Το πρώτο. Ο Στουρνάρας, νομίζω πολύ σωστά από εκεί που στέκεται, λέει πως δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική λύση στο πρόβλημα με το ελληνικό – ουσιαστικά νοτιοευρωπαϊκό – δημόσιο χρέος. Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη οπτική του, η μόνη λύση που υπάρχει είναι, κατά ένα τρόπο, τεχνική, δηλαδή χρηματοπιστωτική και αφορά μία Ελλάδα που όχι μόνο δεν θα έχει την ανάγκη να δανείζεται, αλλά θα έχει και πλεόνασμα, ώστε να μπορεί να πληρώνει, κάθε χρόνο, πολλά δισεκατομμύρια ευρώ σε τόκους και τοκοχρεολύσια. Στη σωστή, πλην όμως τεχνοκρατική, παρατήρηση όλων των οικονομολόγων, που κινούνται σε όλο το φάσμα της Αριστεράς, ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει και ότι τα μέτρα είναι αναποτελεσματικά, ο Στουρνάρας και το υπόλοιπο νεοφιλελεύθερο παρεάκι λέει πως το πρόγραμμα θα βγει και τα μέτρα θα είναι αποτελεσματικά όταν, και αν, το πρόγραμμα εφαρμοστεί και τα μέτρα υλοποιηθούν. Λένε, δηλαδή, πως παρόλο το σαματά, παρόλα τα τρία χρόνια παραμονής στο μηχανισμό «στήριξης», ούτε το πρόγραμμα τρέχει, ούτε και τα μέτρα προχωρούν. Και αυτό δεν είναι ψέμα, γιατί πράγματι ο κόσμος φτωχαίνει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς απ’ ότι ήταν προγραμματισμένο να φτωχύνει. Είναι αλήθεια πως πριν το καλοκαίρι πολύς ήταν ο κόσμος που πέρασε κάτω από το όριο της φτώχιας, όμως από τότε υπάρχει μία σχετική κατάσταση στασιμότητας στη φτωχοποίηση του πληθυσμού. Και αυτό θέλουν να πετύχουν, δηλαδή την επιτάχυνση της φτωχοποίησης, μέσα από τα νέα μέτρα. Με άλλα λόγια, η μη πολιτική λύση που έχουν επιλέξει στις Βρυξέλες για την Ελλάδα, και για τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, είναι η φτωχοποίηση τους, όχι τόσο για να μπορέσουν να πληρώσουν τα δάνεια που πήραν στο παρελθόν, αλλά για να μην χρειαστούν άλλα δάνεια στο μέλλον. Αυτή είναι η τεχνική λύση.
Το δεύτερο. Οι μεγάλες πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης, το Λαϊκό και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, έχουν από καιρό συμβιβαστεί με την… τεχνική προσέγγιση στα προβλήματα. Έχουν, δηλαδή, εγκαταλείψει, την πολιτική, αλλά και τις διαφορές τους. Μοιάζουν πλέον σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορείς να τις ξεχωρίσεις. Κατά ένα τρόπο αποτελούν πλέον μία οικογένεια. Με αυτά και με τα άλλα, το φίδι από την τρύπα, να σταματήσει δηλαδή το σχέδιο της φτωχοποίησης και να προωθηθεί μία πολιτική λύση, προφανώς όχι νεοφιλελεύθερη, θα πρέπει να το βγάλει η ευρωπαϊκή Αριστερά. Δυστυχώς όμως μιλάμε για έναν πολιτικό… σακάτη, που η ζωή και τα πράγματα τον έχουν βάλει να τρέξει στην πιο γρήγορη κούρσα στον κόσμο. Η περίπτωση της Ολλανδίας είναι χαρακτηριστική, όπου το Σοσιαλιστικό Κόμμα (κάτι σαν τον δικό μας τον ΣΥΡΙΖΑ) μπήκε πρώτο στην τελευταία στροφή πριν από τις εκλογές, αλλά στον τερματισμό βγήκε τρίτο με ένα παντελώς αδιάφορο ποσοστό. Έτρεξε δηλαδή ο… σακάτης, αλλά, όπως ήταν λογικό, δεν τα κατάφερε. Πράγματι θα ήταν ένα τεράστιο θαύμα αν η ευρωπαϊκή Αριστερά μπορούσε να καταθέσει μία ολοκληρωμένη πρόταση, να προτείνει δηλαδή μία πολιτική λύση, που και θα ενδιέφερε τον κόσμο και θα ήταν κατανοητή από τον κόσμο. Τον κόσμο που συνήθισε να βλέπει την ευρωπαϊκή Αριστερά ως τον χαζούλη φίλο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας… Και αυτό στην καλύτερη περίπτωση, γιατί από άσχημες περιπτώσεις άλλο τίποτα η ευρωπαϊκή Αριστερά. Με άλλα λόγια, η πολιτική λύση που θα έπρεπε να έχει η ευρωπαϊκή Αριστερά δεν υπάρχει, αλλά αυτό, περιέργως, δεν είναι απόλυτα κακό. Ίσως και να μην είναι καθόλου κακό.
Το τρίτο. Απέναντι στη νεοφιλελεύθερη συμμορία που ακόμα κάνει κουμάντο και δίπλα στην, χωρίς πρόταση, ευρωπαϊκή Αριστερά, στην Ελλάδα ωριμάζει, νομίζω μέρα με τη μέρα, η ιδέα για μία αριστερή διακυβέρνηση. Το πώς ωριμάζει είναι βέβαια ένα άλλο θέμα, γιατί αυτό που εγώ ακούω, σχεδόν από παντού, είναι το πόσο θα πάρει ο Τσίπρας στις επόμενες εκλογές… Αυτό, απ’ ότι έχω καταλάβει, το ακούει και ο Τσίπρας γι’ αυτό και λέει πως τον προβληματίζει το θέμα της «ανάθεσης», ότι δηλαδή όλο και περισσότεροι άνθρωποι περιμένουν όλο και περισσότερα πράγματα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Και ας μην γελιόμαστε, από τον Τσίπρα τα περιμένουν… Τες πα, το θέμα είναι που βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ σε ότι αφορά την πολιτική λύση. Από τότε που έσφιξαν τα πράγματα, στο ΣΥΡΙΖΑ επεξεργάζονται κάτι που μοιάζει με πολιτική λύση, που ξεκινάει από την, πράγματι ενδιαφέρουσα, δουλειά του προγράμματος του ΣΥΝ – «Για την οικονομία των αναγκών» – του 2009 και φτάνει (χωρίς να τελειώνει) μέχρι αυτά που παρουσίασε ο Τσίπρας στη ΔΕΘ. Με δεδομένο ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά είναι στη νυσταλέα γραφειοκρατική “τούφα” της, με δεδομένο ότι παραδείγματα εναλλακτικής διακυβέρνησης – εναλλακτικής στο νεοφιλελευθερισμό – δεν υπάρχουν στην Ευρώπη, η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ, τέλος πάντως όσων προσπαθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι καλή φάση. Μοιάζει με μία προσπάθεια να «ραφτούν» ιδέες, όνειρα, συζητήσεις, θέλω, με άλλες ιδέες, όνειρα, συζητήσεις και θέλω, που μπορεί να μην έχουν συναντηθεί ποτέ ξανά, ή που να μην έχουν, φαινομενικά, καμία σχέση. Έτσι, πράγματι, στο ΣΥΡΙΖΑ πειραματίζονται με ό,τι καλό έχει αφήσει η αριστερή σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση στις Σκανδιναβικές χώρες. Προσπαθούν να δουν πως θα μπορούσε να μεταφερθεί αυτό το μοντέλο – ή τουλάχιστον τμήματα του – σε μία χώρα με πολύ έντονο βαλκανικό μενταλιτέ και αυτό να μην ακούγεται σαν ανέκδοτο, όπως το «θα γίνουμε η Δανία του Νότου» που είχε πει ο Γιωργάκης ο Παπανδρέου. Στο «ράψιμο» μπαίνουν και πολλά άλλα «κομμάτια» που έχουν να κάνουν με το τι συμβαίνει και στη Λατινική Αμερική και με το τι θα μπορούσε να συμβεί (ή συμβαίνει) εδώ και με το πώς θα μπορούσαν όλα αυτά να συνδυαστούν χωρίς να γίνει μπάχαλο. Αυτή η προσπάθεια φαίνεται πως και ενδιαφέρει και είναι κατανοητή όχι μόνο από το 1.650.000 που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ στις 17 Ιουνίου, αλλά από πολύ περισσότερο κόσμο. Με άλλα λόγια, όσοι απέναντι σε αυτή την προσπάθεια επιλέγουν την «αντίσταση» στον καπιταλισμό και στο σφαγείο της Ε.Ε. – εμείς δηλαδή να αντιστεκόμαστε για πάντα και αυτοί να κυβερνούν, καπιταλιστικά και σφαγιαστικά, για πάντα – και βλέπουν «δεξιά στροφή» σε αυτό που συμβαίνει στο ΣΥΡΙΖΑ, καλύτερα είναι να το ψάξουν το θέμα. Η πολιτική εμμηνόπαυση μίας σταφιδιασμένης Αριστεράς, που ψυχωτικά φαντάζεται ανύπαρκτες θυσίες, αγώνες του προηγούμενου αιώνα και διάφορα άλλα που δεν βγάζουν απολύτως κανένα νόημα, σε αυτή την ιστορία αργά ή – το καλύτερο – γρήγορα θα κάνει στην άκρη. Αν δεν κάνει στην άκρη, θα μείνει στη μέση του πουθενά.
Υ.Γ. Καλές – ή και κακές, πες ότι θες – οι θεωρίες αλλά σήμερα, Δευτέρα, και αύριο, Τρίτη, έχουμε αγώνα. Τα λέμε στο δρόμο και θυμήσου ότι ο χρόνος δουλεύει για τη δική μας την πλευρά.