Σχόλιο στο άρθρο των Μπακέλα – Νικήσιανη για το Ασφαλιστικό (δείτε εδώ το άρθρο).
Απαραίτητη προϋπόθεση για μια νηφάλια συζήτηση για το ασφαλιστικό (όπως και για κάθε ζήτημα εξ άλλου) είναι η ειλικρίνεια και η μη παραποίηση των πραγματικών στοιχείων. Εξηγούμαι με ενδεικτικά παραδείγματα:
1) Αναφέρουν οι κ. Μπακέλας και Νικήσιανης ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης για την ανταποδοτική σύνταξη είναι από 12% (για 15 χρόνια ασφάλισης) ως 47% (για 40 χρόνια). Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία που έδωσετο Υπουργείο Εργασίας, τα ποσοστά αναπλήρωσης εξαρτώνται από το ύψος των αποδοχών, π.χ. για 15 χρόνια ασφάλισης τα ποσοστά αναπλήρωσης για μισθό 1.500 ευρώ είναι 37% και για μισθό 700 ευρώ 66%, για 30 χρόνια ασφάλισης τα ποσοστά αναπλήρωσης για μισθό 1.500 ευρώ είναι 51% και για μισθό 700 ευρώ 80% κ.o.κ..
2) Ισχυρίζονται οι κ. Μπακέλας και Νικήσιανης για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών που είχε ο ασφαλισμένος σε ολόκληρο τον εργασιακό του βίο, ανεξάρτητα από το αν δούλευε, ήταν άνεργος, ημιαπασχολούμενος, έκανε μεταπτυχιακό στο εξωτερικό κ.λπ.. Η πρόταση όμως του Υπουργείου αναφέρει ότι για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου κατά τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου και ότι ο μέσος αυτός όρος βρίσκεται αν διαιρεθεί το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος με τον συνολικό χρόνο ασφάλισής του. Η διαφορά μεταξύ των δύο διατυπώσεων είναι, νομίζω, φανερή και οι συνέπειες ανάλογες. Γι’ αυτό και το παράδειγμα που παραθέτουν οι συγγραφείς του άρθρου είναι εσφαλμένο, αφού για την εξεύρεση του μέσου όρου των αποδοχών της ασφαλισμένης του παραδείγματος διαιρούν το σύνολο των αποδοχών της με 40 χρόνια εργασίας και όχι με 25 χρόνια ασφάλισης.
3) Υποστηρίζουν οι κ. Μπακέλας και Νικήσιανης ότι ως συντάξιμη αποδοχή θεωρείται ο μισθός που έπαιρνε κάποιος πριν από 40 χρόνια, χωρίς καμία προσαρμογή. Στην πρόταση όμως του Υπουργείου αναφέρεται ότι για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε έτος, προσαυξανόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Άρα ο ισχυρισμός ότι οι 9.000 δραχμές του 1980 ισούνται με 30 ευρώ, κατά τη γνώμη μου, δεν στέκει.
4) Αναφέρουν οι κ. Μπακέλας και Νικήσιανης ότι η διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στον προηγούμενο και το νέο τρόπο υπολογισμού των συντάξεων θα καταβάλλεται στους ήδη συνταξιούχους μέχρι το 2018. Όμως στην γραπτή (και όχι προφορική) πρόταση του Υπουργείου αναφέρεται ότι η προσωπική αυτή διαφορά θα καταβάλλεται και μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, δηλαδή και μετά το 2018. Τα υπόλοιπα που υποστηρίζουν οι κ. Μπακέλας και Νικήσιανης, ότι δηλαδή η εθνική σύνταξη είναι προνοιακό επίδομα, ότι η Κυβέρνηση θα την συνδέσει με εισοδηματικά κριτήρια, όπως ζητούν οι δανειστές, ότι θα “κάψει” την προσωπική διαφορά εν όψει των απαιτήσεων των δανειστών κ.λπ. είναι εκτιμήσεις. Και ως εκτιμήσεις μένει να αποδειχθεί αν θα βγουν αληθινές. Η πρόταση της Κυβέρνησης για το ασφαλιστικό, ως αποτέλεσμα της εκβιαστικής υπογραφής του τρίτου μνημονίου, ως προϊόν δηλαδή πραξικοπήματος και ήττας, έχει αρνητικά σημεία, που προφανώς πρέπει να καταδειχθούν. Δεν χρειάζεται όμως να καταφεύγει κανείς σε ανακρίβειες, για να κάνει κάτι τέτοιο.