in

Ό,τι πουν οι ειδικοί; Του Χρήστου Λάσκου

Ό,τι πουν οι ειδικοί; Του Χρήστου Λάσκου

Steve Woolgar, ΕΠΙΣΤΗΜΗ -Η ιδέα καθ’ αυτήν, Κάτοπτρο, σελ. 180

Ό,τι πουν οι ειδικοί! Αυτή είναι, εν τέλει, η κατακλείδα στο μεγαλύτερο μέρος των τοποθετήσεων αναφορικά με την (πολιτική) διαχείριση της υγειονομικής κρίσης. Ισχύει σε τέτοιο ακραίο βαθμό, διεθνώς και εγχωρίως, που πολύ συχνά παίρνει γκροτέσκα χαρακτηριστικά -αρκεί κανείς να παρακολουθήσει τις δηλώσεις της Κεραμέως, π.χ., για να το αντιληφθεί. Όλα γίνονται γιατί «τους το λένε οι ειδικοί».

Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια -αν και πολύ αμφιβάλλω. Ακόμη και οι μη ειδικοί δεν μπορώ να φανταστώ πως, σε ό,τι αφορά το μέσα μαζικής μεταφοράς ή τα σχολεία, θα ήταν δυνατόν να μην καταλαβαίνουν τα μεγάλα προβλήματα της κυβερνητικής διαχείρισης. Οι «ειδικοί», βέβαια, δεν μίλησαν ποτέ δημόσια και ρητά, πράγμα που τους καθιστά αντικειμενικά θεράποντες μιας κρατικής πολιτικής εξαιρετικά προβληματικής και επικίνδυνης. Κι αφού δεν μίλησαν είναι σαν να μίλησαν -«την φωνή του Κυρίου», για να θυμηθούμε και τον Λακάν.

Όπως κι αν έχει, πάντως, η επίκληση των ειδικών είναι το θεμελιώδες μότο για τη νομιμοποίηση των κρατικών πολιτικών. Και φαίνεται να πιάνει.

Φυσικά, η συγκεκριμένη πρακτική δεν εμφανίστηκε σήμερα. Ο επιστημονισμός και η προσφυγή στους τεχνοκράτες είναι, εδώ και δεκαετίες, με ιδιαίτερη ένταση στη νεοφιλελεύθερη περίοδο, βασικός «τρόπος» της κυρίαρχης πολιτικής. Ακόμη και για τα πιο πολιτικά από τα πολιτικά, οι θατσερικοί και οι σοσιαλφιλελεύθεροι  έχουν πάντοτε μια τεχνική λύση να προτείνουν –«εμπεριστατωμένη» και «κοστολογημένη».

Μ’ όλο δε, που λίγα θα είχαν να επικαλεστούν σε ό,τι αφορά την «αποτελεσματικότητα» της πρακτικής τους, με κριτήριο τις ίδιες τους τις διακηρύξεις, το «αφήγημα» συνεχίζεται και το «κόλπο» πιάνει ακόμα. Η επίκληση της επιστήμης και των ειδικών παραμένει ισχυρότατο όπλο των καθεστωτικών κύκλων.

Ένας από τους λόγους, λοιπόν, είναι και το γεγονός πως και η αντίπαλη πλευρά αποδέχεται την, περί ης ο λόγος, «αυθεντία» και τη νομιμοποιεί απολύτως. Η επίθεση, λ.χ., στον Αγκάμπεν για τη γνωστή του, εξαιρετικά καχύποπτη απέναντι στην εξουσία, τοποθέτηση στην αρχή της πανδημίας είναι ενδεικτική. Όχι γιατί ο Αγκάμπεν είχε «δίκιο» -προφανώς (!) δεν είχε. Αλλά γιατί απέναντί του ορθώθηκε μια επιθετική λοιδορία, η οποία μοιράζονταν, σε ό,τι αφορά τα κριτήρια της αντίδρασης, πολλά με τους καθεστωτικούς -με σημαντικότερο όλων την «εμπιστοσύνη στην επιστήμη».

Να μην παρεξηγηθώ. Είμαι απολύτως υπέρ της προτεραιότητας στην «προστασία της ζωής». Δεν επικροτώ ούτε προς στιγμήν συνομωσιολογικά εξηγητικά σχήματα -αν και είναι βέβαιος πως «συνομωσίες» διαπράττονται συνεχώς. Αυτό, όμως, που δεν θέλω να θέσω εντός παρενθέσεως –«λόγω της κρισιμότητος των στιγμών»- είναι πως πολλά από όσα συμβαίνουν είναι «σαν» να συνιστούν αποτέλεσμα μιας φρικτής συνομωσίας. Χωρίς συνομωσία, αλλά χειρότερα και από την χειρότερη συνωμοσία σε ό,τι αφορά το αποτέλεσμα. Ο Αγκάμπεν αυτό, εν τέλει, ισχυρίστηκε νιώθοντας υποχρέωση να προειδοποιήσει, ξανά και πιο επιτακτικά, για όσα, ούτως ή άλλως, εδώ και χρόνια αναλύει. Γι’ αυτό και, νομίζω, πως ένα μεγάλο μέρος της αριστερής αντίδρασης στα γραφόμενά του ήταν, τουλάχιστον, υπερβολική.

Πολύ περισσότερο, όταν η πλειοψηφία όσων του επιτέθηκαν πορεύτηκαν επί καιρό επικαλούμενοι την ανάγκη, αν θέλουμε να στρατευτούμε αληθινά με τον κόσμο της εργασίας, να είμαστε «κόκκινοι και όχι ειδικοί».

Επειδή, λοιπόν, είναι καλό αυτού του είδους τα συνθήματα να μην είναι παρόλες, ο καλύτερος χρόνος για να δοκιμαστούν είναι όταν τα πράγματα ζορίζουν. Τότε είναι που -και- ο επιστημολογικός ριζοσπαστισμός μας θα πρέπει να αποδεικνύεται ισχυρός. Αν δεν συμβαίνει κάτι δεν πάει καλά -είτε με μας είτε με τον ριζοσπαστισμό μας. Δεν μπορώ να φανταστώ πως οι μπολσεβίκοι φουτουριστές ή οι σουρεαλιστές του μεσοπολέμου, αλλά και οι σπουδαίοι σιτουασιονιστές του ’50 και του ’60, θα υπέστελλαν τα εργαλεία της κριτικής τους μπροστά σε όσα ο «γυμνός» ρεαλισμός της ζωής και του θανάτου θα επέβαλλε.

Το βιβλίο του Woolgar, μεταφρασμένο εξαιρετικά εδώ και καιρό από τον φυσικό Δημήτρη Παπαγιαννάκο, μπορεί, νομίζω, να μας βοηθήσει για την υιοθέτηση ή την επαναφορά σε μια στάση όσο πρέπει κριτική απέναντι όχι μόνο στον επιστημονισμό και τον τεχνοκρατισμό, ως  θεμελιώδεις πυλώνες της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής ηγεμονίας, αλλά και στην ίδια την Επιστήμη.

Παρουσιάζοντας με πολύ περιεκτικό τρόπο την έρευνα και τη διαμάχη σχετικά με την Κοινωνιολογία της Επιστήμης και την Κοινωνιολογία της Επιστημονικής Γνώσης και επιχειρηματολογώντας υπέρ του Ισχυρού Προγράμματος στο εσωτερικό αυτού του επιστημονικού (!) πεδίου, ο Woolgar μας παρέχει πολύτιμους πόρους προκειμένου να σταθούμε κριτικά και πολύ υποψιασμένα απέναντι σε όσα σχεδόν «εξαιρούνται της κριτικής» -και πoύ συμβαίνει αυτό περισσότερο από ό,τι στο Science;

Προσοχή! Οι συγκεκριμένοι «κοινωνιολόγοι» δεν αμφισβητούν τον αδύναμα επιστημονικό χαρακτήρα κάποιων επιστημονικών κλάδων ή πειθαρχιών ούτε επιτίθενται στις κακές «χρήσεις» της επιστήμης. Η κοινωνιολογία τους δεν συνίσταται στην απόδειξη πως η επιστήμη είναι «συνδεδεμένη» με την κοινωνία, στο εσωτερικό της οποίας παράγεται και εξελίσσεται, ούτε πως συνιστά όλο και περισσότερο συλλογική δραστηριότητα, κοινωνικό θεσμό με κανόνες, ιεραρχήσεις και ιεραρχίες, οι οποίες δεν είναι κατ’ ανάγκη «εσωτερικές», αλλά καθορίζονται «απ’ έξω».

Το Ισχυρό Πρόγραμμα αμφισβητεί την ίδια την αξίωση της Επιστήμης να θεωρείται προνομιακή, «ιδανική», «βαίνουσα προς την τελειότητα και την αλήθεια» μορφή γνώσης.  Εφαρμόζοντας με πλήρη συνέπεια (sic) την αρχή της αντιστροφής, περνάει από τις συνήθεις συνεπαγωγές

αναπαράσταση  <------------ αντικείμενο

                     επιστημονική γνώση <---------- φυσικός κόσμος

όπου οι οντότητες του αριστερού σκέλους απορρέουν από τις προϋπάρχουσες του δεξιού σκέλους, στις παράδοξες αντίστοιχες

αναπαράσταση ——-> αντικείμενο

                      επιστημονική γνώση ——–> φυσικός κόσμος

που προτείνει πως οι οντότητες του δεξιού σκέλους συγκροτούνται (κατασκευάζονται, ορίζονται, επιτελούνται) δυνάμει του αριστερού σκέλους.

Με άλλα λόγια, η αναπαράσταση προηγείται -χρονικά και λογικά- του αντικειμένου και η επιστημονική γνώση προηγείται του (αντικειμενικού) κόσμου. Στην πραγματικότητα (!), «[υ]πάρχει μια ουσιαστική ισοδυναμία ανάμεσα στην οντολογία και την επιστημολογία: το πώς γνωρίζουμε είναι αυτό που υπάρχει» (σελ. 85). Πράγμα αναμφισβήτητο προσώρας, σύμφωνα με τον Woolgar, «κανείς δεν έχει πετύχει μέχρι τώρα να αποδείξει την προγενέστερη ύπαρξη ενός γεγονότος ή ενός πράγματος ανεξάρτητα από κάποια πρακτική αναπαράστασης» (σελ. 88).

Με μια αλτουσεριανή χροιά, θα μπορούσε να ειπωθεί πως δεν υπάρχουν αντικείμενα άλλα εκτός από τα γνωστικά, τα αντικείμενα συγκροτούνται διαμέσου της αναπαράστασης -και μόνον έτσι. Όπως είναι γνωστό, ένα παλιό φιλοσοφικό ανέκδοτο ρωτάει αν κάνει ή δεν κάνει θόρυβο ένα δέντρο που πέφτει σε ένα μακρινό δάσος: υπό ποια έννοια έχει νόημα να λέμε ότι το δέντρο κάνει θόρυβο όταν δεν υπάρχει κανείς εκεί, για να ακούσει αυτόν τον θόρυβο;

Πρόκειται περί ιδεαλισμού; Κάθε άλλο θα πει ο Woolgar, ο οποίος θα επιτεθεί, επιπλέον, σε έναν πολύ διαδομένο μαρξισμό κατηγορώντας τον για έλλειψη κριτικού ριζοσπαστισμού απέναντι στον σκληρό πυρήνα της κυρίαρχης ιδεολογίας, που αποτελεί έναν πολύ υλικό παράγοντα επιβολής των εκμεταλλευτικών και καταπιεστικών σχέσεων που καταδυναστεύουν τις ζωές της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας.

Χωρίς μια ριζική αντιστροφή της «αντικειμενιστικής δέσμευσης», που συνδέεται με τις παραδοσιακές -και μαρξιστικές- αντιλήψεις για την επιστήμη, καμιά ριζική κριτική στην κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι δυνατή. Γι’ αυτό και ο Woolgar προτείνει την ολοκληρωτική αντιστροφή της, βάσει της οποίας,

«τα αντικείμενα του φυσικού κόσμου δεν προϋπάρχουν των προσπαθειών μας να τα «ανακαλύψουμε», αλλά συγκροτούνται κατά τη διαδικασία της αναπαράστασης -τα κοινωνικά πρότυπα δεν διέπουν τη συμπεριφορά, αλλά παρέχουν αξιολογικά μέσα για τον χαρακτηρισμό της -η λογική και ο ορθός λόγος δεν συνιστούν το αίτιο της δράσης, αλλά το αποτέλεσμά της (συνήθως έναν τρόπο «ορθολογικοποίησής» της) οι κανόνες δεν συνιστούν παράγοντες που καθορίζουν τις πρακτικές, αλλά εφόδια για την εκ των υστέρων αξιολόγηση των πρακτικών -τα γεγονότα δεν είναι προγενέστερα από τις γνωσιακές πρακτικές, αλλά αποτελούν την κατάληξή τους…» (σελ. 125).

Είναι πειστικά όλα αυτά; Αρκετά, νομίζω, για να μας δώσουν πλούσιο υλικό προκειμένου να διαμορφώσουμε μια «προβληματική υποψίας» απέναντι σε όλα τα «επιστημονικώς αναμφισβήτητα» πράγμα περισσότερο απαραίτητο από ποτέ στο παρελθόν.

Τα ελλείμματα, από την άλλη, είναι πρόδηλα. Με κυριότερο το γεγονός πως η κριτική των «κοινωνιολόγων» γίνεται, σε μεγάλο βαθμό, με μεθόδους ίδιες με των «αντικειμενιστών» αντιπάλων. Ο Woolgar δεν είναι καθόλου ανυποψίαστος ως προς αυτό το μείζον ζήτημα. Όπως σημειώνει, άλλωστε,

«τα άρθρα πίστης σε μια εναλλακτική ιδεολογία μάλλον δεν αρκούν. Αντ’ αυτών, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε από πολύ κοντά τη βάση των δικών μας συμβάσεων στις πρακτικές αναπαράστασης […] Ο Ong παρατηρεί ότι αυτοί που υποβάλλουν σε κριτική την τελευταία μορφή της τεχνολογίας της λέξης (γράψιμο, εκτύπωση, τηλεπικοινωνίες) δεν μπορούν παρά, όλοι αδιακρίτως, να πρέπει να υιοθετήσουν τη μορφή τεχνολογίας την οποία επιθυμούν να υποβάλλουν σε κριτική. Μια κριτική του γραψίματος είναι περισσότερο πειστική αν η ίδια είναι γραπτή -οι επιθέσεις εναντίον της εκτύπωσης είναι πιο αποτελεσματικές όταν οι ίδιες εκτυπώνονται -η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ηλεκτρονικών μέσων είναι πιο αποδοτική αν διακινηθεί ηλεκτρονικά. Η ουσία αυτής της ενδιαφέρουσας παρατήρησης είναι ότι αυτοί που ασκούν κριτική είναι αναγκασμένοι να υιοθετούν τις μορφές τις οποίες επιδιώκουν να υπονομεύσουν, αν θέλουν να ληφθούν υπόψη οι κριτικές τους, και αυτό συμβαίνει γιατί η «τελευταία τεχνολογία» καθορίζει τι πρέπει να θεωρείται πειστικό, αποτελεσματικό και αποδοτικό»

Συνεπώς,

«το καθήκον της επόμενης γενιάς των «κοινωνικών σπουδών της επιστήμης» είναι ακριβώς εκείνο της αναζήτησης επαρκών και αποτελεσματικών τρόπων αντίστασης σε μια κατάσταση όπου η επάρκεια  και η αποτελεσματικότητά [τους] καθορίζονται από την ιδεολογία (την αναπαράσταση), η οποία υποβάλλεται σε κριτική» (σελ. 158).

Το βιβλίο αποτελεί εξαιρετικής ποιότητας τροφή για σκέψη. Αλλά και για την επερώτηση του τι συνιστά σήμερα ριζοσπαστική στάση με αξιώσεις μεγάλων μετασχηματισμών.        

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Κρούσματα κορονοϊού σε ακόμη δύο γηροκομεία σε Θεσσαλονίκη και Καβάλα

Θράσος οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης για το νοσοκομείο Δράμας, λένε οι γιατροί