Αφιέρωμα 2012: Η πόλη αποκτά δημόσιο φωτισμό με φωταέριο (1890)

Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη

Τα δίκτυα υποδομών αποτελούν βασικό στοιχείο της αλλαγής του αστικού τοπίου στον ανεπτυγμένο κόσμο καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ύδρευση, αποχέτευση, συγκοινωνία κι αργότερα ηλεκτροδότηση και τηλεφωνία προσφέρουν στους κατοίκους των πόλεων πρωτόγνωρες δυνατότητες, παρέχουν νέες επιχειρηματικές δυνατότητες στο κεφάλαιο (προφανώς τα όποια αγαθά δεν τα απολαμβάνει συνολικά ο αστικός πληθυσμός αλλά το τμήμα που διαθέτει σχετική οικονομική δυνατότητα), διαμορφώνουν έναν πιο περίπλοκο πολεοδομικό σχεδιασμό, καθιστούν όμως και τους κατοίκους πιο κεντρικά εξαρτημένους και πιο ευάλωτους σε βλάβες ή καταστροφές. Αυτές οι υποδομές εμφανίζονται και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προς τα τέλη πλέον του αιώνα. Ο φωτισμός των δρόμων με τη χρήση φωταερίου είναι από τις πρώτες εφαρμογές όχι γιατί είναι η πιο αναγκαία για τη ζωή στην πόλη αλλά γιατί είναι η πιο εύκολη.[1] Βέβαια και πριν το φωταέριο υπήρχε δημόσιος φωτισμός με λάμπες λαδιού ή, αργότερα, πετρελαίου που κάθε μια έπρεπε να γεμίζει και να ανάβει χωριστά, ενώ το φως ήταν αρκετά ασθενικό. Το φωταέριο είχε το πλεονέκτημα ότι μπορούσε να δώσει το καύσιμο κεντρικά από μια πηγή –το εργοστάσιο όπου παράγονταν από απόσταξη κάρβουνου ή ξύλου (τεχνολογία η οποία είχε ανακαλυφθεί στα τέλη του 18ου αιώνα)– αλλά και μ’ αυτή την πηγή ενέργειας κάθε λάμπα έπρεπε να ανάβει και να σβήνει χωριστά, εργασία που έκανε ο φανοκόρος.[2] Οι φανοστάτες μας είναι γνωστοί, τώρα πλέον, από τις γραφικές γελοιογραφίες όπου τους αγκαλιάζει κάποιος ζαλισμένος… βαρελόφρων.

Στη Θεσσαλονίκη πριν την έλευση του φωταερίου ο φωτισμός γίνεται στοιχειωδώς με λάμπες πετρελαίου που –σύμφωνα με τις γαλλικές προξενικές αρχές– κοστίζουν 9.000 φράγκα ετησίως. Οι πρώτες δύο προτάσεις για την εγκατάσταση εργοστασίου και δικτύου φωταερίου στη Θεσσαλονίκη κατατίθενται στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων το 1885 και μάλιστα μέσα σε διάστημα μόλις δέκα ημερών. Η πρώτη από τον Ο. Έδβαρ αφορά και τον φωτισμό της Χαλκηδόνας (ασιατικό προάστιο της πρωτεύουσας) και έχει σαν πρότυπο το αντίστοιχο έργο στη Βηρυτό, ενώ η δεύτερη που καταθέτει ο Φρειδερίκος Μουράτ ζητά ίδιους όρους με το προνόμιο φωτισμού της Σμύρνης.[3] Τελικά, δυο χρόνια αργότερα, υπογράφεται σύμβαση μεταξύ της οθωμανικής κυβέρνησης και του Βρετανού υπηκόου Κίρμπυ η οποία παραχωρεί στον τελευταίο το μονοπώλιο της εγκατάστασης και εκμετάλλευσης φωταερίου για 35 χρόνια. Ο Κίρμπυ, στη συνέχεια, παραχωρεί αυτό το προνόμιο σε μια γαλλική εταιρία που, με τη σειρά της, το μεταβιβάζει σε Βέλγους επιχειρηματίες.[4] Οι αλλεπάλληλες «τράμπες» μεταξύ πολλών μεσαζόντων αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο όλων των δημοσίων έργων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τα οποία, εντέλει, κατασκευάζονται από δυτικοευρωπαϊκές εταιρίες. Ειδικά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα δραστήριοι εμφανίζονται Βέλγοι κεφαλαιούχοι, όπως βλέπουμε και από τις περιπτώσεις των δικτύων ύδρευσης και τραμ.[5]

Το εργοστάσιο κατασκευάζεται στα δυτικά της πόλης, κοντά στο Μπεστσινάρ και τα εγκαίνια του δικτύου γίνονται με κάθε επισημότητα στις 4.3.1890 στο ξενοδοχείο Κολόμπο[6] (που βρισκόταν στη γωνία των σημ. οδών Βαλαωρίτου και Λ. Σοφού, εξού και η περιοχή ονομάζεται Κολόμβου). «Ο Δήμαρχος έδωσε εορτήν επί τη ευκαιρία της ενάρξεως των εργασιών του φωτισμού των κεντρικών δρόμων της πόλεως και των Πύργων δια λαμπτήρων αεριόφωτος», γράφει ο «Φάρος της Μακεδονίας»,[7] ενώ στον χώρο της αποθήκης και του εργοστασίου παρατίθεται γεύμα –χωριστά– «εις τας κυριωτέρας της Υψηλής ημών κοινωνίας, Κυρίας και Δεσποινίδας».[8]

Η υψηλή κοινωνία είναι, άλλωστε, αυτή που κυρίως επωφελείται καθώς είναι οι χώροι όπου ζει και κινείται που πρώτοι φωτίζονται. Προηγείται η παραλιακή λεωφόρος, στην οποία μάλιστα την ημέρα των εγκαινίων έχουν τοποθετηθεί λάμπες σε σχήμα φοίνικα, σημαίας κλπ.,[9] ενώ επίσης φωτίζεται από τις πρώτες η μεγάλη οδός της Αγια-Σοφιάς, καθώς και η αρχοντική συνοικία των Πύργων (ή Εξοχών, σημ. Βασ. Όλγας).[10] Μάλιστα στ’ ανατολικά θα υπάρξει σημαντική επέκταση του δικτύου όταν, στα 1893, παραιτηθεί από τη θέση του δημάρχου ο Ιμπραήμ μπέης (που μάλλον είναι αυτός που έδωσε τις σχετικές δεξιώσεις τρία χρόνια νωρίτερα)[11] και στη θέση του διοριστεί ο ντονμές Χαμντί μπέης, ένας από τους πλουσιότερους Θεσσαλονικείς επιχειρηματίες που εμπλέκεται σε όλα τα έργα υποδομής που κατασκευάζονται τότε.[12]

Το γκάζι δεν παράγεται, όμως, μόνο για δημόσια χρήση. Χρησιμοποιείται ως κινητήρια δύναμη μικρών βιομηχανιών,[13] αλλά και ως πηγή φωτός ιδιωτικών χώρων, με γρήγορους ρυθμούς μάλιστα, καθώς οι ιδιωτικές λυχνίες από 350 τη χρονιά ίδρυσης της εταιρίας φθάνουν τις 7.200 δέκα χρόνια αργότερα.[14] Η ιδιωτική χρήση του φωταερίου, ιδιαίτερα από τα παραλιακά κέντρα διασκεδάσεως, αλλάζει την όψη της πόλης. Ο αρχισυντάκτης της «Journal de Salonique» Βιτάλης Κοέν, περιγράφει τις φωτεινές νύκτες της Θεσσαλονίκης ως εξής: «Σαββατόβραδο, βόλτα στην προκυμαία, ανατολική μεριά· το Ορφαίουμ λούζεται σε ακτίνες φωτός, το Σπόρτινγκ αστράφτει, το Ζούπιτερ, στεφανωμένο με 1.800 λυχνίες φωταερίου, είναι ένα άνθος παραδείσιας φεγγοβολής. Πιο πάνω, η Πατισερί Παριζιέν, πλημμυρισμένη από ακτινοβολίες θαμπώνει τους περαστικούς. Η Αλάμπρα, λίγο παρατημένη, λάμπει από την απουσία κεριών. Το Καφέ ντ’ Εζύπτ ακτινοβολεί εκτυφλωτικά. Μέσα σ’ αυτή τη σπατάλη της φωτοχυσίας με τις σχεδόν ηλεκτρικές αντανακλάσεις, μέσα σ’ αυτό το όργιο φωτός και θάμβους, χωρίς προηγούμενο στα χρονικά των λαμπιονιών και των λυχναριών, το πλήθος σπρώχνεται, ποδοποτείται και στροβιλίζεται».[15]

Η σημασία, όμως, που αποκτά ο δημόσιος φωτισμός θα τον κάνει και στόχο των «Γκεμιτζί» (γνωστών στην ελληνική βιβλιογραφία κυρίως ως «Βαρκάρηδων»). Το βράδυ της 29.4.1903 οι φύλακες του εργοστασίου αεριόφωτος απωθούν με πιστολιές δύο μέλη της ομάδας που προσπάθησαν να το ανατινάξουν. Δεν απετράπη όμως η ανατίναξη του κεντρικού αγωγού φωταερίου που περνούσε κάτω από τη γέφυρα του χειμάρρου Αρόν, η οποία αποτελούσε τμήμα της οδού Memleket Bagcesi (σημ. 26ης Οκτωβρίου), λίγο μετά το Τοπ Χανέ (σημ. δικαστικό μέγαρο). Έτσι, η πόλη βυθίστηκε στο σκοτάδι, γεγονός που ήταν και το σύνθημα για τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας να προχωρήσουν στις σχεδιασμένες από μήνες επιθέσεις τους.[16]

Το ηλεκτρικό ρεύμα, που θα αντικαταστήσει τελικά το γκάζι ως πηγή φωτισμού, θα έρθει στη Θεσσαλονίκη το 1908 από τη βελγική εταιρία των τραμ που θα το χρησιμοποιήσει αρχικά για την κίνηση των οχημάτων της, πριν το επεκτείνει και στον δημόσιο φωτισμό.[17]

Παραπομπές:

[1] Μερόπη Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912: Μια μητρόπολη την εποχή των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, μτφρ. Βασ. Πατσογιάννης, Εστία, Αθήνα 2008, σ. 234.

[2] digitalscholl.minedu.gov.gr/modules/document/file.php/DSGYM-B200/FGYM_HTML/other/topic_4.pps.

[3] Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης: Βορειοελλαδικές πόλεις στην περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, Τροχαλία, Αθήνα 1997, σ. 208-209.

[4] Μερ. Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912…, ό.π., σ. 236.

[5] Μερ. Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912…, ό.π., σ. 2228, 239.

[6] Μερ. Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912…, ό.π., σ. 235.

[7] Κώστας Τομάνας, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 91.

[8] Αλ. Καραδήμου-Γερολύμπου, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης…, ό.π., σ. 209.

[9] Αλ. Καραδήμου-Γερολύμπου, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης…, ό.π., σ. 209.

[10] Μερ. Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912…, ό.π., σ. 235.

[11] Αλ. Καραδήμου-Γερολύμπου, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης…, ό.π., σ. 211.

[12] Μερ. Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912…, ό.π., σ. 232.

[13] Π. Ριζάλ (Ζοζέφ Νεχαμά), Θεσσαλονίκη η περιπόθητη πόλη, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 163.

[14] Μερ. Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912…, ό.π., σ. 238.

[15] Journal de Salonique, 22.8.1898, όπως παρατίθεται στο Μερ. Αναστασιάδου, Θεσσαλονίκη 1830-1912…, ό.π., σ. 236.

[16] Γιάννης Μέγας, Οι «Βαρκάρηδες» της Θεσσαλονίκης: Η αναρχική βουλγαρική ομάδα & οι βομβιστικές ενέργειες του 1903, 2η έκδ., Π. Κυριακίδης, Αθήνα 2010, σ. 44-45.

[17] Κ. Τομάνας, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), ό.π., σ. 145.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Νέα εμπόδια για τη Μέρκελ

Αφιέρωμα 2012: Η δολοφονία του βασιλιά (1913)