Τα μάτια του άλλου είναι συχνά πιο αληθινά από τα δικά μας. Προκάλεσε κατάπληξη – στη διάρκεια της νύχτας των εκλογικών αποτελεσμάτων – το χάσμα μεταξύ του πώς μας βλέπουν από το εξωτερικό και του πώς βλέπουμε εμείς τον εαυτό μας. Οι άλλοι, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δείχνουν με το δάχτυλό τους το φεγγάρι: για πρώτη φορά στην Ιταλία κερδίζει ένα μεταφασιστικό κόμμα, για πρώτη φορά εναπόκειται σε μια γυναίκα να ηγηθεί μιας κυβέρνησης. Εμείς εδώ προτιμάμε να κοιτάμε το δάχτυλο, κανονικοποιώντας το αποτέλεσμα με την καταμέτρηση των ποσοστών και των εδρών και αποσιωπώντας τον μεταφασισμό, που ορίστηκε από τον φιλελεύθερο τύπο ως «παρωχημένο θέμα». Όσο για την «πρώτη γυναίκα», η προσοχή είναι ήδη στραμμένη στην αντίδραση των αρσενικών, των συμμάχων της πρωτίστως, που ενώ επιφανειακά πανηγυρίζουν κατά βάθος δεν αποδέχονται την αποτυχία τους.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα είναι πιο ακριβείς. Θα γράψουν ότι στην εκατονταετή επέτειο της πορείας προς τη Ρώμη*, και ενώ στην καρδιά της Ευρώπης μαίνεται ένας πόλεμος που προκαλεί την οριστική κατάρρευση του πρώην κομμουνιστικού στρατοπέδου, στην Ιταλία ένα κόμμα με την τρίχρωμη φλόγα στο σύμβολό του κερδίζει τις εκλογές και πηγαίνει – νόμιμα, όπως εξάλλου και ο ιστορικός φασισμός και ο ναζισμός – στην εξουσία.
Αυτό, εν τέλει, είναι το γεγονός και τα ιστορικά γεγονότα είναι πάντα ένα μείγμα επανάληψης του παρελθόντος και της διαφοροποίησης από αυτό. Όχι, δεν προαναγγέλλεται η επιστροφή του φασισμού ως καθεστώτος. Αλλά ναι, οι σημερινοί εθνικοπατριωτισμοί (εχθροί της παγκοσμιοποίησης) ανακυκλώνουν πολλά και βασικά συστατικά του χθεσινού φασισμού. Η Ιταλία δεν ξαναγίνεται φασιστική, αλλά σίγουρα το αντιφασιστικό πρόσημο, το αξιακό και πολιτικό θεμέλιο της δημοκρατίας που γεννήθηκε από την αντίσταση, κλονίζεται.
Το να δραματοποιούμε αυτό το γεγονός με τα μάτια στραμμένα στο παρελθόν είναι σύμπτωμα πρεσβυωπίας, το να το ελαχιστοποιούμε είναι σύμπτωμα μυωπίας. Το να εστιάσουμε στα αίτια και τα αποτελέσματά του, τόσο τα εσωτερικά όσο και τα διεθνή, σε ένα πολιτικό σύστημα όπως το ιταλικό που δεν βρίσκει ησυχία εδώ και τριάντα χρόνια, είναι ο πρώτος κόμπος που πρέπει να λύσουμε.
Το γεγονός συνέβη, πρώτα απ’ όλα, συνοδευόμενο από ένα ποσοστό αποχής 36%, το υψηλότερο στις πολιτικές εκλογές στην ιστορία της δημοκρατίας, το οποίο στο νότο ανήλθε στο 50%. Αυτό σημαίνει ότι το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος και το μισό του ενός τρίτου του πληθυσμού, θέλεις από αδιαφορία, θέλεις από απελπισία ή διαμαρτυρία, δεν πιστεύει πλέον στην εκλογική τελετουργία.
Η πολιτική-θέαμα διολισθαίνει όλο και περισσότερο, έχει ειπωθεί ξεκάθαρα, σε ένα θέαμα χωρίς κοινό. Όπου η αναφορά στον φασισμό ή στο αντιφασιστικό πρόσημο ακούγεται λίγο πολύ σαν την παραπομπή σε ένα ιερογλυφικό σε μια τάξη αρειανών, και μετράει πολύ περισσότερο πλέον η δύναμη της αδράνειας και η συνήθεια να ψηφίζουμε για το πιο πρόσφατο προϊόν που διατίθεται και διαφημίζεται στην πολιτική αγορά, του τύπου «ας δοκιμάσουμε κι αυτήν, ποτέ δεν ξέρεις».
Κατά δεύτερον. Η Meloni κερδίζει, με ένα άλμα που από 4% το 2018 τη φέρνει στο 26,5% σήμερα. Αλλά δεν σαρώνει και αυξάνεται κυρίως εις βάρος των συμμάχων της (σε σύγκριση με το 2018, η Lega καταρρέει από το 17% στο 8,8%, η Forza Italia από το 14% στο 8%). Η πολυπόθητη απόλυτη πλειοψηφία που απαιτείται για να μετατρέψει η κεντροδεξιά το πολίτευμα σε προεδρική δημοκρατία, τη «μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων», δεν υπάρχει. Την πλειοψηφία για να κυβερνήσει ναι, ακόμα κι αν μένει να δούμε αν και πόσο θα αντέξει στη δοκιμασία του ναρκισσιστικού τραύματος των δύο άλφα αρσενικών, όπως ο Salvini και ο Berlusconi, που τους έβαλε στη θέση τους μια γυναίκα.
Πολύ περισσότερο που με το 8%, ο νεοσύστατος κεντρώος σχηματισμός των Calenda και Renzi βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από τη Forza Italia. Έτσι καθίσταται ένας διαθέσιμος πειρασμός σε μια πιθανή εκδίωξη του Berlusconi από τους ευρωσκεπτικιστές συμμάχους του. Αν προσθέσουμε σε αυτό τις αποκλίσεις εντός του συνασπισμού για την οικονομική πολιτική και το προβλεπόμενο ξεκαθάρισμα λογαριασμών εντός της Lega, το πεπρωμένο της μελλοντικής κυβέρνησης υπό την ηγεσία της Meloni είναι πιο αβέβαιο από ό, τι η ηγεμονική λάμψη της δεξιάς στην ιταλική κοινωνία.
Αντιστοιχεί με την εξαγγελθείσα εσωτερική κατάρρευση του αντίπαλου στρατοπέδου, όπου η πολιτική και πολιτισμική ήττα είναι ακόμη πιο τρανταχτή από την αριθμητική. Είναι γνωστές οι ευθύνες του γραμματέα του Δημοκρατικού Κόμματος στη διεξαγωγή του παιχνιδιού.
Στο να ακυρωθεί ο ρόλος του κόμματος-οδηγού της κεντροαριστεράς –που το Δημοκρατικό κόμμα απέδιδε στον εαυτό του- συνέβαλαν: η υστερική ρήξη με τον Conte που κρίθηκε ένοχος προδοσίας απέναντι στον Draghi, οι παλινδρομήσεις μεταξύ της οικοδόμησης ενός αντιφασιστικού μετώπου (αλλά χωρίς τα 5 αστέρια) ή μιας προγραμματικής συμμαχίας (με τον Calenda, που αργότερα αποσύρθηκε), η καθυστερημένη στροφή προς μια κοινωνική πολιτική σε αντίθεση με τον σεβασμό που επεδείκνυε πριν προς την ατζέντα Draghi. Και πάνω απ’ όλα αυτά, η υποτίμηση των παγίδων ενός εκλογικού νόμου στα όρια της αντισυνταγματικότητας, που φτιάχτηκε επίτηδες για να επιβραβεύσει την ενότητα και να τιμωρήσει τις διασπάσεις.
Πρωτοφανής αποπροσανατολισμός
Όμως, όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις, χρησιμεύει ελάχιστα ή καθόλου η σταύρωση του ηγέτη της βάρδιας, ο οποίος έχει ήδη ανακοινώσει την πρόθεσή του να παραχωρήσει τη θέση του εντός ολίγου (ίσως σε μια γυναίκα, γιατί στην αριστερά ανατρέχουν στις γυναίκες μόνο όταν υπάρχουν θραύσματα για να συγκολληθούν και όχι όταν το παιχνίδι μπορεί να κερδηθεί).
Προφανώς το πρόβλημα δεν είναι ο Letta ή μόνο ο Letta, αλλά η ανεπανόρθωτα αντιφατική και μη αναμορφώσιμη φύση ενός κόμματος γενετικά μετέωρου μεταξύ της αποκήρυξης της αριστεράς και της προσκόλλησης στο νεοφιλελεύθερο δόγμα, ενός κόμματος προσκολλημένου στη λειτουργία της κυβέρνησης και του «πυλώνα του συστήματος» ως τους μόνους λόγους της ύπαρξής του. Προσφάτως κατέληξε να γίνει ο εγγυητής ενός άκριτου αγγλοαμερικανικού ατλαντισμού, αφού υπήρξε για δεκαετίες ο εγγυητής ενός άκριτου γερμανικού ευρωπαϊσμού.
Ούτε οι ευθύνες για τη σημερινή ερημοποίηση πρέπει να βαρύνουν μόνο το Δημοκρατικό Κόμμα. Η ριζοσπαστική αριστερά δεν έχει δείξει καλύτερα δείγματα, με την απόφαση της Sinistra italiana (Ιταλική Αριστερά) να επιστρέψει για να συνάψει μια σχεδόν αφύσικη συμμαχία με το Δημοκρατικό Κόμμα δεδομένων των διαφορετικών αρχικών θέσεων για τον πόλεμο στην Ουκρανία και με μια ακόμη κίνηση ματ για τον ευρύτερο πολιτικό χώρο που συσπειρώθηκε στην Unione popolare (Λαϊκή Ένωση).
Το αποτέλεσμα ήταν ένας άνευ προηγουμένου αποπροσανατολισμός του εκλογικού σώματος της αριστεράς, το οποίο εν μέρει -και ίσως obtorto collo (απρόθυμα) βρήκε στο κίνημα των 5 αστεριών ένα ανάχωμα για να στείλει δύο μηνύματα σε ένα μπουκάλι: την επείγουσα ανάγκη να ξαναβρεί η αριστερά τη ρίζα της στα λαϊκά στρώματα, και την επείγουσα ανάγκη να συγκρατηθεί ο ατλαντισμός με μερικά – αρκετά εύλογα- ερωτήματα σχετικά με τις πολιτικές και γεωπολιτικές προοπτικές του συνεχιζόμενου πολέμου.
Το κόμμα του Conte επωφελήθηκε από αυτό. Ωστόσο, μένει να δούμε αν ήταν όντως το σωστό φύλλο γι αυτό το διπλό στοίχημα, πέρα από την ικανότητα που επέδειξε ο αρχηγός του διαψεύδοντας με ένα ποσοστό 15% (παρόλο που ήταν το μισό σε σύγκριση με το exploit του 2018) τις προβλέψεις που έλεγαν ότι το κίνημα των πέντε αστεριών ήταν νεκρό.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να συγκεφαλαιώσουμε αυτό το γεγονός με την επικρατούσα διάγνωση ότι η επιτυχία οφείλεται, ειδικά στο νότο, στην παροχολογία που επικεντρώνεται αποκλειστικά στην υπεράσπιση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Στην εκλογική ανάκαμψη του κόμματος των 5 αστεριών μέτρησε η δημοτικότητα που απέκτησε ο Conte στην πρώτη φάση της κυβέρνησης της πανδημίας, η οποία προφανώς δεν υποσκελίστηκε εντελώς από την αγιογραφική μυθογραφία της επόμενης κυβέρνησης του Μάριο Ντράγκι.
Που σημαίνει επίσης κάτι το οποίο η μέινστριμ πληροφόρηση δεν θέλει να ακούσει, γιατί, την εποχή της ορκωμοσίας της κυβέρνησης Draghi, ήταν απασχολημένη με το να γιορτάζει την «αρχειοθέτηση των λαϊκισμών» μέσω της τεχνοκρατικής κυβέρνησης. Η ψηφοφορία της Κυριακής λέει το ακριβώς αντίθετο, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα ότι η τεχνοκρατία και ο λαϊκισμός αλληλοτροφοδοτούνται όντας οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Φυσικά, κάτι ουσιαστικό έχει αλλάξει από το 2013: τότε το τέλος της τεχνοκρατικής κυβέρνησης του Mario Monti ενεργοποίησε τον λαϊκισμό του τύπου: «ούτε δεξιά ούτε αριστερά», ενός άμορφου κινήματος όπως το κίνημα των 5 αστέρων του Grillo και το δεξιό της ξενοφοβικής Lega του Matteo Salvini. Σήμερα το τέλος της κυβέρνησης Ντράγκι ανταμείβει ένα δεξιό κόμμα της αντιπολίτευσης όπως αυτό της Giorgia Meloni και ένα κίνημα που έγινε κόμμα, σαν αυτό του Conte, που μετακινήθηκε προς τα αριστερά και πέρασε στην αντιπολίτευση μετά από μια μακρά (και αμφιλεγόμενη) εμπειρία στην κυβέρνηση.
Κατά μία έννοια η εικόνα είναι πιο ξεκάθαρη, έτσι, όπως παντού στον κόσμο ξεκαθαρίζονται οι αποκλίνοντες προορισμοί των λαϊκισμών, είτε προς τον παραδοσιακό εθνικοπατριωτισμό της δεξιάς (εχθροί της παγκοσμιοποίησης) είτε προς μια ένεση λαϊκού οράματος το οποίο έχει χάσει η αριστερά.
Όμως η εναλλαγή τεχνοκρατίας και λαϊκισμού επιβεβαιώνεται ως ο πιο εμφανής, και μέχρι σήμερα ενεργός, δείκτης της κρίσης της ιταλικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ακόμα και οι πιο εξουθενωτικές κρίσεις, όμως, κάποια στιγμή τελειώνουν.
Είναι δύσκολο να στοιχηματίσει κανείς στο αν μια κοινοβουλευτική αριστερά μπορεί, από τη δική της ήττα, να αντλήσει ενέργεια για κάποια πιθανή παλιγγενεσία. Είναι πιο εύκολο να προβλέψουμε ότι η διέξοδος αναμένεται να υπάρξει στην αντιπαράθεση μεταξύ της αυστηροποίησης που θα προσπαθήσει να επιβάλλει η δεξιά κυβέρνηση σε μια χώρα στα πρόθυρα της κατάρρευσης και της κοινωνικής σύγκρουσης που θα ξεσπάσει.
*Αναφορά στην Πορεία προς τη Ρώμη (Marcia su Roma) που οργάνωσαν οι μελανοχίτωνες οπαδοί του Μουσολίνι από τις 22 ως τις 28 Οκτωβρίου 1922 και κατέληξε στην άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία, στην οποία παρέμεινε επί 21 χρόνια (ventennio fascista).
Πηγή: www.essenziale.it