Το 2021 φτάνει στο τέλος του κι από το καλοκαίρι ένιωθα πως είχα αφήσει μία εκκρεμότητα. Αυτή αφορούσε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μεχντί Μπαρσάουι, “Ένας Γιος” , που φιλοξενείται ακόμα και σήμερα στην πλατφόρμα του Cinobo. Μία ταινία που ξεκίνησε τη διαδρομή της από τη Βενετία κι ο πρωταγωνιστής της (Σάμι Μπουατζίλα) έλαβε το βραβείο α΄ανδρικού ρόλου κι αργότερα το Σέζαρ στα Βραβεία της γαλλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Αξιοσημείωτο είναι πως σε όσα Φεστιβάλ διαγωνίστηκε κέρδισε το κοινό. Συνολικά 15 διακρίσεις που καταδεικνύουν πως συζητάμε για κάτι σοβαρό.
Μεταφερόμαστε νοερά στην Τυνησία και το 2011. Ο Φάρες κι η Μέριεμ γιορτάζουν στη φύση ξέγνοιαστοι με τον γιο τους Αζίζ και φίλους. Ήδη μέσα σε αυτή την πρώτη σκηνή ευφορίας με τα παιδιά να παίζουν ανέμελα, αντιλαμβανόμαστε το τεταμένο κλίμα που προκύπτει από την “Αραβική Άνοιξη”. Οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν τις πολιτικές συζητήσεις για να μην υπάρξουν προστριβές, ωστόσο η αναφορά και μόνο αποτελεί μία έμμεση προοικονομία. Η επιστροφή θα φέρει την οικογένεια αντιμέτωπη με ένα αναπάντεχο επεισόδιο. Τώρα διακυβεύεται μία ζωή και οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος του “καλού”.
Ένα όργανο ζωτικής λειτουργίας υπέστη τεράστια φθορά. Αναζητείται συμβατός δότης, ο χρόνος περνάει, η κλεψύδρα αδειάζει, η αγωνία επιτείνεται. Η λίστα αναμονής δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας. Οι γιατροί στο τοπικό νοσοκομείο αγωνίζονται με αυταπάρνηση. Μου θύμισαν τους υγειονομικούς του δικού μας Εθνικού Συστήματος Υγείας που μοιάζουν “αφημένοι” στην μοίρα τους και επιτελούν το λειτούργημά τους για την τιμή του όρκου τους. Απέναντί τους πολλές φορές βρίσκεται ακόμα κι η θρησκεία. Όσο περνούν τα χρόνια ολοένα και περισσότερο συγκρούεται με την επιστήμη και δυστυχώς τα θύματα είναι πολλά.
Είναι στιγμές που το έργο του σκηνοθέτη φέρνει στο μυαλό μου τον τεράστιο Ασγάρ Φαραντί (αναμένουμε το δικό του “A Hero” μέσα στο 2022). Το ένοχο μυστικό της οικογένειας, η ένωση σαν μία γροθιά κι η τελική αποστασιοποίηση θεωρώ πως αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τον αραβικό κόσμο της εποχής. Δημιουργείται επομένως πέραν του αγωνιώδους θρίλερ επιβίωσης, μία αλληγορία με προεκτάσεις που οι συνέπειές τους φτάνουν μέχρι το σήμερα. Μία βαθύτερη ανάλυση σε δύο επίπεδα: το προσωπικό και το συλλογικό.
Επιστρέφουμε όμως στο κομμάτι της πλοκής. Ο τραγικός πατέρας είναι αποφασισμένος να κάνει τα πάντα. Δε διστάζει να παρακάμψει τη γραφειοκρατία και αναζητήσει παράτολμες λύσεις πάνω στην απελπισία του. Εκεί θα γνωρίσει άθελά του πως λειτουργεί ένα σύγχρονο “σκλαβοπάζαρο”. Το παρεμπόριο ζωών μικρών παιδιών κι ένα “ο Θεός να σας έχει καλά”, που ακούγεται τόσο ειρωνικό. Η ηθική έχει πάει περίπατο προ πολλού. Υιοθετείται το μότο, “στον πόλεμο όλα επιτρέπονται”. Ο Φάρες όμως έχει το καθαρό μυαλό να πράξει το σωστό με κάθε κόστος.
Περνώντας τη δική του “Οδύσσεια” επιστρέφει εξουθενωμένος στο νοσοκομείο τα ξημερώματα μετά από μία περιπλάνηση ωρών. Η τιμή του είναι πληγωμένη, νιώθει προδομένος. Ο μεγάλος στόχος όμως είναι ένας και δεν επιδέχεται διαπραγμάτευσης. Όσο κι αν πονάει η πληγή, δεν υπάρχει η πολυτέλεια τη δεδομένη στιγμή για περαιτέρω κουβέντες. Τα λόγια έχουν χάσει το νόημα και την αξία τους. Υπάρχει όμως η γλώσσα του σώματος κι ένα βλέμμα ανάμεσα στους δύο σπουδαίους πρωταγωνιστές (Σάμι Μπουατζίλα και Nάτζλα Αμπνταλάχ) είναι αρκετό …