Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, Γεβγκένι Ζαμιάτιν, Επιστολές στον Στάλιν (μτφρ., πρόλογος, σημειώσεις: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), Άγρα 2020, σελ. 138
Το ένα γίνεται πάντοτε δύο. Το ένα: Εδώ και δεκαετίες, ο σταλινισμός είναι το πιο κοινό, το απόλυτο επιχείρημα, για την εγκατάλειψη της κομμουνιστικής υπόθεσης. Αναρχικοί και εξουσιαστές, σοσιαλδημοκράτες ή φιλελεύθεροι, πρώην ή ποτέ πριν αριστεροί – όλοι, όταν θέλουν να δικαιώσουν τις αποστάσεις τους από την Αριστερά, στον Στάλιν και στη φρικαλέα σοβιετική κυριαρχία καταλήγουν. Το δεύτερο: οι «χρήσεις» αυτές του σταλινισμού καθιστούν ενίοτε ύποπτο όποιον αναφέρεται στη λογοκρισία και την επιτήρηση, τα στρατόπεδα και τις δίκες-παρωδία, τις πολιτικές εκτελέσεις και την απόλυτη εξουσία του Ηγέτη: στο αστυνομικό κράτος που, ενώ χτίστηκε μέσα στον ρωσικό εμφύλιο για να προστατέψει την επανάσταση από τους εχθρούς της, πιο καταπιεστικό έγινε τελικά απέναντι στους φίλους της επανάστασης, κράτησε δε πολλά χρόνια αφού ο εμφύλιος είχε τελειώσει. Όσο πολιτικές, λοιπόν, κι αν είναι οι χρήσεις του, ο σταλινισμός υπήρξε και πέρα από αυτές.
Ο Γεβγκένι Ζαμιάτιν ήρθε το 1917 από την Αγγλία στην Πετρούπολη για να στηρίξει την επανάσταση. Ως το 1924, βρέθηκε στη διοίκηση του εκδοτικού οίκου «Παγκόσμια Λογοτεχνία», που είχε ιδρύσει ο Μαξίμ Γκόρκι, φροντίζοντας να κυκλοφορήσουν στα ρωσικά κάποια από τα σπουδαιότερα κλασικά λογοτεχνικά έργα απ’ όλο τον κόσμο. Αλλά το 1921, η πρώτη έκδοση του δικού του «Εμείς» –έργου αναφοράς για μια γενιά δυστοπικών λογοτεχνών, από τον Άλντους Χάξλεϊ ως τον Τζορτζ Όργουελ–, κυκλοφόρησε στο Βερολίνο, και αποκεί στάλθηκε να μεταφραστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Για τη σοβιετική λογοκρισία, που είχε γιγαντωθεί θεωρητικά για να προστατέψει τον αναλφάβητο πληθυσμό από αντεπαναστατικές πολιτιστικές επιρροές, ήταν κήρυξη πολέμου: δεν ήθελε πολλή φαντασία για να καταλάβεις πως η κοινωνία του «Εμείς», για την οποία έγραφε ο Ζαμιάτιν, ήταν η Ρωσία του Λένιν. Στις Επιστολές, που επιμελήθηκε η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, συμπεριλαμβάνεται το άρθρο του ίδιου με τίτλο «Φοβάμαι» (1921). Το άρθρο το διαβάζουμε εδώ για πρώτη φορά στα ελληνικά:
Φοβάμαι –γράφει ο Ζαμιάτιν– πως είμαστε υπερβολικά καλοπροαίρετοι και πως η Γαλλική επανάσταση ήταν ανελέητη στην καταστροφή κάθε αυλικού στοιχείου. Το 1794, την ενδέκατη του μηνός Μεσιντόρ, ο Παγιάν, πρόεδρος της Επιτροπής Λαϊκής Διαφώτισης, εξέδωσε ένα διάταγμα, όπου ανάμεσα σε άλλα έλεγε τα εξής: «Υπάρχουν πολλοί καπάτσοι συγγραφείς που παρακολουθούν συνεχώς τα γυρίσματα των καιρών –γνωρίζουν τη μόδα και τα χρώματα της κάθε σαιζόν–, ξέρουν πότε να βάζουν το κόκκινο σκουφί και πότε να το βγάζουν… Το αποτέλεσμα είναι πως απλώς διαφθείρουν το γούστο και υποβιβάζουν την τέχνη» […] Με αυτό το περιφρονητικό διάταγμα αποκεφάλιζε η Γαλλική επανάσταση του καλοντυμένους αυλικούς ποιητές. Ενώ εμείς τους δικούς μας καπάτσους συγγραφείς που παρακολουθούν συνεχώς τα γυρίσματα των καιρών και ξέρουν […] πότε να υμνήσουν τον βασιλιά και πότε το σφυροδρέπανο, εμείς τους σερβίρουμε στον λαό ως λογοτεχνία αντάξια της επανάστασης. Και οι γραφειοκράτες της λογοτεχνίας, σπρώχνοντας και κλοτσώντας ο ένας τον άλλον, κάνουν αγώνα δρόμου για το μέγιστο βραβείο: το μονοπωλιακό δικαίωμα να συνθέτουν ύμνους, το μονοπωλιακό δικαίωμα να πετάνε ιπποτικά λάσπη στη διανόηση (σ. 123-125).
Ο Ρωσικός Σύλλογος Προλετάριων Συγγραφέων (ΡΑΠΠ) ήταν το σοβιετικό αντίστοιχο των Γάλλων αυλικών που περιφρονεί ο Παγιάν. Για τον ΡΑΠΠ, οι Ζαμιάτιν και Μπουλγκάκοφ ήταν ανεπιθύμητοι στις τάξεις των «πραγματικών προλετάριων λογοτεχνών» (σ. 8-9). Ιστορία-ειρωνεία: Όταν οι Ζαμιάτιν και Μπουλγκάκοφ γράφουν στον Στάλιν, ζητώντας άδεια να φύγουν από τη χώρα, κέρβερος της ιδεολογικής καθαρότητας είναι ο κριτικός και λογοκριτής Λεοπόλντ Αβερμπάχ. Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα, ο Μπουλγκάκοφ βάζει τον Αβερμπάχ, ως Μπερλιόζ, να αποκεφαλίζεται. Στην πραγματική ζωή, και όχι στη λογοτεχνία, ο Αβερμπάχ συλλαμβάνεται τελικά το 1937, επί εκκαθαρίσεων, και μάλλον εκτελείται, ως συνεργάτης του Γκένριχ Γιάγκοντα (σ. 12), αρχηγού της φρικαλέας NKVD, και συνεργάτη του Στάλιν (που εκτελείται επίσης…).
Ο Ζαμιάτιν θα φύγει τελικά από τη Ρωσία. Ο φίλος του, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, όχι. Εξηγεί στον κατατοπιστικό πρόλογό της η Αλεξάνδρα Ιωαννίδου:
Τουλάχιστον από το 1925 παρακολουθούνταν και ελέγχονταν από τις μυστικές υπηρεσίες […] Δεν έμαθε ποτέ πως η Κεντρική Διεύθυνση Λογοτεχνικών και Εκδοτικών Υποθέσεων –Γκλαβλίτ– είχε αποφασίσει ήδη το 1925 την απαγόρευση της έκδοσης της νουβέλας του Η καρδιά του σκύλου ως σαφώς «αντεπαναστατικού» έργου. Το 1929 διέταξαν την αφαίρεση κάποιων βιβλίων του, μαζί με αυτά των άλλων συγγραφέων, από τα ράφια των δημοσίων βιβλιοθηκών, επειδή υποτίθεται πως καλλιεργούσαν «διάθεση δυσπιστίας απέναντι στις δημιουργικές δυνατότητες της επανάστασης, διάθεση κοινωνικής απαισιοδοξίας» (σ. 21).
Χρήσιμοι στην επανάσταση, όπως το έβλεπαν οι κρατικοί αξιωματούχοι του καθεστώτος, ήταν οι αισιόδοξοι: οι άλλοι ευνοούσαν την παραίτηση και έδιναν λάθος εντυπώσεις Γι’ αυτό και η απαισιοδοξία έπρεπε να επιτηρείται από το κράτος σχολαστικά. Ο Τρότσκι, ο ίδιος που τον Ιούλιο του 1938 θα γράψει μαζί με τον Μπρετόν το μανιφέστο «Για μια ανεξάρτητη επαναστατική τέχνη», το 1922 συμμερίζεται τις ίδιες απόψεις. Ζητά, λοιπόν, «να τηρηθεί μια σοβαρή και προσεκτική καταγραφή των ποιητών, συγγραφέων, καλλιτεχνών και λοιπών. Η καταγραφή αυτή να απευθύνεται στην Κεντρική Διεύθυνση Λογοκρισίας στη Μόσχα και στην Πετρούπολη. Κάθε ποιητής πρέπει να έχει τον δικό του φάκελο, όπου να βρίσκονται συγκεντρωμένες βιογραφικές πληροφορίες για τον ίδιο, τις τωρινές του σχέσεις, λογοτεχνικές, πολιτικές κλπ» (σ. 23).
Τη χρήση φρικαλέων μέσων για ευγενείς σκοπούς ιστορούν οι Επιστολές. Και μας ενδιαφέρουν, γιατί αυτή την αντίφαση –την ανασφάλεια των εξουσιαστών που γίνεται τυραννία, την πολιτική χρήση των αυλικών, τη διαστροφή των πλέον ευγενών σκοπών και αξιών για εξουσιαστικούς σκοπούς– την υπέστησαν πρώτοι αυτοί που χρέωσαν τη ζωή τους στην κομμουνιστική υπόθεση.
*Φωτογραφία: Έργο του Anatoli Yar-Kravchenko, Gorki reads his tale ‘A Girl and Death’ to Stalin, Molotov and Voroshilov