Αυστηροί νόμοι αλλά ανεπαρκείς υπηρεσίες, κερδοφόρα Μελετητικά Γραφεία και προσχηματικές Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, ακραίες παραβιάσεις και κοινωνικές συγκρούσεις… Με αφορμή το ξήλωμα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από τις πρόσφατες μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης, συνεχίζουμε το αφιέρωμα του alterthess στη διαδικασία της περιβαλλοντικής αδειοδότησης, προσπαθώντας να κατανοήσουμε την ουσία και τις συνέπειες των επερχόμενων αλλαγών.
Η περιβαλλοντική αδειοδότηση σήμερα
Μέχρι σήμερα, η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης για όλα τα έργα και τις δραστηριότητες στηρίζεται κυρίως στον Ν. 3010 του 2002, ο οποίος εναρμόνισε τον παλιότερο, και βασικό, νόμο για την προστασία της φύσης, τον 1650 του 1986, με τις σχετικές ευρωπαϊκές οδηγίες. Σύμφωνα με τους νόμους αυτούς, τα έργα και οι δραστηριότητες χωρίζονται (βλ. ΚΥΑ 15393 του 2002) σε κατηγορίες ανάλογα με τη σοβαρότητα των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων: έτσι πχ όλοι οι αυτοκινητόδρομοι, τα μεγάλα φράγματα ή τα λατομεία ανήκουν στην ανώτερη κατηγορία, ενώ τα κτήρια, τα ξενοδοχεία, τα καταστήματα, οι κτηνοτροφικές μονάδες κατατάσσονται ανάλογα με το μέγεθός τους. Για όλα τα έργα και τις δραστηριότητες απαιτείται η έγκριση από τις αρμόδιες αρχές όρων για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΠΟ). Μέσα από την έγκριση των Περιβαλλοντικών Όρων, η Διοίκηση -υποτίθεται ότι- επιβάλλει προϋποθέσεις και περιορισμούς για τη θέση, το μέγεθος ή τα τεχνικά χαρακτηριστικά κάθε μονάδας.
Για τα έργα με σοβαρότερες επιπτώσεις προβλέπεται μια διαδικασία «Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης» (ΠΠΕΑ). Έτσι, ο εργολάβος ή ο επενδυτής υποβάλλει μια Προμελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, όπου περιγράφει το έργο και τις πιθανές επιπτώσεις του, τεκμηριώνει την αναγκαιότητα του και συγκρίνει την προτεινόμενη εγκατάσταση με άλλες πιθανές εναλλακτικές λύσεις που θα υπηρετούσαν τον ίδιο σκοπό (πχ άλλες τοποθεσίες, διαφορετικές τεχνολογίες κοκ). Ανάμεσα στις εναλλακτικές λύσεις, η Προμελέτη εξετάζει υποχρεωτικά και τη μηδενική, δηλαδή τη διατήρηση της υφιστάμενης κατάστασης. Η Προμελέτη δημοσιοποιείται και στο στάδιο αυτό καλούνται να γνωμοδοτήσουν όλοι οι θεσμικοί φορείς, όπως οι Υπηρεσίες του Υπ. Περιβάλλοντος και οι ΟΤΑ. Η φάση αυτή όμως δίνει επίσης την ευκαιρία στην κοινωνία, τις κινήσεις πολιτών, τις οικολογικές οργανώσεις, να ενημερωθούν, να παρέμβουν, να ζητήσουν αλλαγές. Στη συνέχεια, αν το έργο λάβει την απόφαση Προέγκρισης, ο εργολάβος προχωρά στη σύνταξη της οριστικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) και με την υποβολή αυτής αιτείται και την οριστική απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων (ΕΠΟ).
Η αδυναμία (;) του κράτους…
Τυπικά, η παραπάνω διαδικασία μοιάζει επαρκέστατη. Στην πράξη όμως, τα μέτρα αυτά δεν κατάφεραν να εξασφαλίσουν μια ουσιαστική περιβαλλοντική προστασία. Το κακό ξεκινά από την εξάρτηση των μελετητών από τα χρήματα του εργολάβου. Οι Προμελέτες και οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων συντάσσονται από ιδιωτικά Μελετητικά Γραφεία τα οποία αμείβονται από τον εκάστοτε εργολάβο ή επενδυτή. Προφανώς λοιπόν οι Μελέτες τείνουν να γίνονται όσο το δυνατό φθηνότερες και πιο «υποστηρικτικές» για τον επενδυτή – και αγοραστή τους. Ο κανόνας αυτός συνεπάγεται μελέτες ανεπαρκέστατες επιστημονικά, καθώς αγνοούν οικολογικά στοιχεία της περιοχής, υποτιμούν συστηματικά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και εξετάζουν μόνο τυπικά τις εναλλακτικές λύσεις (και κυρίως τη μηδενική). Ολόκληρα τμήματα Μελετών είναι συνήθως copypasteαπό Μελέτες που έγιναν για άλλα έργα και περιοχές, σε τέτοιο βαθμό που συχνά διαβάζουμε και λάθος τοπωνύμια! Τα παραδείγματα είναι άπειρα. Μελέτες λχ για Υδροηλεκτρικά Έργα αγνοούν την παροχή του ποταμού που θέλουν να εκμεταλλευτούν ή αποκρύπτουν συνειδητά την ύπαρξη ψαριών.
Αυτά τα Μελετητικά Γραφεία συνιστούν μια ολόκληρη αγορά, με πάνω από 200 εταιρίες και κύκλο εργασιών της τάξης των 120 εκ. ευρώ ετησίως, πλήρως εξαρτημένη από το κατασκευαστικό κεφάλαιο. Στηρίζεται στην επισφαλή και κακοπληρωμένη εργασία χιλιάδων νέων επιστημόνων, οι οποίοι στη μεγάλη πλειοψηφία τους εργάζονται με μπλοκάκι και αμοιβή με το κομμάτι. Οι μεγαλύτερες, και πιο «δικτυωμένες» από αυτές, έχουν φυσικά αποκτήσει και τις άκρες τους μέσα στις αρμόδιες υπηρεσίες ελέγχου, προεξασφαλίζοντας έτσι το θετικό αποτέλεσμα. Με την ανάλογη χρέωση λοιπόν, τα Γραφεία λειτουργούν αυτά στην πράξη ως “onestopshop”, εκπληρώνοντας το όνειρο της κυβέρνησης!
Το μεγαλύτερο ωστόσο πρόβλημα εντοπίζεται στην καθολική ανεπάρκεια των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου Περιβάλλοντος και των Νομαρχιών (και πια Περιφερειών). Ελάχιστοι υπάλληλοι καλούνται να εγκρίνουν και να ελέγχουν χιλιάδες έργα, με τα αναμενόμενα αποτελέσματα: καθυστέρηση, επιφανειακός έλεγχος που συχνά συνεπάγεται στην πράξη προεξασφαλισμένη έγκριση. Μόνο για την κατασκευή Αιολικών Πάρκων και Μικρών Υδροηλεκτρικών Έργων, δυο κατηγορίες δραστηριοτήτων που παρά την επίσημη αναγνώρισή τους ως «πράσινες» φέρουν σημαντικές περιβαλλοντικές συνέπειες και ξεσηκώνουν συχνά έντονες κοινωνικές αντιπαραθέσεις, τα τελευταία τρία χρόνια κατατίθενται περίπου 30 αιτήσεις το μήνα! Ακόμα μεγαλύτερη είναι η αδυναμία επίβλεψης των έργων στην πράξη, ώστε να εξασφαλιστεί η τήρηση των όποιων Περιβαλλοντικών Όρων περιλαμβάνονται στις ΜΠΕ. Κάθε Νομαρχία διέθετε στην πράξη έναν ή δύο ελεγκτές περιβάλλοντος, οι οποίοι παρέμβαιναν μόνο μετά από εντατικές καταγγελίες, και χωρίς να διαθέτουν κιόλας ιδιαίτερα αποτελεσματικούς τρόπους για να επιβάλλουν τις κυρώσεις.
…και ο κοινωνικός έλεγχος
Έτσι, η μόνη πραγματική δυνατότητα ελέγχου στηρίζεται τόσα χρόνια στις παρεμβάσεις της κοινωνίας. Πολλές και σκληρές ήταν οι μάχες που δόθηκαν από τοπικές κινήσεις και οικολογικές οργανώσεις, γύρω από μεγάλα έργα και επενδύσεις που θα επέφεραν περιβαλλοντική –και μαζί κοινωνική- υποβάθμιση: από τα Σπάτα, τις πηγές της Αραβησσού, την εκτροπή του Αχελώου, την Εγνατία Οδό, τον Αθερινόλακκο, την Υποθαλάσσια, ως τα χρυσορυχεία της Χαλκιδικής, το Πάρκο Κύπρου και Πατησίων, την Κερατέα. Οι μάχες αυτές αποτέλεσαν το πραγματικό πεδίο του οικολογικού κινήματος, τον τόπο όπου το οικολογικό κίνημα παίρνει υλική μορφή και υπερασπίζεται άμεσα το δημόσιο έλεγχο των φυσικών πόρων, ενάντια στην ιδιοποίηση και εκμετάλλευσή τους. Κάποιες κερδίσθηκαν, πολλές χάθηκαν. Άλλωστε τα –εκάστοτε- κινήματα ή οργανώσεις είχαν απέναντί τους μεγαθήρια του κατασκευαστικού κεφαλαίου, εργολάβους και (ταυτόχρονα) ιδιοκτήτες ΜΜΕ, το ίδιο το κράτος και τις κυβερνήσεις, αλλά και την αγωνία άλλων κομματιών της κοινωνίας απέναντι στην ανεργία και τη διάλυση της παραγωγής.
Ωστόσο, πολλές φορές κατάφεραν να κερδίσουν και να ακυρώσουν (όπως την Υποθαλάσσια), να αναβάλλουν (όπως την εκτροπή του Αχελώου) ή να βελτιώσουν (όπως την Εγνατία) έργα, εκμεταλλευόμενα και τις δυνατότητες που έδινε η κείμενη περιβαλλοντική νομοθεσία. Ιδιαίτερα, το υποχρεωτικό στάδιο της προκαταρκτικής αξιολόγησης, έδινε το χρόνο και το περιθώριο για ενημέρωση, παρέμβαση, ακόμα και αξιοποίηση των δικαστικών δυνατοτήτων. Το διάσημο πια Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κλήθηκε να κρίνει πολλές τέτοιες περιπτώσεις και, αξιοποιώντας την ουσία της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, χάλασε πολλές φορές τα σχέδια των εργολάβων, σε σημείο που ο βουλευτής του ΛΑΟΣ Άδωνις Γεωργιάδης, τόσο πιστός κατά τα άλλα στους θεσμούς και τις αξίες του Έθνους, υπερασπιζόμενος το Εμπορικό Κέντρο του Βωβού στο Βοτανικό έφτασε στο σημείο να εκστομίσει την ιστορική μπαρούφα ότι αν στην αρχαιότητα υπήρχε ΣτΕ, δεν θα χτιζόταν ο Παρθενώνας!
Η τεκμαρτή άδεια
Στο καιρό του μνημονίου ωστόσο δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για τέτοιες «υποχωρήσεις»: κάθε επένδυση, ανεξαρτήτου περιβαλλοντικού και κοινωνικού κόστους, πρέπει να προχωρήσει πάση θυσία. Με την αιώνια δικαιολογία της «πάταξης της γραφειοκρατίας», η κυβέρνηση προχώρα στο ξήλωμα όλης της νομοθεσίας που ορίζει και ελέγχει τις προϋποθέσεις για μια επένδυση, ένα έργο ή μια παραγωγική δραστηριότητα, περιορίζοντας έτσι ασφυκτικά και τα εργαλεία, αλλά και τα χρονικά περιθώρια, για κοινωνικό έλεγχο. Το πρώτο βήμα έγινε με το διάσημο νόμο για το fasttrack (πρόσφατα δημοσιεύτηκε και σε ΦΕΚ ως Ν. 3894) για την επιτάχυνση των επενδύσεων. Πέρα από τις γενναίες φοροαπαλλαγές, τις κατοχικές σχεδόν εξουσίες που παρέχει στην νεοσύστατη «Επενδύστε στην Ελλάδα» Α.Ε. για απαλλοτριώσεις, παραχωρήσεις γης κοκ, η σημαντικότερη «καινοτομία» είναι η υιοθέτησης της αρχής της «τεκμαρτής άδειας»: αν η αρμόδια αρχή δεν προλάβει να κάνει όλους τους ελέγχους και να απαντήσει εντός της (περιορισμένης σε δυο μήνες) προθεσμίας σε μια αίτηση για επένδυση, η απόφαση θεωρείται αυτοδίκαια ως θετική.
Με τα τεράστια κενά που έχει ο ελεγκτικός μηχανισμός είναι προφανής ο κίνδυνος κάθε άδεια να γίνεται στην πράξη «τεκμαρτή»: είτε λόγω παρέλευσης της προθεσμίας, είτε λόγω υποβάθμισης της ουσίας του ελέγχου κάτω από την πίεση του ενδεχόμενου της λήξης και της αυτόματης έγκρισης (η οποία συνεπάγεται και πειθαρχικές ποινές για τους υπεύθυνους υπαλλήλους). Παρόλα αυτά, ήδη το Υπουργείο Ανάπτυξης ενσωματώνει το μέτρο αυτό στο δικό του νομοσχέδιο για την επιτάχυνση της αδειοδότησης των βιομηχανιών και όλων των δραστηριοτήτων που είναι στην αρμοδιότητά του.
Κατάργηση της πρώτης αξιολόγησης
Το δεύτερο καθοριστικό μέτρο που υιοθετείται επίσης από το Υπουργείο Ανάπτυξης, ενώ εξετάζεται και από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, είναι η κατάργηση της Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης. Η αλήθεια είναι ότι στην πράξη, το στάδιο αυτό δεν εξυπηρετεί σχεδόν ποτέ τον αρχικό του στόχο, δηλ. την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από τις ελεγκτικές αρχές και τη διατύπωση οδηγιών για την βελτίωση των περιβαλλοντικών όρων κατά τη σύνταξη της τελικής ΜΠΕ. Στην πράξη, η εξέταση των εναλλακτικών λύσεων γίνεται μόνο τυπικά και σπάνια οι οριστικές Μελέτες διαφέρουν ουσιαστικά από τις Προμελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων. Δίνει όμως την ευκαιρία για ενημέρωση του κοινού, αφού η Προμελέτη υποχρεωτικά δημοσιεύεται, ενώ η απόφαση ΠΠΕΑ αποτελεί και την πρώτη Διοικητική Πράξη κατά τη διαδικασία αδειοδότησης και ως τέτοια και δημοσιοποιείται και μπορεί να προσβληθεί δικαστικά. Έτσι, η αρχική αυτή φάση αξιολόγησης αποδεικνύεται συνήθως στην πράξη η πιο πρόσφορη για διαβουλεύσεις, γνωμοδοτήσεις φορέων, αλλά και κινητοποιήσεις, δίκες κοκ., οι οποίες έχουν ακόμα το περιθώριο να καθορίσουν τουλάχιστον το περιεχόμενο της τελικής έγκρισης των Περιβαλλοντικών Όρων. Πίσω λοιπόν από την κατάργηση της ΠΠΕΑ, δεν κρύβεται το περιώνυμο «χτύπημα της γραφειοκρατίας» αλλά ο ασφυκτικός περιορισμός του κοινωνικού ελέγχου.
Αυτή η απλή κατάργηση της ΠΠΕΑ αποτελεί για το Μιχάλη Χρυσοχοΐδη τη «σημαντική καινοτομία» του νέου νομοσχεδίου του, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση. Δεν περιορίζεται όμως μόνο σε αυτήν: σύμφωνα με το σχέδιο νόμου για την έκδοση της άδειας αρκεί πια να φέρει ο επενδυτής μια «Υπεύθυνη Δήλωση» ότι όλα τα χαρτιά είναι εντάξει, ενώ ο έλεγχος θα γίνεται μόνο εκ των υστέρων. Επίσης, για τις δραστηριότητες μικρότερης όχλησης (Β΄κατ.), στις οποίες όμως περιλαμβάνονται όλες σχεδόν οι βιομηχανίες ως ένα ορισμένο μέγεθος, καταργεί όλη τη διακριτή διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ενσωματώνοντας την έγκριση των Περιβαλλοντικών Όρων στην κανονική άδεια λειτουργίας.
Οι «επιφυλάξεις» του ΥΠΕΚΑ
Η ηγεσία του ΥΠΕΚΑ από την άλλη, εμφανίζεται καταρχάς πιο επιφυλακτική: αφενός συζητά και αυτή την κατάργηση της ΠΠΕΑ, αφετέρου αναζητά την υποκατάστασή της από κάποια διαδικασία «διαβούλευσης» πριν την έκδοση της οριστικής ΜΠΕ και την τελική έγκριση. Μια διαβούλευση ωστόσο που θα γίνεται στον αέρα, αφού δεν θα υπάρχει Προμελέτη με σαφείς προδιαγραφές η οποία τίθεται υπό αξιολόγηση και έγκριση. Από την άλλη, εξετάζει επίσης τη διατήρηση της Προκαταρκτικής φάσης, με τον όρο ότι η προέγκριση σε αυτό το στάδιο θα είναι αρκετή για να θεωρείται το έργο αδειοδοτημένο. Ουσιαστικά έτσι καταργείται πάλι η διάκριση μεταξύ προκαταρκτικής και τελικής μελέτης και συνεπώς αναιρείται ο ρόλος της πρώτης φάσης, με τις ίδιες ακριβώς συνέπειες που αναφέρθηκαν και παραπάνω.
Κατά τα άλλα, η μεταρρύθμιση του ΥΠΕΚΑ φαίνεται ότι προσανατολίζεται κυρίως στην τυπική απένταξη μιας μεγάλης ομάδας έργων και δραστηριοτήτων από τις υψηλότερες κατηγορίες, ώστε να μειωθεί αυτόματα η ανάγκη για ελέγχους. Η αλλαγή αυτή θα συνδυαστεί πιθανά με έναν μηχανισμό «γρήγορης απένταξης» συγκεκριμένων έργων και δραστηριοτήτων και στο μέλλον, ο οποίος θα ανοίξει το παράθυρο για «ονομαστικές» απεντάξεις και άρα απαλλαγές από τους περιβαλλοντικούς όρους. Εξετάζει επίσης και άλλους τρόπους διευκόλυνσης των επενδυτών και των εργολάβων, όπως μέσα από την απαλλαγή ελέγχων για τροποποιήσεις και ανανεώσεις εκδιδομένων αδειών. Φυσικά, τίποτα δεν προβλέπεται για την ουσιαστική ενίσχυση σε ανθρώπους και πόρους των υπηρεσιών που έχουν αναλάβει να κάνουν όλους αυτούς τους ελέγχους και των οποίων η ανεπάρκεια προκαλεί τις μεγάλες καθυστερήσεις.
Αντίθετα, υπάρχουν σκέψεις για ανάθεση μέρους της διαδικασία αξιολόγησης σε ιδιωτικές εταιρίες. Αυτή η ρύθμιση, πέρα από το προφανές οικονομικό κόστος, θα ανοίξει νέους δρόμους διαπλοκής, ειδικά αν λάβουμε υπόψη την εμπειρία από τη σύνταξη των ΜΠΕ από τα ιδιωτικά Μελετητικά Γραφεία. Ο περιβαλλοντικός έλεγχος θα εκχωρηθεί έτσι και αυτός στην ελεύθερη αγορά, επαφιόμενος στην «ικανότητα αυτορρύθμισής της» και απελευθερωμένος από τις κοινωνικές πιέσεις. Όλες αυτές οι προτάσεις αναφέρονται στο σχετικό σημείωμα της ENVECO (η οποία σίγουρα θα ενδιαφέρεται σφόδρα για αυτή τη λύση του outsourcing), της Μελετητικής Εταιρίας που ανέλαβε από το ΥΠΕΧΩΔΕ την προετοιμασία του Νομοσχεδίου. Το –σύνηθες- κερασάκι σε όλα αυτά είναι οι γενικές αναφορές στην ανάγκη «ευρύτερης κοινωνικής συμμετοχής», χωρίς ωστόσο καμιά συγκεκριμένη αναφορά για το πώς αυτή θα εξασφαλισθεί μέσα από αυτές τις διαδικασίες εξπρές και, ακόμα περισσότερο, χωρίς καμιά πρόβλεψη για το πώς τα αποτελέσματα της οποίας διαβούλευσης θα ενσωματώνονται στην αξιολόγηση των αρμόδιων αρχών.
Δεν πειράζει. Αφού δεν μπορούμε να έχουμε ούτε θεσμικό ούτε κοινωνικό έλεγχο, ας έχουμε τουλάχιστον άπλετη «ανοιχτή διαβούλευση», απεριόριστη «συμμετοχική δημοκρατία», ελεύθερη «πρόσβαση στην περιβαλλοντική πληροφορία με αξιοποίηση του Διαδικτύου» κοκ. Όλα αυτά, τζάμπα είναι.