in

Η ηδονή, η επιθυμία, η επανάσταση. Του Χρήστου Λάσκου

Michaël Foessel, Κόκκινα Φανάρια -Η ηδονή και η Αριστερά, (μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας), Πόλις, σελ. 260

Η επανάσταση έγινε από φιλήδονους.

Σαρλ Μπωντλαίρ

Η επανάσταση έγινε, αληθινά, από φιλήδονους; Και η επόμενη επανάσταση, αν έγινε έτσι, πάλι από φιλήδονους θα γίνει;

Μα, δεν είναι δεδομένο, αντίθετα, πως οι επαναστάσεις γίνονται από ασκητές; Από ανθρώπους, δηλαδή, που αφιερώνονται, ψυχή τε και σώματι, στην Υπόθεση;

Οι επαναστάτες, σε ό,τι αφορά την καθημερινή τους στάση, θα πρέπει να είναι με τον Αρίστιππο ή με τον Πασκάλ;

Για τον Φεσέλ η απάντηση είναι σχεδόν προφανής. Ο ασκητισμός είναι αναγκαία ατομικιστικός, δεν συνιστά «κοινωνία». Είναι η ηδονή, ως βιωμένη εμπειρία, που «δουλεύει για την επανάσταση». Είναι, μάλιστα, η ηδονή σε αντίθεση με την επιθυμία. Γιατί, όπως σημειώνει, η επιθυμία στοχεύει στο μέλλον και, επομένως, αντιστοιχείται σε μια έλλειψη, ενώ η ηδονή, πραγματοποιούμενη επί τόπου, πάει πάντα μαζί με την πληρότητα.

Η ηδονή δεν αρκείται να διαμορφώνει έναν ορίζοντα προσμονής -κάτι που επιθυμούμε, στο οποίο προσβλέπουμε και το οποίο επιδιώκουμε και ποτέ δεν εκπληρώνεται πλήρως. Έναν ορίζοντα, που, όσο τον πλησιάζουμε τόσο απομακρύνεται.

Η ηδονή, λοιπόν, δεν προσμένει. Την παίρνεις όπου την βρίσκεις.

«Η ηδονή κάνει ό,τι μπορεί με ό,τι βρίσκει, σύμφωνοι -αλλά, σε αυτό το «κάνει», το μέλλον παύει να είναι απλώς προσδοκώμενο: αρχίζει εδώ και τώρα» (σελ. 25).

Η αντίρρηση όσων αντιδρούν στην άποψη περί θετικότητας της ηδονής, σε ό,τι αφορά τα πολιτικά εγχειρήματα ανατροπής του καπιταλισμού, εντοπίζεται, μεταξύ άλλων και ιδίως, σε αυτό το «ό,τι μπορεί με ό,τι βρίσκει». Διότι αυτό που βρίσκει είναι αυτό που παρέχεται από το σύστημα και επομένως δεν μπορεί να είναι χειραφετητικό. Όταν, στις «ασύντακτες» εξεγέρσεις του καιρού μας, οι εξεγερμένοι σπάζουν τις βιτρίνες, για να κλέψουν γκατζετάκια ή ρούχα -μάρκες, δεν υποκύπτουν στο ποδηγετημένο καταναλωτικό φαντασιακό; Τι είδους απελευθερωτικό δυναμικό περιέχει μια τέτοια πράξη;

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Στους εργατικούς αγώνες τον Μάιο του ’36 στη Γαλλία του Λαϊκού Μετώπου, οι καταλήψεις των εργοστασίων έδωσαν τη μοναδική δυνατότητα στους εργάτες να ζήσουν μια ανέλπιστη ηδονή από τη μεταμόρφωση ενός χώρου δουλειάς σε τόπο χαράς. Όπου, όπως έγραψε η Σιμόν Βέιλ, “[δ]εν τραγουδούν τη Διεθνή, αλλά απλά τραγούδια κει είναι πολύ ωραίο αυτό”.  Πρώτη φορά, και πλέον για πάντα, “θα αιωρούνται γύρω από αυτές τις βαριές μηχανές και άλλες αναμνήσεις, και όχι μόνο η σιωπή, ο καταναγκασμός, η υποταγή. Αναμνήσεις που θα δίνουν λίγη περηφάνια στην καρδιά, που θα αφήνουν λίγη ανθρώπινη ζεστασιά πάνω σε όλο αυτό το μέταλλο”.

Όπου, δηλαδή, το πνεύμα δεν καθορίζεται από το, σχεδόν πεισιθανάτιο, “ένας στο χώμα χιλιάδες στον αγώνα”, αλλά από το συμβάν της χαράς -από τη βιωμένη εμπειρία και όχι από την αναπαράστασή της. Ένα θαύμα μέσα σε μια σκατένια ζωή. Η αντικατάσταση της προσδοκίας από την λαμπρή εμπειρία.

Οι ηδονές, που γεύτηκαν οι εργάτες, ήταν εξίσου ανατρεπτικές με τις επιθυμίες κοινωνικού μετασχηματισμού. «Οι εργοδότες του 1936 το αντιλήφθηκαν και η ανάμνηση των εργοστασιακών καταλήψεων δεν θα πάψει να τους προκαλεί τρόμο. Όπως γνωρίζουμε ικέτεψαν την κυβέρνηση Μπλουμ να πείσει τους εκπροσώπους των εργατών να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενδίδοντας σε αιτήματα που ούτε να τα ακούσουν δεν ήθελαν, την παραμονή ακόμα της γενικής απεργίας. Τα πάντα τους φαίνονταν προτιμότερα από μια κατάληψη εργοστασίου και μια χρήση του σώματος αδιάφορη για τα ιδιοκτησιακά του δικαιώματα» (σελ. 19)

Το γεγονός ότι οι σημερινοί αντικαπιταλιστές επιμένουν, προκειμένου να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους, να προσφεύγουν στην προτεραιοποίηση της οδύνης και σε εικόνες αποκαλυψιακών καταστροφών, κατά τον Φεσέλ, αδυνατίζει πολύ την θέση τους.

«Δεν είναι το αριστερό φαντασιακό αυτό που πάσχει: τα περισσότερα μέτρα κοινωνικού εξισωτισμού παραμένουν επιθυμητά από την πλειονότητα του πληθυσμού. Αυτό που πάσχει είναι η συνάρθρωση του φαντασιακού της δικαιοσύνης με τις απτές εμπειρίες που αποδεικνύουν ότι μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας είναι εφικτή» (σελ. 29).

«Δεν είναι βέβαιο […] ότι οι μεγαλύτερες ήττες της σύγχρονης Αριστεράς έλαβαν χώρα στο πεδίο των ιδεών, πόσο μάλλον στο ναρκοθετημένο έδαφος των «αξιών». Οι αναπαραστάσεις που συνδέονται με την Αριστερά παραμένουν πλειοψηφικές: πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού και το παραμικρό μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης ωφελεί την πλειονότητα των πολιτών; Αν η Αριστερά φαίνεται ξεπερασμένη, αναχρονιστική και, για να το πούμε ξεκάθαρα, ντεμοντέ στα μάτια τόσων ψηφοφόρων, δεν είναι επειδή έχασε μια πολιτισμική ηγεμονία που δεν είναι καν βέβαιο ότι την είχε και ποτέ. Τα αριστερά προγράμματα σήμερα δεν είναι αδύναμα λόγω του φαντασιακού που κομίζουν, αλλά επειδή αυτό το φαντασιακό δεν βρίσκει πια τρόπο ν’ αγγίξει το πραγματικό, και δη το αισθητό πραγματικό» (σελ. 239).

Οι απτές εμπειρίες μετράνε. Και αυτές οι απτές εμπειρίες δεν μπορεί παρά να είναι εμπειρίες ηδονής, τωρινής χαράς, που δείχνει πως η χαρά είναι δυνατή. Εξ όνυχος -από τα μικρά προς τα μεγάλα. Χωρίς τέτοιες εμπειρίες δεν είναι πειστική καμιά προσδοκία του «Παραδείσου», μια και δεν ξέρουμε, όπως υπογραμμίζει εμφατικά, με ένα ολόκληρο κεφάλαιο, πώς φτιάχνεται ο «Παράδεισος». Ή έχουμε την εμπειρία του από τώρα ή δεν έχουμε τίποτε.

Χωρίς το παιχνίδι, το γέλιο, την τροφή, το ποτό, το σεξ, γιατί όχι και το κάπνισμα, χωρίς όλες τις ηδονικές εμπειρίες, «που του επιτρέπονται», πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να πιστέψει ότι είναι δυνατή η αλλαγή της ζωής. Ακόμη περισσότερο, μάλιστα, πώς είναι δυνατό οι λαϊκές τάξεις να κινητοποιηθούν αν κρίνονται διαρκώς ως κυνηγοί απαράδεκτων ηδονών από όσους «ξέρουν» πόσο ο καπιταλισμός τις εμπλέκει στην αναπαραγωγή του προσφέροντάς τες φτηνά καταναλωτικά υποκατάστατα μιας «άλλης ζωής» ή υποτιμώνται από έναν ορισμένο μεσοστρωματικό οικολογισμό ως αδιαφορούσες για την… επερχόμενη καταστροφή. Τι άλλο κάνουν τα Κίτρινα Γιλέκα, όταν εξεγείρονται ενάντια στον φόρο του άνθρακα, αναρωτιούνται οι «κριτικοί»; Αδυνατώντας να δουν πως αυτό που κάνουν είναι να επιδιώκουν να έχουν κι αυτοί πρόσβαση σε κάποιες έστω ηδονές, πολύ λιγότερες, πάντως, από τις ακριβές των «υποψιασμένων» μεσοστρωμάτων είτε πρόκειται για οικολογικά τρόφιμα είτε για επισκέψεις στην «παρθένα ομορφιά».

Αυτό, φυσικά, δεν αμφισβητεί τις επείγουσες οικολογικές αναγκαιότητες. Αντίθετα, αντιστεκόμενο στον οικολογικό αντουανετισμό, ψάχνει δρόμους να κάνει την προστασία του περιβάλλοντος πλειοψηφική ανάγκη.  Όποιος δεν το λαμβάνει υπόψη, δεν θα πείσει ποτέ τους πάμφτωχους της Αφρικής να εγκαταλείψουν την προσπάθειά τους για «ανάπτυξη» ούτε τις κατώτερες τάξεις στον αναπτυγμένο κόσμο να μεταβάλλουν τις απλές μικρές, αλλά απολαυστικές συνήθειες, τις μόνες, άλλωστε, που τους απομένουν.

Έχει δίκιο βουνό, λοιπόν, ο Φεσέλ, όταν ισχυρίζεται ότι είναι πολιτικά αυτοκτονικό να θέλεις να απαγορεύσεις, σε όσους υπερασπίζεσαι, έστω και τα λίγα που κατέχουν. Κυρίως, όμως, σημαίνει πως αυτά τα λίγα που «έχουν» οι λαϊκές τάξεις, τα χρησιμοποιούν με τρόπο, που υπερβαίνει ό,τι τους υπαγορεύει το φαντασιακό της κατανάλωσης. Σωστά σημείωνε ο Μαρκούζε ότι η κριτική του καπιταλιστικού φαντασιακού της κατανάλωσης είναι ισχυρά δεμένη με την ανάδειξη των εμπειριών ηδονής. Αυτό υλοποιούσαν τα Κίτρινα Γιλέκα, όταν, με τα αυτοκίνητά τους, καταλάμβαναν τους κόμβους των δρόμων, για να στήσουν τη γιορτή και την εγγύτητα που τα προάστιά τους δεν τους πρόσφεραν επ’ ουδενί, μια και, όχι μόνο δεν είχαν ακριβά εστιατόρια με υγιεινά και ευφάνταστα εδέσματα, αλλά ούτε καν ένα μπαράκι. Κέρδιζαν την ηδονή σε πείσμα ενός κόσμου, του κόσμου τους, που θεμελιώνεται γύρω από την θλίψη και κατάφερναν μια πρώτη μικρή νίκη ενάντια στην αδικία.

Ο Φεσέλ, σε κάποια από τα απολαυστικότερα μέρη του βιβλίο, θα «αποδομήσει τους αποδομητές» επαναφέροντας στο προσκήνιο τον φροϋδομαρξισμό στην θέση των αναλύσεων του Ντελέζ ή του Φουκώ. Ο Φουκώ αρνείται το πρόκριμμα, που δίνει ο Ντελέζ στην επιθυμία, θεωρώντας την αθεράπευτα ρομαντική  και αφελώς αμφισβητησιακή.  Οι ηδονές, αντίθετα, παρακάμπτουν τους κανόνες, παίζουν μαζί τους, τους χλευάζουν. Όμως, κατά τη γνώμη του, δεν μπορούν να τους ανατρέψουν. Αυτό που επιτρέπουν -και δεν είναι χωρίς αξία- είναι μια επιμέλεια εαυτού, που μας κάνει όσο γίνεται ενεργητικούς και δημιουργικούς

Ο φροϋδομαρξισμός υποστηρίζει πως οι ηδονές μπορούν να αποκτήσουν ανατρεπτικό δυναμικό. Σίγουρα, πάντως, χωρίς αυτές, η κοινωνική ανατροπή είναι αδύνατη. Δεν είναι, φυσικά, ανυποψίαστοι. Ξέρουν πως, σε ό,τι αφορά το σεξ, για παράδειγμα, η έκφραση της λίμπιντο όχι μόνο δεν παράγει, κατ’ ανάγκη, ανατρεπτικές συμπεριφορές, αλλά το πιθανότερο είναι να συμβάλλει στην κοινωνικοποίηση. «Δεν υπάρχει καμιά άμεση συνάφεια ανάμεσα στην άρση των ταμπού και την πολιτική χειραφέτηση» (σελ. 161). Η μεταπολεμική επιτρεπτικότητα δεν λειτουργεί αυτονόητα ανατρεπτικά -κάθε άλλο. Ο σεξουαλικός φιλελευθερισμός μπορεί να είναι -και, εν πολλοίς, είναι- αυταρχικός φιλελευθερισμός.

Παρ’ όλα αυτά, στις ερωτικές ηδονές υπάρχει ανατρεπτικό δυναμικό. Ο Μαρκούζε, στο Έρως και πολιτισμός, προβαίνει στην πολιτική υπεράσπιση της «διαστροφής». «Κατά τον Φρόυντ, η διαστροφή δηλώνει το σύνολο των μη γενετήσιων σεξουαλικών πρακτικών: ξεκινά με τα φιλιά και εκτείνεται μέχρι τις ομοφυλοφιλικές, σαδομαζοχιστικές ή φετιχιστικές πράξεις. Ο «διαστροφικός» ερωτικοποιεί, λοιπόν, μέρη του σώματός του που συνδέονται παραδοσιακά με άλλες λειτουργίες, γεγονός που τον κάνει (ή τον έκανε) συχνά να έχει τη φήμη του έκφυλου. Σε αντίθεση με την κοινωνική επιμονή στη γενετήσια σεξουαλικότητα, ο «διαστροφικός» διακηρύσσει την ουσιώδη πολυσημία του Έρωτα: δημιουργεί συμβάντα ηδονής με οποιοδήποτε όργανο, για να μην αναφερθούμε στα βοηθήματα, τα ρούχα ή τα άλλα υλικά που εντάσσονται στη σεξουαλική του δραματουργία. Τι το πολιτικό υπάρχει εδώ; Η θέση του Μαρκούζε είναι ότι, καθώς αποσπώνται από την τάξη της αναπαραγωγής, οι διαστροφές εξεγείρονται ταυτόχρονα ενάντια στους θεσμούς που υπερασπίζονται αυτήν την τάξη. Με το απλό γεγονός ότι υπερβαίνουν τις πρακτικές του σεξ που υπαγορεύει μια δεδομένη εποχή, οι διαστροφές “στασιάζουν ενάντια στην αρχή της απόδοσης, εν ονόματι της αρχής της ηδονής”» (σελ. 168). Το γεγονός δε πως οι γυναίκες είναι περισσότερο «διαστροφικές» τις παρέχει ένα φάσμα πρακτικών, παραβατικών απέναντι στην σεξουαλική πατριαρχία, που μπορεί και την θέτει σε αμφισβήτηση.

***

Τα Κόκκινα Φανάρια έλειπαν από την ελληνική βιβλιογραφία. Ο Φεσέλ, όπως μας τον έχει, ήδη, συστήσει, με δύο προηγούμενα βιβλία του, η Πόλις, μπορεί να αναλύει τα πιο σύνθετα θέματα με τον πιο φιλικό για τον αναγνώστη τρόπο. Προφανώς, η συμβολή του Γιώργου Καράμπελα, που έκανε τη μετάφραση, είναι καθοριστική.

Ο Φεσέλ μας πείθει -ή, τουλάχιστον, μας βάζει να σκεφτούμε σοβαρά- για την κεντρικότητα των απτών εμπειριών της ηδονής για οποιοδήποτε επαναστατικό εγχείρημα. Γιατί η βιωμένη, εδώ και τώρα, ηδονή, η χαρά, το γέλιο μας είναι πολύ πιθανότερο να μας βοηθήσουν να διαμαρτυρηθούμε από ό,τι η οδύνη και η διαρκής επίκληση της επερχόμενης καταστροφής.

«Η διαμαρτυρία πηγάζει από ένα «όχι» που κατορθώνει επιτέλους να αρθρωθεί». Η υπαρκτή ηδονή μπορεί να πείθει τα υποκείμενά της πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Τα γέλια που αντηχούσαν στις διαδηλώσεις το 1968 δείχνουν πως δεν είναι δύσκολο να συνδυαστούν οι αρνήσεις με τις καταφάσεις. Η δράση των αμφισβητιών «μοιάζει με εκείνη των εργατών του 1936 που καταλάμβαναν τα εργοστάσια, για να βάλουν “λίγη ανθρώπινη ζεστασιά πάνω σε όλο αυτό το μέταλλο”» (σελ. 230). Μοιάζει και με εκείνη των Κίτρινων Γιλέκων.

Το να γελάς σημαίνει το να γελάς με τους νικητές, άρα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να γελάς με το γεγονός πως νικήθηκες. Αυτή η συνθήκη μπορεί να αποβεί πολύ περισσότερο ανατρεπτική από τη μελαγχολία. Το γεγονός πως ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» κατέρρευσε μάλλον οφείλεται στην γκρίζα θλίψη που τον χαρακτήριζε.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι παράλληλες ιστορίες ενός αντάρτη και ενός πρώην χωροφύλακα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεχίζονται

Στο πλευρό της ΒΙΟΜΕ κόντρα σε περιφράξεις και αποκλεισμούς