Αφιέρωμα 2012: Η δολοφονία του βασιλιά (1913)

 

Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη

«Συντετριμμένον υπό οδύνης το Υπουργικόν Συμβούλιον αγγέλει εις τον Λαόν τον θάνατον της Α. Μεγαλειότητος του δημοφιλεστάτου Βασιλέως ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α΄. Κακούργοι χείρες παραφρόνων εδολοφόνησαν σήμερον εν Θεσσαλονίκη τον Βασιλέα, βυθίσασαι εις βαθύτατον πένθος ολόκληρον το έθνος, εν ημέραις αγαλλιάσεως δια την πλήρωσιν των πανελληνίων πόθων. Η δολοφονική επίθεσις εγένετο περί ώραν 5ην μ.μ. της σήμερον εν περιπάτω δια περιστρόφου. Η Α. Μεγαλειότης ο Βασιλεύς εξέπνευσε μετά ημίσειαν ώραν. Το Υπουργικόν Συμβούλιον έσπευσε να ανακοινώση αυθωρεί το οδυνηρόν άγγελμα εις την Α. Μεγαλειότητα, τον νέον Βασιλέα ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΝ. Εν Αθήναις τη 5 Μαρτίου 1913».[1] Με το σύντομο αυτό σημείωμα η κυβέρνηση Βενιζέλου ανακοινώνει τον θάνατο του βασιλιά Γεωργίου.

 

Ο Χριστιανός-Γουλιέλμος-Φερδινάνδος-Αδόλφος-Γεώργιος, όπως ήταν το πλήρες όνομα του βασιλιά, είχε γεννηθεί το 1845 στην Κοπεγχάγη κι ήταν δευτερότοκος γιος του τότε διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά της Δανίας Χριστιανού Θ΄ του οίκου Σλέσβιχ-Χολστάιν-Ζόντερμπουργκ-Γκλύξμπουργκ.[2] Το 1863 ανέβηκε στον θρόνο της Ελλάδας, διορισμένος από τις προστάτιδες Δυνάμεις (Βρετανία, Γαλλία Ρωσία) μετά την εκθρόνιση του Όθωνα, το προηγούμενο έτος. Μάλιστα στο ενδιάμεσο, τον Νοέμβριο του 1862 έγινε στην Ελλάδα δημοψήφισμα που αφορούσε το πρόσωπο που επιθυμούσε ο λαός για βασιλιά. Επί 240.701 ψηφοφόρων (άνδρες άνω των 20) ο δευτερότοκος γιος της βασίλισσας Βικτωρίας Αλφρέδος πήρε 230.016 ψήφους (95,56%), αλλά επειδή σύμφωνα με τις συμφωνίες ίδρυσης του ελληνικού κράτους δεν επιτρεπόταν να καθίσει στον θρόνο της Ελλάδας μέλος των βασιλικών οίκων καμιάς από τις  προστάτιδες, τελικά επελέγη ο Γουλιέλμος της Δανιμαρκίας, όπως είχαν σημειώσει στα ψηφοδέλτια τους οι έξι όλοι κι όλοι (0,002%) που τον είχαν προτιμήσει στο εν λόγω δημοψήφισμα.[3] Εν πάσει περιπτώσει, αν και ήταν ο μόνος βασιλιάς της Ελλάδας που δολοφονήθηκε ήταν ταυτόχρονα και αυτός που μακροημέρευσε πέρα από κάθε άλλον στον θρόνο. Στον μισό αιώνα της βασιλείας του το κράτος του επεκτάθηκε αποκτώντας αρχικά τα Επτάνησα (1864) και στη συνέχεια τη Θεσσαλία και την Άρτα (1881). Ενώ στην αρχή διόριζε όποιον ήθελε για πρωθυπουργό, ακολούθως εφάρμοσε την «αρχή της δεδηλωμένης» πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο. Επίσης στα χρόνια του έγιναν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες, ο πόλεμος του 1897 και στη συνέχεια η χρεοκοπία και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος. Η πιο σοβαρή αμφισβήτηση της εξουσίας του ήταν προφανώς το κίνημα στο Γουδί το 1909 που έφερε στο προσκήνιο τον Ε. Βενιζέλο, αλλά τη στιγμή του θανάτου του βρισκόταν μάλλον στον κολοφώνα της δόξας του, καθώς κι οι πρίγκιπες είχαν επανέλθει στις θέσεις του στον στρατό (ο διάδοχος Κωνσταντίνος ήταν μάλιστα ο αρχιστράτηγος, ενώ ένας άλλο γιος του, ο Νικόλαος, διατελούσε στρατιωτικός διοικητής Θεσσαλονίκης) και οι νίκες του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου είχαν επεκτείνει πάρα πολύ την επικράτεια του στέμματός του.

 

Ο βασιλιάς είχε εγκατασταθεί σχεδόν μόνιμα στη Θεσσαλονίκη μετά την είσοδο των ελληνικών στρατευμάτων θέλοντας με συμβολικό τρόπο να τονίσει την ελληνική κυριαρχία στην πόλη, καθώς ούτε ο πόλεμος είχε τελειώσει, ούτε συνθήκες είχαν υπογραφεί. Κατοικούσε στην έπαυλη Χατζηλαζάρου (σημ. οικία Σιάγα) στην οδό των Εξοχών, κοντά στο σημείο όπου δολοφονήθηκε. Στο σημείο αυτό, όπου η οδός Αγίας Τριάδας τέμνει τον παράλληλο προς τη θάλασσα δρόμο που εκεί ακριβώς αλλάζει όνομα (τελειώνει η Βασ. Γεωργίου και αρχίζει η Βασ. Όλγας –η βασίλισσα Όλγα ήταν η σύζυγος του δολοφονηθέντος) υπάρχει ο αδριάντας του Γεωργίου καθώς και το μνημείο που στήθηκε ακριβώς στο σημείο της δολοφονίας, που έλαβε χώρα στις 5.15΄ όπως σημειώνει ο ανταποκριτής των «Times».[4] «Ο δολοφόνος εκρύπτετο εις την γωνίαν της διασταυρώσεως των οδών αυτών, ολίγα βήματα κάτωθεν του αστυνομικού τμήματος της Αγίας Τριάδος. Μόλις η Α.Μ. διήλθε προ της γωνίας, επρόβαλεν ο δολοφόνος και τον επυροβόλησε δις από αποστάσεως δύο βημάτων διά περιστρόφου, εκ του είδους των Μαυροβουνιωτικών. Μόλις έπεσεν ο πρώτος πυροβολισμός, ο συνοδεύων τον Βασιλέα υπασπιστής επειράθη να εξαγάγη το περίστροφόν του. Τότε ο δολοφόνος έσυρε και κατά του υπασπιστού, αλλά το πολύκροτόν του έπαθε αφλογιστίαν. Δύο Κρήτες χωροφύλακες, παρατυχόντες εκεί, έσπευσαν και συνέλαβον τον δολοφόνον, μη αποπειραθέντα ουδεμίαν αντίστασιν, τη βοηθεία ενός λοχίου και ενός στρατιώτου, διερχομένων και αυτών τυχαίως εκείθεν… Εν τω μεταξύ όμως η Α.Μ. έπιπτε λιπόθυμος παρά την τράπεζαν γωνιαίου παντοπωλείου, του οποίου ο καταστηματάρχης σπεύσας τον ημιανήγειρεν».[5] Η περιγραφή συμπίπτει και με τη μαρτυρία του αυτόπτη Μάσιμο Αριγκόνι που μας δίνει και το όνομα του μπακάλη της γειτονιάς, Ααρών Αμίρ, που υποβάσταξε τον πληγωμένο.[6]

 

«Άπαντα τα καταστήματα μετά την αναγγελίαν του τραγικού τέλους του Βασιλέως εκλείσθησαν συνεπεία της οδυνηράς καταπλήξεως, ην επροξένησε το απροδόκητον γεγονός. Η δημοσία τάξις εν τη πόλει ουδόλως διεσαλεύθη».[7] Δυστυχώς, η διατύπωση αυτή του Τύπου της εποχής δεν απολύτως ακριβής. «Χωροφύλακες  και στρατιώτες, υπερεξημμένοι, επιδόθηκαν σε λυπηρές βιαιοπραγίες εναντίον των κακόμοιρων μουσουλμάνων και των ισραηλιτών. Υπήρξαν θύματα», γράφει ο Νεχαμά.[8] Τα γεγονότα αυτά επιβεβαιώνουν και Έλληνες αξιωματούχοι. «Στη Θεσσαλονίκη δεν διαταράχθηκε η τάξη εκτός από μερικούς σκοτωμούς Τούρκων και Εβραίων που του έκαμαν στο μέρος που έγινε η δολοφονία, οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες με το πρώτο σάστισμα», σημειώνει στο ημερολόγιο του ο Φ. Δραγούμης.[9] Ενώ ο υπουργός Δικαιοσύνης και –ταυτόχρονα– πρώτος γενικός διοικητής Μακεδονίας Κ. Ρακτιβάν αναφέρει: «Δύο μόνον εφονεύθησαν υπό Ελλήνων στρατιωτικών Οθωμανοί, τυχαίως και τρεις ετραυματίσθησαν».[10] Οι επίσημοι, βέβαια, απολογισμοί πρέπει να διαβάζονται ως το ελάχιστο που συνέβη.

 

Πάντως, όπως αναφέρει κι ο Ρακτιβάν, τα πράγματα ησύχασαν σχετικά γρήγορα όταν έγινε γνωστό ότι ο δολοφόνος ήταν Έλληνας. Ο Αλέξανδρος Σχινάς που πυροβόλησε τον Γεώργιο, παραμένει έκτοτε ένα αίνιγμα της ελληνικής ιστορίας αλλά και αγαπημένο θέμα θεωριών συνομωσίας. «Εις ερώτησιν αξιωματικού τινος εάν δεν ελυπήθη διά την πατρίδα, απήντησεν, ότι είνε σοσιαλιστής», γράφουν οι εφημερίδες «Εστία», «Εφημερίς» και «Αθήναι», «δεν απήντησεν» μας λένε οι «Καιροί», ενώ τη σχετική ερώτηση δεν καταγράφει η «Πατρίς». Είναι το μόνο σημείο που ουσιαστικά διαφέρουν τα, σχεδόν μέχρι κεραίας, πανομοιότυπα ρεπορτάζ των αθηναϊκών εφημερίδων.[11] Τα σενάρια, βέβαια, ενισχύονται από το γεγονός ότι στις 22.4.1913 ο κρατούμενος στο Διοικητήριο κατηγορούμενος  «οδηγούμενος εις τον ανακριτήν διέλαθε της προσοχής των φρουρών και έπεσε από παράθυρον εις το λιθόστρωτον της αυλής, φονευθείς επί τόπου». Στη συνέχεια στο πλοίο που μετέφερε τη δικογραφία στην Αθήνα εξερράγη πυρκαγιά και τα έγγραφα αποτεφρώθηκαν.[12] Είναι λογικό, λοιπόν, να δημιουργούνται υπόνοιες συγκάλυψης.

 

Τελικά τι ήταν ο Σχινάς; Τρελός, αναρχικός, πράκτορας; Πάντως σίγουρα ήταν πάμφτωχος, περιθωριακός και φυματικός. Όλες οι εφημερίδες τον περιγράφουν ως ρακένδυτο, ενώ είχε περάσει κι από την Αθήνα, απ’ όπου η αστυνομία τον έδιωξε ως επαίτη κι εκβιαστή. Αναφέρει και πάλι ο Ρακτιβάν: «Ο Σχινάς όχι μόνον πένης ήτο, αλλά και αποδεδειγμένον είναι ότι παρήρχοντο δύο και τρεις ημέραι να φάγη και ένα παξιμάδι μέχρις ότου ευρεθούν τα θύματα, παρά των οποίων ελάμβανε πότε επαιτών και πότε εκβιάζων, μικροποσά δια να φάγη».[13] Ο πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος –που τον επισκέφτηκε για να τον εξομολογήσει στο Διοικητήριο– έγραφε, μετά από χρόνια, ότι τον βρήκε «έχοντα πλησίον του πτυελοδοχείον δια τα πτύελά του, διότι ούτος ήτο φυματικός διανύων το δεύτερον στάδιον της ασθενείας ταύτης».[14] Η κυρίαρχη αφήγηση τον θέλει ανισσόροπο. Όπως το θέτει η ογκώδης «Ιστορία» των εκδόσεων της εφημερίδας «Πρωία» το 1935: «Ο βασιλεύς… δολοφονείται εν Θεσσαλονίκη υπό ανισορρόπου αναρχικού»,[15] ταυτίζοντας περίπου τις δύο έννοιες (κάτι που μάλλον κάνουν κάποιοι ακόμα και σήμερα). Σύμφωνα πάλι με τον Κορδάτο ο δικαστής Β. Κανταρές, που είχε αναλάβει την υπόθεση, είχε πει πως «στην αρχή παρ’ όλο το ξύλο που έφαγε ο Σχινάς, δεν έβγαλε τσιμουδιά, αλλά μια δυο μέρες ύστερα άρχισε να κάνει υπαινιγμούς. Ενοχοποιούσε πράκτορες Γερμανούς και μάλιστα το Γερμανό πρεσβευτή… Εξάλλου είμαι βέβαιος ότι ο Σχινάς δεν αυτοκτόνησε. Τον έριξε από το παράθυρο ανώτατος αξιωματικός της χωροφυλακής ύστερα από τις ανακοινώσεις που έκανε στη βασίλισσα Όλγα»,[16] η οποία τον επισκέφθηκε και συνομίλησε μόνη μαζί του δυο φορές. Ο πρωτοσύγκελος, πάλι, γράφει πως ο Σχινάς «ισχυρίζετο ότι κατά την γνώμην του είναι περιττοί οι Βασιλείς, τρεφόμενοι εκ του ιδρώτος του πενομένου λαού», επομένως θεωρεί ότι «ο απαίσιος κακούργος ήτο αναρχικός και ως τοιούτος ίσως να εχρησίμευσεν ως όργανο ξένης εποφθαλμιώσης την Θεσσαλονίκην Δυνάμεως».[17] Τέλος σύμφωνα με την «Εστία» είχε απαντήσει στο ερώτημα γιατί έκανε τον φόνο: «Έτσι το ήθελα. Του εζήτησα χρήματα και δεν μου έδωκε».[18]

 

Όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά. Πράκτορες διάφορων συμφερόντων υπάρχουν παντού και πάντα, ιδιαίτερα βέβαια στη «ρευστή» κατάσταση της τότε Θεσσαλονίκης. Πολλές δολοφονίες ηγετών είχαν διαπραχθεί από αναρχικούς ή εθνικιστές, είτε μεμονωμένους είτε σε μικρές ομάδες (ας μην ξεχνάμε ότι ένα χρόνο αργότερα μια άλλη δολοφονία στο Σεράγεβο θα αποτελούσε αφορμή για τον Μεγάλο Πόλεμο). Εντέλει, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε το θολωμένο μυαλό ενός πεινασμένου φουκαρά.

 

Παραπομπές:

[1] Αθήναι, 6.3.1913.

[2] http://el.wikipedia.org/wiki/Γεώργιος_Α΄_της_Ελλάδας.

[3] http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22733&subid=2&pubid=780486.

[4] Εστία, 6.5.1913.

[5] Εστία, 6.5.1913. Παρόμοια είναι η περιγραφή σ’ όλες τις εφημερίδες με μικρή διαφορά ότι σε κάποιες οι Κρητικοί χωροφύλακες ακολουθούσαν τον βασιλιά, βλ. Αθήναι, Καιροί, Εφημερίς, Πατρίς, 6.3.1913.

[6] Κώστας Τομάνας, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 174.

[7] Εφημερίς, 6.3.1913.

[8] Π. Ριζάλ (Ζοζέφ Νεχαμά), Θεσσαλονίκη η περιπόθητη πόλη, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 207.

[9] Γιώργος Αναστασιάδης, Το παλίμψηστο του αίματος: Πολιτικές δολοφονίες και εκτελέσεις στη Θεσσαλονίκη (1913-1968), Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 58.

[10] Γ. Αναστασιάδης, Το παλίμψηστο του αίματος…, ό.π., σ. 63.

[11] Αθήναι, Καιροί, Εφημερίς, Πατρίς, Εστία, 6.3.1913.

[12] Κ. Τομάνας, Χρονικό της Θεσσαλονίκης (1875-1920), ό.π., σ. 174.

[13] Γ. Αναστασιάδης, Το παλίμψηστο του αίματος…, ό.π., σ. 60-62.

[14] Σαράντος Καργάκος, Η Ελλάς κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913), Αθήνα 2012, σ. 165.

[15] Ιστορία, περιοδική έκδοσις «Πρωίας», Αθήναι 1935, σ. 635.

[16] Σαρ. Καργάκος, Η Ελλάς κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους …, ό.π., σ. 164-165.

[17] Σαρ. Καργάκος, Η Ελλάς κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους …, ό.π., σ. 166-167.

[18] Εστία, 6.3.1913.

Το ημερολόγιιο αναπτύσσεται στο παρακάτων link

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πώς να γίνετε μετριοπαθείς τρώγοντας ξύλο, του Αλεσάντρο Ρομπέκι

Καμπάνια ενάντια στη σεξουαλική παρενόχληση στο ΑΠΘ