in

Απάντηση, εν μέρει απολογητική, στο σχόλιο του Θ. Αχτσιόγλου

Απάντηση, εν μέρει απολογητική, στο σχόλιο του Θ. Αχτσιόγλου

Του Νίκου Νικίσιανη και του Χρήστου Μπακέλλα

Το σχόλιο του Θέμη Αχτσιόγλου (δείτε εδώ) πάνω στο άρθρο που είχαμε γράψει για το ασφαλιστικό, είναι σωστό σε κάποια σημεία και λάθος σε κάποια άλλα. Συγκεκριμένα και με τη σειρά που τα θέτει ο ίδιος:

 

  1. Στο πρώτο σημείο κάνει λάθος. Τα ποσοστά αναπλήρωσης για την ανταποδοτική σύνταξη είναι –δυστυχώς- όπως ακριβώς τα αναφέρουμε στο άρθρο, δηλ. από 12% (για 15 χρόνια ασφάλισης) ως 47% (για 40 χρόνια). Τα ποσοστά αυτά προκύπτουν από το γνωστό πίνακα που περιλαμβάνει η πρόταση νόμου, στο άρθρο 8 (Ανταποδοτική Σύνταξη):

ΑΠΟ

ΕΩΣ

ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΕΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

0

15

0,80%

15,01

18

0,92%

18,01

21

1,04%

21,01

24

1,16%

24,01

27

1,29%

27,01

30

1,42%

30,01

33

1,55%

33,01

36

1,69%

36,01

39

1,84%

39,01

>42

2,00%

 

Όπως φαίνεται, τα ποσοστά αναπλήρωσης εξαρτώνται αποκλειστικά από τα έτη ασφάλισης και όχι από το ύψος των αποδοχών, όπως ισχυρίζεται ο κ. Αχτσιόγλου, επικαλούμενος τα στοιχεία που έδωσε το Υπουργείο Εργασίας. Ίσως, η παρεξήγηση που κάνει οφείλεται στο γεγονός ότι στα νούμερα που παραθέτει το Υπουργείο συνυπολογίζει και την εθνική σύνταξη, την οποία όμως ρητά αναφέρουμε στο αρχικό άρθρο ότι προστίθεται μετά.

  1. Όσο αφορά όμως το δεύτερο σημείο, ο κ. Αχτσιόγλου έχει εν μέρει δίκιο: σύμφωνα με την πρόταση, η σύνταξη θα υπολογίζεται από το μέσο όρο των αποδοχών κατά τον ασφαλιστικό βίο και όχι κατά τον εργάσιμο, οπότε  δεν θα υπολογίζονται τα χρόνια ανεργίας. Έτσι, στο παράδειγμα της εργαζόμενης που δίνουμε στο αρχικό άρθρο δεν θα υπολογίζονται τα 10 χρόνια ανεργίας και τα 5 χρόνια ανασφάλιστης εργασίας και το μέσο μηνιαίο εισόδημα (με τους ίδιους τυχαίους και ενδεικτικούς μισθούς που υποθέσαμε, δηλαδή 5 χρόνια με 300, 6 με 600, 5 με 700, 4 με 800 και 5 με 1000) δεν θα είναι 420 €, αλλά 672, οπότε το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης δεν θα είναι 93,95 €, αλλά 152,20€.

Η διαφορά είναι προφανώς μικρή και η ανταποδοτική σύνταξη που προκύπτει σίγουρα δεν καλύπτει την αξίωση του ίδιου του προτεινόμενου νόμου, σύμφωνα με τον οποίο «το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης αποσκοπεί στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου». Εξάλλου, ακόμα και με αυτή τη διευκρίνιση, συνεχίζουν να προσμετρούνται στον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης τα χρόνια της τόσο διαδεδομένης σήμερα ημιαπασχόλησης, ή ακόμα και αυτά που η εργαζόμενή μας δουλεύει σε μπαρ και κολλάει ένα ένσημο την εβδομάδα ή το μήνα για να μην τους πιάσει το ΙΚΑ.. Όλα αυτά ωστόσο, αν και επί της ουσίας επικυρώνουν το βασικό μας συμπέρασμα, ότι δηλαδή για την πλειοψηφία των νέων (επισφαλώς) εργαζομένων το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης θα είναι πραγματικά πολύ μικρό, δεν αναιρούν το γεγονός ότι ο κ. Αχτσιόγλου έχει δίκιο και η αρχική διατύπωσή περιείχε ένα λάθος όσο αφορά ειδικότερα τα χρόνια της ανεργίας.

  1. Απρόσεκτη ήταν και η αρχική μας διατύπωση, σύμφωνα με την οποία ο προτεινόμενος νόμος υπολογίζει ως συντάξιμη αποδοχή, «χωρίς καμία προσαρμογή», το μισθό που έπαιρνε κάποιος πριν από 40 χρόνια.Όπως αναφέρει ο κ. Αχτσιόγλου, οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε έτος θα υπολογίζονται «προσαυξανόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής». Πράγματι δηλαδή δεν προβλέπεται, όπως αναφέραμε, η τιμαριθμική προσαρμογή και η πρόβλεψη του σχεδίου είναι αφηρημένη και δυσεφάρμοστη. Κανείς δεν έχει διευκρινίσει ακόμα πώς ακριβώς θα γίνεται αυτή η προσαύξηση. Για το λόγο αυτό φοβόμαστε ότι ο νέος τρόπος υπολογισμού δεν θα μας βγει και σε καλό κι ότι οι συντάξιμες αποδοχές προηγούμενων ασφαλιστικών ετών κινδυνεύουν να παραμένουν  ίδιες (στην ουσία) κατά τον υπολογισμό τους. Σε κάθε περίπτωση όμως ήμασταν ανακριβείς.

  2. Στο τέταρτο σημείο, ο κ. Αχτσιόγλου παραθέτει κακώς το μισό απόσπασμα από την πρόταση νόμου, σύμφωνα με την οποία η «προσωπική διαφορά» θα συνεχίζει μεν να καταβάλλεται και μετά το 2018, αλλά ρητά «απομειούμενη μέχρι την τελική αντιστοίχιση με τις συντάξεις όσων θα συνταξιοδοτηθούν μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού». Προφανώς λοιπόν έχουμε δίκιο ότι η προφορική δέσμευση του υπουργού ότι δεν θα μειωθούν ποτέ οι συντάξεις που ήδη δόθηκαν (παρότι όπως είπαμε έχουν ήδη μειωθεί) δεν περιέχεται στο κείμενο του νόμου. Επί πλέον, δεν εξηγείται λογικά ο επανυπολογισμός των (ήδη) καταβαλλόμενων συντάξεων αν δεν υπάρχει πρόθεση μείωσής τους.

  3. Τέλος, το γεγονός ότι η εθνική σύνταξη είναι προνοιακό επίδομα δεν είναι εκτίμησή μας, όπως αναφέρει ο κ. Αχτσιόγλου, αλλά ρητή πρόβλεψη της πρότασης νόμου, σύμφωνα με την οποία «η Εθνική Σύνταξη αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές». Παρομοίως, τα ενδεχόμενα να συνδεθεί η παροχή της Εθνικής Σύνταξης με εισοδηματικά κριτήρια, ή να περιοριστεί αντίστοιχα η «προσωπική διαφορά» πάλι δεν είναι δικές μας εμπνεύσεις –προς Θεού, δεν θα τους βάζαμε και ιδέες- αλλά ανοιχτά επίδικα των διαπραγματεύσεων, όπως ομολογεί και η ίδια η Κυβέρνηση. Πάντως ,το κουαρτέτο υποστηρίζει ότι η εθνική σύνταξη , εξαιτίας και της διατύπωσης του προσχεδίου, πρέπει να καταβάλλεται με εισοδηματικά κριτήρια.

Ανακεφαλαιώνοντας, ο κ. Αχτσιόγλου έχει δίκιο για τα δύο παραπάνω λάθη, ακόμα και  αν έχει άδικο για τα υπόλοιπα, οπότε κι απολογούμαστε για αυτά. Και ένα προσωπικό σχόλιο: κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να μας πιστέψει, αλλά η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για αβλεψίες που προέκυψαν από τη βιασύνη μας να εκφράσουμε την αγωνία μας για ένα πολύ κακό και επικίνδυνο νομοσχέδιο, παρά για μία κακόβουλη προσπάθεια να «παραπλανήσουμε το κοινό», παρουσιάζοντας έναν κακό νόμο χειρότερο από ό,τι είναι. Άλλωστε, η εκτίμησή μας –και αυτό δεν αλλάζει- είναι ότι δεν χρειάζεται κανένα ψέμα και καμία υπερβολή για να αναδειχθεί ο αντεργατικός και αντικοινωνικός χαρακτήρα ενός νομοσχεδίου που, όπως λέει ο κ. Αχτσιόγλου, αποτελεί προϊόν «πραξικοπήματος και ήττας». Η κυβέρνηση, βέβαια, το παρουσιάζει ως μεταρρυθμιστική τομή και ως αναγκαία και ικανή προϋπόθεση διασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος διεκδικώντας με «πάθος» την «πατρότητά του. Οπότε, τον ευχαριστούμε για τις παρατηρήσεις του, όπως και για το ευγενικό και νηφάλιο ύφος  κριτικής του, το οποίο, δυστυχώς, δεν είναι πια αυτονόητο. Και ας ευχηθούμε όλοι μαζί να μην περάσει. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σεκιουριτάς του ΗΣΑΠ τραμπουκίζει επιβάτη αφρικανικής καταγωγής (βίντεο)

Εκδήλωση της Επιτροπής Αγώνα Δικηγόρων Θεσσαλονίκης για το ασφαλιστικό