O Πατρίσιο Γκουσμάν ολοκληρώνει την τριλογία του για την αγαπημένη του πατρίδα, με την “Οροσειρά των Ονείρων”, που έρχεται να συμπληρώσει τα “Νοσταλγώντας το Φως” και “Μαργαριτένιο Κουμπί”.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Πρόκειται για ένα ντοκιμαντέρ που έκανε πρεμιέρα στις Κάννες και βραβεύτηκε, προκαλώντας ρίγη συγκίνησης. Μάχεται να κρατήσει την συλλογική μνήμη ζωντανή, τη συνείδησή του καθαρή κι ας αναγκάστηκε κάποτε από το καθεστώς Πινοσέτ να φύγει. Ποτέ δε σταμάτησε να σκέφτεται τη χώρα του, τα αξέχαστα παιδικά του χρόνια κι αργότερα αποτέλεσε τον ιδρυτή-θεμελιωτή του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ του Σαντιάγκο.
Από το ορόσημο “η Μάχη της Χιλής” που ολοκληρώθηκε με τη συνδρομή της Κούβας μέχρι και σήμερα ο Γκουσμάν είναι πάντα στην πρώτη γραμμή ακούραστος στρατιώτης. Από τη Δικτατορία, στις μεγάλες συγκεντρώσεις, στις βίαιες συγκρούσεις, στην αναζήτηση των χαμένων ψυχών, από εκεί στο ευαίσθητο θέμα του νερού και τώρα στην μαγεία των Άνδεων του πολιτισμού. Συνοδοιπόρος του ο Πάμπλο Σάλας. Ένας μάχιμος ρεπόρτερ, που ποτέ δεν αποχώρησε, δε σταμάτησε, δε λύγισε μπροστά στον κίνδυνο και από τύχη ποτέ δεν τον συνέβαλαν. Το αρχείο του ιερό, με τεράστια σημασία για τον αγώνα της ανεξαρτησίας.
Κι η εβδομάδα που κυκλοφόρησε η ταινία στην Ελλάδα συμπίπτει χρονικά με τις νέες εντάσεις στη χώρα. Κλιμάκωση. Τα τανκ βγήκαν για πρώτη φορά μετά το 1990 ξανά στους δρόμους. Οι πληγές ανοίγουν ξανά, τα σημάδια νωπά. Νέοι, φοιτητές, μεγαλύτεροι διαδηλώνουν για τον οικονομικό στραγγαλισμό των αδυνάτων, με αφορμή την αύξηση του εισιτηρίου στα Μέσα μαζικής μεταφοράς. Τι κι αν ο Πρόεδρος, Σ.Πινιέρα το πήρε πίσω, το ποτάμι δε γυρίζει. Η εξαθλίωση οδηγεί στην απόγνωση και μαθηματικά στην κοινωνική έκρηξη. Η βία κι η αδιαφορία, γεννούν βία. Ο άνθρωπος αποκτηνώνεται όταν δεν μπορεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες και μετατρέπεται στο πιο άγριο ζώο.
Κι από αυτή τη στενάχωρη, ρεαλιστική πλευρά στην μαγευτική, αλλά συγχρόνως αδιάφορη φύση. Η οροσειρά είναι πάντα εκεί στο πέρασμα των χρόνων. Εξιτάρει τη σκέψη ο τρόπος που δημιουργήθηκε. Πολλοί προσπαθούν να τη “δαμάσουν”, να την εξερευνήσουν, να μάθουν τα μυστικά της, αλλά αυτή περήφανα δεσπόζει ως ένα σύνορο φυσικό και μεταφορικό. Το δύσκολο κομμάτι, το βαρύ φορτίο της ανάδειξης της δύσκολης κατάστασης της Χιλής αναλαμβάνει να μεταφέρει παντού ο Γκουσμάν. ” Ο Πινοσέτ έφυγε, ο νεοφιλελευθερισμός έμεινε”. Σε αυτή τη φράση συνοψίζεται ολόκληρη η ιστορία των χωρών της Λατινικής Αμερικής.
Η παραστατική απεικόνιση κι η εξαιρετική φωτογραφία προκαλούν δέος. Μία λάβα συναισθημάτων που ενισχύεται όσο ακούμε τις μαρτυρίες των ανθρώπων γι΄αυτό το “θαύμα”. Το μεταφυσικό έρχεται και πάλι να συναντήσει την καθημερινότητα και μαζί να δώσουν λυρικό χαρακτήρα σε μία έντονα φορτισμένη αφήγηση. Η αγάπη του για την αστρονομία άλλωστε έχει επηρεάσει τη δουλειά του και της δίνει μοναδικό χρώμα. Αποτελεί σημείο αναφοράς για να απαντήσει σε πολλά αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα, που αφορούν την πρωτεύουσα, την αγαπημένη του πόλη που μετατράπηκε σε λαβύρινθο.
Όπως πέρυσι παρακολουθήσαμε το “Roma” του Αλφόνσο Κουαρόν, αυτό θεωρώ πως είναι αντίστοιχα το έργο ζωής του Πατρισίο Γκουσμάν. Οι πέτρες είναι πάντα εκεί, μακριά από τον υλιστικό κόσμο. Μας κοιτούν. Έχουν δει τα πάντα. Δεν μπορούν όμως να μιλήσουν. Πλησιάζοντας πλέον τα ογδόντα του χρόνια ο Χιλιάνος “ποιητής” δημιουργεί μία βαθιά πολιτική ταινία, ένα αφοπλιστικό ντοκιμαντέρ για την μοίρα των ανθρώπων και τη δύναμη της φύσης, που αργά ή γρήγορα θα μιλήσει και τότε θα είναι πολύ αργά για όλους μας.