Steve Woolgar, ΕΠΙΣΤΗΜΗ -Η ιδέα καθ’ αυτήν, Κάτοπτρο, σελ. 180
Ό,τι πουν οι ειδικοί! Αυτή είναι, εν τέλει, η κατακλείδα στο μεγαλύτερο μέρος των τοποθετήσεων αναφορικά με την (πολιτική) διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Ισχύει σε τέτοιο ακραίο βαθμό, διεθνώς και εγχωρίως, που πολύ συχνά παίρνει γκροτέσκα χαρακτηριστικά -αρκεί κανείς να παρακολουθήσει τις δηλώσεις της Κεραμέως, π.χ., για να το αντιληφθεί. Όλα γίνονται γιατί «τους το λένε οι ειδικοί».
Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια -αν και πολύ αμφιβάλλω. Ακόμη και οι μη ειδικοί δεν μπορώ να φανταστώ πως, σε ό,τι αφορά το μέσα μαζικής μεταφοράς ή τα σχολεία, θα ήταν δυνατόν να μην καταλαβαίνουν τα μεγάλα προβλήματα της κυβερνητικής διαχείρισης. Οι «ειδικοί», βέβαια, δεν μίλησαν ποτέ δημόσια και ρητά, πράγμα που τους καθιστά αντικειμενικά θεράποντες μιας κρατικής πολιτικής εξαιρετικά προβληματικής και επικίνδυνης. Κι αφού δεν μίλησαν είναι σαν να μίλησαν -«την φωνή του Κυρίου», για να θυμηθούμε και τον Λακάν.
Όπως κι αν έχει, πάντως, η επίκληση των ειδικών είναι το θεμελιώδες μότο για τη νομιμοποίηση των κρατικών πολιτικών. Και φαίνεται να πιάνει.
Φυσικά, η συγκεκριμένη πρακτική δεν εμφανίστηκε σήμερα. Ο επιστημονισμός και η προσφυγή στους τεχνοκράτες είναι, εδώ και δεκαετίες, με ιδιαίτερη ένταση στη νεοφιλελεύθερη περίοδο, βασικός «τρόπος» της κυρίαρχης πολιτικής. Ακόμη και για τα πιο πολιτικά από τα πολιτικά, οι θατσερικοί και οι σοσιαλφιλελεύθεροι έχουν πάντοτε μια τεχνική λύση να προτείνουν –«εμπεριστατωμένη» και «κοστολογημένη».
Μ’ όλο δε, που λίγα θα είχαν να επικαλεστούν σε ό,τι αφορά την «αποτελεσματικότητα» της πρακτικής τους, με κριτήριο τις ίδιες τους τις διακηρύξεις, το «αφήγημα» συνεχίζεται και το «κόλπο» πιάνει ακόμα. Η επίκληση της επιστήμης και των ειδικών παραμένει ισχυρότατο όπλο των καθεστωτικών κύκλων.
Ένας από τους λόγους, λοιπόν, είναι και το γεγονός πως και η αντίπαλη πλευρά αποδέχεται την, περί ης ο λόγος, «αυθεντία» και τη νομιμοποιεί απολύτως. Η επίθεση, λ.χ., στον Αγκάμπεν για τη γνωστή του, εξαιρετικά καχύποπτη απέναντι στην εξουσία, τοποθέτηση στην αρχή της πανδημίας είναι ενδεικτική. Όχι γιατί ο Αγκάμπεν είχε «δίκιο» -προφανώς (!) δεν είχε. Αλλά γιατί απέναντί του ορθώθηκε μια επιθετική λοιδορία, η οποία μοιράζονταν, σε ό,τι αφορά τα κριτήρια της αντίδρασης, πολλά με τους καθεστωτικούς -με σημαντικότερο όλων την «εμπιστοσύνη στην επιστήμη».
Να μην παρεξηγηθώ. Είμαι απολύτως υπέρ της προτεραιότητας στην «προστασία της ζωής». Δεν επικροτώ ούτε προς στιγμήν συνομωσιολογικά εξηγητικά σχήματα -αν και είναι βέβαιος πως «συνομωσίες» διαπράττονται συνεχώς. Αυτό, όμως, που δεν θέλω να θέσω εντός παρενθέσεως –«λόγω της κρισιμότητος των στιγμών»- είναι πως πολλά από όσα συμβαίνουν είναι «σαν» να συνιστούν αποτέλεσμα μιας φρικτής συνομωσίας. Χωρίς συνομωσία, αλλά χειρότερα και από την χειρότερη συνωμοσία σε ό,τι αφορά το αποτέλεσμα. Ο Αγκάμπεν αυτό, εν τέλει, ισχυρίστηκε νιώθοντας υποχρέωση να προειδοποιήσει, ξανά και πιο επιτακτικά, για όσα, ούτως ή άλλως, εδώ και χρόνια αναλύει. Γι’ αυτό και, νομίζω, πως ένα μεγάλο μέρος της αριστερής αντίδρασης στα γραφόμενά του ήταν, τουλάχιστον, υπερβολική.
Πολύ περισσότερο, όταν η πλειοψηφία όσων του επιτέθηκαν πορεύτηκαν επί καιρό επικαλούμενοι την ανάγκη, αν θέλουμε να στρατευτούμε αληθινά με τον κόσμο της εργασίας, να είμαστε «κόκκινοι και όχι ειδικοί».
Επειδή, λοιπόν, είναι καλό αυτού του είδους τα συνθήματα να μην είναι παρόλες, ο καλύτερος χρόνος για να δοκιμαστούν είναι όταν τα πράγματα ζορίζουν. Τότε είναι που -και- ο επιστημολογικός ριζοσπαστισμός μας θα πρέπει να αποδεικνύεται ισχυρός. Αν δεν συμβαίνει κάτι δεν πάει καλά -είτε με μας είτε με τον ριζοσπαστισμό μας. Δεν μπορώ να φανταστώ πως οι μπολσεβίκοι φουτουριστές ή οι σουρεαλιστές του μεσοπολέμου, αλλά και οι σπουδαίοι σιτουασιονιστές του ’50 και του ’60, θα υπέστελλαν τα εργαλεία της κριτικής τους μπροστά σε όσα ο «γυμνός» ρεαλισμός της ζωής και του θανάτου θα επέβαλλε.
Το βιβλίο του Woolgar, μεταφρασμένο εξαιρετικά εδώ και καιρό από τον φυσικό Δημήτρη Παπαγιαννάκο, μπορεί, νομίζω, να μας βοηθήσει για την υιοθέτηση ή την επαναφορά σε μια στάση όσο πρέπει κριτική απέναντι όχι μόνο στον επιστημονισμό και τον τεχνοκρατισμό, ως θεμελιώδεις πυλώνες της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής ηγεμονίας, αλλά και στην ίδια την Επιστήμη.
Παρουσιάζοντας με πολύ περιεκτικό τρόπο την έρευνα και τη διαμάχη σχετικά με την Κοινωνιολογία της Επιστήμης και την Κοινωνιολογία της Επιστημονικής Γνώσης και επιχειρηματολογώντας υπέρ του Ισχυρού Προγράμματος στο εσωτερικό αυτού του επιστημονικού (!) πεδίου, ο Woolgar μας παρέχει πολύτιμους πόρους προκειμένου να σταθούμε κριτικά και πολύ υποψιασμένα απέναντι σε όσα σχεδόν «εξαιρούνται της κριτικής» -και πoύ συμβαίνει αυτό περισσότερο από ό,τι στο Science;
Προσοχή! Οι συγκεκριμένοι «κοινωνιολόγοι» δεν αμφισβητούν τον αδύναμα επιστημονικό χαρακτήρα κάποιων επιστημονικών κλάδων ή πειθαρχιών ούτε επιτίθενται στις κακές «χρήσεις» της επιστήμης. Η κοινωνιολογία τους δεν συνίσταται στην απόδειξη πως η επιστήμη είναι «συνδεδεμένη» με την κοινωνία, στο εσωτερικό της οποίας παράγεται και εξελίσσεται, ούτε πως συνιστά όλο και περισσότερο συλλογική δραστηριότητα, κοινωνικό θεσμό με κανόνες, ιεραρχήσεις και ιεραρχίες, οι οποίες δεν είναι κατ’ ανάγκη «εσωτερικές», αλλά καθορίζονται «απ’ έξω».
Το Ισχυρό Πρόγραμμα αμφισβητεί την ίδια την αξίωση της Επιστήμης να θεωρείται προνομιακή, «ιδανική», «βαίνουσα προς την τελειότητα και την αλήθεια» μορφή γνώσης. Εφαρμόζοντας με πλήρη συνέπεια (sic) την αρχή της αντιστροφής, περνάει από τις συνήθεις συνεπαγωγές