in

Η ασθένεια, η πίστη, η πράξη. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Η ασθένεια, η πίστη, η πράξη. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Έντεκα συναντήσεις. Συζητώντας με τον Στρατή Μπουρνάζο, Πόλις 2020

Οι περισσότερες αναλύσεις για τον κορωνοϊό και την αντιμετώπισή του, ιδίως όσων δεν τον ζήσαμε, χάνουν από το βλέμμα το βίωμα της ασθένειας. Η έλλειψη αυτή αφυδατώνει τη σκέψη. Και δεν αναιρεί την έλλειψη ότι ένας ορισμένος βιωματικός λόγος γίνεται, συχνά, λόγος μελίρρυτος και ναρκισσιστικός, αδιάφορος για την πολιτική σκέψη.

Να το πω και διαφορετικά: Αν με ρώταγαν γιατί να διαβάσουμε σήμερα τον Σταύρο Ζουμπουλάκη, το πρώτο που θα απαντούσα δεν είναι η σπάνια εντοπιότητα και οικουμενικότητα της ματιάς του: το πώς διαβάζει, λόγου χάρη, τον Παπαδιαμάντη, ένας πιστός χριστιανός που μας μίλησε πολύ για τον Λεβινάς, τη Σιμόν Βέιλ, τον Γιόνας, τον Γκουτιέρες, τον Μπερνανός. Δεν θα έλεγα πρώτο ούτε το σθένος του πιστού που, ξέροντας καλά για ποιο πράγμα μιλάει, δηλώνει τη δυσφορία του για την εξουσιαστική Ορθόδοξη Εκκλησία, το φόβο της για τη σεξουαλικότητα, τον αναχρονισμό της εξομολόγησης, τα σκάνδαλα του Καθολικισμού, το ξέφτισμα της πίστης στην ανάσταση.

Πρώτη θα έβαζα τη μαρτυρία του Ζουμπουλάκη για τη Γιούλα, την αδελφή του, και το πώς η δική της δοκιμασία δοκίμασε την πίστη ενός χριστιανού (Η αδελφή μου, Πόλις 2012). Έπειτα θα σκεφτόμουν το άρθρο του στην Καθημερινή για ό,τι παραμένει ανθρώπινο στους ανθρώπους που πάσχουν από Αλσχάιμερ («Τον αναγνωρίζω;», 5.6.2016). Και τέλος θα πρότεινα τις παρεμβάσεις του Ζουμπουλάκη αυτές τις μέρες της δικής μας Πανούκλας, όπου προειδοποιεί επανειλημμένα: κατά τη μετάληψη της θείας κοινωνίας, είναι πολύ πιθανό να μεταδοθεί νόσημα – οι Ορθόδοξες Εκκλησίες πρέπει, λοιπόν, να αλλάξουν τον τρόπο της μετάληψης.

                                                                                              ***

Το βίωμα και το νόημα της αρρώστιας, η δοκιμασία της πίστης, η σημασία της πράξης: αυτά μου φαίνονται τα ισχυρότερα νήματα στο απολαυστικό βιβλίο που έφτιαξαν, συζητώντας, Μπουρνάζος και Ζουμπουλάκης. Το λέει ο δεύτερος, χωρίς περιττά λόγια: «Η αρρώστια σου αποκαλύπτει πως ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που φοβάται και που ελπίζει» (σ. 107):

Πρέπει να μιλάμε για την αρρώστια, γιατί αποτελεί κοινή πανανθρώπινη μοίρα. Υπάρχει μια τάση στην ελληνική οικογένεια, την έζησα και εγώ στη δική μου, να την κρύβει την αρρώστια ως κάτι κακό […] Βέβαια, έχει σημασία πώς θα μιλήσεις […] επειδή παντού και πάντα ενεδρεύει ο κίνδυνος του ναρκισσισμού, πρέπει να αποφύγεις έναν εξιμπισιονισμό, να το πω έτσι, του πόνου, την επίδειξη του πόνου. Δηλαδή: Κοιτάξτε πόσο βασανισμένος είμαι! […] Δεν κάνουμε καλλιστεία πόνου, ποιος είναι πιο πονεμένος ή πιο βασανισμένος. Επίσης, δεν χρειάζεται υψηλός, θριαμβικός τόνος από εκείνον που νίκησε την αρρώστια, γιατί μπορεί κάποιος άλλος δίπλα του να μη στάθηκε τυχερός και να μην τη νίκησε (σ. 98-99).

Άνισοι απέναντι στην ασθένεια

Μιλώντας για «πανανθρώπινη» μοίρα, ωστόσο, είναι πιθανό να προσπερνάμε κινδύνους, βιώματα και συνέπειες άνισα μοιρασμένα. Ο Ζουμπουλάκης το γνωρίζει:

[Η αρρώστια] πυκνώνει τον χρόνο και αλλάζει τις ιεραρχίες […] Είναι άλλο πράγμα παθαίνω καρκίνο στα δεκαοχτώ, άλλο στα πενήντα οχτώ […] Είναι το ίδιο να έχεις πνευμονία και να νοσηλεύεσαι σήμερα σε ένα καλό νοσοκομείο μιας ευρωπαϊκής πόλης, και το ίδιο να έχεις πνευμονία και να βρίσκεσαι […]πάνω σε έναν δουλεμπορικό σκυλοπνίχτη νύχτα, με άγρια θαλασσοταραχή; […] Αν έχεις ζήσει μια ζωή η οποία, διάολε, είχε μια πληρότητα, έναν πλούτο, έκανες κάποια από αυτά που επιθυμούσες, τότε αυτό είναι –μπορεί να είναι– εφόδιο για να αντιμετωπίσεις και τον καρκίνο, τη βαριά αρρώστια. Αν η ζωή σου ήταν μια ζωή που νιώθεις ότι πήγε στα χαμένα, με διαρκείς και αέναες ματαιώσεις, τότε είσαι σε πιο δύσκολη κατάσταση (σ. 115-6).

Η ασθένεια καθηλώνει το χρόνο

Έχει σημασία ότι μιλά γι’ αυτά κάποιος που τα ξέρει από πρώτο χέρι. Στην πρώτη κιόλας «συνάντηση» με τον Μπουρνάζο, που ξεκινά με τα πολυδιαβασμένα Αμπέλια, μεταφερόμαστε στο περιβάλλον του νοσοκομείου:

Βρίσκομαι στον δέκατο όροφο του Ευαγγελισμού και κάνω μεταμόσχευση […] υπό αυστηρές συνθήκες καραντίνας […] Βρίσκεσαι σε έναν χώρο που είναι μη χώρος, όπου δεν επικοινωνείς με κανέναν […] Εκεί χάνεις και την αίσθηση του χρόνου· το εικοσιτετράωρο δεν περνάει […] Κι εκεί, χωρίς να ξέρω καν για ποιον λόγο, ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο που πήρε μετά τον τίτλο Στ’ αμπέλια.

Ο Ζουμπουλάκης βλέπει την αρρώστια ως γεγονός που καταργεί τη διάκριση σώματος-πνεύματος. Ο άρρωστος δεν πονά μόνο σωματικά: «ανατρέπεται συνολικά η σχέση του με τον κόσμο» (σ. 109) και τον χρόνο. Η αρρώστια, λέει ο ίδιος,

καθηλώνει, καταδικάζει τον άνθρωπο στο εδώ και τώρα, στη στιγμή, στις μετρήσεις, τις ενδείξεις, την κατάσταση της στιγμής. Ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να ζήσει ανθρώπινα καθηλωμένος στο παρόν της στιγμής.

Βίωμα και νόημα της ασθένειας

Το βίωμα διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Διαφέρει, όμως, κι από αρρώστια σε αρρώστια. Ποια είναι η ιδιαιτερότητα του καρκίνου;

Εάν έχεις ένα καρδιολογικό νόσημα, για παράδειγμα, σου λένε να αδυνατίσεις, να περπατάς, να ασκείσαι, να κόψεις το τσιγάρο, να μην πίνεις […] Σε όλα τα νοσήματα κάτι μπορεί να κάνει και ο ίδιος ο άρρωστος, συμβάλλοντας στη μη επιδείνωση ή στην ίαση. Εδώ δεν υπάρχουν πολλά να κάνεις. Περιμένεις πώς θα αντιδράσει ο οργανισμός σου στη θεραπεία (σ. 103-104).

Διόλου ανυποψίαστος για τον ναρκισσισμό του βιώματος, ο Ζουμπουλάκης τονίζει πως η διαφορά των βιωμάτων της αρρώστιας είναι μέρος του νοήματός της. Χωρίς διάθεση να την εξιδανικεύσουμε, η αρρώστια είναι ηθική κλήση:

Ένας από τους συνασθενείς στον «Ευαγγελισμό», ένας απλός άνθρωπος, αποκαλούσε τους άλλους ασθενείς εκεί «συμπολεμιστές» […] Βλέπεις ανθρώπους που είναι βαριά άρρωστοι αλλά νοιάζονται για τον διπλανό τους, και άλλους που είναι αδιάφοροι· το βλέμμα τους δεν χωράει τίποτε άλλο, δεν κοιτάει κανέναν άλλον (σ. 118-9).

Η ιατρική ως τέχνη, η γιατρειά ως επάνοδος στη ζωή

Σπάνια διαβάζεις πιστό χριστιανό να λέει χωρίς περιστροφές: «Το ότι ζω οφείλεται στην πρόοδο της επιστήμης και σε μια εξαιρετική ομάδα γιατρών του νοσοκομείου “Ευαγγελισμός”, τη Σωσάνα Δελήμπαση, τον Νίκο Χαρχαλάκη και πολλούς άλλους. Ξεκάθαρα» (σ 120-21). Εξίσου σημαντικό, όμως: εδώ δεν μιλά ένας αφιλοσόφητος οπαδός της «καθαρής» Επιστήμης:

Όπως έγραφε σοφά και λιτά ο Χανς Γιόνας, «η ιατρική είναι επιστήμη· το ιατρικό επάγγελμα είναι η άσκηση μιας τέχνης που θεμελιώνεται σε αυτή την επιστήμη» […] Ο γιατρός δηλαδή πρέπει να έχει την ικανότητα να δει και να ακούσει τον συγκεκριμένο άρρωστο, να ακούσει τη φωνή του και τη σιωπή του, να διαβάσει το σώμα του, να ακούσει και να ερμηνεύσει το αφήγημα της αρρώστιας του και της ζωής του […] Τον συμμερισμό, το νοιάξιμο του γιατρού τα θέλουμε, όχι για να τον αξιολογήσουμε ηθικά, αλλά γιατί είναι απαραίτητα στην ίδια τη θεραπευτική διαδικασία (σ. 121-2).

Από τη συζήτηση δεν θα μπορούσε να λείπει ο Ζορζ Κανγκιγέμ: γιατρειά «δεν σημαίνει επιστροφή στο παρελθόν, σε αυτό που ήσουν πριν αρρωστήσεις, αλλά εκ νέου είσοδο στη ζωή, στη δραστηριότητα, στις ανθρώπινες σχέσεις» (σ. 108).

Σύστημα υγείας

Οι έντεκα συναντήσεις του Ζουμπουλάκη με τον Μπουρνάζο ετοιμάζονταν από το φθινόπωρο του 2018, πολύ πριν μάθουμε για τον νέο κορωνοϊό. Καθώς, λοιπόν, το βιβλίο σχεδιάστηκε με βάση συγκεκριμένες θεματικές (τα καλοκαίρια του Ζουμπουλάκη σε μια επαρχία που δεν υπάρχει πια, τα χρόνια της πνευματικής διαμόρφωσής του στην Αθήνα και το Παρίσι, τα χρόνια της Νέας Εστίας και του Άρτου Ζωής, το σχολείο, την Αριστερά και τη Χρυσή Αυγή), η αποτίμηση της πανδημίας περιορίζεται στην πρώτη φάση της:

Η επιδημία φανέρωσε για άλλη μια φορά πόσο άδικος είναι αυτός ο κόσμος, πόσο μακριά βρίσκεται από το ιδεώδες της ισότητας. Στην Αμερική το ποσοστό των μαύρων που πέθαναν από την πανδημία είναι τρεις φορές υψηλότερο από το ποσοστό τους στον συνολικό πληθυσμό (σ. 525).

Στα καθημάς, ο Ζουμπουλάκης θεωρεί «ανόητη και πολιτικά επικίνδυνη» την άποψη περί «κράτους εξαίρεσης», που εμπνέεται από τον Αγκάμπεν. Ήδη πριν το δεύτερο κύμα, ωστόσο, προειδοποιεί: «Λέμε όλοι να αυξηθούν οι ΜΕΘ. Και είναι πολύ σωστό. Αλλά οι ΜΕΘ δεν είναι μηχανήματα, θέλουν ειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Αυτό το προσωπικό για να ειδικευτεί θέλει δυο χρόνια εκπαίδευση» (σ. 527). Σε τελική ανάλυση,

Το δημόσιο νοσοκομείο είναι ιερό. Πρέπει να το αντιμετωπίζουμε όλοι με τον σεβασμό που αρμόζει σε κάτι ιερό (σ. 127).

Πίστη και πράξη

Η ασθένεια, όμως, δεν θέτει μόνο ζητήματα πολιτικής και οικονομικών της υγείας: θέτει και ζητήματα πίστης. Πίστη, στη λογική του Ζουμπουλάκη, σημαίνει αγάπη και προσευχή. Αλλά πώς ο Θεός της Αγάπης αφήνει να υποφέρουν και να χάνονται τόσοι αθώοι; «Όλα αυτά τα ερωτήματα, που είναι αναπάντητα, λύνονται μόνο εσχατολογικά, με την πίστη στην ανάσταση και στη βασιλεία του Θεού» (σ. 129). Όμως

η φροντίδα των αβοήθητων είναι δουλειά του ανθρώπου, όχι του Θεού (σ. 153).

Κι εδώ, ο χριστιανισμός του Ζουμπουλάκη –ο χριστιανισμός της χαράς και μια ηθική της κλιμάκωσης, που δεν είναι «όλα ή τίποτα»– επιμένει πως και η πιο μικρή πράξη μετράει. Η αγάπη δεν είναι συναίσθημα: είναι πράξη.

Καλή μας χρονιά!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Νέο ναυάγιο στη Λέσβο: Μια νεκρή γυναίκα και ένας αγνοούμενος

Φυλακές Διαβατών: «Οι θάνατοι ήταν άδικοι, θα μπορούσαν να τους είχαν προλάβει»