Εκεί και πάλι πίσω (βιβλία στα οποία επανερχόμαστε)
Επιστρέφουμε σε βιβλία. Γιατί; Μια πρώτη απάντηση είναι η συγκίνηση που νιώσαμε όταν τα διαβάσαμε. Η άλλη, η δυσκολία, η αντίσταση στην κατανόηση ενός βιβλίου, που μας οδηγεί να επιστρέψουμε σ’αυτό που μας αντιστάθηκε. Ακόμη, η πραγματική αξία του, που σημαίνει ότι η πρώτη ανάγνωσή του δεν μας χόρτασε και αισθανόμαστε να έχουμε υπόλοιπα. Και τέλος, νομίζω, εκείνη η απροσδιόριστη ανάγκη να επιστρέφουμε σε βιβλία που διαβάσαμε μια εποχή και πιστεύουμε ότι δεν τα εκτιμήσαμε όπως έπρεπε ή, συχνότερο σε νεανικά διαβάσματα, μας καθόρισαν με ένα στιβαρό τρόπο και, σα να έχουμε λογαριασμούς μαζί τους, τα ξαναδιαβάζουμε από μια ενοχλητική περιέργεια αν το αποτύπωμά τους δικαιολογείται και με τα μάτια του παρόντος. Η στήλη θα ασχολείται με ένα βιβλίο που, κατά τη γνώμη της υπογράφουσας, αξίζει να ξαναδιαβαστεί. Τα κριτήρια είναι καθαρά υποκειμενικά και, ως εκ τούτου, επιδέχονται αμφισβήτηση ή/και απόρριψη. Μακάρι να προκαλέσουν διάλογο.
Πάουλ Βεράχεν, Omega minor (μτφρ.: Ινώ Βαν Ντάικ – Μπαλτά), Πόλις 2011
Το «Omega minor» του Πάουλ Βεράχεν, Φλαμανδού γνωστικού ψυχολόγου και καθηγητή στο Georgia Ιnstitute of Τechnology των ΗΠΑ, έχει εκδοθεί το 2011 από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση από τα φλαμανδικά της Ινώς Μπαλτά. Ο τίτλος οφείλεται στην «παράμετρο ω», που είναι η κοσμολογική σταθερά και που καθορίζει τι θα συμβεί στο σύμπαν – έννοια που πρωτοπαρουσίασε και κατόπιν απέρριψε, ο Αϊνστάιν, αλλά φαίνεται να επιβεβαιώνεται από τις σύγχρονες εξελίξεις. Η παράμετρος ω (omega minor) είναι ο λόγος της ενεργειακής πυκνότητας, που οφείλεται στην κοσμολογική σταθερά, προς την τρέχουσα πυκνότητα του σύμπαντος. Εκφράζει μια συμπαντική δύναμη ή μια αρνητική βαρύτητα που πηγάζει από το κενό και εμποδίζει το σύμπαν να καταρρεύσει. Η εκτίμηση της θεωρίας είναι ότι πρέπει να ισούται με -1. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας, «η παράμετρος ωμέγα είναι αυτή που καθορίζει τι θα συμβεί στο σύμπαν, τι θα συμβεί σε εμάς».
Το μυθιστόρημα είναι ογκώδες, από πολλές απόψεις ένα βιβλίο δύσκολο. Όχι μόνο εξαιτίας της θεματικής του: πολιτική, επιστήμη, πόλεμος, στρατοπεδική λογοτεχνία, πραγματωμένος σοσιαλισμός, ακόμα και όψεις της ακαδημαϊκής πραγματικότητας των μεγάλων επιστημόνων, η μεγάλη καλλιτεχνική επινόηση του 20ού αι., ο κινηματογράφος, Βερολίνο, Πότσνταμ, Λος Άλαμος, Βοστόνη, Άουσβιτς, ακόμα και το καταφύγιο του Χίτλερ, σε έναν εκτεταμένο χρόνο, σχεδόν ο 20ός αιώνας. Αλλά και εξαιτίας της λογοτεχνικής διαχείρισης του τεράστιου όγκου αυτού του υλικού (σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει ένα ζήτημα οικονομίας του), όπου σελίδες γνήσιας αφηγηματικής δεξιοσύνης συνυπάρχουν με διεσταλμένες σκηνές σεξ και βίας, εσωτερικός μονόλογος με ουδετεροποιημένη περιγραφή κοσμολογικών φαινομένων. Το τεράστιο αυτό έργο είναι οργανωμένο σε τέσσερα μέρη, που επιγράφονται με όρους που αφορούν εκδηλώσεις της φύσης σύμφωνα με την γιόγκα.
Επειδή, επιπλέον, ένας από τους πυρήνες αυτού του πραγματικά πολυπυρηνικού έργου είναι το Ολοκαύτωμα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι πρόκειται για ένα ακόμη βιβλίο για το Ολοκαύτωμα. Αλλά νομίζω ότι η διαφορά του έγκειται σ’αυτό: ότι το βιβλίο δεν συμπεριλαμβάνει ακριβώς το Ολοκαύτωμα, αλλά την λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος. Το θεωρώ και μια πρόσθετη μεταμοντέρνα πινελιά στο όλο εγχείρημα του Βεράχεν: ό,τι ήταν να ειπωθεί για το Ολοκαύτωμα, ειπώθηκε. Μόνον με μεταγλώσσα μπορούμε να μιλάμε πια. Η συμπερίληψη σπουδαίων αποσπασμάτων τα κρατάει ζωντανά και τα βάζει στο πλαίσιο μιας λειτουργίας εκτός των ορίων του βιώματος και του πολέμου: στην συζήτηση που άνοιξε γι’ αυτά τα θέματα.
Ο Βεράχεν παράγει ένα μυθιστόρημα-ποταμό του 19ου αιώνα, όπως επισημαίνει ο σοφός Κ. Παπαγιώργης, παρότι το γράφει στο τέλος του 20ού. Στην πραγματικότητα μιλά για όσα διαμόρφωσαν και καθόρισαν τον μακρύ και δύσκολο αυτόν αιώνα. Πρόσωπα πολλά με δύο πρωταγωνιστές τουλάχιστον, τον ψυχολόγο Άντερμανς –ενδεχομένως το alter ego του Βεράχεν– ως ακροατή και τον κ. Βαν Χέιρ, Εβραίο αφηγητή, επιζήσαντα από το Άουσβιτς και υψηλό κομματικό στέλεχος της Λ.Δ. της Γερμανίας, και πολύ κοντά σε πρωταγωνιστικούς ρόλους εμφανίζονται ο Γκόλντφαρμπ, νομπελίστας φυσικός, που πήρε μέρος στο σχέδιο Μανχάτταν, η Ντονατέλλα, νεαρή φυσικός, που ψάχνει το μαγνητικό δίπολο και η νεαρή σκηνοθέτις Νέμπουλα, απόγονος ηθοποιού σε στυλ Μαρλέν Ντίντριχ. Ευρώπη και ΗΠΑ, πόλεμος και ειρήνη, φασισμός/ναζισμός και δημοκρατία/σοσιαλισμός. Ο βαθμός κατανόησης των συμβαινόντων σχετίζεται με την ικανότητα του αναγνώστη να αναγνωρίζει χώρους και να διακρίνει πεδία. Η επιστημονική γνώση και κατανόηση είναι, βέβαια, σε ένα εκλαϊκευμένο επίπεδο, αλλά και αυτό είναι συχνά πολύ υψηλό. Τα αποσπάσματα στρατοπεδικής λογοτεχνίας -που τα παρουσιάζει ως δικά του ο αφηγητής ντε Χέιρ- γίνονται μέρος των αφηγήσεων που αφορούν την ζωή ενός Εβραίου στην εποχή της επικράτησης του ναζισμού και των στρατοπέδων («Αχ! Τι ωραία Κυριακή» του Χ. Σεμπρούν, «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος» του Πρίμο Λέβι κ.α.). Παρακολουθούμε επίσης από κοντά την κατασκευή της ατομικής βόμβας στο Λος Άλαμος, την ανάπτυξη του νεοναζιστικού κινήματος, την οικοδόμηση και πτώση του τείχους του Βερολίνου. Στη σύγχρονη εποχή (ο αφηγηματικός χρόνος είναι το 1995), οι κίνδυνοι παραμένουν οι ίδιοι, με την υπόμνηση ότι στα χέρια των ανθρώπων τώρα τα όπλα είναι απείρως πιο καταστροφικά αλλά και προσβάσιμα περίπου στον καθένα. (Εδώ απηχείται όλη η αγωνία της ανθρωπότητας για το επαπειλούμενο πυρηνικό ολοκαύτωμα κατά την ψυχροπολεμική περίοδο, τρόμος που δυστυχώς επανέρχεται σήμερα…)
Ο Βεράχεν είναι περίπλοκος. Συνομιλεί δε με ήρωες εξίσου περίπλοκους με τον ίδιο. Οπωσδήποτε για τον μέσο αναγνώστη το μυθιστόρημα αποτελεί μια τοιχογραφία του 20ού αιώνα στα ενδότερά του, σε περιοχές που δεν έχουμε συχνά την ευκαιρία να προσεγγίσουμε λογοτεχνικά: την θεμελιώδη επιστήμη, πρωτίστως, που σαν ένας τεράστιος υποδόριος ιστός συνέχει το σύνολο του έργου (ενδεχομένως γιατί σήμερα δεν μπορούμε πια να μιλάμε βγάζοντάς την από το κάδρο;), το νεοναζιστικό κίνημα και την οικοδόμηση και πτώση του Τείχους, προϊόν σχεδιασμού από τα καλύτερα του σοσιαλισμού. Αυτό με το οποίο ερωτοτροπεί ο Βεράχεν είναι, φαντάζομαι, ιδέα πως τα μεγάλα ερωτήματα, οι μεγάλες ιδεολογίες, «οι χιλιοειπωμένες ιδέες» δυστυχώς επανέρχονται διαρκώς και οι απαντήσεις είναι περίπου οι ίδιες. Έτσι η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος, εν αντιθέσει με την ηθική και ψυχική, έχει περιορισμένο αποτύπωμα στην ολική πρόοδο και ευτυχία του ανθρώπου. Ο διχασμός παραμένει το ψυχικό στίγμα του δυτικού ανθρώπου. Μονάδες αντιστέκονται ενεργοποιώντας με την ελεύθερη βούλησή τους (επίσης αντικείμενο επεξεργασίας –λογοτεχνικής, βέβαια– από τον συγγραφέα) την αγάπη και πάνε τον κόσμο λίγο παρακάτω, αν τον πάνε. «Τρεφόμαστε με τις ιδέες που επιπλέουν στο πνεύμα των καιρών, ιδέες που μας επιτίθενται και χρησιμοποιούν εμάς, τα άβουλα θύματα, για να συνδυαστούν με καινούργιο, διαφορετικό τρόπο, που θα εξασφαλίσει τη διαιώνισή τους». Αυτή νομίζω ότι είναι και η εκτίμηση του Βεράχεν για τον 20ό αιώνα.
Γιατί αξίζει να ξαναδιαβαστεί; Για όλα τα παραπάνω, αλλά κυρίως γιατί προσφέρει απόλαυση και χαρά αναγνωστική, αν και η έκταση, η υπερπληθώρα των πληροφοριών, η παρουσία πολλών προσώπων και η ανάμιξη των εποχών με τα συνεχή πηγαινέλα του αφηγηματικού χρόνου μπορεί να κουράσει ή να συγχύσει τον αναγνώστη. Ο Βεράχεν ανέλαβε έναν πραγματικό άθλο: να συντάξει ένα έργο πνοής για τον 20ό αιώνα και να χρησιμοποιήσει δημιουργικά τα επιτεύγματα της λογοτεχνίας της εποχής του. Μου θυμίζει τον Γκύντερ Γκρας στο «σαν τον κάβουρα» για την εμφάνιση του νεοναζιστικού κινήματος και δη στην επενενωθείσα Ανατολική Γερμανία, το «Berliner Alexanderplatz» του Ντέμπλιν και ολίγον Πύντσον. Και σαν να συνομιλεί πρωθύστερα με την «Κεντρική Ευρώπη» του Βόλμανν, στο οποίο μπαίνουμε επίσης στα ενδότερα του γραφείου του Χίτλερ (και του Στάλιν). Και παρόλο που οι τελευταίες 10-12 σελίδες είναι μια άσκοπη (;) αφηγηματικά επέκταση του στόρυ, είναι αλήθεια ότι δίνουν με μια σχετική πυκνότητα ξεκάθαρα τα πιστεύω του Βεράχεν (θα πάλεψε, αν θα τις συμπεριλάβει ή όχι;). Αλλά επιπλέον γιατί ο Βεράχεν επιχειρεί με λογοτεχνικό τρόπο να μιλήσει για τα μεγάλα ζητήματα της ανθρωπότητας και από την σκοπιά των επιστημονικών κατακτήσεων της σύγχρονης εποχής και να δώσει προσβασιμότητα στον αναγνώστη σε μια δύσβατη περιοχή του πολιτισμού μας, που ακόμα και εγχειρίδια εκλαϊκευμένης επιστήμης δεν το κατορθώνουν. Και πάντα μένει αξιοθαύμαστο το πώς ένας άνθρωπος προερχόμενος από τις επιστήμες του ανθρώπου μπορεί να χειριστεί λογοτεχνικά τα μεγάλα θέματα της επιστήμης (κβαντομηχανική και σχετικότητα), έτσι ώστε να παραγάγει μια αξιόπιστη αφήγηση, η οποία είναι το «Omega minor».