτικές στην απροβλημάτιστη χρήση του όρου ευάλωτες ομάδες. Είναι σημαντικό να θυμίσουμε ότι στην κοινωνική πολιτική, ριζοσπαστικές φωνές όπως η Ruth Levitas έχουν επισημάνει από τη δεκαετία του ’90 ότι η προσέγγιση της ευαλωτότητας με όρους ιδιότητας που φέρει ένα άτομο είναι ένας πολύ συγκεκριμένος τρόπος φυσικοποίησης του κοινωνικού ζητήματος. Χωρίς να θέλω να κατηγορηθώ για κοινωνιολογικοποίηση του πόνου, η ευαλωτότητα είναι αποτέλεσμα κοινωνικών σχέσεων. Μου έκανε λοιπόν αλγεινή εντύπωση η ευκολία με την οποία αποδεχτήκαμε την ευαλωτότητα ως μια εγγενή ιδιότητα των ατόμων, ως κάτι το περίκλειστο, κάτι που μπορεί να προσδιοριστεί και να ελεγχθεί, σαν να μην υπάρχουν κοινωνικά αίτια για την ευαλωτότητα αλλά και αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των ανθρώπων. Συναινώντας, δηλαδή, σε μια λογική αναδιπλασιαμού με τη μορφή του κοινωνικού δεσμού στην καπιταλιστική κοινωνία.
Θα ήθελα να κλείσω με ένα απόσπασμα που με κράτησε στα συγκαλά μου την περίοδο της πανδημίας. Όπως ο Γιάννης έχει να θυμάται τον ηλικιωμένο άντρα με τη μάσκα να παίζει με την εγγονή του κρυφτό στη σκιά ενός αγάλματος, εμένα με κράτησε το κείμενο αυτό. Είναι η ανακοίνωση των ζαπατίστας στις 5 Οκτωβρίου του 2020. Σας διαβάζω ένα απόσπασμα παραλείποντας ορισμένα σημεία για λόγους χρόνου:
«Στον ζαπατισμό επιλέξαμε την πρόληψη και την εφαρμογή υγειονομικών μέτρων τα οποία μας συνέστησαν επιστήμονές που μας καθοδήγησαν και μας πρόσφεραν, χωρίς δισταγμό, τη βοήθειά τους… Ύστερα από 6 μήνες εφαρμογής αυτών των μέτρων, θρηνούμε το θάνατο 3 συντρόφων που είχαν άμεση επαφή με κρούσματα και παρουσίασαν 2 ή περισσότερα συμπτώματα που σχετίζονται με τον Covid 19. Άλλοι 8 σύντροφοι και μια συντρόφισσα, που πέθαναν το διάστημα αυτό, είχαν παρουσιάσει μόνο ένα από τα συμπτώματα… Γι’ αυτές τις 12 απουσίες υπεύθυνοι είμαστε εμείς. Δεν ευθύνεται… ούτε η αντιπολίτευση, ούτε οι νεοφιλελεύθεροι, ούτε οι νεοσυντηρητικοί …. ούτε οι συνομωσίες, ούτε οι δολοπλοκίες. Πιστεύουμε πως έπρεπε να είχαμε ενισχύσει στο έπακρο τα προληπτικά μέτρα. Σήμερα, με την απουσία αυτών των 12 συντρόφων να μας βαραίνει, βελτιώνουμε τα μέτρα πρόληψης σε όλες τις κοινότητες με τη βοήθεια μη κυβερνητικών οργανώσεων και επιστημόνων που, είτε ατομικά είτε συλλογικά, μας καθοδηγούν ώστε να αντιμετωπίσουμε με μεγαλύτερο σθένος μια πιθανή επανεμφάνιση της νόσου… Η μαζική χρήση μασκών, η καραντίνα δύο εβδομάδων για όσους ενδέχεται να έχουν μολυνθεί, η απόσταση, το συνεχές πλύσιμο των χεριών και του προσώπου με σαπούνι και νερό και η αποφυγή όσο το δυνατόν περισσότερο των μετακινήσεων προς τις πόλεις, είναι μέτρα τα οποία συστήνουμε ακόμα και στους αδελφούς και τις αδελφές μας που δεν είναι ζαπατίστας, στους αδελφούς και τις αδελφές μας που είναι κομματικοί. Για να μπορέσουμε έτσι να περιορίσουμε την εξάπλωση της νόσου και να διατηρήσουμε την κοινοτική ζωή… Με τη ζωή να πάλλεται στα σώματά μας, σας λέμε ότι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας (οι οποίες μπορεί να είναι και λανθασμένες), η συλλογική αντιμετώπιση της απειλής ως πρόβλημα της κοινότητας και όχι ως ατομικό πρόβλημα αλλά και το γεγονός ότι οι προσπάθειές μας επικεντρώθηκαν κυρίως στην πρόληψη, μας επιτρέπει να πούμε ως ζαπατιστικοί λαοί: είμαστε εδώ, αντιστεκόμαστε, ζούμε, αγωνιζόμαστε».