in

Φασισμός και γήπεδο. Του Σωτήρη Λαπιέρη

Φασισμός και γήπεδο. Του Σωτήρη Λαπιέρη

Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης που έκανε ο Σωτήρης Λαπιέρης εκ μέρους της Αντιφασιστικής Πρωτοβουλίας νέων Χαλανδρίου «Σβήστε τους», σε ομότιτλη εκδήλωση, στο πλαίσιο του 2μερου Αντιφασιστικού Φεστιβάλ στο Χαλάνδρι. Το Φεστιβάλ συνδιοργάνωσαν η Αντιφασιστική Πρωτοβουλία Νέων Χαλανδρίου «Σβήστε τους» και η Κατάληψη Πραπόπουλου, στις 28 και 29 Ιουνίου. Πολλές από τις σκέψεις του κειμένου (ειδικά για την παρέμβαση στο γήπεδο) δεν θα μπορούσαν να είχαν διαμορφωθεί χωρίς τη συμβολή μέσα από κουβέντες (αλλά και την πράξη) αντιφασιστών οπαδών του Παναθηναϊκού.

Γιατί έχει νόημα να μιλάμε για το φασισμό στο γήπεδο

Σίγουρα μια κουβέντα με θέμα «Φασισμός και Γήπεδο» θα δημιουργεί ερωτήματα, τόσο για τους λόγους τους οποίους γίνεται, όσο και για τους στόχους τους οποίους θέτει. Ο στόχος μας είναι να αναλυθεί μια σχέση η οποία δεν έχει απασχολήσει και ιδιαίτερα, παρά την έκταση που έχει πάρει, και στη συνέχεια να δοθούν τα πρώτα ερεθίσματα για μια κουβέντα γύρω από την αντιφασιστική πάλη στην κερκίδα. Εξάλλου, και δυστυχώς για τις αντιφασιστικές δυνάμεις αλλά και τους μεμονωμένους αντιφασίστες/αντιφασίστριες, η αντιφασιστική πάλη δεν διεξάγεται μόνο εκεί που θέλεις, αλλά εκεί που είναι ο φασισμός. Και σίγουρα, η υπέρβαση του ελιτισμού, της απόρριψης και της αποστροφής προς το γήπεδο πρέπει να αποτελέσουν ένα πρώτο βήμα για την δυνατότητα των αντιφασιστικών δυνάμεων (Αριστερά, αναρχία κλπ), να συμβάλουν και σε αυτό τον μαζικό κοινωνικό χώρο, με αντίληψη των χαρακτηριστικών και των ορίων του.

Η ελληνική Αριστερά και το γήπεδο ως πεδίο ανάλυσης και δράσης

Εξαιρουμένων μερικών αξιόλογων εγχειρημάτων, οι προσεγγίσεις του γηπέδου από πλευράς δυνάμεων του κινήματος, είναι μηδαμινές [1]. Και όταν αυτές εμφανίζονται γίνονται κυρίως υπό το πρίσμα της απαξίωσης («το όπιο του λαού»), της δαιμονοποίησης (της χουλιγκάνικης βίας) ή της στείρας καταδίκης της εμπορευματοποίησης του αθλητισμού.

Μια σχετική άνθιση των αναλύσεων γύρω από τον αθλητισμό και το γήπεδο παρουσιάστηκε στην Ελλάδα την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Ακόμα και τότε, τα γραπτά περισσότερο καταπιάνονταν με ιδεολογικές λειτουργίες του «Ολυμπιακού Ιδανικού», της βιομηχανίας των αποτελεσμάτων (ντόπα) και της αξιοποίησης των Ολυμπιακών Αγώνων ως νέο πεδίο συσσώρευσης και κερδοφορίας για το κατασκευαστικό κεφάλαιο ή/και αντίστροφης αναδιανομής εισοδήματος μέσα από τα Ολυμπιακά έργα. Ακόμα και αυτή η άνθιση λοιπόν, παρέμεινε σε μια «εξωτερική κριτική»» των «στρεβλώσεων του εμπορευματοποιημένου αθλητισμού» κι σχεδόν ποτέ δεν καταπιάστηκε με κομμάτια του αθλητισμού όπως αυτό της κερκίδας και των οπαδών.

Αυτό σε μεγάλο βαθμό συνδέεται και με την απουσία οποιασδήποτε οργανικής σύνδεσης της Αριστεράς με τα κοινωνικά κομμάτια που κατεξοχήν έχουν παρουσία στο γήπεδο: η άνεργη νεολαία, οι ελαστικά/μαύρα εργαζόμενοι μικρότερης ηλικίας (μέχρι 35 περίπου χρονών), η νεολαία της δευτεροβάθμιας-μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Η σύνδεση με την μικροαστική διανόηση καθόρισε και τον τρόπο που προσέγγιζε τον αθλητισμό και την κερκίδα, καθώς οι όποιες προσεγγίσεις προέρχονταν από αυτές τις ταξικές «οπτικές»: δημοσιογράφους, πανεπιστημιακούς και συλλογικές επεξεργασίες κομμάτων/οργανώσεων (με τον ιδιαίτερο ρόλο που κατείχαν, ως αριστερή κριτική του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβιβασμού). Ακόμα και για το ΚΚΕ, που κατεξοχήν διαθέτει μεγαλύτερη σύνδεση με κομμάτια της εργατικής τάξης (προφανώς όχι στο βαθμό που το ίδιο μυθοποιημένα προβάλλει ή η υπόλοιπη αριστερά αντιλαμβάνεται), η προσέγγισή του προσδιοριζόταν είτε από την στρεβλωμένη οικονομίστικη αντίληψή του για το μαρξισμό (όπου ο αθλητισμός αποτελεί αποκλειστικά πεδίο κερδοφορίας), είτε από κοινωνικά συντηρητικές θέσεις που διαπερνούν τη λογική του (άθληση=αποκλειστικά και μόνο αντίδοτο στα ναρκωτικά, χουλιγκανισμός=διατάραξη της κοινωνικής ομαλότητας, κλπ.).

Ο μοναδικός χώρος που προσπάθησε με σχετικά πιο συστηματικό τρόπο, να ασχοληθεί με το θέμα, ήταν η αναρχία, και λόγω της ιδιαίτερης αντίληψης της για το «εξεγερσιακό υποκείμενο», αλλά και με την κατ’ εξοχήν «προτίμηση» της σε δευτερεύουσες όψεις του κοινωνικού ανταγωνισμού, ειδικά όταν σε αυτές εμπλέκεται η κρατική καταστολή. Αυτά όμως τα δομικά χαρακτηριστικά του αναρχικού χώρου, που τον ωθούν στην ενασχόληση με το γήπεδο, αποτελούν και τα όρια της ανάλυσης και της παρέμβασης του σε αυτό το πεδίο.

Συνεπώς, απουσιάζουν ενδογενείς αναλύσεις, οι οποίες να «βλέπουν» το γήπεδο, ως αυτό που πραγματικά είναι: ένας μαζικός κοινωνικός χώρος, στο εσωτερικό του οποίου αντανακλώνται οι εξελίξεις της ταξικής πάλης και τα χαρακτηριστικά των εμπλεκόμενων με αυτόν, αποτελούν ταξικό διακύβευμα.

Κάποιες αρχικές παρατηρήσεις για το ρόλο του αθλητισμού

Προσπαθώντας να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, αρχικά θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το σύγχρονο ρόλο του αθλητισμού.

Μακριά από μια λογική που χαρακτηρίζει τον αθλητισμό αποκλειστικά ως βιομηχανία, ή τον περιορίζει στα πλαίσια της κοινωνίας του θεάματος, ο αθλητισμός στο παρόν κείμενο προσεγγίζεται ως Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους. Έχει ενδιαφέρον, βέβαια, να εξεταστεί αν ο αθλητισμός έχει αυτοτέλεια ως ΙΜΚ, ή αν αποτελεί τμήμα του πολιτιστικού ΙΜΚ (που μάλλον σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί, αν και είναι ένα θέμα με το οποίο δεν μπορεί να καταπιαστεί το παρόν κείμενο). Παρ’ όλα αυτά, σε οποιαδήποτε από τις δυο περιπτώσεις, ο αθλητισμός έχει τα ιδιαίτερα δικά του χαρακτηριστικά, από τη στιγμή που εμπλέκει τα υποκείμενα σε ειδικές πρακτικές και ειδικό τελετουργικό. Ως τέτοιος μηχανισμός, ο αθλητισμός αναπαράγει την ιδεολογία των κυρίαρχων τάξεων, μέσα από συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές.

Αρχικά, σε ένα πρώτο επίπεδο πρέπει να διακρίνουμε τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους επιδρά ο επαγγελματίας αθλητής σε σχέση με τον ερασιτέχνη, ο τηλεθεατής σε σχέση με τον οπαδό, και τέλος, ο αθλούμενος εκτός της οργανωμένης άθλησης.

Υπάρχουν όμως στοιχεία που αποτελούν βασικά «συστατικά» του αθλητισμού, ανεξάρτητα από την άμεση ή έμμεση εμπλοκή σε αυτόν. Αυτά τα χαρακτηριστικά πρέπει να τα εξετάσουμε στη βάση της πραγματικής λειτουργίας που επιτελούν, και όχι με βάση το πώς προβάλλεται ο ρόλος τους ή πως λειτουργούσαν σε παλιότερες εποχές.

Ένα από τα στοιχεία στα οποία βασίζεται ο σύγχρονος αθλητισμός, είναι ο πρωταθλητισμός. Δηλαδή η επιδίωξη της διάκρισης μέσα από τον ανταγωνισμό με άλλους αθλητές. Αν και το συγκεκριμένο φαίνεται αρκετά αθώο, παρ’ όλα αυτά, τα φαινόμενα ντοπαρίσματος (κι όχι μόνο σε «υψηλό επίπεδο) αναδεικνύουν τον πυρήνα των χαρακτηριστικών αυτής της αντίληψης: η «πρωτιά» με κάθε κόστος ως αυτοσκοπός, πέρα και έξω από κάθε λογική περί «χαράς του παιχνιδιού». Ο ανταγωνισμός στον αθλητισμό δεν αποτελεί παρά αντανάκλαση, ανατροφοδότηση, αλλά και νομιμοποίηση του ανταγωνισμού που καλλιεργείται στην κοινωνία σε όλα τα επίπεδα.

Επιπλέον η λογική της ανάπτυξης του σώματος συνδέεται πολλές φορές με τρομερά συντηρητικές αντιλήψεις, που φτάνουν στο όριο του φυλετισμού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα φασιστικά καθεστώτα κατεξοχήν προωθούσαν το πρότυπο του γυμνασμένου πατριώτη, σε αντίθεση με τους εχθρούς της πατρίδας (εσωτερικούς και εξωτερικούς), στο πλαίσιο της ανωτερότητας της φυλής. Ακόμα και η δικτατορία στην Ελλάδα προσπάθησε, με τις γιορτές που διοργάνωνε, να αναδείξει μέσω του αθλητισμού αυτό το πρότυπο. Επίσης δεν είναι καθόλου τυχαίος ο τρόπος που προωθείται σήμερα από τη Χρυσή Αυγή το πρότυπο «νους (εθνικά) υγιής εν σώματι υγιή». Τέλος η ίδια η λογική αυτή όσον αφορά το σώμα αποτελεί και βασικό στοιχείο νομιμοποίησης της περιθωριοποίησης όσων δεν μπορούν να ανταποκριθούν έστω και στοιχειωδώς στο πρότυπο της σωματικής υγείας, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τα άτομα με αναπηρία, τα οποία εντάσσονται (όταν και όπως αυτό γίνεται) στον κοινωνικό ιστό, μόνο λόγω της «κοινωνικής ευαισθησίας», όντας «άχρηστοι» για το παραγωγικό σύστημα, ως μη δυνάμενοι να εργαστούν και να «προσφέρουν».

Παράλληλα, αναπαράγει την πατριαρχική δομή της κοινωνίας και τον σεξισμό, μέσα και από την ίδια την άθληση αλλά και την παρακολούθηση του αθλήματος. Ο επιτυχημένος αθλητής είναι αυτός που έχει «τσαμπουκά», που είναι «άνδρας» στο γήπεδο (ειδικά για τα ομαδικά αθλήματα, που υπάρχει σωματική επαφή, που είναι και τα πιο μαζικά -ποδόσφαιρο, μπάσκετ) κλπ. Κατ’ αντιστοιχία συγκροτείται και η κερκίδα απέναντι στους αντίπαλους φιλάθλους, οι οποίοι είναι «κότες», «λαγοί», «φλώροι», «πούστηδες» κλπ.

Τελευταίο στοιχείο που αφορά τις αντιλήψεις που αναπαράγονται από την αθλητική πρακτική καθαυτή, πέραν των προεκτάσεών της, αποτελεί η λογική της αξιοκρατίας. Η αντίληψη περί των αγαθών που «κόποις κτώνται», δηλαδή ότι «οι ευκαιρίες είναι εκεί και περιμένουν από τους άξιους να τις αρπάξουν», αναπαράγεται συστηματικά, μέσω του αθλητισμού. Μια τέτοια αντίληψη, αποκρύπτει ότι σε μια κοινωνία όπου αναπαράγεται η ανισότητα, δεν υπάρχουν «ίσες ευκαιρίες», αλλά παράλληλα νομιμοποιεί το γεγονός ότι οι διαφορετικές «πορείες» του καθενός στη ζωή, δεν αποτελούν προϊόν της ατομικής προσπάθειας, αλλά της δυνατότητας να υιοθετεί και να πειθαρχεί στις νόρμες και στις συμπεριφορές που αναπαράγουν τα χαρακτηριστικά της υπάρχουσας κοινωνίας.

Όλα αυτά, όμως αφορούν τους εμπλεκόμενους με την αθλητική πρακτική, ή το πολύ-πολύ τους θεατές του αθλητισμού.
Στις κερκίδες, από την άλλη, τα χαρακτηριστικά και οι αντιλήψεις που αναπαράγονται διαφέρουν. Αν και σε παλαιότερες εποχές η ταύτιση των ομάδων με τις περιοχές που βρίσκονται, και άρα τα κοινωνικά-ταξικά χαρακτηριστικά των περιοχών αυτών, αποτελούσε μια πραγματικότητα που καθιστούσε τις ομάδες παράγοντες συγκρότησης συλλογικής ταυτότητας (πολιτικής και κοινωνικής), αυτό σήμερα έχει αλλάξει. Η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού (ειδικότερα των μαζικότερων αθλημάτων), και η μετάβαση από τον ερασιτεχνικό στον επαγγελματικό αθλητισμό συνέβαλαν ριζικά στον μετασχηματισμό των ομάδων και της ταυτότητας που συγκροτείται γύρω από αυτές. Σίγουρα ο οπαδός εξακολουθεί να αποτελεί κάτι τελείως διακριτό από τον φίλαθλο-θεατή-καταναλωτή, καθώς για τον πρώτο η ομάδα εξακολουθεί να αποτελεί στοιχείο συγκρότησης συλλογικής ταυτότητας, πλέον όχι με κοινωνικούς και πολιτικούς όρους, αλλά απέναντι στις υπόλοιπες ομάδες. Παράλληλα για το σύνολο των οπαδών ανεξάρτητα των ομάδων, οι υπόλοιποι είναι οι «τσάτσοι», οι «υπάλληλοι», οι «κότες» κλπ., ενώ «εμείς» είμαστε οι «τίμιοι», οι «άντρες» κλπ. Με λίγα λόγια για κάθε οπαδό, ο εκάστοτε «άλλος» έχει τα αρνητικά χαρακτηριστικά που δεν έχουμε «εμείς».

Επιπλέον, το γεγονός ότι οι οπαδοί ενοποιούνται συλλογικά γύρω από την ομάδα τους καθιστά τον κατ’ εξοχήν δέκτη του τρόπου με τον οποίο τα κράτος και οι μηχανισμοί αντιμετωπίζουν τον αθλητισμό. Αυτό όμως έχει διπλό χαρακτήρα: από τη μια ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται κατασταλτικά το κράτος τους οπαδούς, σε μια προσπάθεια να νομιμοποιήσει νέες αυταρχικές μεθόδους διαμορφώνει αυθόρμητα αντικατασταλτικά και αντικρατικά χαρακτηριστικά, ενώ από την άλλη οι συνεργασίες του κράτους με συγκεκριμένους επιχειρηματίες- ιδιοκτήτες καταλήγει να προσδένει οπαδούς με κρατικές επιλογές και επιχειρηματικές επιδιώξεις.

Εδώ υπάρχει η ανάγκη για μια παρέκβαση

Η προσέγγιση της καταστολής στις κερκίδες ως αυτονόητης διαδικασίας αντιμετώπισης παραβατικών συμπεριφορών συσκοτίζει τoν πραγματικό ρόλο του γηπέδου για το κράτος, ως πειραματικού σωλήνα εφαρμογής νέων αυταρχικών πρακτικών. Δεν είναι τυχαίο ότι μια σειρά από κατασταλτικές μεθόδους και αυταρχικούς νόμους εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά στα γήπεδα: η ευρεία χρήση των ΜΑΤ τη δεκαετία του ’80, ειδικά τα πρώτα χρόνια, όπου υπήρχε μια σχετική απονομιμοποίησης του στα πλαίσια της «ΠΑΣΟΚικής αλλαγής», η αξιοποίηση των σκυλιών της αστυνομίας, οι κάμερες παρακολούθησης, ή ακόμα περισσότερο η απαγόρευση μετακινήσεων, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα ακραίων αυταρχικών πρακτικών, που για πρώτη φορά «πέρασαν» (ή προσπάθησαν να περάσουν) μέσα από το γήπεδο.

Επιπλέον, αποκρύπτεται το γεγονός ότι η κατασταλτική αντιμετώπιση της «βίας στα γήπεδα» ποτέ δεν εξάλειψε τη βία, αλλά αντίθετα, τη μετέφερε εκτός των γηπέδων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη Αγγλία, όπου πλέον το ξύλο έχει μεταφερθεί από την κερκίδα σε ραντεβού γύρω από τα γήπεδα (μια τέτοια κατάσταση τείνει να σταθεροποιηθεί και στην Ελλάδα). Επίσης παραβλέπεται ότι στην Ελλάδα η ύπαρξη συλλογικοτήτων που έχουν κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, και η περιοδική εμφάνιση κινητοποιήσεων που με ένα σχετικό τρόπο εμπλέκουν μαζικά τη νεολαία (καταλήψεις ’90-’91 σε σχολεία και πανεπιστήμια, καταλήψεις ’98 στα σχολεία, κινητοποιήσεις νεολαίας ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και η αντιμεταρρύθμιση στα πανεπιστήμια το ’06-’07, ο Δεκέμβρης του ’08, οι πλατείες το ’11), αφήνει χαρακτηριστικά και αντιλήψεις συλλογικής οργάνωσης στην κερκίδα. Παράλληλα το γήπεδο αποτελεί έναν από τους πιο ασφαλής «τόπους» εκτόνωσης της νεολαιίστικης ανάγκης για συλλογικότητα και αντίδραση, και εν τέλει «τόπο» κατασταλτικής διαχείρισης αυτής της ανάγκης, από το κράτος, στα νομιμοποιημένα πλαίσια της «χουλιγκάνικης παραβατικότητας». Η ένταση της κατασταλτικής διαχείρισης της κερκίδας, συνδέεται και τέμνεται με την προσπάθεια εμπορευματοποίησης του αθλήματος, με την μετατροπή του σε ένα θέαμα τύπου «θεάτρου», όπου ο «οπαδισμός» δεν χωράει, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα και πάλι την Αγγλία, όπου η αντιμετώπιση του χουλιγκανισμού συνέβαλε και προώθησε τη διαμόρφωση ενός παγκόσμιου προϊόντος, αλλά και το μετασχηματισμό το υ προϊόντος στο εσωτερικό της χώρας, απευθυνόμενος κυρίως στα ανώτερα στρώματα (με χαρακτηριστικότερη μέθοδο προς αυτήν την κατεύθυνση την αύξηση της τιμής του εισιτηρίου) ή τους τουρίστες.

Συνεχίζοντας, για την ιδεολογική λειτουργία του αθλητισμού, πρέπει να τονίσουμε αυτό που ψιθυρίσαμε στην προηγούμενη γραμμή: όσο κι αν μας αρέσει να βλέπουμε μπάλα (ή οποιοδήποτε άλλο άθλημα), δεν παύει να αναγνωρίζουμε ότι είναι μια παράλληλη πραγματικότητα, με τη δικούς της κανόνες, τους δικούς της «νικητές» και «ηττημένους», τις δικές της «χαρές και λύπες». Και ως μια τέτοια παράλληλη πραγματικότητα, αξιοποιείται και προωθείται από τους κρατούντες για την εκτόνωση των υποτελών τάξεων, «εκτός των πλαισίων» της καθημερινής εκμετάλλευση και καταπίεσης.
Πολύ περισσότερο ανά περιόδους μπορεί να αξιοποιηθεί για τον αποπροσανατολισμό, από την πολιτική επικαιρότητα, ή ακόμα χειρότερα, για την «εξαφάνιση» των διαφορετικών κοινωνικών συμφερόντων που έχουν οι κάτοικοι μιας χώρας λόγω της διαφορετικής τους θέσης στην κοινωνία και την οικονομία, μέσω των εθνικών ομάδων. Στην Ελλάδα ιδιαίτερα έχουμε βιώσει, την ταύτιση της χώρας, με τις διάφορες εθνικές ομάδες, και παράλληλα την «εθνική ανάταση» με τις επιτυχίες τους, παρά την «κοινωνική κατάπτωση» για τους πολλούς.

Ο φασισμός στις ελληνικές κερκίδες

Σε αυτό το κομμάτι δεν θεωρούμε ότι υπάρχει ανάγκη για κάποια ιστορική αναδρομή, είτε γιατί είναι αρκετά γνωστή η «δράση» των φασιστών στα γήπεδα, είτε γιατί, στην τελική, αυτή η «δράση» ποτέ δεν είχε μαζικά χαρακτηριστικά, αντίθετα περιοριζόταν σε κάποιες περιθωριακές ομάδες, που περισσότερο είχαν το «όνομα» των φασιστικών συνδέσμων, παρά τη «χάρη». Κι αυτό γιατί, η απουσία φασιστικού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία, αποτυπωνόταν και στην κερκίδα.

Τομή στην παρουσία των φασιστών στην κερκίδα, αποτελεί η δεκαετία του 2000. Η ανάδειξη της Μεγάλης Ιδέας των Ολυμπιακών Αγώνων, τροφοδότησε τον εθνικισμό στα πλαίσια της αναβίωσης της χιλιετούς ιστορίας (και ανωτερότητας) του ελληνικού έθνους. Ο εθνικισμός τροφοδοτήθηκε και από το ίδιο το κράτος, στα πλαίσια της στράτευσης σε έναν εθνικό στόχο, πίσω από τον οποίον κρύφτηκαν μια σειρά από αλλαγές είτε αφορούσαν τις εργασιακές συνθήκες (σχετική στασιμότητα μισθών, εισαγωγή της ελαστικής εργασίας, επέκταση ανασφάλιστης εργασίας, ασφαλιστικά), είτε τις δυνατότητες μεγάλων επενδύσεων με τρομερά ευνοϊκούς όρους για τα επιχειρηματικά συμφέροντα (ιδιωτικοποιήσεις, φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις επενδύσεων).

Οι εθνικιστικές αυτές αντιλήψεις εκφράστηκαν και στις κερκίδες. Η Γαλάζια Στρατιά (ο «σύνδεσμός» της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου), αποτέλεσε δημιούργημα της Χρυσής Αυγής, με επικεφαλής τον Παναγιώταρο. Ειδικά μετά την περιθωριοποίηση και το κυνήγι που έφαγε μετά το χτύπημα στον φοιτητή Κουσουρή, στα πλαίσια των κινητοποιήσεων του ’98, ήταν η πρώτη εμφάνιση της Χ.Α. σε κάποιο μαζικό χώρο, με χαρακτηριστικά και απεύθυνση πέραν των ορίων της ναζιστικής γκρόυπας. Η Γαλάζια Στρατιά, αποτέλεσε και τον πρώτο φορέα, που συνέβαλε στην νομιμοποίηση και την κάλυψη των πρακτικών των πογκρόμ ενάντια σε μετανάστες, με πρώτη «παρουσία» στα ξύλα στα πλαίσια των πανηγυρισμών για την κατάκτηση του Euro 2004, και μεγαλύτερη όξυνση τα μαχαιρώματα την ίδια χρονιά, γύρω από τον αγώνα με την Αλβανία λίγους μήνες μετά.

Στο εσωτερικό των συνδέσμων, πάντα φύτρωναν φασιστικές αντιλήψεις, καθώς η συλλογική συγκρότηση απέναντι στον «άλλο» αποτελεί, ένα εύφορο υπόστρωμα για την αντίθεση απέναντι και σε «εθνικά άλλους», ειδικά όταν ο εθνικισμός και ο ρατσισμός καλλιεργείται και οξύνεται συνολικά στην κοινωνία. Επιπλέον η διασύνδεση (και ταύτιση) της Χρυσής Αυγής με «κόσμο της νύχτας» δημιουργούσε επαφές με «κεφάλια» συνδέσμων, τα οποία παραδοσιακά εμπλέκονται με μπραβιλίκια και με τη «νύχτα». Παρόλα αυτά ελάχιστες φορές σύνδεσμοι, ή οργανωμένα οπαδοί, προωθούσαν ανοιχτά φασιστικές αντιλήψεις και μόνο σε περιόδους που αυτές οι αντιλήψεις εφάπτονταν με λογικές που υπήρχαν εντός της κοινωνίας (π.χ. στα πλαίσια των αντιιμπεριαλιστικών κινητοποιήσεων και αισθημάτων του ελληνικού λαού, ενάντια στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, υπήρξαν μεμονωμένα πανό στήριξης εθνοκαθαρίσεων ενάντια στους μουσουλμάνους και υπέρ των εθνικιστικών παρακρατικών ομάδων και «ηγετών» τύπου Αρκάν).

Μια δεύτερη τομή ήταν η κρίση, και οι μαζικές κινητοποιήσεις εργαζόμενων και νεολαίας. Οι κινητοποιήσεις δεν τροφοδότησαν αυτές καθ’ εαυτές τους φασίστες, αλλά το τελείως αντίθετο. Με αρχή την εξέγερση του Δεκέμβρη, ο κόσμος των συνδέσμων ήρθε σε μεγαλύτερη επαφή με πολιτικούς χώρους που ανέπτυσσαν αντικατασταλτικές πρακτικές, οι οποίες υπάρχουν εγγενώς στους οπαδούς, λόγω του τρόπου που αντιμετωπίζονται από το κράτος. Αυτές οι διεργασίες οδήγησαν σε μια σχετική πολιτικοποίηση της εξέδρας (ειδικά σε ομάδες που «αδυνατούσαν» να κάνουν πρωταθλητισμό, λόγω οικονομικής δυσπραγίας), με πανιά που στρέφονταν ενάντια στην καταστολή και εκτός γηπέδου, ενάντια στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, ως υπεύθυνο για την κρίση, ακόμα και με παρουσίες σε κατ’ εξοχήν «ραντεβού» του κινήματος, όπως η γιορτή του Πολυτεχνείου και αντιφασιστικές κινητοποιήσεις. Μια τέτοια πολιτικοποίηση δημιούργησε ένταση εντός των συνδέσμων, είτε με «ηγέτες» που είχαν διασυνδέσεις (για λόγους που προαναφέρθηκαν) με τον φασισμό, είτε λόγω της «δυσανεξίας» των προέδρων- επιχειρηματιών, στην πολιτικοποίηση της κερκίδας και άρα του περιορισμού της επιρροής τους και της απόλυτης κυριαρχίας τους. Δεν είναι τυχαίο ότι το «No Politica», παρά το γεγονός ότι στο εξωτερικό υφίσταται ως αντίληψη και πριν την κρίση, στην Ελλάδα εμφανίστηκε μετά τις παραπάνω διαδικασίες, ως «αντίδοτο» στην πολιτικοποίηση ή έστω την «κοινωνική ευαισθησία», και ως προσπάθεια «επαναφοράς στην οπαδική τάξη» και στη λογική η ομάδα πάνω απ’ όλα.

Παράλληλα η διάλυση των πολιτικών δεσμών με τα παραδοσιακά κόμματα της μεταπολίτευσης, δημιούργησε ένα πολιτικό κενό, ιδιαίτερα για τα στρώματα εκείνα που πλήττονται περισσότερο από κυβερνητικά μέτρα, και άρα πιο μαζικά απορρίπτουν τις παραδοσιακές πολιτικές εντάξεις. Τα χαρακτηριστικά του οπαδού, και ακόμα περισσότερο του χούλιγκαν, ως ακραία έκφραση του οπαδισμού, τροφοδότησαν την άνοδο του φασισμού στην κερκίδα [2]. Η αντίληψη «εμείς οι καλοί (αντρίκιοι, χωρίς εξαρτήσεις από συμφέρονται, αγνοί, δυνατοί κλπ), απέναντι στους άλλους κακούς (τσάτσους, ύπουλους, λαγούς, γκέι)», η σωματική βία, η αυταξία του ξύλου, πέρα και ανεξάρτητα από «παιχνίδι», ο σεξισμός, αποτελούν δομικά στοιχεία του χουλιγκανισμού, που τέμνονται και με στοιχεία του φασισμού. Ο μετασχηματισμός ενός αξιακού πλαισίου (του οπαδού ή χούλιγκαν), σε πολιτική επιλογή (της Χ.Α.), έγινε μια εύλογη εξέλιξη για τμήματα της κερκίδας, ειδικά με την παντελή αδυναμία των δυνάμεων που αντιτίθενται στο σύστημα, να έρθουν σε επαφή με τα πιο εξαθλιωμένα κομμάτια της νεολαίας. Παράλληλα έδωσε και μια διέξοδο, όσον αφορά την αντίληψη ενός κόσμου για το παρελθόν (αίτια της κρίσης) και το μέλλον του, καθώς αυτό συνδέθηκε από τη μια με το «εύκολο» κυνήγι ενός «άλλου» (των μεταναστών που μας πήραν τις δουλειές, που μας αφελληνίζουν και μας μπασταρδεύουν, με αποτέλεσμα να απειλείται το έθνος κλπ), αλλά και με μια συνομωσιολογική αντίληψη της πραγματικότητας (που υπάρχει και στο γήπεδο- στημένα, διαιτησίες, παραρτήματα, επιρροή παραγόντων κλπ). Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη φταίει το «σύστημα» (εβραίοι, τραπεζίτες, υποταγμένη αριστερά, επαγγελματίες πολιτικοί κλπ) το οποίο όμως παρουσιάζεται τόσο παντοδύναμο, οριοθετώντας την αντιπαράθεση μαζί του, πέραν των πιο «εύκολων» να αντιμετωπιστούν εκπροσώπων του (μετανάστες, μεμονωμένοι αριστεροί, αναρχικοί κλπ), ή συμβολικών κινήσεων, σχεδόν αποκλειστικά από τα «ανώτερα στελέχη» (τα οποία ηρωοποιούνται) που στρέφονται ενάντια σε επιφανείς εκπροσώπους του «συστήματος» (χαστούκι στην Κανέλη, πορεία σε κανάλι για τα Τούρκικα σήριαλ, στάση Χρυσαυγιτών στη Βουλή κλπ)

Τρίτη τομή αποτέλεσε η εισβολή προέδρων-επιχειρηματιών στην πολιτική σκηνή, με στόχο την υλοποίηση δικών τους επιχειρηματικών συμφερόντων. Στις τελευταίες εκλογές, η παρουσία Μπέου και Μαρινάκη στις δημοτικές εκλογές, αποτέλεσε το έναυσμα για την κινητοποίηση των συνδέσμων, υπό το πρίσμα της εκλογής μιας «φίλιας προς την ομάδα» δημοτικής αρχής. Η τυφλή στράτευση των συνδέσμων στον εκλογικό αγώνα των προέδρων, επί της ουσίας αποτέλεσε τον βασικό παράγοντα εκλογής τους. Αυτή η στράτευση δεν έγινε μόνο υπό το πρίσμα της ομάδας, έγινε και με την ελπίδα της τοπικής ανάπτυξης και το δημιουργία θέσεων εργασίας, κάτι που καθιστά ακόμα πιο προβληματικά αυτά τα φαινόμενα, αφού καταλήγει να στρατεύει κόσμο ενάντια στα ίδια τα συμφέροντά του, δηλαδή στην εκποίηση δημόσιου πλούτου, τη διάλυση εργασιακών σχέσεων κλπ. Σε αυτά τα πλαίσια εντάσσονται και τα τελευταία φαινόμενα στη Ν. Φιλαδέλφεια [3], όπου οπαδοί έχουν καταλήξει να υπερασπίζονται τα συμφέροντα ενός επιχειρηματία, παρά τις «παρενέργειες» της διάλυσης τμημάτων τοπικού άλσους και ιδιωτικοποίησης του.

Ως γενικό συμπέρασμα, δυο παράγοντες μπορούμε να εντοπίσουμε για την ανάπτυξη του φασισμού στο γήπεδο: από τη μια τη γενικότερη άνοδο του φασισμού στην ελληνική κοινωνία, και η «συνάντηση» αυτής της ανόδου με όψεις του οπαδισμού και κυρίως του χουλιγκανισμού, και απ’ την άλλη την ταύτιση με την παρουσία προέδρων- επιχειρηματιών, που τροφοδοτούν τις ελπίδες αγωνιστικής ανόδου, και αποτελούν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη του προθάλαμου φασιστικών αντιλήψεων, του «Νο Politica», στα πλαίσια της «σιωπής στην κερκίδα».

Για μια διαφορετική λογική στην κερκίδα και τον αθλητισμό

Παρόλα αυτά, δεν θεωρούμε ότι η μάχη είναι χαμένη. Ο αντιφασιστικός αγώνας πρέπει να γίνεται σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής, άρα και στα γήπεδα, και συνολικά στον αθλητισμό. Χωρίς αξιώσεις απόλυτης αλήθειας ή ολόπλευρης προσέγγισης με όρους συνταγής, αλλά ως σκέψεις και ιδέες.

Αρχικά πιστεύουμε, ότι βασικός παράγοντας οριοθέτησης των φασιστών στα γήπεδα, είναι η οργανωμένη πάλη εναντίον τους. Μπορεί να φαίνεται απλοϊκό, παρ’ όλα αυτά αδυνατούμε να πιστέψουμε, είτε ότι στα γήπεδα πάνε μόνο ή κύρια φασίστες, είτε ότι οι φασίστες είναι περισσότεροι από όλους τους υπόλοιπους που στη χειρότερη περίπτωση δεν συμπαθούν τον φασισμό. Άρα είναι καθήκον κάθε δημοκρατικού πολίτη (για να χρησιμοποιήσουμε και μια έκφραση του συρμού, που για μας όμως σημαίνει όσους αντιλαμβάνονται ότι ο φασισμός δεν θα πεθάνει μόνος του και πρέπει να τσακιστεί), που παράλληλα είναι και οπαδός, να αντιδρά σε κάθε προσπάθεια των φασιστών να εκφραστούν στην κερκίδα, και να επιδιώκει να το κάνει σε συντονισμό και συνεργασία με άλλους. Ακόμα και ο περιστασιακός οπαδός/φίλαθλος, οφείλει να μην «κάνει την πάπια» μπροστά σε τέτοια φαινόμενα, καθώς και στην κερκίδα ισχύει «ότι ο φασισμός πρώτα έρχεται για τους άλλους και μετά για σένα».

Επίσης, πιστεύουμε ότι βασικό στόχος στα πλαίσια της αντιφασιστικής πάλης στην κερκίδα θα έπρεπε να είναι η οριοθέτηση της χουλιγκάνικης βίας μεταξύ οπαδών Χωρίς να ζούμε σε κάποιο ροζ συννεφάκι, όπου δεν υπάρχει βία στα γήπεδα και έξω από αυτά (εξάλλου η κοινωνία αναπαράγει τη βία σε όλες της όψεις της), θεωρούμε ότι η οριοθέτηση των οπαδικών αντιπαραθέσεων είναι ένα πρώτο βήμα για την οριοθέτηση του κοινωνικού κανιβαλισμού, πάνω στον οποίο πατάει η Χρυσή Αυγή. Γιατί δεν μπορεί να χαρακτηριστεί κάπως αλλιώς η αντιπαράθεση με τον τύπο που μπορεί να είναι κι αυτός άνεργος ή εργαζόμενος με τρεις κι εξήντα, απλά επειδή είναι κόκκινος, πράσινος, κίτρινος, μαύρος, μπλε κλπ. Χωρίς να πιστεύουμε ότι αυτό θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη, πρέπει να γίνει η αρχή, ξεκινώντας από ζητήματα που καίνε για όλους τους οπαδούς, και έχουν να κάνουν κυρίαρχα με την αντιμετώπιση τους ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, από το κράτος και ως πειραματόζωα της καταστολής. Στην τελική ποιος έχει συμφέρον από τις απαγορεύσεις μετακινήσεων που το μόνο που κάνουν είναι να ακυρώνουν την προοπτική των εκδρομών, βασικό στοιχείο στη ζωή του οπαδού. Δεν θα ήταν βαθειά ριζοσπαστική και πρωτότυπη η επέκταση πρωτοβουλιών,, που έχουν ήδη παρθεί, μεταξύ συνδέσμων για την από κοινού παρακολούθηση αγώνων των ομάδων τους, σπάζοντας στην πράξη την απαγόρευση συνύπαρξης και μετακίνησης; Θα αποδείκνυε εξάλλου ότι μεγάλο ρόλο για τη «βία στα γήπεδα» δεν παίζουν οι οπαδοί αλλά η στάση της αστυνομίας απέναντι στους οπαδούς. Ή επίσης η αλληλεγγύη σε περιπτώσεις συλλήψεων οπαδών διαφορετικής ομάδας, αποτελεί ένα ακόμα βήμα για να υλοποιηθεί ένας από τους φόβους του συστήματος, οι ενωμένοι οπαδοί, που δεν είναι τίποτα άλλο από τους πολλούς και καταπιεζόμενους της κοινωνίας.

Σε μια τέτοια κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει και το «άνοιγμα» της κερκίδας προς την κοινωνία, με δράσεις αλληλεγγύης (που ήδη συμβαίνουν ως ένα βαθμό), ώστε και να σπάσει η εικόνα του «χουλιγκάνου», αλλά και ο κόσμος της κερκίδας να εμπλακεί σε πρακτικές που συμβάλουν στην καλλιέργεια μιας ευρύτερης κοινωνικής αντίληψης, την κουλτούρα της αλληλεγγύης, αλλά και την συνείδηση του καθ’ ενός ως κομμάτι της κοινωνίας που πλήττεται. Προφανώς τέτοιες κινήσεις πρέπει να διατηρούν την αυτοτέλεια τους από κινήσεις των ΠΑΕ-ΚΑΕ, που δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να εξωραΐζουν το προφίλ των προέδρων και να φιλοτεχνούν ένα ευαίσθητο προσωπείο που «εξαργυρώνεται» στις πολιτικές και επιχειρηματικές επιδιώξεις τους. Ακόμα πιο προωθημένη θα ήταν και η συνδιοργάνωση τέτοιων δράσεων από οπαδούς διαφορετικών ομάδων.

Από κει και πέρα η πάλη, πρέπει να συνδέεται και με μια διαφορετική λογική για το άθλημα και την ομάδα. Δηλαδή την οριοθέτηση της «υπαλληλοποίησης» (της εξάρτησης από τον πρόεδρο), η οποία όλως τυχαίως ποτέ δεν αποτελεί πρόβλημα για τους φασίστες οπαδούς, αντίθετα πολλές φορές αξιοποιούν αυτές τις σχέσεις για να κατοχυρώσουν τη θέση τους στην κερκίδα (πρόσληψη σε ρόλο security, χρηματοδοτήσεις σε συνδέσμους, ανάδειξη σε προνομιακούς συνομιλητές, κι εσχάτως υποψήφιοι σε ψηφοδέλτια). Επιπλέον η διαφορετική αυτή λογική αποτυπώνει και μια διαφορετική σχέση με την ομάδα και τον αθλητισμό. Δηλαδή το «οπαδιλίκι» δεν μπορεί να περιστρέφεται μόνο γύρω από τα επαγγελματικά τμήματα, με όλες τις προβληματικές που αναφέραμε αρχικά για τον επαγγελματικό αθλητισμό, αλλά και την αξιοποίηση της αγάπης για την ομάδα για εμπορικούς σκοπούς από Ανώνυμες Εταιρίες. Η εμπλοκή των οπαδών με τα ερασιτεχνικά τμήματα, είτε ως αθλούμενοι, είτε ως μέλη, δίνει τη δυνατότητα να προβληθεί μια διαφορετική αντίληψη για τον αθλητισμό, έξω από τα όρια του πρωταθλητισμού, ή και το συνδυασμό του πρωταθλητισμού με τον μαζικό αθλητισμό, μέσα από τη σύνδεση με τη γειτονιά του συλλόγου. Επίσης αποτελεί τρόπο για την κατοχύρωση του λόγου των οπαδών για τα «πράγματα» της ομάδας, καθώς ο εκάστοτε Ερασιτέχνης, επηρεάζει την Ανώνυμη Εταιρεία, είτε ως κατοχυρωμένο μέλος του Δ.Σ., είτε ως ιδιοκτήτης του γηπέδου, είτε απλά ως φορέας της ιστορίας του σωματείου.

Τέλος, ο αθλητισμός πρέπει να ξεφύγει από το πλαίσιο του επαγγελματισμού, αλλά παράλληλα να επεκταθεί και πέραν του οργανωμένου αθλητισμού. Ακόμα και ο ερασιτεχνικός αθλητισμός κουβαλάει μέσα του τον σπόρο του ανταγωνισμού, και διακρίνεται από το βασικότερο στοιχείο του οργανωμένου αθλητισμού: «Εκεί που τα παραδοσιακά δημοφιλή παιχνίδια απαιτούσαν την λαϊκή αυθόρμητη σχέση με τους άλλους και την ανάπτυξη όλων των ικανοτήτων, οι αθλητές του σήμερα μαθαίνουν να αναστέλλουν τον αυθορμητισμό τους για χάρη της νίκης και της καλύτερης δυνατής απόδοσης, να μην αμφισβητούν τους κανόνες του παιχνιδιού, και να συμμετέχουν σε μια ορθολογιστική λογική με σκοπό να γίνουν πρότυπα και αστέρια της κοινωνίας των μαζών και του θεάματος» [4].

Η μελέτη της εμπειρίας αντίστοιχων προσπαθειών σε χώρες της Ευρώπης [5] μπορεί να συμβάλει θετικά για την αντιφασιστική πάλη στο γήπεδο, αλλά και αντίστροφα, η αρνητική εμπειρία [6], στην οριοθέτηση του βαθύτερου μετασχηματισμού της κερκίδας σε επαγγελματοποιημένο οπαδισμό ή σε ιδιωτικό στρατό.

Η αντιφασιστική πάλη στην κερκίδα, πρέπει να συνδέεται κατ’ επέκταση και με τη διαπάλη γύρω από μια διαφορετική λογική για τον αθλητισμό, που υπερβαίνει την «τυποποίησή» του και θα τον επαναφέρει ξανά στο επίπεδο του παιχνιδιού, όπου όλοι μπορούν να παίξουν, ανεξάρτητα από τις επιδόσεις τους. Επίσης ένας τέτοιος αθλητισμός, που ξαναγίνεται παιχνίδι, μπορεί να αποτελέσει και όπλο επανοικοιποίησης του δημόσιου και ελεύθερου χώρου, ενάντια τόσο στη λογική της φασιστικής «υγιεινομικής ζώνης», όσο και στην εμπορευματοποίηση του ή/και καταστροφή του. Γιατί, στην τελική, οι antifa zones είναι για εμάς περιοχές ζωής, παιχνιδιού, κοινωνικοποίησης, που δεν αναπαράγουν τα κυρίαρχα πρότυπα για τη διασκέδαση, τους μετανάστες, τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών φύλλων, για το μέλλον της νεολαίας, αλλά τον συλλογικό αγώνα ενάντια στην εξαθλίωση, τη διάλυση της ζωής μας και την υποθήκευση του μέλλοντος μας. Και από τη στιγμή που ο φασισμός βάζει πλάτες για να μας συνθλίψουν, πρέπει και ο καθένας από εμάς να βάλει πλάτες για να τον τσακίσουμε.

Σημειώσεις

1. Από τις πιο αξιόλογες προσπάθειες είναι οι R.F.U. (Radicals Fans United) και το περιοδικόHumba, από τις λίγες «ενδογενείς» προσπάθειες ανάλυσης και παρέμβασης στην κερκίδα.

2. Για περισσότερα βλ. Τόλιος Αρ. (2012): Aπό την εποχή των οπαδών στην εποχή των κανιβάλων, Μαρξιστική Σκέψη τ.6, σελ.57-66)

3. Αν και μια τέτοια προσέγγιση για τα γεγονότα γύρω από την «Αγιά-Σοφιά», περιγράφει όψεις της αλήθειας, παρ’ όλα αυτά είναι αναγκαία η κουβέντα μεταξύ των συλλογικοτήτων της περιοχής, αντιφασιστικών και ευρύτερα πολίτικων πρωτοβουλιών και συλλογικοτήτων, για την αδυναμία «σύμπλευσης» (ή έστω αμοιβαίας κατανόησης) με τον κόσμο μιας ομάδας, που κουβαλάει συγκεκριμένα πολιτικά χαρακτηριστικά, και έχει και κοινωνική δράση. Χωρίς αυτό προφανώς να αθωώνει και την αδυναμία, αντιφασιστών οπαδών να συμβάλουν εποικοδομητικά σε μια τέτοια «σύμπλευση»/κατανόηση. Στην τελική το εξαγόμενο από αυτή την ιστορία είναι αρνητικό για όλους: και στη Φιλαδέλφεια έχει ανοίξει πόλεμος απέναντι στην άσκηση στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων, και στην κερκίδα προσπαθούν να παίξουν ρόλο, αυτοί που εν τέλει ποτέ δεν βρέθηκαν στο πέταλο της Original, επειδή «διαφωνούσαν» με την αντιφασιστική της τοποθέτηση.

4. Ο αθλητισμός ως ιδεολογία των κυρίαρχων: Μια συνέντευξη με τους ισπανούς συγγραφείς Χόρχε Μοντέρο και Φεντερίκο Κοριέντε-Red Notebook.gr

5. Ramón Spaaijab και Carles Viñasc (2013): «Political ideology and activism in football fan culture in Spain: a view from the far left», Soccer & Society, τ.14(2), σ.183-200

6. Συνέντευξη-Αφιέρωμα: γήπεδο, Barras Bravas κι οπαδική κουλτούρα στην Αργεντινή,Humba,τ.15

Πηγή: Rednotebook

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Περί νομιμότητας ο λόγος. Της Σοφίας Αδάμ

Ο έρωτας στη Μάισσα Σαλονίκη στη Θερινή Αυλαία