in

Αποκεντρωμένος συμμετοχικός σχεδιασμός. Της Μάρτα Χάρνεκερ

Αποκεντρωμένος συμμετοχικός σχεδιασμός. Της Μάρτα Χάρνεκερ

Εισήγηση που παρουσιάστηκε στην Διεθνή Επιστημονική Ακαδημαϊκή Συνάντηση πάνω στη Μεθοδολογία και τις Εμπειρίες της Κοινωνικο-περιβαλλοντικής Συμμετοχικής Διαδικασίας, Πανεπιστήμιο της Cuenca, 13-15 Νοεμβρίου 2014

 

Αυτά τα λόγια απευθύνονται σ” εκείνους που θέλουν να χτίσουν μία κοινωνία ανθρωπιστική και βασισμένη στην αλληλεγγύη. Μία κοινωνία βασισμένη στην πλήρη συμμετοχή όλων των ανθρώπων. Μία κοινωνία επικεντρωμένη σε ένα μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης που ικανοποιεί τις γνήσιες ανάγκες των ανθρώπων με ένα δίκαιο τρόπο, και όχι τα τεχνητά θέλω που δημιουργούνται από τον καπιταλισμό στην άλογη πορεία του να εξασφαλιστούν περισσότερα κέρδη. Μία κοινωνία όπου οι οργανωμένοι άνθρωποι είναι εκείνοι που αποφασίζουν τι και πώς να παράγουν. Μία κοινωνία στην οποία έχουμε αναφερθεί ως το Σοσιαλισμό του Εικοστού Πρώτου Αιώνα, Ευζωία ή Ζωή με Πληρότητα.

Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να επιτύχουμε αυτή την πλήρη συμμετοχή. Πώς μπορούμε να εγγυηθούμε, όσο είναι δυνατόν, ότι όλοι οι πολίτες και όχι μόνο οι ακτιβιστές ή οι αριστεροί ενδιαφέρονται να συμμετέχουν; Πώς μπορούμε να επιτύχουμε τη συμμετοχή όχι μόνο των μεσαίων στρωμάτων, αλλά και των λαϊκών; Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι τα συλλογικά συμφέροντα υπερισχύουν των εγωιστικών; Πώς μπορούμε να υπηρετήσουμε τις ανησυχίες των φτωχότερων και πιο περιθωριοποιημένων και να ξεπληρώσουμε το κοινωνικό χρέος που κληρονομήσαμε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις;

Είμαι πεπεισμένη πως είναι μέσα από αυτό το οποίο έχουμε ονομάσει «αποκεντρωμένο συμμετοχικό σχεδιασμό», που μπορούμε να επιτύχουμε αυτούς τους στόχους. Έχουμε φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα, όχι μέσω της ανάγνωσης βιβλίων και στη βάση ακαδημαϊκών αντιπαραθέσεων, αλλά μέσα από τη μελέτη των πρακτικών εμπειριών των συμμετοχικών προϋπολογισμών και του συμμετοχικού σχεδιασμού, κυρίως στη Βραζιλία, τη Βενεζουέλα και την ινδική πολιτεία της Κerala.

Είχαμε εντυπωσιαστεί από την εμπειρία του συμμετοχικού προϋπολογισμού που ξεκίνησε η τοπική κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος στο Πόρτο Αλέγκρε στη Βραζιλία, διότι το είδαμε σαν έναν νέο, διαφανή, παρά διεφθαρμένο, τρόπο διακυβέρνησης, που έδινε εξουσία στο λαό.

Στη Βενεζουέλα, αντιληφθήκαμε καλά πώς το υποκείμενο λαός ενδυναμώθηκε μέσα από την πρωτοβουλία του Τσάβες να προωθήσει τη δημιουργία κοινοτικών συμβουλίων και την απόφασή του να δώσει σε αυτά πόρους για μικρά προγράμματα. Αυτό δεν έγινε με έναν λαϊκίστικο τρόπο, με το κράτος να έρχεται να ικανοποιήσει την απαίτηση της κοινωνίας, παρά προέκυψε μετά από μία διαδικασία συμμετοχικού σχεδιασμού, όπου οι πολίτες της κοινότητας εφάρμοσαν αυτό που ονομάστηκε «κοινοτικός κύκλος», ο οποίος περιελάμβανε τις ακόλουθες ενέργειες: εντοπισμός, δημιουργία ενός σχεδίου και ενός προϋπολογισμού, διεκπεραίωση του σχεδίου, και έλεγχος ως προς το πώς υλοποιήθηκε αυτό. [1]

Τελευταία, η δουλειά μας έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά από τα όσα μάθαμε από μία από τις πρώτες εμπειρίες «αποκεντρωμένου συμμετοχικού σχεδιασμού» στον κόσμο, που έλαβε χώρα στην ινδική πολιτεία της Kerala. Εκεί, μια κομμουνιστική κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμόσει ένα σημαντικό σχέδιο αποκέντρωσης, όχι μόνο χρηματικών πόρων, αλλά ακόμη υλικών και ανθρώπινων πόρων, με σκοπό να βοηθήσει την εφαρμογή τοπικών αναπτυξιακών σχεδίων που ήταν βασισμένα στην ενεργό συμμετοχή των κατοίκων. Το τελικό αποτέλεσμα αυτού είναι μία πιο ισότιμη οικονομική ανάπτυξη σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ινδία, και μία ενίσχυση της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης των κατοίκων. Αυτός ο τύπος της αποκέντρωσης επέτρεψε μεγαλύτερη τοπική κυβερνητική αυτονομία όταν έπρεπε να σχεδιάσουν την ανάπτυξη τους, η οποία διευκόλυνε τη διαδικασία ενός πολύ πιο αποτελεσματικού συμμετοχικού σχεδιασμού.

 

I. Μία πρόταση αποκεντρωμένου συμμετοχικού σχεδιασμού

Ο τύπος σχεδιασμού που διακηρύσσουμε είναι το αντίθετο από τον κεντρικό σχεδιασμό που εφαρμόστηκε από τη Σοβιετική Ένωση. Στην παλιά ΕΣΣΔ, υπήρχε η σκέψη πως για να συντονιστούν όλες οι προσπάθειες προς την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, απαιτούνταν μία κεντρική εξουσία για να αποφασίζει τους στόχους και τα μέσα. Ήταν μια διαδικασία όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν πάντα από πάνω, σε πολλές περιπτώσεις χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν πως κάτω ήταν που οι άνθρωποι ήξεραν καλύτερα τα προβλήματα και τις πιθανές λύσεις.

Παρομοίως, διαδικασίες που συχνά προβάλλονται ως συμμετοχικές περιορίζονται στο να είναι απλές συμβουλευτικές διαδικασίες. Αντί να προωθούν μία διαδικασία όπου οι αποφάσεις θα διαμορφώνονται από τους πολίτες, οι τοπικοί πολιτικοί περιορίζουν τους εαυτούς τους στο να συμβουλεύουν τους πολίτες. Οι κάτοικοι στην τοπική περιοχή καλούνται να συμμετέχουν σε ομάδες εργασίας όπου τους ζητείται να καταδείξουν τις βασικές τους προτεραιότητες για δημόσια έργα και υπηρεσίες των αντίστοιχων κοινοτήτων τους. Μία ομάδα τεχνοκρατών τα συγκεντρώνει όλα αυτά και είναι οι τεχνοκράτες και όχι οι άνθρωποι που αποφασίζουν σχετικά με το ποιά σχέδια θα μπούν σε εφαρμογή. Δεν αρνούμαστε πως η προθυμία να ακούσουν τους ανθρώπους συνιστά ένα βήμα προς τα εμπρός, αλλά είναι πολύ περιορισμένο.

Διακηρύσσουμε μία πιο ολοκληρωμένη διαδικασία, στην οποία είναι οι άνθρωποι που ειλικρινά συζητούν και αποφασίζουν σχετικά με τις προτεραιότητες, δημιουργούν, όπου είναι δυνατόν, τα δικά τους σχέδια και τα φέρουν εις πέρας, αν είναι σε θέση να το κάνουν χωρίς να πρέπει να βασίζονται σε ανώτερα επίπεδα. Επιδιώκουμε να εμπλέξουμε συνολικά τους πολίτες στη διαδικασία του σχεδιασμού, και γι” αυτό αναφερόμαστε σ” αυτή με την ονομασία του συμμετοχικού σχεδιασμού.

Για να επιτύχουμε τη συμμετοχή όλων των πολιτών πρέπει να έχουμε τα προγράμματα των μικρών τοπικών κοινοτήτων ως σημείο εκκίνησης, όπου οι συνθήκες είναι πιο ευνοϊκές για τη συμμετοχή των πολιτών, και πληρούν την αρχή πως ό,τι μπορεί να γίνει σε ένα χαμηλότερο επίπεδο θα πρέπει να αποκεντρωθεί σε αυτό το επίπεδo, κρατώντας ως αρμοδιότητες των ανώτερων επιπέδων εκείνες εργασίες που δεν μπορούν να διεκπεραιωθούν στο χαμηλότερο επίπεδο. Αυτή η αρχή αναφέρεται ως αρχή της επικουρικότητας.

Φυσικά, δεν μιλάμε για μια άναρχη αποκέντρωση. Το ιδανικό θα περιελάμβανε την ύπαρξη ενός στρατηγικού εθνικού σχεδίου που θα μπορούσε να εμπλέξει την κοινότητα, εδαφικά/κοινοτικά και δημοτικά/επαρχιακά προγράμματα με προγράμματα που αναπτύσσονται από άλλα επίπεδα διακυβέρνησης.

Επιπλέον, σκεφτόμαστε μια αποκέντρωση που θα διαπνέεται από ένα πνεύμα αλληλεγγύης, το οποίο θα ευνοεί εκείνες τις περιοχές και τους κοινωνικούς τομείς που βρίσκονται σε μεγαλύτερη ανάγκη. Ένας από τους πιο σημαντικού ρόλους του κράτους και των τοπικών κυβερνήσεων είναι να αναδιανέμει τους πόρους με σκοπό να προστατέψει τους πιο αδύναμους και να τους βοηθήσει να ανακάμψουν.

Ο τύπος αυτού του σχεδιασμού, τη στιγμή που αναγνωρίζει την ανάγκη για ένα κεντρικό εθνικό σχέδιο, επιτρέπει σε τοπικούς θεσμούς να παίξουν έναν θεμελιώδη ρόλο. Και το κάνουν αυτό όχι μόνο με το να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του κεντρικού σχεδίου, αλλά επίσης με το να έχουν την αυτονομία να σχεδιάσουν στη δική τους εδαφική περιοχή, και να φέρουν εις πέρας ένα σημαντικό μέρος του σχεδίου.

Για να δοθεί έμφαση στο ζήτημα της αποκέντρωσης, ως μίας κρίσιμης πτυχής του σχεδιασμού που προτείνουμε, έχουμε ονομάσει αυτή τη διαδικασία αποκεντρωμένο συμμετοχικό σχεδιασμό.

Θα ρωτήσετε, ίσως, γιατί μιλάμε για συμμετοχικό σχεδιασμό και όχι για την πιο συχνά χρησιμοποιούμενη ιδέα του συμμετοχικού προϋπολογισμού.

Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη συνεισφορά του συμμετοχικού προϋπολογισμού, μιας διαδικασίας όπου οι άνθρωποι συμμετέχουν στη δημιουργία ετήσιων επενδυτικών πλάνων που αφορούν τη διαμόρφωση αποφάσεων σχετικά με το που θα επενδυθούν οι πόροι που έχουν δοθεί στα δημοτικά, δημόσια έργα και υπηρεσίες. Αυτή η διαδικασία έχει εφαρμοστεί σε διάφορες περιοχές στον κόσμο και έχει βοηθήσει στην αύξηση του επιπέδου της συμμετοχής των κατοίκων στη δημιουργία δημόσιων πολιτικών, όπως επίσης βοήθησε στη βελτίωση των επιδόσεων των δημοτικών κυβερνήσεων, και πάνω απ” όλα έκανε τη δημοτική διακυβέρνηση πιο διαφανή, και ως εκ τούτου ωφέλησε τους πιο υποβαθμισμένους τομείς. [2]

Έχει γίνει ένα εξαιρετικό μέσο για τον έλεγχο των ενεργειών των διοικούντων και ένα αποτελεσματικό όπλο στη μάχη ενάντια στη διαφθορά και την κατασπατάληση των κεφαλαίων, εφόσον οι άνθρωποι όχι μόνο καθορίζουν την προτεραιότητα συγκεκριμένων δημόσιων έργων και υπηρεσιών, αλλά επίσης οργανώνονται οι ίδιοι με σκοπό να διασφαλίσουν ότι αυτά πραγματοποιούνται, επιβλέπουν για να εξασφαλίσουν πως οι αποκεντρωμένοι πόροι χρησιμοποιούνται για τους συγκεκριμένους στόχους και όχι για άλλους, και ότι γίνονται ποιοτικά έργα ή υπηρεσίες.

Είναι επίσης ένα ιδανικό μέσο για την επιτάχυνση του διοικητικού μηχανισμού, κάνοντάς τον πιο αποδοτικό και περιορίζοντας τη γραφειοκρατία, δεδομένου ότι τόσο πολλά μάτια επιβλέπουν τη διαδικασία και ασκούν πίεση με σκοπό να διασφαλίσουν πως τα δημόσια έργα ολοκληρώνονται στην ώρα τους.

Αυτή η διαδικασία έχει επίσης επιτύχει περιορισμό της φοροδιαφυγής, διότι όταν οι άνθρωποι βλέπουν την αποδοτικότητα και τη διαφάνεια με την οποία χρησιμοποιούνται οι πόροι που προέρχονται από τους φόρους τους, αρχίζουν να αισθάνονται πιο πρόθυμοι να συμμορφωθούν με τους φορολογικούς περιορισμούς.

Παρόλα αυτά, ο συμμετοχικός προϋπολογισμός έχει και τα όριά του.

Για παράδειγμα, το γεγονός πως ο συμμετοχικός προϋπολογισμός είναι οριοθετημένος στο πλαίσιο ενός ετήσιου επενδυτικού πλάνου περιορίζει την εμβέλεια και τον ορίζοντα των κυβερνητικών ενεργειών και, σε πολλές περιπτώσεις δημόσια έργα και υπηρεσίες που έχουν τεθεί σε προτεραιότητα από τον πληθυσμό δεν ταιριάζουν σε κανένα σχέδιο, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε χαοτική ανάπτυξη.

Επιπλέον, με δεδομένο ότι ο στόχος του συμμετοχικού προϋπολογισμού είναι να καθορίσει ποια δημόσια έργα ή υπηρεσίες πρέπει να μπουν σε προτεραιότητα δοθέντων των πόρων που είναι διαθέσιμοι κάθε χρόνο, η συζήτηση τείνει να επικεντρώνεται αποκλειστικά σε αυτά τα θέματα παρά σε πιο μακροπρόθεσμους στόχους που μπορούν να μας επιτρέψουν να κινηθούμε προς τον τύπο της κοινωνίας που θέλουμε να χτίσουμε.

Από την άλλη πλευρά, ο συμμετοχικός σχεδιασμός δεν περιορίζεται στην συζήτηση γύρω από δημόσιες επενδύσεις σε δημόσια έργα και υπηρεσίες που ο πληθυσμός αξιολογεί ως απαραίτητες, πηγαίνει πιο πέρα. Προτείνει ενέργειες που επηρεάζουν την κοινωνία σαν ένα σύνολο: την ανάπτυξη συνεταιριστικών βιομηχανιών που προσφέρουν εργασία στα υποαπασχολούμενα ή περιθωριοποιημένα στρώματα, βρίσκοντας λύσεις που μπορούν να προχωρήσουν με ίδιους πόρους, βασισμένες στους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους που είναι διαθέσιμοι εντός της εδαφικής περιοχής, τον περιορισμό των μεσαζόντων στη διανομή των παραγόμενων τροφίμων, μηχανισμούς για την αναδιανομή των φυσικών πόρων, των ενοικίων κλπ. Συνοψίζοντας, αποσκοπούμε στο να χρησιμοποιήσουμε το συμμετοχικό σχεδιασμό για να θέσουμε τη βάση για μία νέα, πιο δίκαιη και ανθρώπινη κοινωνία.

 

II Απαραίτητες προϋποθέσεις του συμμετοχικού σχεδιασμού

Οι ακόλουθες προϋποθέσεις πρέπει να υπάρχουν με σκοπό να διεξαχθεί μια γνήσια διαδικασία συμμετοχικού σχεδιασμού.

1. Δημιουργία κατάλληλων χώρων συνάντησης

Το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνει ένα δημοτικό συμβούλιο αν επιθυμεί να εφαρμόσει μια διαδικασία συμμετοχικού σχεδιασμού είναι να δημιουργήσει χώρους συνάντησης εντός των οποίων αυτή η διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί.

Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν εκείνοι που διακηρύσσουν στην τοπική διακυβέρνηση μια αυξανόμενη συμμετοχική και άμεση δημοκρατία.

Σε πολλές περιπτώσεις, υπάρχουν εδαφικές υποδιαιρέσεις, όπως οι parroquias (ενορίες), που χρονολογούνται πίσω στην αποικιακή εποχή και δεν ανταποκρίνονται πλέον σε λογικά κριτήρια. Υπάρχουν δήμοι που έχουν έναν μεγάλο πληθυσμό, τεράστια barrios (φτωχογειτονιές) που είναι πολύ μεγαλύτερες από πολλούς άλλους δήμους, ενώ παράλληλα υπάρχουν άλλοι πολύ μικρότεροι. Αυτές οι παραμορφώσεις έχουν αρνητικές επιπτώσεις σε μία δίκαιη, ισότιμη και αποτελεσματική εδαφική διανομή των πόρων και κάνουν πιο δύσκολη τη συμμετοχή του πληθυσμού. Γι” αυτό είναι απαραίτητο να μετακινηθούμε προς μια νέα πολιτική-διοικητική διαίρεση της εθνικής επικράτειας.

Στους αγροτικούς δήμους, αυτές οι υποδιαιρέσεις τείνουν να ταιριάζουν περισσότερο στη συμμετοχή των ανθρώπων.
Βάσει των εμπειρικών δεδομένων που έχουμε μελετήσει, φαίνεται πως το ιδανικό σενάριο για τη διεξαγωγή μιας διαδικασίας συμμετοχικού σχεδιασμού περιλαμβάνει δημοτικές εδαφικές υπό-διαιρέσεις που είναι ή μπορούν να μετατραπούν σε χώρους αυτο-κυβέρνησης, οι οποίοι μπορούν να αναλάβουν αρμοδιότητες που πριν είχαν ανώτερα σώματα. Την ίδια στιγμή, η περιοχή πρέπει να έχει τις προϋποθέσεις για να δημιουργήσει τους δικούς της πόρους, μπορώντας έτσι να λειτουργεί με τον πιο αυτόνομο δυνατό τρόπο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν τέμνει πλέον τις ενέργειές της με εκείνα τα άλλα επίπεδα διακυβέρνηση.

Πριν περάσω στο ζήτημα των χώρων αυτό-κυβέρνησης, θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις πάνω στο ποιός είναι ο ιδανικός χώρος για τη συμμετοχή των πολιτών.

Στη Βενεζουέλα, μετά από πολλή αντιπαράθεση και μελέτη επιτυχών εμπειριών κοινοτικής οργάνωσης, όπως oι επιτροπές αστικής γής (urban land committees -CTU), οι οποίες περιελάμβαναν 200 οικογένειες που οργανώθηκαν για να παλέψουν για τους τίτλους ιδιοκτησίας της γης πάνω στην οποία ήταν χτισμένα τα σπίτια τους, και οι επιτροπές υγείας, οι οποίες ένωσαν 150 οικογένειες για το σκοπό της υποστήριξης των γιατρών που δουλεύουν στις πιο φτωχές περιοχές, αποφασίστηκε πως ο ιδανικός χώρος ήταν η κοινότητα.

Tί καταλάβαιναν πως σήμαινε η κοινότητα; Μια κοινότητα είναι μια ομάδα οικογενειών που ζουν σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, που γνωρίζονται μεταξύ τους και μπορούν εύκολα να αποκτήσουν σχέσεις μεταξύ τους, που μπορούν να συναντηθούν χωρίς να χρειάζεται να βασίζονται στα μέσα μεταφοράς, και που, φυσικά, μοιράζονται μια κοινή ιστορία, τις ίδιες πολιτιστικές παραδόσεις, χρησιμοποιούν τις ίδιες δημόσιες υπηρεσίες και αντιμετωπίζουν παρόμοια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, καθώς και προβλήματα αστικού σχεδιασμού.

Ο αριθμός των ανθρώπων που αποτελούν μια κοινότητα μπορεί να ποικίλει εξαιρετικά από τη μία πραγματικότητα στη άλλη. Σε μία πυκνοκατοικημένη αστική περιοχή, όπου υπάρχουν γειτονιές και οικισμοί με δέκα χιλιάδες κατοίκους, αποφασίστηκε πως ο αριθμός έπρεπε να κυμανθεί ανάμεσα στις 150 και 400 οικογένειες. Από την άλλη πλευρά, στις αγροτικές περιοχές μια κοινότητα πρέπει να αποτελείται από 50 έως 100 οικογένειες, και ακόμη από λιγότερες στις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές όπου οι κάτοικοι σχημάτιζαν μικρά χωριά.

Σήμερα, κάθε κοινότητα είναι διαφορετική από τη διπλανή. Κάποιες έχουν μια σημαντική παράδοση οργάνωσης και πάλης, και ως εκ τούτου φιλοξενούν ποικίλες κοινοτικές οργανώσεις. Άλλες έχουν μόνο μία ή δύο οργανώσεις, και άλλες ίσως δεν έχουν καμία. Ανάμεσα στις οργανώσεις που μπορούμε να βρούμε σε μία κοινότητα είναι: επιτροπές υγείας, πολιτιστικές ομάδες, αθλητικοί σύνδεσμοι, ενώσεις γειτονιάς, περιβαλλοντικές ομάδες, ενώσεις παππούδων, συνεταιρισμοί, μικροεπιχειρήσεις, και άλλα. Κάθε μία από αυτές τις οργανώσεις τείνει να κάνει τα δικά της πράγματα.

Η ιδέα του προέδρου Τσάβες ήταν να δημιουργήσει μία μορφή οργάνωσης που θα μπορούσε να συνενώσει όλες αυτές τις επιμέρους προσπάθειες οργάνωσης σε ένα ενιαίο σώμα, το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε να λειτουργήσει ως τοπική κυβέρνηση. Ονόμασε αυτή τη μορφή οργάνωσης «κοινοτικό συμβούλιο».

Και ποιό είναι το καλύτερο εργαλείο για τη συνένωση των διαφορετικών απαιτήσεων και οργανωτικών προσπαθειών μίας κοινότητας; Ο Τσάβες είχε την ευφυία να διακρίνει πως το καλύτερο εργαλείο γι” αυτό ήταν η δημιουργία ενός ενιαίου πλάνου εργασίας, αφιερωμένου στην επίλυση των προβλημάτων της κοινότητας που βιώνονταν ως τα πιο βαθιά [3].

Ο σχεδιασμός αυτού του ενιαίου πλάνου είναι ως εκ τούτου ένα από τα βασικά έργα του κοινοτικού συμβουλίου. Για να το κάνει αυτό, είναι απαραίτητο να ξεκινήσει με μία συμμετοχική διάγνωση, η οποία επιτρέπει στους κατοίκους να εντοπίσουν οι ίδιοι τα μεγαλύτερα προβλήματα που υπάρχουν στην κοινότητά τους. Όταν έρχεται η ώρα να βάλουν σε προτεραιότητα τα προβλήματα, πιστεύω πως θα πρέπει να χρησιμοποιείται μία μέθοδος που καταλήγει στο να μπαίνουν σε προτεραιότητα εκείνα τα προβλήματα τα οποία η κοινότητα μπορεί να επιλύσει με τους δικούς της ανθρώπινους και υλικούς πόρους.

Αυτή η μεθοδολογία είχε προταθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και είχε εφαρμοστεί επιτυχώς σε διάφορες κουβανικές κοινότητες την περίοδο που ακολούθησε την κατάρρευση του παλιού σοσιαλιστικού μπλοκ, όταν η οικονομική κατάσταση στη χώρα ήταν κρίσιμη και το κουβανικό κράτος δεν είχε επαρκείς πόρους -όπως είχε πάντα μέχρι τότε- για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των ανθρώπων.

Θέτοντας ρεαλιστικούς στόχους που μπορούν να επιτευχθούν βραχυπρόθεσμα και με την ενεργό συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων μελών της κοινότητας καθίσταται εφικτό να κατανοήσει κανείς γρηγορότερα ένα έργο, δηλαδή οι κάτοικοι βλέπουν γρήγορα αποτελέσματα και έτσι η αυτοεκτίμηση της κοινότητας ενισχύεται και οι άνθρωπο ενθαρρύνονται περισσότερο να συμμετέχουν με ακόμη μεγαλύτερο ενθουσιασμό στα μελλοντικά έργα. Αυτό που τείνει να συμβαίνει όταν μία διάγνωση δεν γίνεται με αυτά τα κριτήρια είναι ότι, αντί να παρακινείται η συμμετοχή, η κοινότητα παραμένει με τα χέρια δεμένα περιμένοντας από ένα ανώτερο σώμα να επιλύσει τα προβλήματα.

“Όταν το κόστος ή η πολυπλοκότητα μίας λύσης είναι πολύ μεγάλο για την κοινότητα, το κοινοτικό συμβούλιο θα πρέπει να φτιάξει μία λίστα με προβλήματα, κατατάσσοντάς τα από τα περισσότερο στα λιγότερο επείγοντα, και να δουλέψει πάνω σε ιδέες έργων για να τα λύσει. Αυτές θα πρέπει να παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας του συμμετοχικού σχεδιασμού και σε άλλα σώματα διακυβέρνησης.

Μια άλλη λειτουργία του κοινοτικού συμβουλίου είναι να προωθεί την κοινοτική εποπτεία πάνω σε όλα τα έργα που διεξάγονται στην κοινότητα από το κράτος, την κοινότητα ή ιδιώτες.

Oι κάτοικοι πρέπει να εκλέγονται στο κοινοτικό συμβούλιο από τις συνελεύσεις των πολιτών εντός της κοινότητας.

Αυτοί που εκλέγονται καλούνται εκπρόσωποι γιατί είναι η φωνή της κοινότητας. Όταν οι κάτοικοι χάνουν την εμπιστοσύνη τους σ” αυτούς, πρέπει να ανακαλούνται, εφόσον δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται ότι είναι η φωνή της κοινότητας. Ακτιβιστές από τη Βενεζουέλα αρνούνται να χρησιμοποιήσουν τον όρο «αντιπρόσωπος» εξαιτίας των αρνητικών συνδηλώσεων που αυτός ο όρος έχει αποκτήσει στο αστικό αντιπροσωπευτικό σύστημα. Οι υποψήφιοι (εκεί) μιλούν στην κοινότητα μόνο κατά την περίοδο των εκλογών, υποσχόμενοι «όλο το χρυσάφι του κόσμου», αλλά δεν τους ξαναβλέπεις αφού έχουν εκλεγεί.

Νομίζω είναι σημαντικό να καταδείξουμε ότι στη Βενεζουέλα, η συζήτησε κινήθηκε γύρω από το αν αυτό το κοινοτιστικό σώμα θα έπρεπε απλώς να αποτελεί το μάζεμα των ηγετών των διαφορετικών οργανώσεων που υπάρχουν εντός μίας κοινότητας, ή αν θα έπρεπε καλύτερα να διατηρηθεί μια συνέλευση των πολιτών και να αφήνεται η συνέλευση να εκλέξει τους εκπροσώπους της. Τελικά συμφωνήθηκε η δεύτερη η δεύτερη επιλογή, καθώς η πραγματικότητα κατέδειξε ότι οι ηγέτες πολλών από τις υπάρχουσες οργανώσεις της κοινότητας είχαν απομακρυνθεί από τις οργανώσεις βάσης που τους είχαν εκλέξει. Οι εκλογές μέσα από συνελεύσεις τους επέτρεπαν να διορθώσουν αυτή την κατάσταση. Αν αυτοί οι ηγέτες έχουν τη λαϊκή υποστήριξη, τότε θα εκλεγούν σίγουρα.

Κάθε μέλος του κοινοτικού συμβουλίου που έχει εκλεγεί από την κοινότητα εκπληρώνει μία διαφορετική λειτουργία, αλλά είναι οι κάτοικοι οι οποίοι, μέσα σε μία συνέλευση, αναλαμβάνουν να αναλύσουν, συζητήσουν, αποφασίσουν και να εκλέξουν. Η συνέλευση των πολιτών είναι το ανώτατο όργανο εντός της κοινότητας που διαμορφώνει τις αποφάσεις. Οι αποφάσεις του είναι δεσμευτικές για το κοινοτικό συμβούλιο. Εδώ είναι όπου εδρεύει η λαϊκή κυριαρχία και εξουσία.

Γι” αυτό είναι τόσο σημαντικό να διασφαλίσουμε ότι η δημόσια πρόσκληση απευθύνεται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο εύρος, και ότι γίνεται προσπάθεια να διασφαλιστεί πως εκείνοι που θα εμφανιστούν εκπροσωπούν πραγματικά τα συμφέροντα όλων των κατοίκων. Πρέπει να αποφύγουμε καταστάσεις όπου οι μόνοι άνθρωποι που θα έχουν προσκληθεί θα είναι φίλοι, γνωστοί, ή αυτοί με τους οποίους μοιραζόμαστε τις ίδιες πολιτικές απόψεις, και έτσι να μένουν εκτός εκείνοι που έχουν διαφορετικές απόψεις ή δεν ακολουθούν τους ίδιους τοπικούς ηγέτες. Ο καλύτερος τρόπος για να αποφευχθεί αυτό, είναι με το να διασφαλιστεί πως η απαρτία θα απαιτεί την παρουσία ανθρώπων από κάθε γωνία της κοινότητας. Καμία σημαντική απόφαση δεν θα πρέπει να λαμβάνεται αν κάποιοι από αυτούς τους χώρους δεν εκπροσωπούνται στη συνέλευση. Και σε ποιούς χώρους αναφερόμαστε; Στο δρόμο, το κλιμακοστάσιο, τον παράδρομο, το συγκρότημα διαμερισμάτων, το κτήριο, το οικοδομικό τετράγωνο..

Αυτοί οι χώροι τείνουν να αποτελούνται από μικρές ομάδες οικογενειών οι οποίες, βάσει του γεγονότος πως ζουν μαζί, διατηρούν μια βαθύτερη σχέση και έναν βαθύτερο δεσμό. Μια κοινότητα θα μπορούσε ως εκ τούτου να αποτελείται από ποικίλες γειτονιές. Μερικές περιοχές έχουν αποφασίσει πως ο καλύτερος τρόπος να εκλέξουν εκπροσώπους είναι να βάλουν πρώτα τις οικογένειες να εκλέξουν έναν εκπρόσωπο και στη συνέχεια να τους φέρνουν κοντά, ώστε να μπορούν να εκλέξουν έναν από αυτούς να ενεργήσει ως εκπρόσωπος της περιοχής στο κοινοτικό συμβούλιο.

Η ιδέα ενός εκπροσώπου ανά γειτονιά είναι πολύ σημαντική για να διασφαλιστεί η σωστή λειτουργία της συνέλευσης. Είναι ένας τρόπος με τον οποίο διασφαλίζεται ότι οι συνελεύσεις είναι αντιπροσωπευτικές ολόκληρης της περιοχής που το συμβούλιο καλύπτει και των διαφορετικών πολιτικών απόψεων που υπάρχουν εντός της.

Ακόμη, θα έπρεπε να γίνει ξεκάθαρο πως ο σχηματισμός ενός κοινοτικού συμβουλίου δεν μπορεί να γίνει σε μία νύχτα. Η κοινότητα πρέπει να περάσει μία διαδικασία ωρίμανσης. Γι” αυτό έχει προταθεί μία εξωτερική ομάδα προώθησης, για να προωθεί το σχηματισμό μιας εσωτερικής ομάδας προώθησης που εκλέγεται μέσα από μία συνέλευση από την κοινότητα.

Το κύριο έργο της εσωτερικής ομάδας προώθησης θα ήταν να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τους κατοίκους ώστε να εκλέξουν το δικό τους κοινοτικό συμβούλιο με πλήρη κατανόηση του τί συμβαίνει. Αυτή η ομάδα πρέπει να δημιουργήσει μία βάση δεδομένων της κοινότητας βασισμένη στις πληροφορίες που αποκτήθηκαν από την επίσκεψη των οικογενειών πόρτα- πόρτα. Aναθέτοντάς τους αυτό το έργο σημαίνει ότι τα δυνητικά μελλοντικά μέλη του κοινοτικού συμβουλίου θα έχουν εμπλακεί σε δουλειά στη βάση, θα έχουν βαθιά γνώση των προβλημάτων της κοινότητας, και θα έχουν δείξει στην πράξη τη συνέπεια και αφοσίωσή τους στη δουλειά. Ανάλογα με το πως θα φέρουν εις πέρας αυτό το έργο, όλα ή κάποια από τα μέλη της ομάδας προώθησης ίσως εκλεγούν ως εκπρόσωποι στο κοινοτικό συμβούλιο.

Θέλω να επιμείνω πάρα πολύ στην αναγκαιότητα αποφυγής κάθε πολιτικής, ή άλλου τύπου χειραγώγησης κατά τη διαδικασία σχηματισμού των κοινοτικών συμβουλίων.

Το ζήτημα δεν είναι να φτιαχτούν κοινοτικά συμβούλια που εμπλέκουν μόνο υποστηρικτές της κυβέρνησης• αυτά τα κοινοτικά συμβούλια πρέπει να είναι ανοιχτά σε όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από τον πολιτικό τους χρωματισμό.

Ο Πρόεδρος Τσάβες αρχικά σκέφτηκε ότι η κοινότητα ήταν ο ιδανικός χώρος για συμμετοχή, και ως εκ τούτου το κοινοτικό συμβούλιο θα μπορούσε να είναι το πρώτο επίπεδο διακυβέρνησης. Παρόλα αυτά, αργότερα συνειδητοποίησε πως προκειμένου να μεταφερθούν αρμοδιότητες που ανήκαν στο δημοτικό συμβούλιο, ήταν απαραίτητο να υπάρξει οργάνωση σε μεγαλύτερη εδαφική κλίμακα, με βάση αυτό που ονόμασε commune . Συνεπώς, ο ιδανικός χώρος για τη συμμετοχή των πολιτών, δεν φαίνεται απαραίτητα να είναι και ο ιδανικός χώρος για αυτό-κυβέρνηση, αν κατανοούμε την αυτο-κυβέρνηση ως «σύστημα εδαφικών ενοτήτων διοίκησης που έχουν αυτονομία να διοικούν τους εαυτούς τους».

Τώρα, το να έχει κάποιος την ικανότητα να διοικεί τον εαυτό του δεν σημαίνει να αγνοεί την απαραίτητη αλληλοσυσχέτιση που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στα διάφορα κυβερνητικά επίπεδα και σώματα.

Περαιτέρω, δεν συνεπάγεται κάθε μορφή αυτό-κυβέρνησης τη συμμετοχή. Θα μπορούσαν να υπάρχουν εδαφικές ενότητες των οποίων οι κυβερνήσεις έχουν διοικητική αυτονομία αλλά λειτουργούν μη δημοκρατικά

Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο αυτό-κυβέρνηση, αναφερόμαστε στην αυτό-κυβέρνηση των ανθρώπων, η οποία υπάρχει όπου οι άνθρωποι κυβερνούν τους εαυτούς τους. Υπό αυτή την έννοια, δεν υπάρχει καμία αυτό-κυβέρνηση χωρίς την πλήρη συμμετοχή των πολιτών, το οποίο σημαίνει πως μιλάμε για μία διαδικασία που μπορεί πάντα να βελτιώνεται.

Πιστεύω αυτό το ζήτημα μπορεί να ξεκαθαριστεί κοιτάζοντας το παράδειγμα της Kerala [4].

Αυτή η πυκνοκατοικημένη πολιτεία της Ινδίας είναι μία από τις λίγες πολιτείες στη χώρα που έχει εφαρμοστεί το άρθρο 40 του Συντάγματος του 1950.Αυτό το άρθρο εγκαθιδρύει την ανάγκη να οργανωθούν «Grama Panchayats» (κυβερνήσεις χωριών ή αγροτικών κωμοπόλεων), δίνοντάς τους όση εξουσία είναι απαραίτητη ώστε να τους επιτραπεί να λειτουργήσουν ως ενότητες αυτό-κυβέρνησης. Την ίδια στιγμή, είναι μία από τις λίγες πολιτείες που εφαρμόζουν την ιδέα της εισαγωγής της συμμετοχής των ανθρώπων στη διαδικασία της προετοιμασίας αναπτυξιακών σχεδίων.

Το 1992, oι τροποποιήσεις 73 και 74 εισήχθησαν στο ινδικό σύνταγμα, δίνοντας στις «Panchayats» συνταγματικό έρεισμα και θέτοντας τη βάση μιας διαδικασίας αποκέντρωσης σε εθνικό επίπεδο. Αυτές οι τροποποιήσεις πρότειναν την αποκέντρωση της διοίκησης μέσα από τη δημιουργία τριών επιπέδων τοπικής αυτό-κυβέρνησης: το χαμηλότερο επίπεδο αυτό-κυβέρνησης είναι οι »Grama Panchayats», που είναι η κυβέρνηση του χωριού ή της κωμόπολης (το αντίστοιχο των δικών μας περιφερειών [territories], ή αγροτικών κοινοτήτων [rural parishes] στο Εκουαδόρ, ή των communes στη Βενεζουέλα)• αυτό ακολουθείται από τις «Block Panchayats», που για εμάς θα ήταν το αντίστοιχο των δήμων ή καντονιών, και τέλος, υπάρχουν οι «District Panchayats» ή επαρχιακές κυβερνήσεις.

Το 1994, η κυβέρνηση της Κεράλα πέρασε το νόμο «Panchayat Raj», παρέχοντας έτσι μία σταθερή νομική βάση για το σύστημα της τοπικής κυβέρνησης και συνδυάζοντας τη μεταφορά αρμοδιοτήτων και προσωπικού στις τοπικές αυτό-κυβερνήσεις σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας.

Αυτό σήμαινε πως οι «Grama Panchayats» άρχισαν να αναλαμβάνουν πολλές από τις λειτουργίες που πριν διεκπεραιώνονταν σε ένα ανώτερο επίπεδο.

Το 1996, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ινδίας -Μαρξιστικό, ηγήθηκε ενός συνασπισμού των προοδευτικών δυνάμεων για την εκλογική νίκη, κερδίζοντας την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο της πολιτείας. Εκείνη τη χρονιά παρουσίασαν την «People΄s Campaign» για τον αποκεντρωμένο σχεδιασμό.

Αυτή η εκστρατεία σηματοδότησε μία θεμελιώδη αλλαγή στο ρόλο που τα διαφορετικά επίπεδα τοπικής και περιφερειακής διακυβέρνησης θα μπορούσαν να παίξουν στο εξής.

Το σημείο εκκίνησης για την εκστρατεία ήταν μία μακρά απογευματινή συνέλευση των πολιτών που έλαβε χώρα στην κοινότητα, όπου οι άνθρωποι μπορούσαν να εκφράσουν αυτές τις ανάγκες που ένιωθαν πιο βαθιές. Για να εμπνεύσουν τη συμμετοχή των ανθρώπων σε αυτές τις συνελεύσεις, η Πολιτειακή Επιτροπή Σχεδιασμού αποφάσισε να δώσει 35-40 % των χρημάτων που είχαν διατεθεί για το αναπτυξιακό της πρόγραμμα στις τοπικές κυβερνήσεις. Από αυτά τα χρήματα, η «Grama Panchayat» (που είναι η τοπική κυβέρνηση του χωριού, η οποία αντιπροσωπεύει το χαμηλότερο επίπεδο της αποκεντρωμένης δομής) έλαβε περίπου 70 %• το επόμενο επίπεδο, η «Block Panchayat» (αγροτικός δήμος) έλαβε 15%, και η «District Panchayat» πήρε το άλλο 15%. Όπως μπορείτε να δείτε, υπήρχε προφανώς μια καθαρή επιθυμία να αποκεντρωθεί η πλειονότητα των πόρων προς εκείνες τις τοπικές κυβερνήσεις που ήταν πιο κοντά στους ανθρώπους.

Αυτό σήμαινε πως οι άνθρωποι που συμμετείχαν ένιωθαν πως ήταν εκείνοι που διαμόρφωναν τις αποφάσεις οι οποίες αφορούσαν επενδύσεις στην κοινότητά τους, αντί να περιορίζονται στο να αποδέχονται απλώς αποφάσεις που είχαν παρθεί από πιο ψηλά.

Τα ακόλουθα στάδια της εκστρατείας περιελάμβαναν επιπλέον συνελεύσεις, την εκλογή εκπροσώπων σε ποικίλες ειδικές συναντήσεις, τη στρατολόγηση εθελοντικού τεχνικού προσωπικού ανάμεσα από συνταξιούχους, την ιεράρχηση έργων από εκλεγμένα αγροτικά ή αστικά συμβούλια, και κοινοτικό έλεγχο και αξιολόγηση της διαδικασίας. O διοικητικός μηχανισμός ανώτερων επιπέδων διακυβέρνησης προετοιμάστηκε με σκοπό να μπορεί να εισάγει τοπικά έργα σε περιφερειακά προγράμματα. Μία μαζική εκπαιδευτική εκστρατεία ξεκίνησε και υπήρχε ανταλλαγή εμπειριών ανάμεσα σε ακτιβιστές από όλα τα επίπεδα. Ήταν μία πολύ φιλόδοξη πρωτοβουλία που απαιτούσε την κινητοποίηση δυνάμεων και πόρων από όλη την κοινωνία.
Tα ουσιώδη στοιχεία της διαδικασίας του αποκεντρωμένου συμμετοχικού σχεδιασμού στην Κεράλα ήταν τα ακόλουθα:
α. Κάθε επίπεδο τοπικής διακυβέρνησης πρέπει να είναι αυτόνομο από λειτουργική, οικονομική και διοικητική άποψη. Η κεντρική κυβερνητική εποπτεία πρέπει να περιορίζεται στο να θέτει γενικές κατευθυντήριες γραμμές.
β. Κάθε τί που μπορεί να γίνει σε ένα χαμηλότερο επίπεδο θα πρέπει να διεκπεραιώνεται σ” αυτό το επίπεδο και όχι σε ένα υψηλότερο. Μόνο υπολειπόμενες και συμπληρωματικές λειτουργίες θα πρέπει να διεκπεραιώνονται σε ανώτερα επίπεδα.
γ. Τα διαφορετικά επίπεδα αποκέντρωσης χρειάζεται να καταλάβουν ακριβώς ποιές λειτουργίες πρέπει να διεκπεραιώνουν, με σκοπό να αποφύγουν αλληλοεπικαλύψεις και διασταυρώσεις με τα άλλα επίπεδα διακυβέρνησης.
δ. Οι λειτουργίες πρέπει να αλληλοσυμπληρώνονται μέσα από οριζόντιες και κάθετες διαδικασίες ενσωμάτωσης.
ε. Οι κανόνες και τα κριτήρια για την επιλογή του ποιός θα ωφεληθεί και σε ποιές δραστηριότητες θα δοθεί προτεραιότητα πρέπει να είναι ίδια για όλα τα προγράμματα.
στ. Είναι απαραίτητο να υποκινείται η μέγιστη δυνατή συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα και όλες τις φάσεις της διαδικασίας.
ζ. Πρέπει να υπάρχει σταθερός κοινοτικός έλεγχος στους εκλεγμένους εκπροσώπους και σε ολόκληρη τη διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού.
η. Οι άνθρωποι πρέπει να έχουν το δικαίωμα να πληροφορούνται κάθε λεπτομέρεια της διαδικασίας.
Μετά από πολύ αναστοχασμό και έρευνα, αποφασίστηκε πως η πιο κατάλληλη γεωγραφική και δημογραφική ενότητα για αυτο-κυβέρνηση, πιο κοντά στους ανθρώπους, θα ήταν το αγροτικό χωριό ή κωμόπολη που ονομαζόταν «Grama», και γι” αυτό η αγροτική κυβέρνηση ονομάζεται «Grama Panchayat» (κυβέρνηση της κωμόπολης ή του χωριού). Κατά μήκος των τριών επιπέδων αυτό-κυβέρνησης σε περισσότερες αγροτικές ζώνες, υπάρχουν αστικοί δήμοι και δημοτικές επιχειρήσεις στις μεγάλες πόλεις.

Μόλις το χαμηλότερο επίπεδο αυτοκυβέρνησης ορίστηκε, δεν χρειάστηκαν πολύ εκείνοι που επέβλεπαν τη διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού να συνειδητοποιήσουν πως η σύγκληση μιας συνέλευσης όλων των κατοίκων σε μια κωμόπολη, σε μια τόσο πυκνοκατοικημένη περιοχή όπως η Kerala, σήμαινε πως έπρεπε να κάνουν συνελεύσεις με περισσότερους από 1000 ανθρώπους, κάτι που δεν εξυπηρετούσε τη συμμετοχή των κατοίκων. Γι” αυτό αποφάσισαν να διεξάγουν λαϊκές συνελεύσεις (grama sabhas) όχι στο επίπεδο του χωριού, αλλά αντ” αυτού στο επίπεδο των εκλογικών τομέων που ήταν χωρισμένοι.

Oι συναντήσεις στους (εκλογικούς) τομείς περιελάμβαναν ολομέλειες οι οποίες ενέπλεκαν όλους τους συμμετέχοντες και ομάδες εργασίας που δούλευαν πάνω σε διαφορετικά θέματα, με στόχο να διασφαλιστεί πως οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμμετέχουν πιο αποτελεσματικά. Ωστόσο, ακόμη και τότε εκείνοι οι χώροι αποδείχθηκαν ότι ήταν πολύ μεγάλοι. Γι” αυτό για κάποιες εργασίες δημιούργησαν ομάδες γειτονιάς (40-50 οικογένειες) οι οποίες άρχισαν να διεκπεραιώνουν πολλές από τις λειτουργίες της grama sabha, όπως να συζητούν το τοπικό σχέδιο, να επιβλέπουν την εφαρμογή του σχεδίου και να επιλέγουν ποιοί άνθρωποι ή φορείς θα έπρεπε να λάβουν πόρους.

Eίναι πολύ πιθανό ότι στην πλειονότητα των δήμων στη Λατινική Αμερική, το πρώτο βήμα που θα χρειαστεί να γίνει από μία δημοτική κυβέρνηση με σκοπό να προωθήσει τη διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού θα είναι να εγκαθιδρύσει εδαφικές υποδιαιρέσεις όπου η κάθε περιοχή (communes, areas, parishes, ή villages, ανάλογα με την ονομασία που η κάθε χώρα χρησιμοποιεί) θα γίνει το πρώτο επίπεδο αυτό-κυβέρνησης.
2) Αποκεντρώνοντας αρμοδιότητες

Όπου δεν υπάρχει καμία εθνική πολιτική από την άποψη της μεταφοράς αρμοδιοτήτων από τους δήμους στις εδαφικές υποδιαιρέσεις, ένα άλλο βήμα που οι δημοτικές κυβερνήσεις θα πρέπει να κάνουν, και το οποίο είναι ακόμη πιο πολύπλοκο από το πρώτο, είναι η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων στις εδαφικές υποδιαιρέσεις, ώστε να εφαρμόζουν την αρχή της επικουρικότητας, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω. Για παράδειγμα, είναι απαραίτητο να μεταφερθούν αρμοδιότητες σχετικά με τη διοίκηση των πόρων, τη συλλογή των φόρων, τα μητρώα των πολιτών, τη διοίκηση των κρατικών επιχειρήσεων, τον αστικό σχεδιασμό, την επιτήρηση και την ασφάλεια, την ασφαλτόστρωση των δρόμων, τη φροντίδα στα σπίτια με ηλικιωμένους ανθρώπους και τα λαϊκά συσσίτια που ίσως υπάρχουν εντός της επικράτειας, σε συνδυασμό με τη γενική συντήρηση της υποδομής που σχετίζεται με την υγεία, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και τον αθλητισμό.

Δεν είναι δυνατόν να μπουν άκαμπτα κριτήρια γι” αυτή την αποκέντρωση. Κάθε πραγματικότητα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Για παράδειγμα, τη στιγμή που η συγκεντρωτική διαχείριση υπηρεσιών όπως η αποκομιδή των σκουπιδιών και ο καθαρισμός των δρόμων ίσως φαίνεται λογική σε μία πόλη, βάση των οικονομιών κλίμακας και των δυνατοτήτων που είναι διαθέσιμες για εκμηχάνιση, είναι προφανές πως στην περίπτωση μιας συναφούς απομακρυσμένης αγροτικής περιοχής με μικρές κοινότητες, η αποκεντρωμένη διαχείριση δεν θα ήταν απλά δυνατή, αλλά θα διασφάλιζε στην πραγματικότητα καλύτερα αποτελέσματα.

 

3)Αποκεντρώνοντας πόρους στις εδαφικές υποδιαιρέσεις

Η άλλη θεμελιώδης προϋπόθεση του συμμετοχικού σχεδιασμού είναι η αποκέντρωση πόρων προς τις εδαφικές υποδιαιρέσεις, περιλαμβάνοντας υλικούς πόρους (χρήματα, εξοπλισμός) και ανθρώπινους πόρους (προσωπικό).

α. Οικονομικοί πόροι

Όπου οι υπάρχουσες ρυθμίσεις δεν διείδαν την πιθανότητα της αποκέντρωσης, η δημοτική ή κοινοτική κυβέρνηση θα μπορούσε να λάβει πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση.

Στην εμπειρία που αναπτύχθηκε στο δήμο της Torres, στην πολιτεία της Lara, στη Βενεζουέλα, η δημοτική κυβέρνηση μετέφερε τους πόρους που είχε για δημοτικά έργα στα 17 διαμερίσματαvέτσι ώστε να μπορούν να αποφασίσουν και να διεκπεραιώσουν τα έργα τα οποία ήθελαν να βάλουν σε προτεραιότητα. [5] Τα θεμελιώδη κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά χρημάτων ήταν: το μέγεθος των εδαφικών υποδιαιρέσεων (πολλές από τις οποίες ήταν αγροτικές) ο αριθμός των κατοίκων, η πυκνότητα του πληθυσμού και ένας δείκτης ανταπόδοσης εντός της περιφερειακής υποδιαίρεσης τον οποίο η Βενεζουέλα χρησιμοποιεί όταν δίνει κονδύλια, με σκοπό να μειώσει τις ανισότητες ανάμεσα στις εδαφικές υποδιαιρέσεις.

β. Εξοπλισμός και προσωπικό

Παρόλα αυτά, δεν είναι αρκετό να μεταφερθούν απλώς ανθρώπινοι πόροι και να ελπίζουμε ότι οι άνθρωποι θα συμμετέχουν στο μεγαλύτερο δυνατό εύρος. Είναι επίσης κρίσιμο να εκπαιδευτεί το τεχνικό προσωπικό, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι και ο ίδιος ο πληθυσμός, εφοδιάζοντάς τους με εργαλεία που μπορούν να τους βοηθήσουν να συμμετέχουν αποτελεσματικά στη διαδικασία του αποκεντρωμένου συμμετοχικού σχεδιασμού.

4. Εκπαίδευση των συμμετεχόντων

Ένα από τα πιο δυνατά σημεία του συμμετοχικού σχεδιασμού στην Kerala ήταν ακριβώς η μεγάλη έμφαση που έδωσαν στην εκπαίδευση των διαφορετικών συμμετεχόντων: κάτοικοι, τεχνικοί, εκπρόσωποι, εθελοντές. Mία πληροφορία δηλώνει την έμφαση που έδωσαν στην εκπαίδευση των επιτελείων: τον πρώτο χρόνο μόνο, παρείχαν εργαστήρια μιας μέρας σε 100.000 ακτιβιστές σε μία πολιτεία με έναν πληθυσμό 38 εκατομμυρίων ανθρώπων.

5) Δημιουργώντας βάση δεδομένων

Μία άλλη θεμελιώδης προϋπόθεση για τον αποκεντρωμένο συμμετοχικό σχεδιασμό είναι η ανάγκη να δημιουργηθεί μία ενημερωμένη βάση δεδομένων που μπορεί να επιτρέψει στο σχεδιασμό να λάβει χώρα στη βάση μιας πλήρους γνώσης της τοπικής πραγματικότητας. Ένα θεμελιώδες στοιχείο σε αυτό είναι η χαρτογράφηση της ύπαρξης κοινωνικών δρώντων. Υπάρχουν γενικά πολλά δεδομένα σε κεντρικό επίπεδο, αλλά αυτά τα δεδομένα δεν είναι οργανωμένα και διαθέσιμα με τέτοιο τρόπο που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για συμμετοχικό σχεδιασμό σε ένα κεντρικό επίπεδο. Είναι ως εκ τούτου σημαντικό να υπάρχει πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα με σκοπό να συμπληρωθούν με δεδομένα που αποκτήθηκαν από την ίδια την τοπική περιοχή, με τη συμμετοχή ειδικών και τοπικών κατοίκων.

Επίλογος

Όσο περισσότερο η διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού μπορεί να βασίζεται πάνω σε μεγαλύτερο αριθμό οργανωμένων κοινοτήτων εντός του δήμου, τόσο πιο πλήρως αναπτυγμένη θα είναι. Η συμμετοχή των κατοίκων είναι μεγαλύτερη όταν η διάγνωση και η ιεράρχηση προβλημάτων λαμβάνει χώρα σε πολύ μικρότερες συνελεύσεις.

Παράλληλα με την ανάπτυξη του δικού τους κοινοτικού αναπτυξιακού πλάνου, αυτές οι κοινότητες πρέπει: να βγάζουν ανακοινώσεις που αφορούν προτάσεις για εδαφικές διαιρέσεις που έχουν αναπτυχθεί από το δημοτικό συμβούλιο, την αποκέντρωση αρμοδιοτήτων, τη διανομή πόρων στην περιοχές και τους τομείς ανάπτυξης στους οποίους πιστεύουν ότι θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα• να εγείρουν αιτήματα προς τα ανώτερα επίπεδα διακυβέρνησης και την ιεράρχησή τους• να είναι παρούσες δια μέσου των εκπροσώπων (spokespeople, delegates, councillors) στα υπόλοιπα επίπεδα της διαδικασίας του συμμετοχικού σχεδιασμού, και να ενημερώνονται και να τους ζητείται η συμβουλή για σχέδια που αναπτύσσονται στη βάση αυτών των διαδικασιών.

Η συμμετοχή των κοινοτήτων που οργανώνονται σε κοινοτικά συμβούλια είναι η πιο συγκεκριμένη και πλούσια συνεισφορά της εμπειρίας της Βενεζουέλα στη διαδικασία του συμμετοχικού προϋπολογισμού που εφαρμόζεται στους δήμους που διοικούνται από τους δημάρχους του Εργατικού Κόμματος στη Βραζιλία, και στην εμπειρία του αποκεντρωμένου συμμετοχικού σχεδιασμού στην Kerala.

Τέλος, είμαι πεπεισμένη πως μία τέτοια διαδικασία σχεδιασμού μπορεί να διασφαλίσει ότι η κοινωνία στο σύνολό της, και όχι μόνο μία ελίτ, διαχειρίζεται τον πλούτο της κοινότητας και αρχίζει να τον θέτει στην υπηρεσία της κοινότητας. Γι” αυτό πιστεύω πως ο αποκεντρωμένος συμμετοχικός σχεδιασμός είναι ένα απαραίτητο στοιχείο της νέας δημοκρατικής κοινωνίας που θέλουμε να χτίσουμε.

Εφόσον αυτή η διαδικασία δεν θα πρέπει να έχει πολιτικό χρωματισμό, με όλους τους ανθρώπους να καλούνται να συμμετέχουν στη διαδικασία δημιουργίας του αναπτυξιακού πλάνου, να συνεισφέρουν τα κριτήριά τους και να συμπράττουν στις ποικίλες εργασίες που περιλαμβάνονται σε αυτή τη διαδικασία, μπορεί να βοηθήσει στην παροχή ενός ευρέος χώρου για την ιδανική συνάντηση ανθρώπων από όλο το μήκος του πολιτικού φάσματος, εκείνων που δεν έχουν υπάρξει ποτέ μέλη ενός κόμματος, και εκείνων που απορρίπτουν τα κόμματα και τους πολιτικούς λόγω των κακών πρακτικών τους.

Αυτός ο τύπος σχεδιασμού είναι το ιδανικό εργαλείο για να επιτευχθεί η πλήρης συμμετοχή των πολιτών στη διαχείριση των δημοσίων ζητημάτων, ενώ την ίδια στιγμή, οι άνθρωποι που εμπλέκονται στη διαδικασία σχεδιασμού νιώθουν αξιοπρεπείς, αυξάνεται η αυτοεκτίμησή τους και, το πιο σημαντικό, δεν νιώθουν πλέον ζητιάνοι που απαιτούν λύσεις από το κράτος. Αντίθετα, νιώθουν οτι είναι οι δημιουργοί της δικής τους μοίρας και κοινωνίας.

Σε αυτή τη δραστηριότητα, όπως σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, υπάρχει ένα διπλό προϊόν: το πρώτο προϊόν το οποίο είναι αντικειμενικό και υλικό ώστε το βλέπουν όλοι, το σχέδιο σε αυτή την περίπτωση, το οποίο έχει δημιουργηθεί με έναν συμμετοχικό τρόπο, και ένα δεύτερο προϊόν, άυλο, το οποίο είναι πολύ λιγότερο απτό και μπορεί μόνο να ειδωθεί από ένα προσεκτικό μάτι: ο μετασχηματισμός των ανθρώπων μέσα από τις πρακτικές τους, η ανθρώπινη ανάπτυξή τους.

Ολόκληρη η διαδικασία σε ένα εκπαιδευτικό προτσές όπου αυτοί που συμμετέχουν μαθαίνουν να διερωτούν τις αιτίες των πραγμάτων, να σέβονται την άποψη των άλλων, να καταλαβαίνουν ότι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν δεν είναι αποκλειστικά στο δρόμο τους ή στη γειτονιά τους αλλά συνδέονται με τη συνολική κατάσταση της οικονομίας, την εθνική κοινωνική κατάσταση, και ακόμη τη διεθνή κατάσταση. Μαθαίνουν ότι τα προβλήματα του καθένα και τα προβλήματα της κάθε κοινότητας θα πρέπει να εξετάζονται εντός των συμφραζομένων της πραγματικότητας των άλλων ανθρώπων και των άλλων κοινοτήτων, που ίσως αντιμετωπίζουν μία πολύ πιο δύσκολη και επείγουσα κατάσταση. Μέσα από αυτό, νέες σχέσεις αλληλεγγύης και συμπληρωματικότητας δημιουργούνται, οι οποίες δίνουν έμφαση στη συλλογικότητα παρά στο άτομο.

Όλο αυτό σημαίνει πως εκείνοι που συμμετέχουν σε αυτή τη διαδικασία διευρύνουν τη γνώση τους με πολιτικούς, πολιτιστικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς όρους, και έτσι γίνονται πιο πολιτικοποιημένοι με την ευρύτερη έννοια του όρου. Αυτό τους επιτρέπει να αναπτύξουν μία ανεξάρτητη σκέψη που δεν μπορεί πλέον να χειραγωγείται από ένα μέσο ενημέρωσης που παραμένει συντριπτικά στα χέρια του αντιπάλου.

Παρά το ότι το ιδανικό σενάριο θα περιελάμβανε το κράτος να αποφασίζει να αποκεντρώσει ένα σημαντικό μέρος των εθνικών πόρων που έχουν αφιερωθεί στην ανάπτυξη, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η πλειονότητα των χωρών απέχουν πολύ από το να βρεθούν σε μία τέτοια κατάσταση. Παρόλα αυτά, πιστεύουμε πως αυτό δεν θα πρέπει να σταματήσει τις τοπικές αρχές που θέλουν να εκκινήσουν διαδικασίες αποκεντρωμένου συμμετοχικού σχεδιασμού από το να το κάνουν, και έτσι να συνεισφέρουν στην προετοιμασία των κατοίκων, μέσα από πρακτικές εμπειρίες, για να γίνουν πρωταγωνιστές της νέας κοινωνίας που θέλουμε να χτίσουμε, μίας κοινωνίας όπου η συμμετοχή των ανθρώπων είναι κεντρικό στοιχείο.

Η μεγαλύτερη ελπίδα μας είναι πως ίσως μπορούμε να κινήσουμε το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασμό κάποιων δήμαρχων στην κατεύθυνση της εφαρμογής της πρότασής μας ως πιλοτικού σχεδίου που μπορεί να εμπλουτιστεί μέσα από την πρακτική.

 

*Αυτή η ομιλία είναι μία σύνθεση ιδεών που αναπτύσσονται πιο αναλυτικά σε ένα βιβλίο πάνω στο οποίο δουλεύω τελευταία, με τη βοήθεια του Jose Bartolome και του Noel Lopez.

 

[1]. De los consejos comunales a las comunas. Construyendo el socialismo del siglo XXI (2009): http://www.rebelion.org/docs/97085.pdf

[2]. Δες Marta Harnecker, Delegando poder en la gente: presupuesto participativo en Porto Alegre, Brasil, Monte Ávila, Βενεζουέλα, 2004:http://www.rebelion.org/docs/95167.pdf

[3]. Αυτή η μέθοδος εφαρμόστηκε επιτυχώς στην αγροτική κουβανική κοινότητα της Guadalupe, στην επαρχία της Ciego de Ávila, και περιγράφεται στο βιβλίο της Marta Harnecker, Buscando el camino (método de trabajo comunitario) Cuba, MEPLA, 2000. Στο: http://www.rebelion.org/docs/95168.pdf. Ένα κείμενο πάνω σε αυτή την εμπειρία μπορεί επίσης να δει κανείς διαδικτυακά εδώ.

[4]. Δες Richard Franke, Marta Harnecker, Andrés Sanz Mulas & Carmen Pineda Nebot, Estado Kerala, India, Una experiencia de planificación participativa descentralizada, Centro Internacional Miranda. Στο:http://www.rebelion.org/docs/97086.pdf. Θα συνιστούσα επίσης την ανάγνωση του: T.M. Thomas Isaac & Richard W. Franke, Democracia local y desarrollo (campaña popular de planificación descentralizada de Kerala),  Diálogos L’Ullal Editions, Xativa, και το  Rosa Pinto y Tomás Villasante,  Democracia participativa en Kerala: Planificación descentralizada desde la base, El Viejo Topo, 2011.

[5]. Για πληροφορίες δες Marta Harnecker, Transfiriendo poder a la gente. Municipio Torres, Estado Lara, Venezuela, CIM-Monte Ávila, Βενεζουέλα, 2008. Στο:http://www.rebelion.org/docs/97082.pdf.

Μετάφραση: Αναστασία Ματσούκα

Πηγή: Links.  International Journal of Socialist Renewal

πηγή: Rednotebook.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Oι νέες ταινίες της εβδομάδας

«Ένα δύο τρία» από την Ταινιοθήκη της ΕΡΤ-3