Κώστας Ελευθερίου, Το πολιτικό κόμμα, ΕΝΑ – Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών 2021, σσ.: 394
Ο τρόπος που «διαβάζει» κανείς μια κρίση καθορίζει και πώς την αντιμετωπίζει. Ισχύει, νομίζω, και με την περίφημη «κρίση των κομμάτων»: σε όλο τον κόσμο –λέει η διάγνωση– οι κοινωνίες, και ιδίως οι νεότεροι, γυρνούν την πλάτη στα κόμματα, κι αν αυτά δεν αλλάξουν, αν δεν «ανοίξουν» στους μη μυημένους, θα σβήσουν. Δεν το είδαμε μόλις πρόσφατα στη Γαλλία, με την εξαφάνιση σχεδόν της παραδοσιακής Δεξιάς, των Σοσιαλιστών και των Κομμουνιστών – σε αντίθεση με τις επιδόσεις του «καινοτόμου» Μελανσόν;
Ο Κώστας Ελευθερίου, από τους πιο εργατικούς πολιτικούς επιστήμονες της γενιάς μας, ζητά στο βιβλίο του για τα κόμματα που κυκλοφόρησε πέρσι, να προσέξουμε μήπως τα πράγματα είναι πιο σύνθετα: «πάντοτε», λέει, «τα κόμματα θεωρούνταν ότι βρίσκονται σε κρίση» (σ.17). Όμως, ενώ «από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως και το 2009, παρατηρείται μείωση του αριθμού των νέων μελών από 25% ως 70%, με αντίστοιχη μείωση του ποσοστού των κομματικών μελών στο σύνολο του εκλογικού σώματος» (σ. 286), ενώ «όλο και λιγότεροι πολίτες νιώθουν την ανάγκη να συμμετάσχουν σε κάποιο κόμμα», ωστόσο
από μόνο του αυτό το στοιχείο δεν εξηγεί την κρίση[:] ακόμη και λιγότερα μέλη μπορούν να είναι ενεργά στην κομματική οργάνωση και η τελευταία να εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτικού προγράμματος και στην παραγωγή της κομματικής ελίτ.
Για να μιλάμε, λοιπόν, για «κρίση των κομμάτων», χρειάζεται μια ακόμα διάσταση: αυτή που αφορά τον πραγματικό ρόλο των κομματικών μελών μέσα στα κόμματα: «εάν [τα μέλη] περιθωριοποιούνται ή, αντιθέτως, διατηρούν μια αξιοσημείωτη θέση μέσα στην εσωκομματική ζωή» (σ. 286).
Kαρτέλ και ψηφιακό κόμμα: τα συμπτώματα της κρίσης προτείνονται ως «θεραπείες»
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν ένα κόμμα έχει «λίγα» ή «πολλά» μέλη, αλλά αν και πόσα από αυτά σπρώχνονται στην άκρη, ιδίως μετά τα τέλη του ’70 – όταν επικρατεί ο τύπος του κόμματος-καρτέλ: ένα κόμμα έντονα πολυσυλλεκτικό, εξαρτημένο από την κρατική χρηματοδότηση (αντί των συνδρομών των μελών), με ηγεσία αυτονομημένη που δεν εκλέγεται από το συνέδριο, και με μέλη που δεν ξεχωρίζουν από τα μη μέλη (σ. 248).
Μετεξέλιξη του καρτέλ θεωρείται το κυβερνοκόμμα (cyber-party), κι αυτό γιατί πολιτεύεται επίσης πανσυλλεκτικά, απευθυνόμενο σε ένα αδιαφοροποίητο σώμα ψηφοφόρων και υποκαθιστώντας την ενσώματη συμμετοχή των μελών με ψηφιακές διαδικασίες (βλ. σ. 261-265). Κρίσιμο είναι ότι, μπροστά στην εξουσία της ηγεσίας, η όποια εξουσία των μελών-ψηφοφόρων είναι καθαρά συμβολική[1].
Θα πει κανείς, καταμερισμός εργασίας στα κόμματα υπήρχε πάντα: δεν τα έκαναν όλοι όλα. Όμως το κρίσιμο τώρα, σύμφωνα με τον Ελευθερίου, είναι η περιθωριοποίηση των μελών μέσα από τη
συμπερίληψη σε ορισμένες αποφάσεις και μη μελών. Σε αυτό το σημείο έγκειται η υποβάθμιση του ρόλου των μελών, τα οποία λογίζονται απλά ως πιο πεπεισμένοι –ή έστω «θεσμοποιημένοι»– κομματικοί σε σχέση με τους υποστηρικτές. Επιπρόσθετα, η διεύρυνση της κομματικής βάσης προϋποθέτει την αδιαμεσολάβητη σχέση μελών και υποστηρικτών με την ηγεσία, στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία αξιοποιεί το ευρύ σώμα των πρώτων για να εδραιώνει την απόλυτα ισχυρή θέση της μέσα στο κόμμα. Υπό αυτή την έννοια, τα όργανα και οι δρώντες του κεντρικού όμματος και τα όργανα του κόμματος στη βάση είναι αυτά που τίθενται στο περιθώριο, σε μια δραστική αναδιάταξη της κομματικής ισχύος. Αυτή, επί της ουσίας, είναι και η πραγματική αποδυνάμωση του κόμματος [από τα μέλη που] διασφάλιζαν τη συνέχεια της κομματικής ταυτότητας, ήλεγχαν τους όρους πολιτικοποίησης της κομματικής βάσης, αλλά και συντόνιζαν την απαραίτητη πολιτική συζήτηση που εμπλουτίζει τη γραμμή (σ. 288).
Για όσους εξύμνησαν την επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα με το …«ανατολικο-ευρωπαϊκό» 99,5%, τα παραπάνω ίσως ακούγονται ελιτίστικα. Δεν είναι άραγε πιο απλά τα πράγματα; 172.000 άνθρωποι έσπευσαν στις εσωκομματικές κάλπες – άρα το πείραμα πέτυχε: εκπέμφθηκε μήνυμα αντεπίθεσης ενόψει εκλογών, η επίδοση άφησε πίσω την αντίστοιχη του Νίκου Ανδρουλάκη, η δε διαδικασία υπήρξε αδιάβλητη, καθότι περιβεβλημένη με το κύρος του Ηλία Νικολακόπουλου. Στο πλαίσιο αυτό, το σκεπτικό του Ελευθερίου, και των λίγων δυστυχώς πολιτικών επιστημόνων που έθεσαν απαιτητικότερα κριτήρια για τη συζήτηση, ίσως φαίνεται «σχολαστικό» και «ακαδημαϊκό». Δεν θα έπρεπε: «κρίση των κομμάτων» υπήρχε επίσης την περίοδο 2001-2015. Ακριβώς για την αντιμετώπισή της, ο τότε Συνασπισμός υιοθετούσε μια πολιτική στον αντίποδα του κόμματος-καρτέλ: «αριστερή στροφή», διάλογος με την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, συμβολή στη δημιουργία διεθνών φόρουμ, αυτόνομων φοιτητικών και αυτοδιοικητικών σχημάτων, προσέγγιση της «γενιάς των 700 ευρώ», διάσπαση με τη σοσιαλφιλελεύθερη πτέρυγα του κόμματος. Το κλειδί, τότε, ήταν ότι ένα κόμμα της Αριστεράς δεν μπορούσε απλά να εκπροσωπεί τάσεις στην κοινωνία: έπρεπε να φροντίζει και να τις διαμορφώνει.
Να είναι «η κοινωνία» που άλλαξε στο μεταξύ; Ή ότι παράγινε κουραστικό να θέλεις να την αλλάξεις;
[1] Cecilia Biancalana and Davide Vittori, “Cyber-Parties’ Membership Between Empowerment and Pseudo-participation: The Cases of Podemos and the Five Star Movement”, In: Oscar Barberà
Giulia Sandri, Patricia Correa, Juan Rodríguez-Teruel (eds.), Digital Parties. The Challenges of Online Organisationand Participation, Springer 2021, pp.: 109-126