«Η επίσπευση των εκλογών σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του διαγγέλματος του συντρόφου πρωθυπουργού δημιουργούν την εντύπωση της αποδοχής του μνημονίου και της άρσης της λαϊκής κυριαρχίας όχι ως αποτελέσματος ενός στυγνού εκβιασμού που μπορεί να επανέλθει, αλλά ως ενός νέου δεδομένου με το οποίο αναγκαζόμαστε να συμπορευτούμε. Χωρίς μια συλλογική δημοκρατική διαδικασία που θα έβαζε σε προτεραιότητα ένα ριζοσπαστικό σχέδιο απεγκλωβισμού και θα κρατούσε ενωμένο στην μεγάλη πλειοψηφία του έστω το κόμμα, κινδυνεύουμε η προηγούμενη ήττα της διαπραγματευτικής μας τακτικής να μεταβληθεί σε στρατηγική ήττα για την Αριστερά.»
Τα παραπάνω είναι κάποια από τα λόγια με το οποία παραιτήθηκε από την θέση του Γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ, πριν από μερικές μόνο μέρες, ο Τάσος Κορωνάκης. Δεν θα μείνω, παρά μόνο αναφέροντάς το εδώ, στο γεγονός πως τα μέσα, συστημικά και μη, διαπλεκόμενα, διεφθαρμένα και φοροκλέπτοντα, ελάχιστα ασχολήθηκαν με αυτό το κορυφαίο γεγονός, την παραίτηση, δηλαδή, του υπ’ αριθμόν 2 του κόμματος, θεσμικά και πολιτικά.
Δεν θα μείνω σε αυτό τώρα, αλλά δεν μπορώ παρά να επισημάνω πως αυτή η σιωπή κάτι σημαίνει και κάτι δηλώνει.
Τα λόγια του Κορωνάκη συνοψίζουν το λόγο, για τον οποίο ένα μεγάλο μέρος ανθρώπων αποχώρησαν ή αποστασιοποιήθηκαν μετά την εξαγγελία (sic) των εκλογών –και δεν μιλώ για όσους ακολούθησαν την επιλογή της Αριστερής Πλατφόρμας. Και ο λόγος δεν ήταν η βαριά ήττα ενός τρόπου διαπραγμάτευσης και διακυβέρνησης, που όλοι πια ξέρουν πως δεν ήταν ούτε συλλογικά συμφωνημένος ούτε και, επομένως, δημοκρατικά νομιμοποιημένος, ώστε να μπορεί στα σοβαρά να ισχυριστεί κάποιος πως έφτασε όπου έφτασε γιατί «δεν υπήρχε εναλλακτική». Ακόμη και αυτή η βαριά ήττα και ο «τρόπος» της θα μπορούσε να τεθούν, προσώρας τουλάχιστον, κατά μέρος, μπροστά στις μεγάλες απαιτήσεις της περιόδου.
Αυτό που δεν ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτό ήταν η υιοθεσία, στην πραγματικότητα, του Μνημονίου ως αναπόδραστου δεδομένου, έτσι ώστε οποιαδήποτε συζήτηση περί απεμπλοκής και άλλων τέτοιων δαιμονίων να καταστεί ντε φάκτο απαγορευμένη.
Και αυτό είναι αδύνατον ακόμη να γίνει αποδεκτό: το μότο, δηλαδή, πως η «συμφωνία» θα τηρηθεί μέχρι κεραίας και θα βρούμε «παράλληλα» προκειμένου να λειάνουμε τις επιπτώσεις. Είναι αδύνατον να γίνει αποδεκτό όχι μόνο γιατί πολλοί από όσους σήμερα το ισχυρίζονται κατανάλωσαν πολύ σάλιο επί χρόνια, για να στοιχειοθετήσουν και να προβάλλουν σε όλους τους τόνους πως τα Μνημόνια δεν είναι κάποια μέτρα, αλλά ΚΑΘΕΣΤΩΣ άτεγκτης ταξικής κυριαρχίας.
Θέλω να πω, δεν είναι η κραυγαλέα –και κραυγάζουσα, όταν πρόκειται για αριστερούς- ανακολουθία το κύριο.
Το κύριο είναι πως, με αυτήν την παραδοχή, για πρώτη φορά μετά από τέσσερα και πλέον χρόνια, διαμορφώνεται μια τερατώδης ποσοστιαία πλειοψηφία του πολιτικού φάσματος που «συναινεί» εκ νέου. Που αποδέχεται, δηλαδή, το Πρόγραμμα εκθεμελίωσης, το οποίο πολύ οργανωμένα και συνειδητά επεξεργάστηκε το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, για να το εφαρμόσει παραδειγματικά στο ελληνικό πειραματόζωο, αυτήν την Χιλή του 21ου αιώνα, ως το δεδομένο και πρακτικά αναμφισβήτητο πλαίσιο άσκησης της πολιτικής.
Το κύριο είναι, για να το πω αλλιώς, πως θεμελιώδες δεδομένο της πολιτικής «αντιπαράθεσης» γίνεται η Μεγάλη Συναίνεση, ως προς τα σοβαρά, τα ουσιώδη και τα «εθνικά», που, εν τέλει, συγκεφαλαιώνονται στην παραδοχή πως αυτό που δεν μπορεί επ’ ουδενί να τεθεί εν κινδύνω είναι η υπερταξικά αδιαμφισβήτητη «ευρωπαϊκή μας προοπτική».
Είναι γι’ αυτό που η καμπάνια π.χ. του ΣΥΡΙΖΑ παίζει αποκλειστικά με τα «παλιά» και τα «νέα», τα «μπροστά» και τα «πίσω» ή εστιάζει στα χιλιοειπωμένα και ιδεολογικά σκοροφαγωμένα πλέον, από Σημίτηδες και Καραμανλήδες, περί διαφθοράς και διαπλοκής.
Να γιατί το πιο χαρακτηριστικό σύνθημα αυτής της καμπάνιας είναι πως ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΟΛΩΝ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ. Που πάει να πει, πως, σαράντα χρόνια μετά τον Λάσκαρη, η ταξική πάλη μπορεί βάσιμα να ελπίσουμε πως οσονούπω θα καταργηθεί. Κι έτσι θα μπορεί, επιτέλους, η Αριστερά, απερίσπαστη από πάρεργα, όπως π.χ. η υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων, να αφοσιωθεί σε περισσότερο κοινωφελείς δραστηριότητες, όπως, για παράδειγμα, ο … ριζοσπαστικός εκσυγχρονισμός.
Αν το δούμε έτσι –και πώς αλλιώς;- γίνεται προφανές πως η συζήτηση και οι αντεγκλήσεις περί αυτοδυναμιών και συνεργασιών είναι σχεδόν προσχηματικές. Γιατί το θέμα είναι δευτερευόντως ο Μεγάλος Συνασπισμός, όταν ήδη είναι αποδεκτή η Μεγάλη Συναίνεση.
Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που, για να επανέλθω στα λόγια της αρχής, ακυρώθηκε κάθε δυνατότητα συζήτησης με αντικείμενο την αμφισβήτηση αυτού, που, όπως ο ίδιος ο Τσίπρας έχει πει, υπήρξε «προϊόν ωμού εκβιασμού».
Μόνο που αυτή τη φορά, περισσότερο και από την προηγούμενη, η προαναγγελία ενός πολιτεύεσθαι με όρους ομαλότητας –«τήρησης των συμφωνηθέντων»- , ενώ κοινωνικά θα γίνεται της ανωμαλίας, με εκατομμύρια ανέργους και διαρκώς περισσότερο φτωχοποιούμενους φτωχούς κι άλλα τόσα εκατομμύρια πανικόβλητους, με όσα βιώνουν και τους μέλλονται, εργαζόμενους, είναι, πλέον, στο χώρο του ανεξήγητου και του μυστηριώδους. Anyway.
***
Φυσικά, τίποτε δεν τελειώνει. Ούτε τα παραμύθια ούτε, όμως, και η ιστορία.
Δεν πρόκειται, προφανώς, να υπάρξουν «ρωγμές» για την άσκηση άλλης πολιτικής, ως προς τα ουσιώδη. Το έδειξε, άλλωστε, και η προηγούμενη εμπειρία. Αν, μετά τον Φεβρουάριο, όλα τα μεγάλα «μονομερή» -εργασιακό, φορολογικό- αποφεύχθηκαν, σκεφτείτε τα περιθώρια που προκύπτουν μετά την υιοθεσία της «Συμφωνίας» και τις συνθήκες επιτροπείας που διαμορφώνει.
Ωστόσο, όπως τόσο καλά έχουμε αναλύσει –και συνοψίσει στο Πρόγραμμα του Ιδρυτικού Συνεδρίου- η κρίση είναι παγκόσμια και είναι εδώ, τα ελληνικά ακραία προβλήματα δεν επιδέχονται μπαλώματα και «ισοδύναμα», αλλά μόνο ριζοσπαστικές και ταξικά επιθετικές λύσεις (1). Η κατάσταση παραμένει εκρηκτική και η Μεγάλη Συναίνεση μπορεί, σε πρώτη φάση, να ενισχύει την αντιπολιτική και να τροφοδοτεί μεταδημοκρατικές συνθήκες, αλλά δεν είναι βέβαιο πως θα εξουδετερώσει για μεγάλο διάστημα τις κοινωνικές αντιστάσεις. Ή μπορεί και να το κάνει.
Εδώ, πάντως, βρίσκεται το πρώτιστο καθήκον μας. Και οποιαδήποτε δυνατότητα για την άσκηση μαζικής πολιτικής περνάει από το κοινωνικό και πάλι. Δύσκολο; Ναι, αλλά έτσι είναι –και, εκτός αυτού, σήμερα ξέρουμε καλύτερα πως εύκολα –και, κυρίως «κανονικά» και «ομαλά»- δεν υπάρχουν.
ΥΓ. Είναι προφανές πως εύχομαι να κάνω σε όλα λάθος. Δυστυχώς, όμως, και μιλάω για μένα πρώτα, όσα εκτίθενται παραπάνω μου φαίνονται δύσκολα αμφισβητήσιμα.
(1). Σχετικά με τα κεντρικοπολιτικά παρεπόμενα, να πώς το βλέπει ο Ανδρέας Καρίτζης ( Δρόμος της Αριστεράς, 29 Αυγούστου 2015):
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετατρέπεται σε ένα, ας το πούμε έτσι, κόμμα της Κεντροαριστεράς που θα διαχειριστεί την κατάσταση. Έτσι, θα μπορούσαμε να έχουμε δύο πόλους, μία Κεντροαριστερά, κυρίως υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, και μία Κεντροδεξιά που είναι ζητούμενο και αυτή να ανασυγκροτηθεί. Βλέπεις το πολιτικό σκηνικό να μπορεί να «περπατήσει» έτσι;
Θα έλεγα ότι αυτό θα μπορούσε να είναι μία βάσιμη πρόβλεψη, που όμως για να επαληθευτεί χρειάζεται μία στοιχειώδη οικονομική και κοινωνική ευστάθεια, την οποία εγώ δεν βλέπω για το επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό, αν θέλεις, αν είχε κάποιος αυτόν τον στρατηγικό προσανατολισμό, είναι λάθος, όχι μόνο γιατί δεν είναι αριστερός, αλλά και γιατί δεν είναι πολιτικά βιώσιμος.
Δηλαδή θα πάμε σε μια ακόμα πιο ρευστή κατάσταση που δυσκολεύει τέτοιους σχεδιασμούς;
Ακριβώς. Η κατάσταση δεν θα σταθεροποιηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι αυτά τα μοντέλα δεν δημιουργούν αυτό που έχουμε ζήσει στο παρελθόν, παλιές καταστάσεις ως προς την πολιτική εκπροσώπηση, και μία, ας πούμε, έστω μακροημέρευση σε επίπεδο εξουσίας. Θεωρώ, για αυτό το λόγο, ότι πολύ σύντομα όλες αυτές οι στρατηγικές θα αναθεωρηθούν απ’ όλες τις κατευθύνσεις και απ’ όλες τις πλευρές.