Tων Ν. Κουλούρη και Δ. Κόρου*
Μετά από μια παρατεταμένη περίοδο επιδείνωσης των όρων λειτουργίας των φυλακών, που αναγνωρίζεται και καταγγέλλεται από τους κρατουμένους, οργανώσεις και πολιτικούς – κοινωνικούς σχηματισμούς υπεράσπισης των δικαιωμάτων [τους] και από τους ίδιους τους θεσμικούς στυλοβάτες της ποινικής καταστολής και τους μηχανισμούς παρακολούθησης του «σωφρονιστικού συστήματος», η αέναη ένταση που το χαρακτηρίζει έφθασε σε οριακό σημείο. Οι στερήσεις και οι περιορισμοί στο όνομα της ασφάλειας, από τη μια πλευρά, και οι παροχές και τα δικαιώματα στο όνομα της νομιμότητας και της κοινωνικής επανένταξης, από την άλλη, έδωσαν μία ακόμη μάχη, που αποδείχθηκε άνιση: η «άγρια» φύση της φυλακής επικράτησε της «πολιτισμένης» εκδοχής της και επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά.
Η αποθέωση της ασφάλειας
Ενώ «το ευνομούμενο σωφρονιστικό σύστημα, στο οποίο θεωρητικά αποβλέπει ο νόμος, έχει δώσει τη θέση του στην πρακτική της απλής “αποθήκευσης κρατουμένων”» (Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων, δημόσια δήλωση σχετικά με την Ελλάδα, 15.3.2011), το υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επικαλείται α) ποσοτικές και ποιοτικές μεταβολές της εγκληματικότητας «με εγγενή βιαιότητα και διάχυτη επικινδυνότητα» που επηρεάζει και αντανακλά τόσο στον αριθμό του έγκλειστου πληθυσμού τόσο και στα ποιοτικά του χαρακτηριστικά» και β) «επιδρομικές επιθέσεις κατά καταστημάτων κράτησης προκειμένου να αποδράσουν κρατούμενοι ιδιαίτερα επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια».
Ενώ η κατάσταση των φυλακών περιγράφεται με όρους «σωφρονιστικής έκρηξης» για την οποία «χρειάζεται μεσοπρόθεσμη συγκροτημένη ποινική και σωφρονιστική πολιτική με βάση το τρίπτυχο: λιγότεροι κρατούμενοι, μικρότερος χρόνος εγκλεισμού, ειδική μέριμνα για εξαιρετικές περιπτώσεις» (Συνήγορος του Πολίτη, Ετήσια Έκθεση 2013, σελ. 69), το ΥΔΔΑΔ αδιαφορεί για την άμβλυνση των απαράδεκτων και παράνομων συνθηκών κράτησης, που ισοδυναμούν με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Δεν αρκείται, όμως, σ’ αυτό: εκμεταλλεύεται ηθικούς πανικούς που καλλιεργήθηκαν από διάφορες παράνομες, ορισμένες φορές βίαιες, ενέργειες κρατουμένων που προκάλεσαν αντίποινα από την πλευρά του κράτους και εκδηλώσεις αυτοδικίας από την πλευρά του προσωπικού των φυλακών και επιτυγχάνει την ψήφιση σχεδίου νόμου για την ίδρυση καταστημάτων κράτησης «υψίστης ασφαλείας» (τύπου Γ). Οι ενέργειες αυτές δεν προβλημάτισαν ως εκδηλώσεις απεγνωσμένης αντίδρασης στα αδιέξοδα του εγκλεισμού. Αντιθέτως, έγιναν επιχειρήματα για την αποθέωση της ασφάλειας.
Συγκαλυμμένη θανατική ποινή
Οι βασικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου αρχικά αφορούσαν τις προϋποθέσεις και τις κατηγορίες των κρατουμένων που θα εγκλείονται στα καταστήματα τύπου Γ βάσει του ποινικού ή του πειθαρχικού ιστορικού τους, τις δυνατότητες των κρατουμένων να προσφύγουν κατά της τοποθέτησής τους (αλλά και του ίδιου του υπουργού, ο οποίος ανάγεται σε διάδικο, με αρμοδιότητες και δικαιώματα που θίγουν την αρχή της διάκρισης των εξουσιών), τον ελάχιστο χρόνο παραμονής των κρατουμένων στα καταστήματα αυτά και τις απεριόριστες παρατάσεις του, τη φρούρησή τους από ειδική υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας με εκτεταμένη επιχειρησιακή ευχέρεια και ως προς τη χρήση όπλων, την κατάργηση των αδειών και της ημιελεύθερης διαβίωσης (που ούτως ή άλλως ως θεσμός παραμένει σχεδόν ανενεργός), τον αποκλεισμό από την εργασία με υπολογισμό πλασματικού χρόνου έκτισης ποινής και τις αυστηρότερες (και αναδρομικά, παρά τη συνταγματική απαγόρευση) προϋποθέσεις χορήγησης απόλυσης υπό όρους.
Το νομοσχέδιο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις επιστημονικών φορέων, κοινωνικών οργανώσεων και κομμάτων. Κυρίως όμως συνάντησε την αντίδραση των κρατουμένων, οι οποίοι επί 9 ημέρες διεξήγαν μαζικά απεργία πείνας, ζητώντας να μην ψηφιστεί ένας νόμος ο οποίος θα έβαζε ταφόπλακα στα δικαιώματά τους, τα οποία ήδη είναι ιδιαίτερα κακοποιημένα στην ελληνική σωφρονιστική δυστοπία, και θα ισοδυναμούσε, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, με συγκαλυμμένη θανατική ποινή.
Επιλεκτική εξουδετέρωση κρατουμένων
Κατά την επεξεργασία και κατά πλειοψηφία ψήφιση του νομοσχεδίου στο θερινό τμήμα της Βουλής, έγιναν αρκετές τροποποιήσεις, με τις οποίες επιχειρήθηκε να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις. Έτσι, περιορίστηκε ο κύκλος των επιλέξιμων για καταστήματα τύπου Γ΄ κρατουμένων και μειώθηκαν τα κατώτατα όρια παραμονής τους σ’ αυτά. Αυτό έγινε με τη συνήθη –τουλάχιστον μετά το 2001- πρακτική, της επιλογής συγκεκριμένων ιδιαίτερα «απαξιολογούμενων» (κατά τις ευμετάβλητες διαθέσεις του νομοθέτη) πράξεων σε συνδυασμό με τη διάρκεια των ποινών που έχουν επιβληθεί γι’ αυτές. Πρόκειται για άλλη μια διεύρυνση των μέτρων δυσμενούς διακριτικής ποινικοσωφρονιστικής μεταχείρισης που βρίσκει πεδίο εφαρμογής συνήθως στις άδειες και την απόλυση υπό όρο, άρχισε με τους καταδίκους για εσχάτη προδοσία και συνεχίστηκε με τους «εμπόρους» ναρκωτικών, για να επεκταθεί στους δράστες ένοπλων ληστειών και τα μέλη εγκληματικών ή τρομοκρατικών οργανώσεων.
Οι αλλαγές που έγιναν δεν δείχνουν καμιά διαφοροποίηση της φιλοσοφίας του νομοθέτη. Ο νόμος (πλέον) για τις φυλακές τύπου Γ΄ εκφράζει αντιλήψεις επιλεκτικής εξουδετέρωσης των κρατουμένων που θεωρούνται επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια της χώρας, οι οποίοι θα ζουν υπό συνθήκες αδράνειας, ανισότιμης μεταχείρισης, βάναυσης πειθαρχικής κανονικοποίησης και με σοβαρό έλλειμμα επικοινωνίας με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Οι ρυθμίσεις του νόμου παραπέμπουν σε εποχές και πρακτικές κοινωνικής απομόνωσης και εξόντωσης των εχθρών του καθεστώτος. Με το εξαιρετικά περιοριστικό καθεστώς κράτησης που καθιερώνουν, δημιουργούν μια ακρωτηριασμένη σωφρονιστική νομοθεσία, απόσπασμα της ισχύουσας αλλά χωρίς τα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά της. Συνιστούν δηλαδή έναν «σωφρονιστικό εκτροχιασμό», μετατρέποντας το εξαιρετικό σε κανονικό και παράγοντας ένα σωφρονιστικό αντί-δίκαιο. Οι νέες φυλακές τύπου Γ΄ δεν είναι η απάντηση του κράτους στην εν εξελίξει απορρύθμιση του εγκαταλειμμένου σωφρονιστικού συστήματος, είναι η αποκάλυψη του εκδικητικού προσώπου της ποινικής καταστολής. Ως τέτοια, μόνο εντάσεις και συγκρούσεις μπορεί να προσθέσει στα σωρευμένα δεινά του εγκλεισμού για τους κρατουμένους, το προσωπικό των φυλακών και την κοινωνία.
* Ο Ν. Κουλούρης είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης, Δ.Π. Θράκης και ο Δ. Κόρος δικηγόρος και υποψήφιος διδάκτωρ στο ίδιο τμήμα.
Πηγή: Η εποχή