Ξανθίππη Ζαχοπούλου, «Στύβοντας Παπαρούνες», Ποίηση, εκδ. Το Ροδάκιο, 2022
ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ
Χάραξε
ένα μικρό πέταλο τριαντάφυλλου
και θα δεις
το αίμα της γης ν’αναβλύζει
Τότε θα καταλάβεις
Πως το αίμα ζητάει αίμα
και πώς αναίμακτα τίποτα δε γεννιέται
Ίσως τότε
το πάρεις πίσω
στύβοντας τις παπαρούνες της περασμένης σου ζωής
μέχρι που στο τέλος αυτή
να αιμορ
ραγή
σει
ΕΥΟΙ ΕΥΑΝ
Κόκκοι της άμμου
σε απέραντη έρημο
όμως γυαλίζοντες
κάτω απ’ τον ήλιο
και τη χάρη
αρδεύοντας σμήνη φωτός
Μεθυστικά πίνοντας
Μια ζωή που χωράμε
Μόνο σ΄αυτήν
κι έτσι όπως η κλεψύδρα κυλάει
κυλάμε σε ανύποπτες αγκαλιές
που κρατάνε
το σχήμα του αρχαίου αγγείου
και χωράνε
το κρασί μεθυστικών χρόνων
Ευοί ευάν
και μια πόρπη λύνεται
«Τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ᾄδοντα, βοῶντα κεκραγότα καὶ λέγοντα». Με ποίηση αρχαία, με ύμνο δοξαστικό απάντησε αυθόρμητα το θυμικό μου καθώς διάβαζα τους στίχους της τελευταίας και τρίτης κατά σειρά συλλογής της συμπολίτισσάς μου Ξανθίππης Ζαχοπούλου. Γιατί αυτό είναι η ποίηση της Ξανθίππης. Ένας αρχέγονος δοξαστικός ύμνος στη ζωή, στη φύση, στον έρωτα, στα οικοδομικά υλικά της μνήμης.
Μια ωδή που αναβλύζει από το στύψιμο της άλικης παπαρούνας, ένα ποτάμι που τα αιμάτινα νερά του πηγάζουν από τα βάθη των παιδικών χρόνων, σε κείνη την ανύποπτη, καθοριστική και μυστηριακή στιγμή που ο άνθρωπος αποκτά συνείδηση της ύπαρξής του στον χρόνο και στον τόπο. Οι λέξεις της υμνούν τα γήινα και προκαλούν εσωτερικές εκρήξεις, «κεγραγότα» θραύσματα μιας βαθιά θρησκευόμενης (όχι θρησκόληπτης) φωνής που μας καλεί σε δέηση ένωσης με τον συμπαντικό λόγο. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό το ποίημα με τίτλο το όνομα του Ρώσου αγιογράφου Α. Ρουμπλιώφ που ενέπνευσε και τον μέγιστο σκηνοθέτη Α. Ταρκόφσκι και κοσμεί το οπισθόφυλλο του βιβλίου.
«…Ξεγύμνωσες τις ώρες
φτάνοντας στον πυρήνα των λεπτών
κι από κει σ’ εκείνο που κρέμεται
μέσα βαθιά μας
από τον χρόνο μακριά
Αυτό που γύρεψες
Ένα σακούλι χώμα
Να χτίσει η ζωή όπως αξίζει
Μ’ αγγεία ερυθρόμορφα ως τον πηλό μας…»
Η Ξανθίππη Ζαχοπούλου εκθέτοντας τα ποιήματά της σε τρεις ενότητες με τους τίτλους ΡΑΝΙΔΕΣ ΦΩΣ, ΑΛΗΘΕΙΑ, ΣΤΥΒΟΝΤΑΣ ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ μας προσκαλεί με πλοηγό το υλικό των ονείρων και των στοχασμών να φτάσουμε στον «πυρήνα των λεπτών» να γνωρίσουμε το νόημα της ύπαρξής μας, να καταδυθούμε στην πρώτη φυσική ύλη της δημιουργίας μας, το υδάτινο στοιχείο, παραπέμποντάς μας και στη σκέψη των πρώτων Ιώνων φυσικών φιλοσόφων. Η θάλασσα προπάντων κυριαρχεί, κρατώντας το σκήπτρο της αρχαίας μήτρας μας ήδη από την προηγούμενη συλλογή της «Βαθύς ουρανός, βυθός θάλασσας» ( Το Ροδακιό 2020)
Επιστροφή στη μήτρα σημαίνει επιστροφή στη ρίζα μας. Γράφει:
«Αυτή η ρίζα χρειάζεται το νερό μας. Τους λυγμούς μας. Τις εκμυστηρεύσεις μας. Τα βαθιά μας μυστικά. Αυτή η ρίζα αναζητά τη ρίζα μας. Στο όνειρο. Στο όνειρό μας. Εκεί θα τη βρει. Αρκεί να ακούσουμε τη φωνή του. Κάτω από τη βουή του κόσμου. Μέσα στους ψιθύρους της καρδιάς μας»
«…Πρόλαβε
τις μυστικές συναντήσεις των κυμάτων στη θάλασσά σου
Είναι αυτή που σε περιμένει
Τους βυθούς της να γνωρίσουν
Γνώρισε τη ζωή
Γνώρισε τον εαυτό σου»
Δεν είναι τυχαίο ότι το αρχικό μότο της είναι η φράση του φιλόσοφου Ηράκλειτου «ουκ εμού αλλά του λόγου ακούσαντας». Ο Λόγος προσωποποιείται όπως στα φιλοσοφικά και βιβλικά κείμενα. Και η κατακλείδα της συλλογής τον φυσικό λόγο επικαλείται ως μούσα και δάσκαλο της γνώσης. Ο άνεμος, η θάλασσα, ο ήχος των κυμάτων στις επιλογικές φράσεις από την Ιλιάδα και το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, επιβεβαιώνουν την γόνιμη τύρφη όπου η ποιήτρια έριξε τον σπόρο και της δικής της εικονοποιητικής γλώσσας.
«Ο σπόρος τεχνοτροπία τα ζωής
Να σκάει το βλέμμα του στον ήλιο
Να ξεδιπλώνει το τσαλακωμένο του πουκάμισο
Να πρασινίζει η καρδιά του
Να καταπίνει ουρανό μ’ αδέσποτες αχτίδες…»
Οδεύοντας προς το φως με τους στίχους της, θα περιπλανηθούμε «Η Αλήθεια προσεγγίζεται με κινήσεις. Κινήσεις παλινδρομικές. Κινήσεις προς το φως, κινήσεις πίσω στον πόνο που είναι πάλι μπροστά…»,
θα ερωτευτούμε,
«…Στη γεωγραφία σου σταμάτησα στα ποτάμια,
έτσι καθώς αναβλύζουν ύδωρ νεαρόν
Μια άλλη γεύση του ιδρώτα σου
όπως στεγνώνει στη θηλή μου»
θα μνημονεύσουμε,
« Θυμάμαι το όνομά σου όταν το σβήσει η σκόνη της ερήμου…»,
εντέλει θα στύψουμε στα χέρια μας παπαρούνες και θα ματώσουμε αφού «τίποτε αναίμακτα δε γεννιέται»,
όμως στο τέλος θα φτάσουμε στη Γνώση που χαρίζει τη γαλήνη, έστω κι αν « Έχουμε ακόμη εαυτό πολύ να βαδίσουμε μέχρι η αγάπη να πιάσει ανηφόρα»
και θα κερδίσουμε το δώρο της φωνής μας όταν η Ποίηση με κεφαλαίο θα είναι πλέον η οικουμενική δημιουργία, η οικουμενική Γλώσσα όλων των αισθήσεων και των αισθημάτων
«Μίλησες με το χελιδόνι
βρήκες την Ποίηση φωνή σου
Η φύση σου διδάσκει την αρχέγονη γλώσσα»
Εκτός από την απόλαυση της ανάγνωσης, ένα είναι βέβαιο. Αν δίδασκα σήμερα φιλοσοφία και ποίηση θα είχα δίπλα μου αυτή τη συλλογή.