Του Αμάρτια Σεν*
Η οικονομική πολιτική πυροδοτεί δυσφορία ανάμεσα στα κράτη – ακριβώς το συναίσθημα που οι πρωτοπόροι της ενότητας ήλπιζαν να σβήσουν.
Το όνειρο της ενοποίησης της Ευρώπης πάει πίσω τουλάχιστον μέχρι τον 15ο αιώνα, είναι όμως η αθλιότητα των παγκοσμίων πολέμων του 20ού αιώνα που κατέστησε την ενοποίηση κατεπείγουσα ανάγκη στον καιρό μας. Η πρόκληση είχε περιγραφεί όμορφα από τον W.H. Auden τις αρχές του 1939:
Yπό τον εφιάλτη του σκότους / Όλα τα σκυλιά της Ευρώπης γαυγίζουν / και τα ζωντανά κράτη περιμένουν/ καθένα απορροφάται από το μίσος του
Πρέπει να εκτιμηθεί το γεγονός πως η κίνηση για ευρωπαϊκή ενοποίηση ξεκίνησε ως σταυροφορία διασυνοριακής φιλίας και πολιτικής ενότητας, συνδυασμένη με την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών. Το κοινό νόμισμα έγινε προτεραιότητα στο πλαίσιο της οικονομικής ενοποίησης πολύ αργότερα και ώς ένα βαθμό, ξεκίνησε να εκτροχιάζει την αρχική φιλοδοξία περί ευρωπαϊκής ενότητας.
Τα λεγόμενα πακέτα “διάσωσης” για τις προβληματικές οικονομίες της Ευρώπης σε μεγάλο βαθμό περιστρέφονται γύρω από δρακόντειες περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες και στο επίπεδο ζωής. Η δυσκολία και η ανισότητα της διαδικασίας έχει κάμψει τις χώρες που χτυπιούνται από τη λιτότητα και έχουν πυροδοτήσει αντίσταση -και μερική ανυπακοή- που, με τη σειρά τους, έχουν ενοχλήσει τους ηγέτες των χωρών που προσφέρουν την όποια “διάσωση”. Αυτήν ακριβώς τη δυσαρέσκεια ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη επιθυμούσαν να περιορίσουν οι πρωτοπόροι της ευρωπαϊκής ενότητας, η οποία πλέον έχει υποκινηθεί από αυτές τις βαθιά διχαστικές πολιτικές (που αντικατοπτρίζονται σε ρητορικές του τύπου “οι τεμπέληδες Έλληνες” ή “οι αυταρχικοί Γερμανοί”, ανάλογα με το που μένει αυτός που τα λέει).
Σαν αποτέλεσμα, το κόστος των αποτυχημένων οικονομικών πολιτικών εκτείνεται πολύ μακρύτερα από τις οικονομικές ζωές (όση κι αν είναι η σημασία τους). Δεν υπάρχει κίνδυνος επιστροφής στο 1939, αλλά δεν βοηθά την Ευρώπη να έχει “σκύλους να γαβγίζουν”, απορροφημένοι από την αγανάκτηση και την περιφρόνηση – αν όχι το μίσος. Από οικονομικής πλευράς, επίσης, οι πολιτικές έχουν υπάρξει ουσιαστικά αντιπαραγωγικές, με τα εισοδήματα να καταποντίζονται, με την ανεργία να σκαρφαλώνει και με τις υπηρεσίες να εξαφανίζονται, χωρίς το αναμενόμενο θεραπευτικό αποτέλεσμα της μείωσης του ελλείμματος.
Άρα τι λάθος έγινε; Δύο ζητήματα πρέπει να διαχωριστούν: πρώτον, η αντιπαραγωγική φύση της πολιτικής της λιτότητας που επεβλήθη (ή, στην περίπτωση της Βρετανίας, που επελέγη εθελοντικά) από τις κυβερνήσεις και, δεύτερον, μια αιτιολογημένη καχυποψία για την έλλειψη βιωσιμότητας του ευρώ.
Το ηθικό βάρος της λιτότητας είναι παραπλανητικά υψηλό (κινείται στη λογική τού “αν πονάει, τότε κάπου θα χρησιμεύει”), αλλά η οικονομική του αναποτελεσματικότητα έχει υπάρξει σαφής τουλάχιστον από τότε που ο Κέινς απομυθοποίησε την “συνταγή της λιτότητας”, την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης του ’30, εξηγώντας μεταξύ άλλων πως η ανεργία είναι στα ύψη λόγω έλλειψης ζήτησης. Η λιτότητα είναι επίσης αυτοκαταστροφική σε ό,τι αφορά τη μείωση δημοσίων ελλειμμάτων, καθώς τείνει να συμπιέζει την ανάπτυξη, μειώνοντας έτσι το κυβερνητικό εισόδημα. Το μεγαλύτερο μέρος της Ευρωζώνης συρρικνώνεται αντί να επεκτείνεται από τότε που υιοθετήθηκαν αυτές οι πολιτικές.
Ωστόσο πρέπει να ξεπεράσουμε ακόμη και τον Κέινς για να κατανοήσουμε το κακό που προκάλεσε αυτή η μανία με τη λιτότητα. Πρέπει να ρωτήσουμε πού χρησιμεύουν οι δημόσιες δαπάνες – πέραν τού να ενδυναμώνουν απλώς την αποτελεσματική ζήτηση (στην οποία επικεντρώθηκε ο Κέινς, με κύριο θέμα τις ίδιες τις δαπάνες, αντί για τις υπηρεσίες που υποστηρίζονται από τις συγκεκριμένες δαπάνες). Οι άγριες περικοπές σε σημαντικές δημόσιες υπηρεσίες υπονομεύουν αυτό που είχε αναδειχθεί σε κοινωνική δέσμευση στην Ευρώπη από το 1940 και το οποίο οδήγησε στην γέννηση του κράτους πρόνοιας και των εθνικών συστημάτων υγείας, αποτελώντας έτσι πρότυπο δημόσιας ευθύνης, από το οποίο όλος ο κόσμος θα μπορούσε να μάθει.
Σε ό,τι αφορά τώρα το δεύτερο πρόβλημα -το ευρώ, που με τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης- κάνει οι οικονομίες που μένουν πίσω στην κούρσα της παραγωγικότητας να αναπτύσσουν έλλειψη ανταγωνιστικότητας στις εξαγωγές, πράγμα που έγινε και με χώρες σαν την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η ανταγωνιστικότητα μπορεί, βέβαια, να ανακτηθεί, μερικά τουλάχιστον, αν κατακρεουργηθούν οι μισθοί και το βιοτικό επίπεδο, αλλά αυτό θα έκανε τον κόσμο να υποφέρει (χωρίς λόγο) και θα προκαλούσε δικαιολογημένη λαϊκή αντίσταση. Οι ραγδαίες αυξήσεις της ανισότητας από περιοχή σε περιοχή μπορούν να διορθωθούν σε μεγάλο βαθμό με τη μετανάστευση εντός Ευρώπης (για παράδειγμα, από την Ελλάδα στη Γερμανία). Αλλά είναι μάλλον δύσκολο να θεωρήσουμε πως η σταθερή εισροή πληθυσμών στις ίδιες χώρες δεν θα δημιουργούσε πολιτική αντίσταση εκεί.
Η ανελαστικότητα των σταθερών ισοτιμιών του ευρώ είναι εγγενώς προβληματική όταν οι οικονομικές επιδόσεις των χωρών συνεχίζουν να διαφέρουν. Ένα ενοποιημένο νόμισμα σε μια πολιτικά ενωμένη ομοσπονδιακή χώρα (όπως οι ΗΠΑ) επιβιώνει μέσω μηχανισμών προσαρμογής που δεν μπορούν ακόμη να γίνουν ο κανόνας σε μια πολιτικά διασπασμένη Ευρώπη.
Αν οι ευρωπαϊκές οικονομικές πολιτικές έχουν αποδειχθεί μόνο οικονομικά αναποτελεσματικές, προκαλούν κοινωνική αναστάτωση και είναι αντίθετες με τις δεσμεύσεις που συγκρότησαν την Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε είναι και πολιτικά αφελείς. Οι πολιτικές επελέγησαν από οικονομικούς ηγέτες χωρίς να γίνει σοβαρή προσπάθεια δημόσιου διαλόγου επί του θέματος.
Η λήψη αποφάσεων άνευ δημόσιου διαλόγου -που αποτελεί συνήθη πρακτική σε ό,τι αφορά τη λήψη αποφάσεων που άπτονται των οικονομικών στην Ευρώπη- δεν είναι μόνο αντιδημοκρατική, αλλά και αναποτελεσματική στο να συγκροτήσει λελογισμένες πρακτικές λύσεις. Για παράδειγμα, οι συζητήσεις αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις των οργανισμών που είναι αναγκαίο να γίνουν -όχι μόνο στην Ελλάδα- προσπεράστηκαν αντί να κυριαρχήσουν, λόγω έλλειψης σαφήνειας της διάκρισης ανάμεσα στη μεταρρύθμιση και στις κακές διοικητικές ρυθμίσεις, στη λιτότητα με τη μορφή αδίστακτων περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες από την μία και στην βασική κοινωνική ασφάλεια, από την άλλη. Οι απαιτήσεις για μια υποτιθέμενη δημοσιονομική σταθερότητα τείνουν να συγχωνεύουν τα δύο σε ένα συμπαγές πακέτο, ακόμη και αν όλες οι αναλύσεις περί κοινωνικής δικαιοσύνης θα αξιολογούσαν τις πολιτικές για τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις με εντελώς διαφορετικό τρόπο από αυτόν των αδίστακτων περικοπών σε σημαντικές δημόσιες υπηρεσίες.
Τα προβλήματα που παρατηρούμε στην Ευρώπη σήμερα είναι κυρίως αποτέλεσμα λανθασμένων πολιτικών που ακολουθήθηκαν: oι τιμωρίες για την κακή αυτή αλληλουχία (που έβαλε πρώτη τη νομισματική ενοποίηση και δεύτερη την πολιτική ενοποίηση), για την κακή οικονομική λογική (που αγνόησε τα βασικά οικονομικά μαθήματα του Κέινς, ενώ παράλληλα αγνόησε και τη σημασία των δημόσιων υπηρεσιών για τους Ευρωπαίους πολίτες), για την απολυταρχική λήψη αποφάσεων και για την επίμονη πνευματική σύγχυση μεταξύ μεταρρύθμισης και λιτότητας. Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη από μια νηφάλια αναγνώριση του τι πήγε λάθος στην εφαρμογή του μεγάλου οράματος της ενωμένης Ευρώπης.
* O Aμάρτια Σεν έχει πάρει Νόμπελ Οικονομικών και είναι καθηγητής στο Harvard
(Mετάφραση: Aναστασία Γιάμαλη)
Πηγή: Guardian/Αυγή