«Μυρίζω θάνατο», σου είπα, την ώρα του τελευταίου σπασμού,
ενός ακίνδυνου καθημερινού οργασμού
«Είμαι πλήρης απουσιών».
Χωρίς να με ρωτήσεις τίποτε, σηκώθηκες και χάθηκες στο μπάνιο.
«Ξεπλένεις τα χρώματα της αγάπης μου;
Τις στάχτες των νεκρών που περιέχω;»
σε ρώτησα χαμογελώντας.
«Μη βιάζεσαι τόσο, η καύση των νεκρών δεν έχει γίνει ακόμη νόμος του κράτους»
μου πέταξες ειρωνικά.
«Θα χρειαστείς κι άλλον ιδρώτα, πολλές φορές ακόμη, για να πιάσεις τη μυρωδιά του θανάτου στο δέρμα σου. Τη σωστή απόχρωση της απώλειας.
Θα το καταλάβεις όταν σταματήσεις να ονειρεύεσαι…» είπες, κλείνοντας πίσω σου την πόρτα.
Ένιωσα σα να βαπτίστηκα σε αποσμητικό.
Αυτό θα είναι ο Έρωτας, είπα.
Και κοιμήθηκα
Τέλλος Φίλης