in

Γαλλική Αποστολή

Γράφει ο Μίλτος Τόσκας

To “Ξενοδοχείο Grand Budapest” ήταν μία από τις πρώτες ταινίες που είδα και έμειναν τόσο βαθιά χαραγμένες μέσα μου. Δε θα τη ξεχάσω ποτέ, όπως και τον δημιουργό της Γουές Άντερσον (υποψήφιο επτά φορές για OSCAR). Χθες βράδυ παρακολούθησα το δέκατό του έργο που αποτελεί κατά την ταπεινή μου άποψη αυτό που σφραγίζει την τεράστια φιλμογραφία του. Κάτι σαν το “Roma” για τον Κουαρόν, κάτι σαν το “J΄accuse” για τον Πολάνσκι, κάτι σαν τον “Ιρλανδό” για τον Σκορσέζε. Πρεμιέρα στις Κάννες και ταξίδι σε ολόκληρο τον κόσμο. Ξεχωριστή σημασία έχει και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αμελήσουμε την αφιέρωση στο φινάλε.

Πρόκειται για ένα σύνθετο εγχείρημα που απλώνεται σε πολλαπλές διαστάσεις. Ένα γράμμα ταυτόχρονα στη δημοσιογραφία και το ίδιο το σινεμά. Μία σύνθετη πραγματικότητα που ξετυλίγεται στα μάτια του θεατή μέσα από τέσσερις βινιέτες και έναν σπαρακτικό επίλογο (νεκρολογία). Από την μία αντιλαμβάνεσαι το χιούμορ και την ευφυία του δημιουργού, από την άλλη ακροβατείς καθώς δεν πρέπει να χάσεις ούτε δευτερόλεπτο δράσης. Στην περίπτωσή μας ρηχή προσέγγιση δε χωράει. Δεν είναι για όλους ξεκάθαρα. Πρώτιστα είναι μία ταινία που σίγουρα αρέσει στον ίδιο τον Άντερσον, τα έχει καλά με τον εαυτό του κι αυτό βγαίνει σε κάθε σκηνή.

Ερχόμαστε αντιμέτωποι με υψηλής μορφής Τέχνη, δίχως υπερβολή μιλάμε για “αρχιτεκτονική”. Κάδρα προσώπων, πορτραίτα ηρώων. Ένα παιχνίδι μεταξύ μίας πλήρους παλέτας χρωμάτων κι ενός μελαγχολικού ασπρόμαυρου. Το “New Yorker” γίνεται η αφορμή για τη σύλληψη της μεγαλειώδους αυτής ιδέας. Δεν είναι λίγα τα οξύμωρα σχήματα που θα συναντήσεις, αν αποφασίσεις να παιδευτείς. Οι πρωταγωνιστές μιλάνε ταυτόχρονα ο ένας αγγλικά, ο άλλος γαλλικά κι όμως συνεννοούνται. Η μουσική καλύπτει κάθε ατέλεια. Κι υπάρχει αυτό το “no crying” που δεν αφήνει κανένα περιθώριο ευελιξίας σε εργαζομένους και θεατές αν βυθιστούν στο σύμπαν του “French Dispatch”.

Χωρίς να έχει απαραίτητα διδακτικό χαρακτήρα μας μαθαίνει πως πρέπει να διαβάζεται ένα περιοδικό ή μία εφημερίδα και αναπτύσσεται με αξιοσημείωτη ένταση. Ο Τεξανός σκηνοθέτης είναι αποφασισμένος να μη συμβιβαστεί με το ρεύμα της εποχής κι ας είναι μόλις 52 ετών. Η νωθρότητα κι η απάθεια (Ennui sur Βlase) κυριαρχούν. Έρχονται να συμπληρώσουν την απογοήτευση και την παραίτηση του σήμερα. Εδώ όμως δεν υπάρχει χώρος για μεμψιμοιρία, αντίθετα δίνεται το έναυσμα για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου με αξίες που ταξιδεύουν από γενιά σε γενιά.

Για τις επιλογές των ηθοποιών ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο. Έρχονται όμως όλοι τους (όσο μεγάλα ονόματα κι αν είναι) πιστοί να υπηρετήσουν το πλάνο του μαέστρου Άντερσον. Η τεράστια Φράνσις Μακντόρμαντ του Nomadland, ο Τιμοτέ Σαλαμέ (“ο ρόλος γράφτηκε μόνο γι΄αυτόν) που πρόσφατα είδαμε στο Dune, ο Ντελ Τόρο που για μένα κλέβει τις εντυπώσεις, η Τίλντα Σουίντον κι όλοι οι άλλοι σαν μία καλοκουρδισμένη μηχανή. Η “Γαλλική Αποστολή” παραμένει ζωντανή όσο οι ρομαντικοί εραστές του σινεμά παραμένουν ζωντανοί, ενεργοί και παραγωγικοί.

Δεν είναι δείγμα αδυναμίας να παραδεχθείς το μεγαλείου του δημιουργού, να υποκλιθείς, να αφεθείς και να ταξιδέψεις στον κόσμο του. Σε περικυκλώνει με μία δύναμη που όμοιά του πιθανώς να μην έχεις ξανανιώσει. Εκεί φαίνεται το μεγαλείο του Πολιτισμού. Γι΄αυτό ακριβώς οι τέχνες είναι κάτι όμορφο, ικανές να μας εξυψώσουν. Με αυτό το αίσθημα και μία ελαφριά συγκίνηση αποχωρείς από την αίθουσα. Δε θέλεις να σβήσει ούτε η δημοσιογραφία κι ο πάλαι ποτέ κραταιός τύπος και φυσικά δε θέλεις να σβήσει σε καμία περίπτωση ο ίδιος κινηματογράφος – με τη σημερινή μορφή του – που είναι η ζωή σου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αναπηρία μετά από τροχαίο στην εξαθλιωμένη Ελλάδα

Αγωγή κατά του alterthess: Ερώτηση βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τα φαινόμενα απειλούμενης ελευθεροτυπίας στην χώρα μας