Γυμνός πίθηκος ή νοήμων άνθρωπος;

Του Δημήτρη Σκαραγκά*

Α. Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΑΠΟ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΛΕΥΡΑΣ

Ως συνείδηση ορίζεται η άμεση αντίληψη που έχει το άτομο για τον εαυτό του, για τις νοητικές του λειτουργίες, για τις πράξεις του και κάθε είδους εμπειρία, στο πλαίσιο της επαφής του με το περιβάλλον, η οποία επιφέρει και τη γνώση του περιβάλλοντος αλλά και οριοθετεί το άτομο από το περιβάλλον του

Όταν ο όρος συνείδηση χρησιμοποιείται στην Ιατρική εκφράζει τη σωματική, κυρίως, κατάσταση του ατόμου, προσδιορίζεται και ως επίπεδο συνείδησης και υπό την έννοια αυτή ορίζεται ως η κατάσταση κατά την οποία στο άτομο λειτουργούν απόλυτα οι αισθήσεις του και επομένως αντιλαμβάνεται πλήρως ό,τι το αφορά και ό,τι συμβαίνει στον περίγυρό του. Υπεύθυνες για το επίπεδο συνείδησης του ατόμου και την εγρήγορσή του είναι κυρίως οι εγκεφαλικές δομές που απαρτίζουν το στέλεχος του εγκεφάλου και ειδικότερα ο δικτυωτός σχηματισμός που το διατρέχει.

Υπό διάφορες συσταλτικές ερμηνείες, που περιορίζουν το εύρος του όρου συνείδηση σε διάφορα πνευματικά πεδία, όπως αυτό της ηθικής, της ιδεολογικής κοσμοθεωρίας, ως συνείδηση είναι δυνατόν να ορισθεί κατά περίπτωση, η γνώση και η ικανότητα του ατόμου να είναι σε θέση να ξεχωρίζει το καλό από το κακό (ηθική συνείδηση), το σύνολο των πολιτικών πεποιθήσεων του ατόμου (πολιτική συνείδηση), η επίγνωση του ρόλου που διαδραματίζει στο κοινωνικό γίγνεσθαι (κοινωνική συνείδηση).

Όπως προκύπτει από τους ορισμούς, καθετί που συμβαίνει στο άτομο, κάθε εμπειρία που αποκτά, καθετί που επινοεί, σκέπτεται, σχεδιάζει και πραγματοποιεί, κάθε αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον, όλα αυτά συμβαίνουν εντός του πεδίου της συνείδησής του. Επομένως, μέσω της συνείδησής του το άτομο αποκτά την αίσθηση του εαυτού του και μέσω της επίγνωσης των νοητικών του λειτουργιών (σκέψης, μνήμης, κρίσης βούλησης), αποκτά εσωτερική ζωή.

Η συνείδηση δεν ταυτίζεται με τη νοημοσύνη, ενώ συνείδηση δεν διαθέτει ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής ή ένα προϊόν τεχνητής νοημοσύνης. Ένα ρομπότ είναι σε θέση να πραγματοποιεί περίτεχνες ή πολύπλοκες εργασίες αλλά δεν έχει επίγνωση των λειτουργιών του, άρα δεν διαθέτει συνείδηση.

Η συνείδηση αποτελεί βασική λειτουργία του ανθρώπου, στο πλαίσιο της οποίας ο άνθρωπος παράγει πνευματική ζωή, τέχνες, επιστήμη αλλά και κοινωνική ζωή και ανθρώπινες σχέσεις. Ίσως η συνείδηση υψηλού επιπέδου που διαθέτει ο άνθρωπος αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική ιδιότητά του, που τον ξεχωρίζει από τα άλλα έμβια όντα.

Όμως η συνείδηση αποτελεί ένα ακανθώδες ερμηνευτικό πρόβλημα, υπό την έννοια ότι δεν γνωρίζουμε πώς ακριβώς παράγεται, ενώ υπάρχει διχογνωμία για το αν αποτελεί προϊόν ανθρώπινης δραστηριότητας ή αποτελεί αυθύπαρκτη φυσική ιδιότητα, θεμελιώδες συστατικό της φύσης, όπως ο χώρος, ο χρόνος, η ύλη, ή αποτελεί μια πνευματική οντότητα ανεξάρτητη της λειτουργίας του εγκεφάλου. Βέβαια, σήμερα, με τις απεικονιστικές μεθόδους αποτύπωσης της εγκεφαλικής λειτουργίας, έχει καταστεί δυνατό να καταγράφονται οι νοητικές δραστηριότητες, ώστε τελικά να τείνει να ξεπεραστεί η δυιστική προσέγγιση του ανθρώπου και να κυριαρχεί η αντίληψη ότι και οι νοητικές δραστηριότητες του ανθρώπου (μνήμη, κρίση, σκέψη, βούληση) αποτελούν προϊόντα της φυσικής δραστηριότητας ενός υλικού μέσου του εγκεφάλου.

Σήμερα, κορυφαίοι επιστήμονες υποστηρίζoυν την άποψη ότι η συνείδηση αποτελεί μια προκύπτουσα ιδιότητα της λειτουργίας ενός φυσικού οργάνου, του εγκεφάλου1, μια φυσική διαδικασία προερχόμενη από τη νευροφυσιολογία του εγκεφάλου που εμπλέκει μεγάλους πληθυσμούς νευρικών κυττάρων2, μια γνωστική διαδικασία, όπου ο εγκέφαλος δεν αποτυπώνει αντανακλαστικά τον εξωτερικό κόσμο, αλλά συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωσή του, η συνείδηση αλλά και η νόηση, συνολικά, ανήκουν στο πεδίο της κοινωνικής σύζευξης 3. Οι ερευνητές, οι οποίοι αποπειρώνται να ερμηνεύσουν την εγκεφαλική λειτουργία με επιστημονικό πλαίσιο την κβαντική μηχανική, προτείνουν την άποψη ότι η συνείδηση προκύπτει μέσω της συγχρονισμένης κατάρρευσης των μικροσωληνίσκων του κυττοσκελετού των νευρικών κυττάρων4,5.

Αν για τον τρόπο που παράγεται η συνείδηση η συζήτηση είναι μακρά, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι η συνείδηση υψηλού επιπέδου αφορά βιολογικά συστήματα με υψηλό βαθμό πολυπλοκότητας και υψηλό βαθμό εξέλιξης, η δημιουργία της συνείδησης, δηλαδή, συνδέεται με την εξαιρετική πολυπλοκότητα που διαμορφώθηκε στον εγκέφαλο κατά τη μακρόχρονη εξελικτική πορεία διαμόρφωσής του.

Ο Roger Penrose, ο οποίος προτείνει ότι η συνείδηση παράγεται μέσω κβαντικών διαδικασιών που συμβαίνουν στον εγκέφαλο, θεωρεί ότι η συνείδηση έχει σχέση με ολική δραστηριότητα του εγκεφάλου, μέσω συγχρονισμένης διέγερσης των νευρώνων, στα πλαίσια της κβαντικής μη τοπικότητας6. Άλλοι ερευνητές προτείνουν ότι η συνείδηση παράγεται σε όλο το φλοιό και το θάλαμο7, ενώ άλλοι συνυφαίνουν την παραγωγή της συνείδησης με τη λειτουργία φλοιικών περιοχών ανώτερης τάξης, δηλαδή των συνειρμικών φλοιικών περιοχών που έχουν σχέση με τα στάδια της πλέον σύνθετης επεξεργασίας των εξωτερικών ερεθισμάτων8.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι και άλλα ζώα, εκτός του ανθρώπου, διαθέτουν συνείδηση, όχι όμως υψηλού επιπέδου, αλλά στοιχειώδη, ανάλογα με το βαθμό εξελικτικής πολυπλοκότητάς τους9,10, τα οποία εμφανίζουν ικανότητα σύνθεσης μιας νοητικής παράστασης και διάκρισης σημάτων του εξωτερικού κόσμου, όμως σ’ αυτά οι εννοιολογικές, σημασιολογικές, ή συμβολικές ικανότητες είναι περιορισμένες, δεν έχουν την ικανότητα δημιουργίας παρελθοντικών ή μελλοντικών παραστάσεων, δεν έχουν επίγνωση του εαυτού τους, ούτε συνείδηση της συνείδησής τους.

 

Β. ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

Πέρα από την οντολογική προσέγγιση της συνείδησης, μεγαλύτερη σημασία για τους νευροεπιστήμονες ίσως έχουν κάποια χαρακτηριστικά και ιδιότητες της συνείδησης, που βοηθούν να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται η ενσυνείδητη εμπειρία.

Κορυφαίοι νευροεπιστήμονες, όπως ό Edelman και ο Kandel, συμφωνούν πως η ενσυνείδητη εμπειρία είναι ολοκληρωμένη11 ή ενοποιημένη12, υπό την έννοια ότι παρά το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικά όργανα για την όσφρηση ή την όραση ή την ακοή και το καθένα χρησιμοποιεί διαφορετική νευρική οδό, οι οδοί αυτοί συγκλίνουν προκειμένου η αντίληψη, η ενσυνείδητη εμπειρία να καταστεί ενιαία. Ο Edelman επίσης προτείνει την άποψη ότι η ενσυνείδητη εμπειρία είναι μοναδική, διαφοροποιημένη, ξεχωριστή, δηλαδή από άλλες τέτοιες καταστάσεις και δεν κοπιάρεται. Τονίζει επίσης ότι η ενσυνείδητη εμπειρία λαμβάνει χώρα σε κάθε εγκέφαλο χωριστά και δεν είναι δυνατό να μοιραστούν αυτήν την εμπειρία πολλά άτομα ακόμη κι αν είναι παρατηρητές του ίδιου φυσικού φαινομένου. Την υποκειμενικότητα της ενσυνείδητης εμπειρίας υποστηρίζει και ο Κandel, τονίζοντας ότι ο καθένας βιώνει ένα κόσμο προσωπικών και μοναδικών αισθήσεων.

Οι επιστήμονες που προσεγγίζουν την έγερση της συνείδησης με πλαίσιο την κβαντική μηχανική, ερμηνεύουν την ενότητα της συνειδητής εμπειρίας μέσω του φαινομένου της κβαντικής μη τοπικότητας, της συγχρονισμένης, δηλαδή, διέγερσης πολλών νευρώνων που βρίσκονται σε διάφορες απομακρυσμένες περιοχές του φλοιού13,14.

Είναι γνωστό ότι όταν ο εγκέφαλος προσλαμβάνει διάφορα αισθητηριακά ερεθίσματα, αυτά μέσω των νευρωνικών δικτύων, καθ’ οδόν προς υπερκείμενες δομές, καθίστανται προϊόντα συνεχούς και πολύπλοκης επεξεργασίας και ανάλυσης, ανάλυσης που υπερβαίνει τις δυνατότητες και του πλέον σύγχρονου υπολογιστή, με αποτέλεσμα, ό, τι τελικά απομνημονεύεται να μην αποτελεί πιστή αναπαράσταση του εξωτερικού κόσμου. Η μνήμη δηλαδή αποτελεί μια διαδικασία μη αναπαραστατική αλλά δυναμική και παραγωγική. Ως επακόλουθο αυτής της πολύπλοκης διαδικασίας απομνημόνευσης επέρχεται η αντίληψη, η απόκτηση επίγνωσης, η απόκτηση συνείδησης.

Είναι λοιπόν η μνήμη απαραίτητη για την απόκτηση συνείδησης, διότι συνδέεται με τη συνέχεια και τις ποικίλες χρονικές κλίμακες15.

Είναι γνωστό, όμως ότι ο εγκέφαλος κατακλύζεται από πληθώρα αισθητηριακών ερεθισμάτων ανά πάσα στιγμή και όλα αυτά δεν καθίστανται συνειδητά. Πώς ο εγκέφαλος επιλέγει ποια αισθητηριακά θα περιέλθουν στη συνείδηση και ποια όχι; Ο στεφανιαίος συνειρμικός φλοιός, υπεύθυνος για τη συναισθηματική επένδυση διαφόρων λειτουργιών, σχετίζεται με την παραγωγή συναισθημάτων, που συνδέονται με τη μακροπρόθεσμη μνήμη. Αυτό σημαίνει ότι θα περιέλθει στη συνείδηση και θα γίνει αντικείμενο μακροπρόθεσμης μνήμης, ό,τι συνοδεύεται από συναισθηματική επένδυση, όποιο, δηλαδή, ερέθισμα θεωρείται οικείο, γνώριμο ή σημαντικής σπουδαιότητας.

Είναι λοιπόν και το συναίσθημα απαραίτητο για τη απόκτηση συνείδησης και τη αποτύπωση μακροπρόθεσμης μνήμης.

Ένας άλλος σημαντικός παράγων για τη διαμόρφωση της ενσυνείδητης εμπειρίας είναι η γλώσσα, μια νοητική λειτουργία υψηλού επιπέδου, που χαρακτηρίζει αποκλειστικά τον άνθρωπο και χρησιμεύει ως μέσο αντίληψης και επικοινωνίας. H σχέση συνείδησης και γλώσσας είναι τόσο σημαντική, ώστε στο παρελθόν η εμφάνιση της συνείδησης συνδέθηκε με την εμφάνιση της γλώσσας και θεωρήθηκε ότι η συνείδηση και η γλώσσα έχουν την ίδια ηλικία16. Βέβαια αυτή ή άποψη δεν είναι αποδεκτή σήμερα, διότι, για παράδειγμα, ένα μεγάλο μέρος της εξεζητημένης ενσυνείδητης σκέψης (της μαθηματικής σκέψης), διεξάγεται χωρίς λεκτική διατύπωση. Όμως θεωρείται ότι η εμφάνιση της γλώσσας στον άνθρωπο συνέβαλε στην διεύρυνση της δυνατότητας του εγκεφάλου να επεξεργάζεται έννοιες, αφηρημένα σύμβολα, νοήματα και με τον τρόπο αυτό να τα αντιλαμβάνεται και να τα επεξεργάζεται, ώστε τελικά η γλώσσα συνέβαλε στη διεύρυνση των δυνατοτήτων της συνείδησης.

Συμπερασματικά, η συνείδηση του ανθρώπου αποτελεί προϊόν της φυσικής δραστηριότητας του εγκεφάλου και έχει σχέση με την επίγνωση του ίδιου του υποκειμένου αλλά και του κόσμου και στο πλαίσιο της συνείδησης ο άνθρωπος έχει επίγνωση των εμπειριών του, επινοεί, εκφράζεται, δημιουργεί, επικοινωνεί, έχει εσωτερική ζωή, ενώ μέσω της συνείδησης ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα άλλα έμβια όντα. Αν και ο τρόπος παραγωγής της συνείδησης αποτελεί ένα σημαντικό ερμηνευτικό πρόβλημα, γνωρίζουμε ότι η συνείδηση υποβοηθείται από τη μνήμη και το συναίσθημα, ενώ σημαντικό ρόλο στη διεύρυνση της συνείδησης έπαιξε η ανάπτυξη της γλώσσας.

 

Γ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ

Ως βούληση ορίζεται η συνειδητή υιοθέτηση και τελική επιλογή για την επιτέλεση ή μη μιας σχεδιαζόμενης πράξης17. Μια πράξη, μια στάση, μια κίνηση θεωρούνται ότι προέρχονται από τη νοητική λειτουργία της βούλησης, όταν εντασσόμενες στη συνειδητή συμπεριφορά της προσωπικότητας καθίστανται αποτέλεσμα νοητικών διεργασιών στο παρελθόν ή το παρόν και για το λόγο αυτό η βουλητική πράξη αντιπαραβάλλεται προς κάθε στερεότυπη αντανακλαστική πράξη, αυτοματισμό ή παρόρμηση18. Η βούληση εκφράζεται με τη βουλητική πράξη, η οποία έχει συνειδητό σκοπό και συνοδεύεται από συνειδητή αντίληψη των μέσων για την επίτευξή του, όπως και από επίγνωση των συνεπειών του19.

Όπως είναι φανερό, για την πραγματοποίηση μιας βουλητικής πράξης, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμμετοχή της συνείδησης, υπό την έννοια της συνειδητής επιλογής αλλά και της επίγνωσης των μέσων για την επίτευξή της και των συνεπειών της. Η νοητική λειτουργία της βούλησης, επομένως, ταυτίζεται με τη συνειδητή βούληση, την ελεύθερη βούληση ή αντίστροφα, η ελευθερία της βούλησης ταυτίζεται με την ύπαρξη συνειδητής βούλησης20.

Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση της βούλησης έρχεται σε ευθεία αντιδιαστολή με τις ντετερμινιστικές αντιλήψεις, συμπεριφορικής ή ενστικτικής προέλευσης που προτείνουν την αντίληψη ότι οι ανθρώπινες πράξεις είναι προκαθορισμένες είτε από εξωτερικά αίτια ή από ενστικτικής προέλευσης ερεθίσματα.

Ακόμη και για τα άτομα με ψυχικά προβλήματα, για τα οποία παραδοσιακά επικρατεί η αντίληψη ότι δεν διαθέτουν ελεύθερη βούληση, το Ποινικό Δίκαιο (άρθρο 34 του Π.Κ.) προβλέπει ότι τα άτομα αυτά δεν απαλλάσσονται της ευθύνης της πράξης απλά και μόνο επειδή φέρουν μια ψυχιατρική διάγνωση, αλλά ο νομοθέτης απαιτεί την διαπίστωση ότι τα άτομα αυτά όταν διαπράττουν μια αξιόποινη πράξη θα πρέπει να μη γνωρίζουν το άδικο της πράξης τους, γεγονός που σημαίνει ότι ο νομοθέτης αναγνωρίζει ότι κάθε άτομο με ψυχικά προβλήματα δεν στερείται εξ ορισμού της δεκτικότητας για καταλογισμό της πράξης του. Αντίθετα άτομα με ψυχικά προβλήματα είναι δυνατόν να υποστούν το καταλογισμό της πράξης τους (άρθρο 36 του Π.Κ.).

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 διάφοροι γνωστικοί νευροεπιστήμονες προβάλλοντας κάποια πειραματικά δεδομένα αμφισβήτησαν την ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης. Ο Γερμανός νευροεπιστήμονας Κόρνχουμπερ και οι συνεργάτες του κατέγραψαν την ηλεκτροεγκεφαλογραφική δραστηριότητα εκατοντάδων εθελοντών κατά στιγμή που τους ζήτησαν να λυγίσουν το δείκτη του χεριού τους σε διάφορες χρονικές στιγμές. Διαπιστώθηκε ότι καταγράφονταν ένα ηλεκτρικό δυναμικό, το δυναμικό ετοιμότητας (RP), σε χρόνους 1 έως 1,5 msec, πριν την κάμψη του δακτύλου των εθελοντών. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση για το λύγισμα του δείκτη λαμβάνονταν πριν την πραγματοποίηση της πράξης, σε ασυνείδητο επίπεδο21.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Benjamin Libet και οι συνεργάτες του πραγματοποίησαν παρόμοια, με καλύτερες προδιαγραφές, πειράματα και κατέληξαν στη διαπίστωση ότι το άτομο καθίσταται ενήμερο για την επικείμενη πράξη του 300 έως 600 msec μετά την καταγραφή ηλεκτροεγκεφαλογραφικών δραστηριοτήτων γεγονός που τους οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η έναρξη μιας εκούσιας πράξης αποτελεί μια ασυνείδητη εγκεφαλική διαδικασία22.

Ο Wegner, ένας άλλος γνωσιακός νευροεπιστήμονας, ισχυρίσθηκε στα 2002 πως η ελεύθερη βούληση αποτελεί μια ψευδαίσθηση και ο αληθινός μηχανισμός του νου είναι ο αυτοματισμός23. Με άλλα λόγια ισχυρίσθηκε ότι η συνείδηση της ελεύθερης βούλησης είναι ένα καπρίτσιο του νου μας για να ικανοποιήσει την αυταρέσκειά μας ότι ελέγχουμε τη συμπεριφορά μας, ενώ στην πραγματικότητα ο εγκέφαλος λειτουργεί ως αυτόματο και σχεδιάζει τις πράξεις μας πριν από μας για μας.

Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν έμειναν αναπάντητοι. Ο βιολόγος Πολ Βάις από το πανεπιστήμιο Ρόκφελερ θεώρησε τους παραπάνω ισχυρισμούς ως «δήθεν» επιστημονικές ετυμηγορίες και δήλωσε πως δεν βλέπει τίποτα που θα μπορούσε να αντικρούσει την ύπαρξη ελεύθερης βούλησης σε επιστημονική βάση. Ο φιλόσοφος John Searl ισχυρίσθηκε πως η εμπειρία μας υποχρεώνει να δεχτούμε πως υπάρχει κάποιο είδος ελεύθερης βούλησης, επειδή η ανθρώπινη ελευθερία είναι ένα εμπειρικό γεγονός24.

Ο κορυφαίος φυσικός και μαθηματικός Roger Penrose ισχυρίσθηκε πως δυσκολεύεται να πεισθεί πως αν χρειασθεί μια συνειδητή αντίδρασή μας θα πρέπει να περάσει ενάμισι δευτερόλεπτο για να αντιδράσουμε25 Ο νομπελίστας νευροεπιστήμονας Gerald Edelman, σε ένα πολυεπίπεδο σύστημα με συνείδηση υπάρχουν αρκετοί βαθμοί ελευθερίας, η οποία όμως δεν είναι πλήρης καθότι επηρεάζεται από ένα πλήθος εσωτερικών και εξωτερικών δεσμεύσεων26. Εμείς πιστεύουμε πως το γεγονός ότι ανά πάσα στιγμή δεν γνωρίζουμε ακριβώς όλο το εύρος των περιβαλλοντολογικών ή ασυνείδητων επηροών μιας απόφασής μας αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε ενήμεροι ως προς την απόφασή μας27.

Τα πειράματα των προαναφερθέντων γνωσιακών νευροεπιστημόνων επανελήφθησαν από πολλούς άλλους επιστήμονες οι οποίοι ερμήνευσαν διαφορετικά τα ευρήματα πάνω στα οποία βασίσθηκαν οι προαναφερθέντες για να ισχυρισθούν την μη ύπαρξη της ελεύθερης βούλησης. Οι επιστήμονες αυτοί ισχυρίσθηκαν ότι τα πραγματοποιηθέντα πειράματα δεν αποδεικνύουν την απουσία της ελεύθερης βούλησης διότι τα ηλεκτροεγκεφαλογραφικά ευρήματα παρερμηνεύθηκαν και σε γενικές γραμμές ισχυρίσθηκαν ότι τα καταγραφόμενα δυναμικά ετοιμότητας δεν έδειχναν την έναρξη της εκούσιας πράξης, διότι η απόφαση για τις κινήσεις των δακτύλων προϋπήρχε του δυναμικού ετοιμότητας, όταν οι εθελοντές αποφάσιζαν για τη συμμετοχή τους, προγραμματίζοντας την κίνησή τους28,29.

Ο John Ecckles δήλωσε την αποστροφή του στην αντίληψη περί μη ύπαρξης της ελεύθερης βούλησης. Κατ’ αυτόν, αν ένα δυναμικό ετοιμότητας εμφανίζεται 800 msec πριν τη εκούσια πράξη, αυτό σημαίνει ότι η συνειδητή πρόθεση εμφανίζεται νωρίτερα από το δυναμικό ετοιμότητας30.

Κατά την άποψή μας ο εγκέφαλος του ανθρώπου αποτελεί ένα υπερπολύπλοκο σύστημα και στο πλαίσιο αυτής της πολυπλοκότητας αυτοοργανώνεται και αυτοκαθορίζεται παράγοντας τις νοητικές λειτουργίες και τη συνείδηση. Η έννοια του αυτοκαθορισμού του πολύπλοκου συστήματος έρχεται σε αντιδιαστολή με την έννοια του ετεροκαθορισμού που διέπει μια μηχανή, ένα ψηφιακό υπολογιστή. Ο αυτοκαθορισμός προσδίδει τη δυνατότητα στον εγκέφαλο να παράγει τη νόηση και τη συνείδηση, ώστε τελικά η αυτονομία του εγκεφάλου να προσδιορίζεται ως ταυτολογία της έννοιας αυτονομία του ατόμου και η οποία προσδίδει στο άτομο την ιδιότητα της ελεύθερης βούλησης.

Κατά τον Ζαν Πολ Σαρτρ, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ο άνθρωπος είναι ελευθερία…ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος31.

 

Δ. ΓΥΜΝΟΣ ΠΙΘΗΚΟΣ Ή ΝΟΗΜΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΣ;

Μια άλλη κατηγορία ιδεών που αμφισβήτησε το αυτόβουλο και το αυτεξούσιο των ανθρώπων είναι αυτές του κοινωνικού δαρβινισμού, ενός ρεύματος ιδεών που, παρερμηνεύοντας τις ιδέες του Δαρβίνου σχετικά με τη φυσική επιλογή, προέβαλε την αντίληψη ότι η κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου καθορίζεται από τα γονίδιά του. Η παρερμηνεία των δαρβινικών ιδεών συνίσταται στην αντίληψη των ιδεών αυτών ότι μέσω της φυσικής επιλογής επιβιώνει ο καταλληλότερος ή ο ισχυρότερος. Όμως ο Δαρβίνος εννοούσε ότι μέσω της φυσικής επιλογής επιβιώνει το άτομο που για τυχαίους λόγους έχει αναπτύξει προσαρμοστικούς μηχανισμούς έναντι των περιβαλλοντολογικών προκλήσεων και υπό την έννοια αυτή το άτομο αυτό θα επιβιώσει και θα αφήσει απογόνους. Οι ιδέες αυτές διαστρεβλώθηκαν στην αντίληψη ότι στον αγώνα για την επιβίωση επικρατεί ο ισχυρότερος. Μεταφερόμενες οι ιδέες αυτές σε κοινωνικό επίπεδο σημαίνουν ότι στη ζωή επικρατούν οι καταλληλότεροι και αυτό αποτελεί φυσικό νόμο. Οι διάφορες ανισότητες στις κοινωνίες αποτελούν έργο της φύσης κι όχι ζήτημα κοινωνικών και πολιτικών αδικιών ή εκμετάλλευσης των ανθρώπων από ισχυρούς πολιτικά και οικονομικά ανθρώπους. Οι παραπάνω αντιλήψεις πυροδότησαν, όπως είναι φυσικό και ρατσιστικές αντιλήψεις.

Στα μέσα της δεκαετίας του ΄70 με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του καθηγητή του Harvard, Edward Wilson, «Κοινωνιοβιολογία. Η Νέα Σύνθεση»32, δημιουργήθηκε το ομώνυμο ρεύμα ιδεών. Σύμφωνα με τις ιδέες αυτές κάθε κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου, όπως και των ζώων, αλλά και κάθε έκφραση του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι κωδικοποιημένη στα γονίδια. Σύμφωνα με τον Wilson, η κοινωνική διαστρωμάτωση, οι πολιτισμικές εκφάνσεις, ατομικά χαρακτηριστικά, πηγάζουν από γενετικές καταβολές και προέρχονται από εξελικτικές διαδικασίες, μέσω φυσικής επιλογής. Ο ίδιος αναρωτιέται να υπάρχει γενετική προδιάθεση για την ένταξη των ανθρώπων σε διάφορες τάξεις, θεωρεί πως υπάρχει κληρονομησιμότητα κάποιων παραμέτρων της ευφυίας, θεωρεί ότι γενετικές διαφορές δημιουργούν φραγμούς μεταξύ των τάξεων, ότι υπάρχουν κληρονομικοί παράγοντες για την επιτυχία. Επίσης προτείνει ότι και η Ηθική δεν ανήκει στη φιλοσοφία αλλά στη Βιολογία.

Όλα αυτά και άλλα πολλά γενετικά χαρακτηριστικά, κατ’ αυτόν συνιστούν την ανθρώπινη φύση. Στο έργο του «Για την Ανθρώπινη Φύση»33, εξέφρασε την άποψη ότι το ανθρώπινο είδος δεν έχει κανένα άλλο σκοπό πέρα από τις επιταγές που του επιβάλλει η γενετική του ιστορία, την επιβίωση και την αναπαραγωγή. Και ο ανθρώπινος νους λειτουργεί κάτω από αυτούς τους περιορισμούς, δεν δημιουργήθηκε για να παράγει διάνοια αλλά για να προάγει την επιβίωση και τον πολλαπλασιασμό των γονιδίων.

Οι ισχυρισμοί, όμως της Κοινωνιοβιολογίας, ότι κάθε κοινωνική, πολιτισμική συμπεριφορά των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα εξελικτικών διαδικασιών εκατομμυρίων χρόνων, θεωρήθηκαν απολύτως αβάσιμες, διότι δεν υπάρχει δυνατότητα μέτρησης των δυνάμεων επιλογής που δρουν στα γονίδια, διότι οι δυνάμεις αυτές είναι πολύ ασθενείς και έτσι δεν υπάρχει τρόπος να επικυρώσουμε ή να απορρίψουμε τις ιδέες αυτές. Για το λόγο αυτό , θεωρήθηκε ότι, οι κοινωνιοβιολόγοι, προκειμένου να δείξουν ότι οι κοινωνικές συμπεριφορές των ανθρώπων είναι προϊόντα εξελικτικών διαδικασιών και φυσικής επιλογής, καταφεύγουν σε υψηλό βαθμό εικοτολογίας και σε ad hoc επιχειρήματα, που μετατρέπουν τις κοινωνιοβιολογικές ερμηνείες σε αφήγηση παραμυθιών34.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

  1. Kandel E.R. (2006) «Αναζητώντας τη μνήμη» σ. 395, μτφρ. Καραμανλίδη Α. ΠΕΚ, Ηράκλειο 2008.

  2. Edelman G. TononinG. (2000) «Το Σύμπαν της Συνείδησης», σ.95, μτφρ. Βακάκη Β. ΠΕΚ 2008.

  3. Maturana H., Varela F. (1984) «Το δένδρο της γνώσης», σ. 243, μτφρ. Μανουσέλης Σ., εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα 1992.

  4. Hameroff S., Penrose R. (1996) «Orchestrated Objective Reduction of Quantum Coherence in Brain Microtubules: The Orch OR Model for Consciousness in toward a science of Consciousness» eds Hameroff S., Kasznsak A., Scott A., MIT Press, Cambridge.

  5. Nanopoulos D.V. (1995) «Theory of brain function, Quantum mechanics and superstrings». Air Xiv : hep-ph/9505374 v1.

  6. Penrose R. (1997) «Το μεγάλο, το μικρό και η ανθρώπινη νόηση», σ.174, μτφρ Κατσιλιέρη Γ., Μάμαλη Α., Τσαπακίδη Θ., εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα 1999.

  7. Edelman G., Tononi G. (2000), op. cit. σ. 95-111.

  8. Kandel E.R. (2000) op. cit., σ. 395.

  9. Penrose R. (1989) «Ο νέος αυτοκράτορας», σ. 498, μτφρ. Νικολαϊδου Β., εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα.

  10. Edelman G., Tononi G. (2000) op. cit., σ. 171-184.

  11. Ibid, σ. 14,15.

  12. Kandel E.R. (2000) op.cit. σ. 396.

  13. Nanopoulos D.V. (1995) op. cit.

  14. Hameroff S., Penrose R., op.cit.

  15. Edelman G. (1992) «Αιθέρας θεϊκός, λαμπερή φωτιά», σ. 267, μτφρ. Τασιόπουλος Π., Μάμαλης Αλ., εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα 2005.

  16. Ρόζενταλ Μ., Γουντίν Π. «Φιλοσοφικό Λεξικό», σ. 507, μτφρ. Στεφάνου Π. εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα 1963

  17. Λογοθέτης Ι.Α. «Εισαγωγή εις την Ψυχιατρικήν», σ. 22, Θεσσαλονίκη 1975.

  18. Καράβατος Αθ., Καπρίνης Γ. (1988) «Ψυχιατρική εξέταση» στο Ιεροδιακόνου Χ., Φωτιάδη Χ., Δημητρίου Ε. «Ψυχιατρική», σ. 100, εκδ. Μαστορίδη, Θεσσαλονίκη !998.

  19. Μακρίδης Μ. «Διαταραχή της βούλησης και της ψυχοκινητικής συμπεριφοράς» στο Χριστοδούλου Γ.Ν. και συν. «Ψυχιατρική» τομ. Ι, σ. 169, ΒΗΤΑ ιατρικές εκδόσεις, Αθήνα 2000.

  20. Σκαραγκάς Δ. (2010) «Ο ευαίσθητος εγκέφαλος» σ. 240, εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη.

  21. Deeke L., Grotzinger B. and Kornhuber H.H. (1976). “Voluntary finger movements in men:cerebral potential and theory. Biological Cybernetics 23, 99-119.

  22. Libet B., Gleason C.A., Wright E.W., Pearl P.K. (1983) «Time of conscious intention to act in relation to onset of cerebral activity (readiness potential). The unconscious initation of a freely voluntary act». Brain 106: 623-642.

  23. Wegner D.M.(2002) «The illusion of conscious will» Branford Books, The MIT Press, Cambrdge.

  24. Searle J. (1984) «Νους, Εγκέφαλος και Επιστήμη», σ. 95, μτφρ. Χατζηκυριάκου Κ., ΠΕΚ 1999.

  25. Penrose R. (1997) op.cit., σ. 178.

  26. Εdelman G.M. (1992) op.cit. σ. 271.

  27. Σκαραγκάς Δ. (2010) op.cit., σ. 257.

  28. Klein S.A. (2002) «Libet’s temporal anomalies. A reassessment of the data. Consciousness and Cognition II, 198-214.

  29. Jhu Jing (2003) «Reclaiming volition. An alternative interpretation of Libet’s experiments». Journal of conscious studies 10, 61-77.

  30. Popper K.R. and Eccles J.C. (1997) «The self and its brain»

  31. Σαρτρ Ζ.Π. «Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός» σ. 20,29, μτφρ Πολίτη Ν. ,εκδ. Ρουγκά Π., Αθήνα.

  32. Wilson E.O.(1975) «Koινωνιοβιολογία. Η Νέα Σύνθεση»., μτφρ. Σφενδουράκη Σ., Μουρελάτου Δ., εκδ. Σύναλμα, Αθήνα 2000.

  33. Wilson E.O. (1977) «Για την ανθρώπινη φύση», μτφρ. Ναθαναήλ Αμ., εκδ. Σύναλμα, Αθήνα 1995.

  34. Thompson P (1989) «Η δομή των θεωριών της Βιολογίας», σ. 30,31, μτφρ. Κορφιάτη Κ., ΠΕΚ 2002.

 

* Ο Δημήτρης Σκαραγκάς είναι ψυχίατρος στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πληρωμή μισθών σε είδος – Αυτοκίνητο αντί για χρήματα

Οι πτυχιούχοι του 2012 θα πρέπει να επιβιώσουν στις ρωγμές της οικονομίας μας