Έργο που δεν υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, για το οποίο εκλείπουν ολοκληρωμένες μελέτες, σχέδια και προβλέψεις για το τι θα συμβεί σε κυκλοφοριακό και περιβαλλοντικό επίπεδο, χαρακτήρισαν την κατασκευή του Fly Over φορείς και επιτροπές που έχουν προσφύγει στο ΣτΕ, μια μέρα μετά την προσωρινή διαταγή που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για αναστολή των εργασιών. Υπενθυμίζεται ότι χθες το ΣτΕ εξέδωσε προσωρινή διαταγή ενόψει της συζήτησης στις 17 Απριλίου, των δύο αιτήσεων ακύρωσης του έργου που έχουν καταθέσει τρεις σύλλογοι πολιτών.
Όπως ανέφερε ο Αλέξανδρος Αδαμίδης, νομικός σύμβουλος του Συνδέσμου Κατοίκων του Οικισμού Κωνσταντινοπολιτών σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν οι σύλλογοι πολιτών, το κράτος ακόμη δεν έχει καταθέσει φάκελο στο ΣτΕ που να αντικρούει τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις ακύρωσης που έχουν καταθέσει οι κάτοικοι. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι «η αίτηση του Συνδέσμου Κωνσταντινοπολιτών κατατέθηκε τον Νοέμβριο του 2023 ενώ η αίτηση ακύρωσης της ΑΕΠΟ του έργου από την Επιτροπή Προστασίας του Σέιχ Σου και τον Σύλλογο Δρομέων Υγείας Θεσσαλονίκης είχε κατατεθεί τον Φεβρουάριο του 2023. Από αρχές Δεκεμβρίου το Δημόσιο είχε δικαίωμα και υποχρέωση μέχρι 30 μέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, δηλαδή μέχρι τις 13 Μαρτίου 2014, να καταθέσει φάκελο στο ΣτΕ για να αντικρούσει τους λόγους ακύρωσης. Αυτό δεν έχει γίνει με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρή αδυναμία στην πρόοδο της διαδικασίας, δηλαδή ο εισηγητής αρμόδιος του ΣτΕ δεν έχει στα χέρια του τις απόψεις του Δημοσίου για να καταθέσει την εισήγησή του μέχρι την Παρασκευή, όπως υποχρεούται με βάση τον Κώδικα της Διοικητικής Διαδικασίας. Αυτό δημιούργησε μεγάλο θέμα» σημείωσε ενώ πρόσθεσε πώς πριν λίγες μέρες οι κάτοικοι ενημερώθηκαν από δηλώσεις του υφυπουργού Υποδομών ότι αρμόδιο για να καταθέσει τον φάκελο είναι το Υπουργείο Περιβάλλοντος και όχι το Υπουργείο Υποδομών που υπέγραψε τη σύμβαση και τη Μελέτη.
Σύμφωνα με τον ίδιο, έχει προκύψει ζήτημα με τις εργασίες στο εργοτάξιο του Fly Οver που μπορούν να αποβούν επικίνδυνες, καθώς δεν υπάρχει οριστική κυκλοφοριακή μελέτη και δεν έχει προβλεφθεί σχέδιο ασφαλούς κίνησης των οχημάτων εκτάκτου ανάγκης, όπως τα πυροσβεστικά, τα ασθενοφόρα, τα οχήματα της αστυνομίας και ιδιωτών, όπως γιατροί που είναι αναγκασμένοι να μεταβαίνουν ταχύτατα σε νοσοκομεία. «Αυτοί που είναι υπεύθυνοι για να μελετήσουν και να σχεδιάσουν σωστά την κατασκευή ενός έργου δεν το έχουν κάνει και σε αυτούς θα πρέπει να αναζητηθούν οι ευθύνες για την κατάσταση που επικρατεί» τόνισε απαντώντας και στις επικρίσεις κυβερνητικών στελεχών ότι ευθύνονται οι προσφυγές κατά του έργου για την καθυστέρησή του.
Ο κ. Αδαμίδης μίλησε πιο αναλυτικά για τους λόγους της κατάθεσης των αιτήσεων ακύρωσης της κατασκευής του έργου, αναφέροντας μεταξύ άλλων την καταστροφή του οικοσυστήματος του δάσους και τη δραματική επιβάρυνση της ατμόσφαιρας. Είναι σημαντικό ότι στην υπάρχουσα ΜΠΕ του Fly Οver υπάρχουν μετρήσεις σχετικά με την ατμοσφαιρική ρύπανση που έγιναν, όμως, σε περίοδο απαγόρευσης της κυκλοφορίας, τον Μάιο και τον Ιουνίου 2020, την ίδια στιγμή που η ατμοσφαιρική ρύπανση στην πόλη από την περίοδο έναρξης των εργασιών ξεπερνά κατά 2,5 φορές τα επιτρεπόμενα όρια και μάλιστα σε μια περιοχή που βρίσκονται 4 νοσοκομεία, σχολεία, νηπιαγωγεία, δημοτικά και γυμνάσια. Στις αιτήσεις ακύρωσης αναφέρεται, ακόμη, η άρση της αναδάσωσης περίπου 70 στρεμμάτων αναδασωτέας έκτασης, καθώς και το γεγονός ότι η κατασκευή του έργου δεν αναφέρεται καν στη ΣΜΠΕ της ίδιας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Το έργο μάλιστα πραγματοποιείται ενώ εκκρεμεί η θεσμοθέτηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου της πόλης ενώ ακόμη δεν έχει κατατεθεί από τα αρμόδια υπουργεία κυκλοφοριακή μελέτη.
«Το έργο, όπως έχει σχεδιαστεί, έχει σοβαρότατες πλημμέλειες και γι’ αυτό τον λόγο εκπρόσωποι της κυβέρνησης -που μας κατηγορούν και μας έχουν χαρακτηρίσει μέχρι και παλαιοχριστιανούς- πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα πώς και γιατί ξεκίνησε αυτό το έργο» σημείωσε ενώ αναφέρθηκε και στην παραδοχή του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας αλλά και δημάρχων του Πολεοδομικού Συγκροτήματος ότι δεν είχαν ενημερωθεί επαρκώς ή ακόμη ότι δεν είχαν συμμετάσχει σε καμία συζήτηση σχετικά με τις συνέπειες του έργου πριν την έναρξή του.
Η Λευκοθέα Βυζέλη, γενική γραμματέας της Επιτροπής Προστασίας του Σέιχ-Σου τόνισε ότι το Fly Over δεν αποτελεί καινοτομία. Η Μελέτη του βασίζεται σε Μελέτη του 2011 που επανήλθε τροποποιημένη το 2020. Η αρχική αδειοδότηση δόθηκε το 2012 και ακυρώθηκε από το ΣτΕ μετά από σχετική προσφυγή της Επιτροπής Προστασίας του Σέιχ Σου. Άλλες δύο αδειοδοτήσεις το 2020 και του 2022 έχουν προσβληθεί στο ΣτΕ και εκκρεμεί η εκδίκασή τους στις 17/3. Η νέα προσφυγή έγινε από την Επιτροπή Προστασίας του Σέιχ Σου και από τον Σύλλογο Δρομέων Θεσσαλονίκης.
«Όλοι γνωρίζουμε ότι το δάσος αποτελεί τον μοναδικό πνεύμονα πρασίνου στην πόλη και επιβίωσε της πυρκαγιάς του 1997 αλλά και των διεκδικήσεων ιδιωτών χάριν του γεγονότος ότι κηρύχθηκε αναδασωτέα έκταση αλλά κυρίως χάριν στον διαρκή αγώνα περιβαλλοντικών οργανώσεων και ατόμων που υπερασπίζονται τον δασικό του χαρακτήρα» τόνισε υπενθυμίζοντας τις πληγές που υπέστη το δάσος το 2019 όταν προσβλήθηκε από φλοιοφάγο έντομο. «Με την κατασκευή του flyover το Σέιχ Σου μαζί με το φλοιοφάγο έντομο και την κλιματική κρίση θα δεχτεί ακόμη ένα πλήγμα από το οποίο μπορεί να μην ανανήψει ποτέ» είπε συγκεκριμένα.
Εκτός από την υλοτόμηση 82 στρεμμάτων δάσους που προβλέπει η κατασκευή του έργου, η ίδια μίλησε για την κατεδάφιση γεφυρών που μέχρι σήμερα συνδέουν την πόλη με το Σέιχ Σου, κίνηση που θα δυσχεράνει την πρόσβαση για τα πυροσβεστικά οχήματα σε περίπτωση πυρκαγιάς.
Με τον FlyOver θα αποκοπεί το δάσος από την πόλη αφού θα υπάρξουν ακόμη μεγαλύτερα εμπόδια στην πρόσβαση των πολιτών σε αυτή. Επιπλέον, όπως είπε, ήδη γίνονται παρεμβάσεις σε ρέματα χωρίς αυτά να έχουν οριοθετηθεί με τελευταία την καταγγελία της Επιτροπής για περιστατικό ρίψης προϊόντων εκσκαφής σε πρανή ρέματος από συνεργεία της κατασκευαστικής εταιρείας.
Το δάσος, σύμφωνα με την Λευκοθέα Βυζέλη θα καταπονηθεί ακόμη περισσότερο από την κίνηση βαρέων οχημάτων της εταιρείας στους δασικούς δρόμους αλλά και εξαιτίας της αυξανόμενης ατμοσφαιρικής ρύπανσης από τα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα στον Περιφερειακό καθώς και της σκόνης από τις εργασίες. Η ίδια εκτίμησε, επιπλέον, ότι αναμένεται να αυξηθούν οι θανατώσεις άγριων ζώων από συγκρούσεις με οχήματα της εταιρείας.
«Δημόσιο συμφέρον είναι η προστασία του δάσους και όχι η κατασκευή δρόμων» δήλωσε κάνοντας κατανοητό ότι επιχειρήματα ότι θα ελαφρύνει τη κίνηση του Περιφερειακού δεν ισχύουν καθώς η ίδια η Μελέτη του έργου καταγράφει μικρότερη κίνηση της κυκλοφορίας κατά 35% από το 2010 και 15% σε σχέση με το 2018. «Αυτό καθιστά το έργο περιττό και άχρηστο. Το μέγεθος του έργου είναι πρωτοφανές για τα ελληνικά δεδομένα. Ενώ η Αττική Οδός έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, η πόλη της Θεσσαλονίκης θα αποκτήσει νέο περιφερειακό με δέκα λωρίδες κυκλοφορίας. Προκαλεί κατάπληξη ότι το έργο εκτελείται πριν μπει σε λειτουργία το Μετρό . Σε περίοδο κλιματικής κρίσης και με τη χώρα μας να έχει λάβει αποφάσεις για μείωση του διοξειδίου του άνθρακα είναι αδιανόητο να προσφεύγουμε στην κατασκευή πανάκριβων αυτοκινητόδρομων για να προσελκύσουμε περισσότερα αυτοκίνητα χωρίς να ενθαρρύνονται οι πολίτες να κάνουν χρήση περιβαλλοντικών τρόπων μετακίνησης».
Για τη σημασία της καταστροφής ενός ολόκληρου οικοσυστήματος μίλησε και ο Δημήτρης Λαμπρινίδης από τον «Σύλλογο Δρομέων για την Υγεία« εξηγώντας ότι το φαραωνικό αυτό έργο θα μετατρέψει το δάσος σε ένα απέραντο εργοτάξιο με αποτέλεσμα να γίνει απαγορευτική η πρόσβαση στους ποδηλάτες, στους δρομείς και στους ανθρώπους που το επισκέπτονται καθημερινά. «Μην ξεχνάτε ότι για ακόμη μια φορά θα θυσιαστούν υγιή δέντρα που προσφέρουν οξυγόνο και προστασία από τις βροχοπτώσεις με κίνδυνο να πλημμυρίσουν τα ήδη μπαζωμένα ρέματα του δάσους και να έχουμε μεγάλη καταστροφή στην πόλη» είπε ο Δ. Λαμπρινίδης και κάλεσε τον κόσμο να συμμετέχει στον αγώνα δρόμου που οργανώνει ο ΣΥΔ Θεσσαλονίκης στις 12 Μαΐου που θα λάβει τον χαρακτήρα διαμαρτυρίας για το έργο και υπεράσπισης του δάσους.
Ο Κώστας Νικολάου δρ. Περιβαλλοντολόγος και τ. επισκέπτης καθηγητής στο ΑΠΘ αποδόμησε το κεντρικό επιχείρημα της κυβέρνησης ότι πρόκειται για έργο δημοσίου συμφέροντος τονίζοντας ότι σχεδιάστηκε χωρίς ολοκληρωμένες μελέτες με αποτέλεσμα να υπάρχουν «παράπλευρες απώλειες» ενώ επεσήμανε ότι οι πολίτες θα υποστούν μεγάλη ταλαιπωρία με το κυκλοφοριακό κομφούζιο που θα επικρατήσει για τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια.
«Τόσο η συγκοινωνιακή επιστήμη αλλά και οι πρακτικές που ακολουθούν ευρωπαϊκές πόλεις με βάση την εμπειρία των τελευταίων δεκαετιών δείχνει ότι η δημιουργία νέων δρόμων για να αποφευχθεί το μποτιλιάρισμα των ήδη υπαρχόντων προκαλεί το αντίθετο αποτέλεσμα μέσα σε πολύ μικρό διάστημα καθώς παροτρύνει όσους-ες δεν χρησιμοποιούσαν το ΙΧ τους για τις μετακινήσεις τους να το κάνουν. Πρόκειται για θεμελιώδη νόμο της κυκλοφοριακής συμφόρησης που η κυβέρνηση δεν έλαβε υπόψη της ενώ αντίθετα ευρωπαϊκές πόλεις ωθούν τους κατοίκους τους να χρησιμοποιούν τα ΜΜΜ. Αυτό που πρέπει κανείς να κάνει είναι να δημιουργήσει ένα σύστημα αξιοπρεπούς μεταφοράς με ΜΜΜ τα οποία θα κινούνται γρήγορα σε πλήρες δίκτυο λεωφορειοδρόμων σε όλη την πόλη χωρίς εμπόδια. Επιπλέον χρειάζεται συνδυαστικό σύστημα μεταφοράς με λειτουργία τραμ και το Μετρό. Η λύση του flyover θα οδηγήσει σε νέα μποτιλιαρίσματα και σε μεγαλύτερη ατμοσφαιρική ρύπανση» σημείωσε. Ήδη η Θεσσαλονίκη έχει μπει, σύμφωνα με τον ίδιο, στην «κόκκινη ζώνη» της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Αυτός είναι και ο λόγος που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέπεμψε την χώρα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Ιδιαίτερα, πρόσθεσε, η Θεσσαλονίκη δεν πήρε κανένα μέτρο για να μειώσει τη ρύπανση. «Χίλιοι Θεσσαλονικείς κάθε χρόνο πεθαίνουν εξαιτίας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης λόγω των αιωρούμενων σωματιδίων» δήλωσε, τέλος, διερωτώμενος κατά πόσο ένα έργο που θα επιβαρύνει την ατμοσφαιρική ρύπανση εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Τέλος αναφέρθηκε στην έλλειψη μελετών, μεταξύ άλλων στην έλλειψη οριστική μελέτης οδοποιίας, κάτι που παραδέχεται και το αρμόδιο Υπουργείο.
Ο Αλ. Αδαμίδης ερωτηθείς στο τέλος της συνέντευξης Τύπου σχετικά με το αν υπάρχει ποινική ευθύνη σε περίπτωση συνέχισης των εργασιών απάντησε θετικά ωστόσο ξεκαθάρισε ότι δικαιολογούνται εργασίες που γίνονται μόνο για λόγους ασφαλείας.