Το μέγεθος της διαφθοράς γύρω μας, «χαμηλής» και «υψηλής», έχει δηλητηριάσει την ψυχή όλων. Μας έχει κάνει καχύποπτους. Αυτό, μαζί με την ψυχική και πνευματική καταπόνηση από την πολύχρονη και πολύπλευρη κρίση (απόρροιά της ο εύκολος θυμός), που ακόμα δεν γιατρεύτηκε, παρά τις τακτικές χαρμόσυνες ανακοινώσεις· μαζί επίσης με την πάγια δημοτικότητα των συνωμοσιολογικών θεωριών, που σου τα προσφέρουν όλα έτοιμα και δεν χρειάζεται να κοπιάσεις για να σκεφτείς, να κρίνεις και να διακρίνεις· όλα αυτά από κοινού παγιδεύουν τη σκέψη και τα αισθήματά μας. Και οδηγούν στην εύκολη μαζική καταδίκη όσων δεν ανήκουν στον μικροπερίγυρό μας, ατομικό, κοινωνικό ή εθνικό. Στην ταύτιση του μέρους με το όλον. Στις ετικέτες: μία για τον καθέναν, σαν δεύτερο όνομά του, πιστότερο. Τη στιγμή μάλιστα που οργιζόμαστε όταν άλλοι κολλούν κάποια άδικα γενικευτική ετικέτα στο δικό μας μέτωπο, του τύπου «όλοι οι Ελληνες είναι τεμπέληδες», «δολίου χαρακτήρα» κτλ.
Τίποτα πιο συνηθισμένο βέβαια, όπως ξέρουν και οι εξομολόγοι, και στο κατόπι τους οι ψυχολόγοι, από το να διαπράττεις το αμάρτημα που καταγγέλλεις ότι διαπράττουν οι υπόλοιποι. Ο,τι απορρίπτουμε μετά βδελυγμίας, αυτό υιοθετούμε ασμένως. Δεν θέλουμε να μας τσουβαλιάζουν, πλην τσουβαλιάζουμε εμείς οι ίδιοι τους άλλους, είτε για κατοίκους χωρών πρόκειται είτε για κατοίκους χωριών ή νομών, που τους βλέπουμε μέχρις ενός εξομοιωμένους. Κι έχουμε έτσι «πονηρούς Πυργιώτες», «μαχαιροβγάλτες Ξηρομερίτες», «μπαλοθιάρηδες Κρητικούς», «ραχατλήδες Θεσσαλονικιούς» κ.ο.κ.
Ποια φυλή είναι η περισσότερο απαξιωμένη στη νεοελληνική μας συνείδηση (και αν εξαιρέσουμε την ίδια τη δική μας, που συχνά-πυκνά την ελεεινολογούμε) δεν είναι βέβαιο. Τους Εβραίους τους θεωρούμε (όχι όλοι, ευτυχώς) ανθέλληνες συνωμότες, άρρωστους τσιγκούνηδες και φονιάδες του Χριστού· το βεβαιώνουν δεκάδες παροιμίες και παραμύθια με αυτούς αρνητικούς ήρωες. Τους Αλβανούς τούς υπολογίζουμε σαν εκ γενετής πλιατσικολόγους, οι οποίοι «δεν σέβονται το ψωμί που τους τρέφει» – ακόμα κι αν αυτό το χέρι τούς δίνει μουχλιασμένο ψωμί, κι αυτό λίγο· τους μισούμε όπως κάποιους συγγενείς μας στην πρώτη προστριβή. Τους Τούρκους τους βαφτίζουμε όλους απολίτιστους και μπουνταλάδες και καθαρίζουμε.
Οι Γερμανοί; «Γερμαναράδες», με τη βία και τον πόλεμο στο αίμα τους. Οι Αμερικανοί; «Αμερικανάκια», όταν δεν είναι όλοι τους φονιάδες των λαών· αδιάφορο αν ανάμεσά τους πολλοί, και πάντοτε, πολεμούσαν με τις διαδηλώσεις τους ή με την τέχνη τους εναντίον της ίδιας της φιλοπόλεμης πατρίδας τους. Οι Αγγλοι; Μολογούν γι’ αυτό τα ανέκαθεν δημοφιλή ανέκδοτα και επιθεωρησιακά νουμεράκια που τους ζωγραφίζουν όλους σαν ομοφυλόφιλους· ίσως ο αρρενωπός εθνικισμός μας εκδικείται με τον τρόπο αυτόν για τα Μάρμαρα. Οι Πακιστανοί; «Πάκηδες που μπαίνουν στο λεωφορείο και μπαίνει πρώτα η μυρουδιά τους, τι πράμα είναι κι αυτό». Οι Τσιγγάνοι; Καλοί είναι για τα παγγύρια μας, αθηναϊστί πανηγύρια, αλλά, μωρ’ αδερφέ μου, είναι Γύφτοι από κούνια, με τον όρο «Γύφτος» να έχει τη σημασία του ρυπαρού κλέφτη που δεν λογαριάζει θεούς και πατρίδες. Για τους Σλαβομακεδόνες αρκεί το «Σκοπιανοί», που στο στόμα μας ηχεί σαν βρισιά. Οι Αφρικανοί, ανεξαρτήτως χώρας; Αποκαλυπτικά τα γήπεδά μας, δείχνουν την πίστη μας γι’ αυτούς: δεν προλαβαίνουν να φύγουν από το χορτάρι οι προεναρκτήριες πινακίδες της ΦΙΦΑ με το «Οχι στον ρατσισμό» και αρχίζουν οι χλευαστικοί ήχοι της μαϊμούς. «Για πλάκα, ρε παιδιά. Δεν είμαστε δα και ρατσιστές».
Φυσικά και «δεν είμαστε ρατσιστές», ούτε κουβέντα. Και σίγουρα δεν υιοθετούμε όλοι τέτοιου είδους «πορίσματα». Κι αν τώρα τελευταία βρήκαμε καινούργιο σταυρό να φορτώσουμε στους Αφρικανούς, και γενικά στους μετανάστες, τη νόσο Εμπολα, δεν είναι από ρατσισμό αλλά από την πολλή (τηλε)επιστήμη. Την ίδια πάνω-κάτω επιστήμη που είχε στιγματίσει συλλήβδην τους Αφρικανούς σαν φορείς και σπορείς του AIDS, πριν αρχίσει να το θεωρεί θεϊκή εκδίκηση για τα τόσα ανομήματα του ανθρωπίνου γένους, πρωτίστως δε την ομοφυλοφιλία. Και τώρα οι παραεπιστήμονες τα ίδια μηρυκάζουν, επιτείνοντας τη σύγχυση και επιτρέποντας στο μικρόβιο του πανικού να τρυπώσει σε κάθε οργανισμό. Και φυσικά, όχι μόνο στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, απλώς θεωρούσαμε μέχρι προχθές τους μετανάστες διακινητές της φυματίωσης και της τζιχάντ· τώρα τους καταγγέλλουμε και σαν κουβαλητές του ιού του Εμπολα, θεωρώντας νόσημα την κοινωνική τους κατάσταση, τη γεωγραφική τους προέλευση και το χρώμα του δέρματός τους. Και ας λένε άλλα οι γιατροί.
Αλλά τους γιατρούς τούς έχουμε απαξιώσει. Κι αν κρίνουμε από τα γραφόμενα και κυρίως από τα λεγόμενα, τους έχουμε απονείμει τα πρωτεία του πιο διεφθαρμένου επαγγέλματος. Δύσκολα μπορούν να τους τα αποσπάσουν οι δικηγόροι, οι εφοριακοί, οι αστυνομικοί, οι εκκλησιαστικοί, οι δημοσιογράφοι, ακόμα και οι πολιτικοί, παρά τις «επιτυχίες» κάθε κλάδου. Πιθανότατα επειδή από τους γιατρούς περιμένουμε περισότερα και σπουδαιότερα από οποιονδήποτε άλλον, μια και αποθέτουμε στα χέρια τους τη ζωή μας και τη ζωή των δικών μας, και το πιο μικρό λαθάκι τους το μετράμε σαν τερατώδες σφάλμα και σπεύδουμε να το κοινοποιήσουμε, για να τους πομπέψουμε. Και πολλοί, πάρα πολλοί είμαστε απολύτως βέβαιοι πως είναι όλοι τους χαλασμένοι· ότι όλοι τους χρηματίζονται.
Δεν είναι έτσι. Και το ξέρουμε. Το έχουμε ζήσει όλοι μας. Αν δεν υπήρχαν οι απολύτως φιλότιμοι γιατροί, αλλά και νοσοκόμοι, ό,τι έχει απομείνει από το ΕΣΥ θα είχε καταρρεύσει προ πολλού· στην κατάρρευσή του άλλωστε οδηγούσαν οι αλλεπάλληλες λίαν επιτυχημένες υπουργικές θητείες. Λες κι ήταν αυτός ο πραγματικός στόχος: το ξήλωμα και η απαξίωση του ΕΣΥ.
Αν, ο μη γένοιτο, εκδηλωθεί κρούσμα της νόσου Εμπολα και στη χώρα μας, για ένα μόνο μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: ότι τη μάχη δεν θα τη δώσει το «αρμόδιο» πολιτικό προσωπικό αλλά το νοσηλευτικό. Οι υπουργεύοντες έδωσαν ήδη μια-δυο «παραστάσεις ετοιμότητας», ορίζοντας σαν νοσοκομείο αναφοράς το απορρυθμισμένο «Αμαλία Φλέμιγκ», που δεν διαθέτει καν εντατική μονάδα· αισθάνονται λοιπόν ότι εκπλήρωσαν το χρέος τους, το οποίο ισούται με τις δηλώσεις στην κάμερα. Θα υπάρξουν οπωσδήποτε και εδώ γιατροί που δεν θα διστάσουν, δεν θα κρυφτούν, θα πράξουν ό,τι και ξένοι συνάδελφοί τους. Ηδη, όπως ανακοίνωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, έχουν πεθάνει από Εμπολα 224 εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας. Προσπαθώντας να σώσουν το πρόσωπο της ανθρωπότητας.
Πηγή: Η Καθημερινή