in

Η Γραφή λέει την αλήθεια. Αλλά τι λέει η Γραφή; Του Χρήστου Λάσκου

Η Γραφή λέει την  αλήθεια. Αλλά τι λέει η Γραφή; Του Χρήστου Λάσκου

Γιώργος Καραμανώλης, Η φιλοσοφία του πρώιμου Χριστιανισμού, εκδόσεις οκτώ, σελ. 354

Προϋποθέτω τον λόγο στην αγαθότητα [του Θεού], γιατί τίποτε δεν αρμόζει να λογίζεται αγαθό αν δεν είναι έλλογα αγαθό

ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ της ΛΙΟΝ, 2ος αιώνας μ.Χ.

Σάββατο του Λαζάρου χθες, μια βδομάδα πριν από το ορθόδοξο Πάσχα είναι καλή αφορμή, νομίζω, για να διαβάσουμε το βιβλίο του Γιώργου Καραμανώλη.

Το ίδιο το επεισόδιο του Λαζάρου, άλλωστε, είναι ιδιαίτερα προτρεπτικό για κάτι τέτοιο. Όχι γιατί αναστήθηκε από τον θάνατο, αλλά για όσα έγιναν –ή καλύτερα δεν έγιναν- αμέσως μετά από την «επιστροφή» του.

Ο Λάζαρος, λοιπόν, σύμφωνα με ένα διάσημο φιλοσοφικό σχόλιο δεν μίλησε ποτέ, άφωνος αντιμετώπισε το ανείπωτο που του είχε συμβεί.

Τι είδε ο Λάζαρος «απέναντι»; Και γιατί, άραγε, έμεινε άλαλος, ενώ όλοι οι τοτινοί και μετέπειτα κοινωνοί της ιστορίας του άλλο δεν ήθελαν παρά να ακούσουν τη διήγησή του; Γιατί δεν διηγήθηκε τίποτε αυτός που είχε τέσσερις μέρες καιρό μέχρι ν’ αναστηθεί;  Κι άλλα τριάντα χρόνια ζωής μέχρι τον δεύτερο θάνατό του;

Θα μείνουμε, προφανώς,  με τη βασανιστική απορία. Είναι κάτι που, προς μεγάλο μας κακοφανισμό, δεν γίνεται να αποφύγουμε.

Αυτό που γίνεται, όμως, κι έχει νομίζω μεγάλο ενδιαφέρον είναι να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι ισχυρίζεται αναφορικά με τα μεγάλα θέματα του Θεού, του κόσμου και της ύπαρξης η χριστιανική άποψη του κόσμου. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για μια κοσμοαντίληψη, η οποία έχει συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας επί δυο χιλιάδες χρόνια, αλλά και γιατί πολλές από τις –αδιόρατες συχνά- τροπές της προσδιορίζουν πολύ περισσότερο απ’ όσο αρχικά αντιλαμβανόμαστε την καθημερινή μας «φιλοσοφία», την πρακτική -πάντα πρακτική- μας ιδεολογία, τη φαντασιακή μας σχέση με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής μας.

Και αν αποδεχτούμε την αλτουσεριανή ιδέα ότι «η ιδεολογία δεν έχει ιστορία», τότε η ενασχόλησή μας με αυτά τα θέματα δεν συνιστά εξειδικευμένη θρησκειολογία, αλλά επίκαιρο και πολύ συγκεκριμένο προβληματισμό για τα τρέχοντα. Μεγάλο μέρος της οντολογίας, της γνωσιολογίας, της ανθρωπολογίας και της ηθικής των σύγχρονων κοινωνιών θεμελιώνεται πάνω στη χριστιανική φιλοσοφία.

Υπάρχει, όμως, χριστιανική φιλοσοφία; Μπορούμε να μιλάμε για φιλοσοφία, όταν αναφερόμαστε σε ένα σύστημα δογματικό, του οποίου το έσχατο, αλλά και το άμεσο, θεμέλιο είναι η πίστη και μόνο αυτή; Ένα σύστημα, το οποίο «αποδεικνύεται» μόνο δια της αποκάλυψης και των θεοφανειών, με κορυφαία αυτή της ίδιας της ενσάρκωσης του Υιού;

Ας δούμε, πρώτα, τι λένε οι ίδιοι οι Χριστιανοί σε σχέση με το συγκεκριμένο. Θα φανεί, νομίζω, πως δεν είναι εύκολοι αντίπαλοι. Οι Χριστιανοί, λοιπόν, ισχυρίζονται πως η απόδειξη και η πίστη κάθε άλλο παρά ασύμβατες μεταξύ τους είναι. Το αντίθετο ισχύει. Χωρίς μια ορισμένη πίστη καμία γνώση δεν είναι δυνατή. Όπως σημειώνει ο Καραμανώλης, «ένας επιπλέον ισχυρισμός που έκαναν οι Χριστιανοί σε αυτήν την συνάφεια ήταν ότι όλη η γνώση στηρίζεται εν τέλει σε μη αποδείξιμες αρχές, πράγμα που οι ίδιοι οι εθνικοί φιλόσοφοι είχαν, κατά τη γνώμη τους, επίσης παραδεχθεί» (σελ. 25).

Η αλήθεια είναι πως δεν έχουν άδικο. Ακόμη και τα μαθηματικά εκκινούν από αξιώματα, αρχές δηλαδή, οι οποίες θεωρούνται αληθείς χωρίς απόδειξη. Το γεγονός πως οι αρχές αυτές είναι σαφείς και ευκρινείς, για να θυμηθούμε τον Καρτέσιο, δεν τις κάνει λιγότερο μη αποδείξιμες.

Δεν μπορούμε, λοιπόν, να αρνηθούμε στους Χριστιανούς τον έλλογο χαρακτήρα των απόψεών τους μόνο για το λόγο πως εκθειάζουν την πίστη ως την ύψιστη γνωστική αρετή. Μετά, μάλιστα, την απόδειξη (!) από τον Γκέντελ της μη πληρότητας οποιουδήποτε αξιωματικού συστήματος, που σημαίνει πως είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε πως κανένα παραγωγικό σύστημα σκέψης δεν μπορεί καταστατικά να περιλάβει όλες τις αληθείς για τον κόσμο προτάσεις, είναι αυτοί και όχι οι «άλλοι» που κέρδισαν πόντους επ’ αυτού.

Ακόμη, όμως, κι αν είναι έτσι, όταν διαθέτεις μια τέτοια αποκάλυψη και τόσες θεοφάνειες, μαζί και την ενσάρκωση, τι την θέλεις την φιλοσοφία; Γιατί δεν την αρνήθηκαν οι Χριστιανοί την φιλοσοφία ως μάταιη και «του κόσμου τούτου», αλλά επέμειναν πως οι ίδιοι όχι μόνο ήταν «φιλοσοφημένοι» και ορθολογιστές, αλλά και ό, τι η δική τους φιλοσοφία ήταν η μόνη αληθής;

Μια πρώτη εξήγηση είναι πως είναι και οι ίδιοι άνθρωποι της εποχής τους κι έτσι, αναγκαστικά, συμμετέχουν στις πνευματικές ζυμώσεις που εξελίσσονται. Δεν θα μπορούσαν, άλλωστε, να πείσουν τους ανθρώπους γύρω τους αν δεν συμμετείχαν με κάποιον τρόπο. Πολύ περισσότερο που, όπως λέει και ο τίτλος, η Γραφή λέει μεν την αλήθεια, αλλά κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς λέει η Γραφή, η οποία είναι πολύ συχνά σιβυλλική και κρυπτική. Είναι κυριολεκτική ή αλληγορική; Χρειάζεται, μήπως, ερμηνεία και διερμηνεία; Και ποιος θα την κάνει και θα νομιμοποιηθεί ως προς τα πορίσματά του;

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως στην περίοδο του πρώιμου χριστιανισμού, μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου αιώνα, αναπτύσσονται στο εσωτερικό του πλείστες όσες ερμηνείες αναφορικά με τη Γραφή. Πρόκειται για σκληρό αγώνα με θύματα πολλά –και όχι μόνο στο φιλοσοφικό πεδίο. Οι Γνωστικοί, για παράδειγμα, με την δεδομένη πεποίθησή τους πως ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης είναι κακός, οξύθυμος και μίζερος, τόσο που δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί πως αυτός είναι ο Ών του Ευαγγελίου, αλλά μια κατώτερη οντότητα μπροστά στον υπερβατικό Θεό, που συνθέτει όλες τις τελειότητες, είναι τόσο Χριστιανοί όσο και οι υπόλοιποι της εποχής. Και μάλιστα οι ιδέες τους είναι τόσο υποστηρίξιμες στο συγκεκριμένο πλαίσιο, που διατηρούνται στη ζωή για αιώνες κι επανεμφανίζονται με τους Καθαρούς ή τους Βογόμιλους.   

Χρειάζεται, λοιπόν, στους Χριστιανούς να φιλοσοφούν και για να πείσουν άλλους, που αλλιώς δεν πείθονται, για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα στις τάξεις τους και, κυρίως, για να κατανοήσουν οι ίδιοι αυτό που πιστεύουν. Για να καταλάβουν, όσο κάτι τέτοιο είναι δυνατόν, την ίδια τους την πίστη.

Το δόγμα, που θα διαμορφώσει ένα κριτήριο, θα εγκαθιδρυθεί τον τέταρτο αιώνα με απαρχή τη Σύνοδο της Νίκαιας, μια πράξη εξουσιαστικής επιβολής, δηλαδή, η οποία δεν βασίστηκε κυρίως σε επιχειρήματα. Τα επιχειρήματα, ωστόσο, δεν έπαψαν να έχουν την (μεγάλη) αξία τους.  

Το βιβλίο του Καραμανώλη μας μαθαίνει, με τρόπο βαθύ και αναλυτικό, ένα προς ένα, απέναντι από τα αντίπαλα, τα επιχειρήματα των Χριστιανών φιλοσόφων. Παρουσιάζει τις συνάφειες και τις ασυμβατότητες με τις μεγάλες φιλοσοφικές σχολές της εποχής.

Ο Ιουστίνος, ο Αθηναγόρας, ο Ειρηναίος, ο Θεόφιλος, ο μέγας Ωριγένης, ο Τερτυλλιανός, ο Ευνόμιος, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος Νύσσης σε συνομιλία και σύγκρουση μεταξύ τους, αλλά και με τους Γνωστικούς, τον Μαρκίωνα, τον Βασιλείδη και τον Βαλεντίνο, με τον Άρειο αργότερα, και με τους Εθνικούς, από τους κλασικούς μέχρι τους σύγχρονούς τους Κέλσο, Πλωτίνο, Πορφύριο και τους εξαιρετικά ισχυρούς Σκεπτικούς, συνθέτουν μια φιλοσοφική σκηνή με τεράστιο και διαχρονικό ενδιαφέρον.  Πολύ περισσότερο που η φιλοσοφία είναι η γνωστική δραστηριότητα, στην οποία το αντικείμενό της συμπεριλαμβάνει την ιστορία της.

Η ιστορία αυτής της φιλοσοφικής σκηνής είναι γεμάτη εκπλήξεις, παράταιρες συνεργασίες, όπου Εθνικοί και Χριστιανοί συμπράττουν ενάντια σε άλλους Χριστιανούς και Εθνικούς –και με βαλλόμενους από παντού τους Επικούρειους και τους Σκεπτικούς.

Όλα τα μεγάλα θέματα είναι στο τραπέζι. Η φύση του Είναι, η ουσία του Θεού, η έννοιά του και οι υποστάσεις του, η φύση του –απλή ή σύνθετη, η σχέση του με την αναγκαιότητα και την ύλη, η αυθυπαρξία ή όχι της ύλης, έστω άμορφης,  η προέλευση του κόσμου, η αθανασία της ψυχής, τα κριτήρια της αληθούς γνώσης, η ελευθερία της βούλησης, … Πρόκειται για τις θεματικές που απασχολούν τη φιλοσοφία, όχι ειδικά την χριστιανική, αλλά κάθε φιλοσοφία από τις απαρχές.

Και οι απαντήσεις των Χριστιανών –και αυτών που από κοινού εντάσσονται σήμερα στους αποδεκτούς- δεν είναι καθόλου όμοιες μεταξύ τους.  Από την ιδέα πως ο Δημιουργός Θεός έθεσε σε τάξη την άμορφη ύλη μέχρι την άποψη πως ο κόσμος δημιουργήθηκε ex nihilo (εκ του μηδενός), από την θεώρηση της ψυχής ως νοητής οντότητας μέχρι την ιδέα του Τερτυλλιανού περί ειδικής ύλης που την συνιστά, από την πρόταση του Ωριγένη πως όλοι προϋπήρξαμε ως ισότιμοι ασώματοι νόες πριν εξελιχτούμε σε άγγελους, δαίμονες ή ανθρώπους ως την πεποίθηση πως η ψυχή μας φτιάχνεται τη στιγμή που γεννιόμαστε ως εμφυσούμενη πνοή, από την ιδέα πως η ύλη εμπεριέχει το κακό μέχρι την άποψη του Γρηγορίου πως ύλη δεν υπάρχει και οι υλικές οντότητες δεν είναι παρά συμπλέγματα νοητών ποιοτήτων, όπως παράγονται στον θεϊκό Νου, η απόσταση είναι αβυσσαλέα.

Όπως τεράστια είναι και η οφειλή των Χριστιανών στην θύραθεν, που τόσο πολύ ένα μεγάλο μέρος της «ιεραρχίας» τους περιφρονεί.

Ας σκεφτούν και τις λέξεις τους ακόμη: η ψυχή, αυτή που θα αναστηθεί μαζί με το σώμα, αυτή η κορυφή της ανθρώπινης υπόστασης ετυμολογείται από το ψύχω, ανακαλεί, λοιπόν, την ψυχρή πνοή, που ταιριάζει περισσότερο στον «παγανιστικό» παγωμένο Άδη παρά στο Χριστιανικό επέκεινα.

Όσο κι αν πολλά από τα παραπάνω φαίνονται περίεργα ως θέματα στην εποχή μας, το brainstorming που προκαλεί η σκέψη τους είναι μοναδικά συναρπαστικό, νομίζω. Στο κάτω κάτω πρόκειται, εν τέλει, για «μελέτη θανάτου», για να θυμηθώ τον πλατωνικό όρο για τη φιλοσοφία, ενέχει, λοιπόν, μια διαχρονική υπαρξιακή διάσταση, η οποία δεν μπορεί να λείπει από καμία φιλοσοφική αναζήτηση.

Ο υλισμός μου όχι μόνο δεν πλήττεται από το βύθισμα σε τέτοιες αναζητήσεις, αλλά ισχυροποιείται και, νομίζω, εκλεπτύνεται και εμπλουτίζεται.

Το βιβλίο του Καραμανώλη είναι μοναδικό στην ελληνική γλώσσα. Εξαιρετικά καλογραμμένο και απολύτως εύληπτο. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αν είχα μόνο μία μέρα να ταξιδέψω

Η Πολωνία χρησιμοποιεί την πανδημία του Covid-19 ώστε να πιέσει για περαιτέρω περιορισμούς στα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών