in

Άραγε θα γίνονταν επαναστάσεις χωρίς την ιερή τρέλα των επαναστατών;

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Κώστας Σταμάτης (επιμέλεια-ανθολόγηση), Η Ποίηση της Ελληνικής Επανάστασης 1821. Δημοτικό τραγούδι, Νεοέλληνες ποιητές από τον Σολωμό και τον Κάλβο μέχρι σήμερα, Πατάκης, σσ. 626, 2020

Αν η σχολική ιστορία του ‘21 είναι μια υπερπαραγωγή ηρώων, στους ήρωες και τις μεγάλες μάχες εμείς αντιτάσσουμε τους «μηχανισμούς της ιστορίας» και τις κοινωνικές σχέσεις: το ’21, λέμε, ήταν η πρώτη επανάσταση που καθοδήγησε αστική τάξη στα Βαλκάνια. Κι είναι οι κοινωνικές σχέσεις αυτές που φτιάχνουν τους «ήρωες» – ή τους γκρεμίζουν.

Σωστά και χρήσιμα αυτά. Υπάρχει, όμως, κάτι σημαντικό που πάντα ξεφεύγει: το βίωμα των επαναστατών που παίζουν τη ζωή τους κορόνα-γράμματα: «Η επανάσταση ήταν πόλεμος· όπως κάθε επανάσταση», γράφει ο Βασίλης Κρεμμυδάς. «Και ο πόλεμος έχει κόστος· υψηλό κιόλας». Οι ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας ήταν δραστήριοι έμποροι, όμως «ούτε μεγαλέμποροι, ούτε μεγαλοεφοπλιστές, ούτε δημογέροντες, ούτε αρχιερείς, μακριά, δηλαδή, από τον μεγάλο πλούτο που δημιούργησε αναστολές» («Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Τεκμήρια, αναψηλαφήσεις, ερμηνείες», Gutenberg, σ. 36-37). Ο Παντελής Μπουκάλας μας κατεβάζει πιο κάτω ακόμα από τα επιτελεία των ηγετών, στο πεδίο της μάχης: μας διαβάζει τον Κοζανίτη αγωνιστή Νικόλαο Κασομούλη, που γράφει γι’ αυτούς που δεν είχαν να χάσουν τίποτα:

Από τα μέσα Φεβρουαρίου 1826 άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί. Μια Μεσολογγίτισα, Βαρβάρηνα ωνομάζετο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν και τον αυτάδελφόν μου Μήτρον, ετελείωσε την θροφήν της, και μυστικά, μαζί με άλλας δύο φαμελλιαίς Μεσολογγίτικες, έσφαξαν εν γαϊδουράκι, πωλάρι, και το έφαγαν. Ταις ηύρα οπού έτρωγαν· ερώτησα πού ηύραν το κρέας, και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήτον γαϊδούρι. Μια συνδροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν («Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833»).

Στους πολέμους ηγούνται τάξεις και στρώματα – όχι γενικά «ο λαός»· αλλά στο ιδιαίτερο είδος του πολέμου που είναι η επανάσταση, βρίσκεις μαχητές που ρισκάρουν τα πάντα. Κι όσα τραβάνε αυτοί, άνθρωποι με σάρκα, οστά και φαγωμένα ρούχα, δεν είναι μόνο η ιστορία που μας τα διασώζει και μας τα αποκαθιστά στις διαστάσεις τους: είναι κι ο τρόπος που μας ξαναπλάθει την ιστορία η ποίηση, φέρνοντας τους «ήρωες» πιο κοντά μας. Οι σκηνές του Κασομούλη επιστρέφουν με την ίδια δύναμη στο ανθολόγιο ποίησης του 1821, που κυκλοφόρησε πέρσι, σε επιμέλεια του Κώστα Σταμάτη:

Σαββάτο μέρα πέρασα κοντά στο Μεσολόγγι·
ήτο Σαββάτο των Βαγιών, Σαββάτο του Λαζάρου
κι άκουσα μαύρα κλιάματα, αντρίκεια μοιρολόγια.
Δεν κλαίουν για το σκοτωμό, δεν κλαιν’ που θα πεθάνουν
μον’ κλαιν’ που σώσαν το ψωμί, τους έφαγεν η πείνα.
Στην εκκλησιά συνάχτηκαν, μέσα στο άγιο Βήμα
κ’ ένας τον άλλον έλεγαν, κ’ ένας τον άλλον λέγουν.
«Παιδιά, να μεταλάβωμε, να ξιμολογηθούμε,
Βράδυ γιουρούσ’ θα κάμωμε στα έξω για να βγούμε».
(«Η Έξοδος του Μεσολογγίου», Μακεδονία – Λαογραφικού Αρχείου Ύλη αρ. 141, σ. 49)

Στο ανθολόγιο του Σταμάτη βρίσκει κανείς δημοτικά τραγούδια μέχρι νεότερη και σύγχρονη ποίηση – όχι μόνο Σολωμό, Κάλβο ή Παλαμά, αλλά Βάρναλη, Χριστιανόπουλο, Καρούζο, τη Ρίτα Μπούμη-Παπά, τον Μαρκίδη, τον Λεοντάρη, τον Μέσκο· οι τελευταίες 120 περίπου σελίδες είναι αφιερωμένες στην εργο-βιογραφία των ποιητών.

Λέγαμε για το βίωμα, την απελπισία, την «τρέλα» των επαναστατών: αυτών που κατεβαίνουν στη μάχη γιατί δεν έχουν να χάσουν τίποτα. Γράφει ο Σταμάτης:

Στην άχρονη περιπλάνηση μεταξύ ουρανού και γης, που υπόσχεται στον νου και στη φαντασία η ποίηση, γεννιέται επίσης και η σκέψη ότι κάποτε στη ζωή οι καταστάσεις δεν ξηγούνται πάντοτε με τη λογική, αλλά μάλλον με τον μέχρι τρέλας παραλογισμό […] Η ίδια η Επανάσταση θεωρήθηκε στο προοίμιό της σκέτη τρέλα από αρκετούς προεξάρχοντες σκεπτικιστές εκείνης της εποχής και από τους περισσότερους τουρκοβολεμένους (σ. 18).

Η ποίηση συνομιλεί αμεσότερα –«προνομιακά»– μ’ αυτή την ιερή τρέλα. Γι’ αυτή της την ικανότητα, εξάλλου, να ισορροπεί ιστορία και μύθο, να γεφυρώνει λογική και ανορθολογισμό, παίρνοντας υλικό από τα «πανανθρώπινα», η ποίηση είναι υπερόπλο στα χέρια κατασκευαστών εθνικής συνείδησης. Το θαυμάσιο μαζί της, όμως, είναι πως, την ίδια στιγμή, «στη ρύση της προς την αλήθεια και την ειλικρίνεια [προσηλώνεται] σε συγκεκριμένα πρόσωπα και σε ιδιαίτερης αξίας συμβάντα· κι ας μην απορήσει ο αναγνώστης», λέει ο Σταμάτης, «που και στις σελίδες της ανθολογίας θα συναντήσει ετεροβαρείς προτιμήσεις του ποιητικού λόγους προς τον Καραϊσκάκη, τον Αντρούτσο, τον Μακρυγιάννη»: πρόκειται «για την ισχυρή εποπτεία που ασκεί η αληθινή ποίηση με την αμφισβητησιακή δύναμη που διαθέτει (σ. 21). Τέτοιο σύμβολο είναι ο Καραϊσκάκης, αλλά κάποτε με πολύ ιδιαίτερο τρόπο – όπως στον Θωμά Γκόρπα:

Σημαία από σατέν βρώμικου χρώματος
μαύρα κατσίκια πλένονται στη θάλασσα
όλη η Ποίηση του Κόσμου κρύβεται
σε σχισμή βράχου σαν κολυμπάς.
[…] Κλείνομαι μέσα κλείνομαι μέσα κλείνομαι μέσα
κι ακούω ρεμπέτικα χαζεύω ζωγραφιές
κοιτάω παλιά κιτάπια κ’ έξω απ’ τ παράθυρο…
Αυτή ‘ναι σκλαβιά! Αυτή ‘ναι σκλαβιά μουρμουράω.
Περασμένα μεσάνυχτα με παίρνει ο ύπνος
Ονειρεύομαι τον Αρχιτράτηγο Καραϊσκάκη
Βήχει βρίζει λάμπει και τους δείχνει
τον πούτζο του.
Πάλι. Αμάν τι τραβάς κι’ εσύ
καημένη Ελευθερία!…
(«Τα ίδια και τα ίδια» [1975], σ. 389)

Η ποίηση δεν «φτιάχνει» μόνο πατρίδα: καμιά φορά δυσκολεύει όσο χρειάζεται την απάντηση στο «Τι είναι η πατρίδα μας;»:

Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά, καμιά
γλώσσα του κόσμου δεν μιλεί – όταν βροντάω
το καριοφύλο χαίρεται, όταν παίρνω
θλιβερό σκοπό μοιρολογάει ξεριζώνοντας
τρίχα τρίχα τ’ άσπρα της μαλλιά…
(Μάρκος Μέσκος, «Μουγκό» [1963], σ. 354).

Αντί μόνο να κατασκευάζει, κάποτε ελέγχει σαρκάζοντας κατεδαφιστικά το εθνικό «οικοδόμημα»:

Δίπλα στον ανδριάντα του ήρωα Κασομούλη, που αγωνίστηκε στο Μεσολόγγι το ’21, ο Δήμος Θεσσαλονίκης έστησε μια φωτεινή διαφήμιση της κόκα-κόλα. Το σλόγκαν εξυπονοείται: «Εδώ δεν είναι Μεσολόγγι, είναι Τέξας»
(Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Εξυπονοείται», σ. 377).

Άλλοτε πάλι δίνει τη δική της εκδοχή για το τι σημαίνει ότι το εθνικό 1821 «ήταν διεθνές γεγονός»:

Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμή του πετρελαίου,
Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε,
Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι’ ολόφωτο μες στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων,
Μ’ ένα σκοπό του ταξειδιού: προς τ’ ά σ τ ρ α.
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις
Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση
Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ.

(Νίκος Εγγονόπουλος, «Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα» [1942-3], σ. 286-7)

Πριν γίνει κράτος, το ’21 ήταν επανάσταση. Γι’ αυτό και χώρισε τους μαρξιστές του Μεσοπολέμου, που με το μυαλό στη δική τους επανάσταση, διαφωνούσαν αν το ‘21 ήταν ταξικό ή λαϊκό. Δέκα χρόνια μετά, ο Ρίτσος λέει τον Βελουχιώτη «αγγόνι του Κολοκοτρώνη», κι η Ρίτα Μπούμη-Παππά τον προσκαλεί στην Αθήνα, με αφορμή τη σφαγή των Δεκεμβριανών:

Τρέξατε ευτύς από τα Δερβενάκια
μόλις σας κάλεσε ο Κολοκοτρώνης
φυλακισμένος σε σκουριασμένα κάγκελα και πετρωμένος
γιατί να μη μπορεί να κατεβάσει το μπρούντζινο χέρι του
να χλιμιντρίσει το πρασινόμαυρο άλογό του
να σελαγίσει στην αθηναίικη άσφαλτο
ο πύραυλος της χαίτης του σαν τρομερός κομήτης:
Πώς κρατιέται μαρμαρωμένος εκατό χρόνια
Καταμεσής στην πρωτεύουσα του μεγάλου πόνου
μας τον χτίσανε με σίδερο και πέτρα
μη και ξαναβροντήξει η λιόντισσα φωνή του
πώς βαστάει ο παππούς και δε γκρεμίζεται
να βλέπει αρματωμένα να περνάν
κάτω από τα πουρνάρια των φρυδιών του
τ’ αγγόνια του Ιμπραήμ φερμένα πάλι από το Νείλο
να κυνηγάν τη ματωμένη ανταρτοσύνη μας
να ψάχνουν οι αράπηδες τα σπίτια μας
να σκούζουν τα μωρά μας βλέποντάς τους…

(Ρίτα Μπούμη-Παπά, «Αθήνα, Δεκέμβρης 1944» [1945], σ. 294-5)

Μετά από επανάσταση, όμως, το ‘21 έγινε κράτος, που επιφύλαξε για τους επαναστάτες τα χειρότερα:

Α, ρε Τουρκιά φαρμακερή
σου τσίμπησα τον κώλο
νά ‘ρθει να κάτσει ο Βαβαρός
στον ζβέρκο μου απάνω
(Γιώργος Χουλιάρας, σ. 17).

Leave a Reply

One Ping

  1. Pingback:

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αμετακίνητα: Δεν θα γίνουμε συνεργοί στο αρχαιολογικό τους έγκλημα!

Έρευνα του ΠΟΥ συνδέει τις πολλές ώρες εργασίας με σοβαρά προβλήματα υγείας και αυξημένη θνητότητα