in

Δίκη προθέσεων. Του Χρήστου Λάσκου

Δίκη προθέσεων. Του Χρήστου Λάσκου

Διάβασα τις τελευταίες μέρες το βιβλίο που εξέδωσε πρόσφατα ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος με τίτλο «Σκέψεις για την πολιτική σήμερα»

Toν παρακολουθώ, εξάλλου προσεκτικά στην αρθρογραφία του: κατά τη γνώμη μου, είναι εξαιρετικά εύστοχος στο να παρατηρεί πράγματα που από τους περισσότερούς μας διαφεύγουν. Τον παρακολουθώ όμως και για έναν ακόμη, εξίσου σημαντικό λόγο: γράφει πολύ καλά, τα κείμενά του προσφέρουν αναγνωστική απόλαυση.

Γι’ αυτούς τους λόγους τον διαβάζω μ’ όλο που, όπως ο ίδιος εμφατικά βεβαιώνει, τάσσεται απέναντι στην προσπάθεια της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αν και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του κάπου ανάμεσα σε «εμάς», τους δημαγωγούς, και σ’ «αυτούς», τους θατσερικούς, δεν έχει κανένα δισταγμό να δηλώσει πως  απεύχεται στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.

Και στο τελευταίο του βιβλίο, λοιπόν, περιέχονται χρήσιμες παρατηρήσεις. Η κριτική του, σε αρκετά σημεία είναι και εύλογη και εμπνευσμένη στις διατυπώσεις της. Ο εντοπισμός στην πολιτική μας στοιχείων προχειρότητας, ενίοτε και ελαφρότητας, δεν είναι πάντοτε άδικος. Η επιμονή του να αναδεικνύει παρεκκλίσεις μας προς μια πολιτική που απευθύνεται στους «μη προνομιούχους» περισσότερο, παρά στους εκμεταλλευόμενους, καθώς και η επισήμανση πως ο δημόσιος λόγος μας συχνά μοιάζει επικίνδυνα με τη πρωτο-πασοκική λαγνεία προς τη μικρομεσαία «Ελλάδα που ανήκει στους Έλληνες», μπορεί να είναι ωφέλιμη. Διότι όσο μας επισημαίνεται πως τα «χρονοντούλαπα» και τα παρόμοια ανήκουν σε άλλους, διαχρονικά αντίπαλους λόγους,  είναι για το καλό μας. Όπως για το καλό μας είναι και η κριτική, «από όπου κι αν προέρχεται», πως οι πολλοί μερκελισμοί, κατοχές και αποικίες βλάπτουν σοβαρά την αριστερή πολιτική. Και τη βλάπτουν γιατί αυτό που έχουμε να προσάψουμε στον Μπόμπολα, τον Σάλλα ή τον Λάτση σίγουρα δεν είναι πως αποτελούν απάτριδες και δωσίλογους. Εκμεταλλευτές είναι, που «ζουν το μύθο τους» στην κρίση, όχι οικονομικοί κουίσλιγκς.

Γράφει λοιπόν ενδιαφέροντα πράγματα ο Γιαννουλόπουλος, χρήσιμα όσο και κριτικά. Μόνο που, τελικά, χάνει τον προσανατολισμό του. Αδυνατεί να διακρίνει προφανή όσο και ουσιώδη στοιχεία της κατάστασης. Το γεγονός, για παράδειγμα, πως ο ΣΥΡΙΖΑ, με όλα τα defects, είναι δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς, συνδεδεμένη με μια παράδοση και με μια ιστορία, παλιά και πρόσφατη, στον αντίποδα του λαϊκισμού και της ευκολίας. Ακόμη περισσότερο, ότι η πολιτεία του στα χρόνια της μεγάλης κρίσης δεν μέτρησε πολιτικό κόστος, ούτε ψηφαλάκια εν γένει: αντίθετα, συχνότατα οι επιλογές του ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλείς. Από το Δεκέμβρη του 2008 μέχρι την Υπατία, την υπεράσπιση πρακτικών και ομάδων που προκαλούν φλύκταινες στους νοικοκυραίους, τη στράτευση με τους μετανάστες και όλων των ειδών τις «μειονότητες», ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σχεδόν πάντοτε απέναντι στον «πολιτισμό των πολλών». Ήταν μ’ αυτούς τους όρους που ο ΣΥΡΙΖΑ, μια αριστερή δύναμη, έγινε η βασική ελπίδα για όσους χτυπήθηκαν αγριότερα μέσα στην κρίση. Και δεν είναι το σύνηθες αυτό: αντίθετα, τις περισσότερες φορές έχουμε μετατόπιση προς τα ακροδεξιά.

Ο Γιαννουλόπουλος τα χάνει όλα αυτά από το οπτικό του πεδίο. Με αποτέλεσμα να θεωρεί επαρκή εξήγηση για την πορεία του «φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ» τον «τελικό σκοπό» της ύπαρξής του, αποκαλύπτοντας την εντελέχεια, που το κινεί: «Απώτερος σκοπός: να εγκατασταθεί ο Αλέξης Τσίπρας στο Μαξίμου» (73). «Το όραμα λειτούργησε ως μέσο για να γίνει πραγματικότητα ο σκοπός, που για τον Αλέξη Τσίπρα και τους συν αυτώ ήταν πάντα η αναρρίχησή τους στην εξουσία» (99).  «Με δυό λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς όπως οι αστοί αντίπαλοί του, έχει κάνει την εκλογική νίκη αυτοσκοπό» (99). Όλα προς άγραν ψήφων, «προκειμένου να περάσει ο Αλέξης Τσίπρας το κατώφλι του Μαξίμου» (106).

Δίκη προθέσεων στην θέση της ανάλυσης, εν τέλει. Κι έτσι, θα έλεγα, πολύ κακό για το τίποτε.

Νομίζω ότι ένα μέρος της εξήγησης για την τελική απώλεια προσανατολισμού του Γιαννουλόπουλου είναι η θέση από την οποία επέλεξε να δει και να κρίνει. Γιατί είναι θέση που δεν υπάρχει πια. Η παλιά καλή σοσιαλδημοκρατία φαίνεται να μην έχει ρόλο στους νέους άγριους καιρούς που ζούμε. Γι’ αυτό και, όποιος μιλάει από την πλευρά της, δύσκολα μπορεί να φτάσει σε συμπέρασμα, στο μέτρο που δεν είναι δυνατό από τα πράγματα να συγκροτήσει συνεκτική πολιτική στάση.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Γιαννουλόπουλος το υποψιάζεται αυτό — και, ταυτόχρονα, το απωθεί. Δείτε πως αναλύει αυτό που ονομάζει «το δράμα της ΔΗΜΑΡ»:

«Ήταν το μόνο αριστερό κόμμα, μέλη του οποίου τόλμησαν να μιλήσουν ανοιχτά για την ανεπάρκεια και τη διαφθορά στο Δημόσιο, διευκρινίζοντας ότι το ζητούμενο δεν είναι η επιστροφή στο αμαρτωλό παρελθόν […] Αντί όμως η ΔΗΜΑΡ να δημιουργήσει από την αρχή τον πραγματικά σοσιαλδημοκρατικό χώρο […] συμπεριέλαβε απλώς στις τάξεις της ανθρώπους οι οποίοι κατά βάθος είχαν ήδη επιλέξει το ένα ή το άλλο σκέλος που το κόμμα τους τόλμησε να αμφισβητήσει. Από τη μια, κάποιοι που δεν είχαν λόγο να μην είναι στον ΣΥΡΙΖΑ και, από την άλλη, κάποιοι που δεν είχαν λόγο να μην είναι στη Δράση. Με τα γνωστά αποτελέσματα».

Ή εμείς ή αυτοί, λένε τα προηγούμενα. Όσο κι αν προσπαθεί να αποφύγει αυτό το δίλημμα ο Γιαννουλόπουλος, το φέρνει η ζωή. Το φέρνει στους αγώνες, το φέρνει μέσα στα κόμματα, ακόμη και μέσα στα κεφάλια.

Πηγή: Rednotebook

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ο Νίκος Πουλαντζάς για τη δικτατορία. Του Άγγελου Ελεφάντη

Κοινωνίες σε κρίση