in

Αλτουσέρ, Σπινόζα, Ντεριντά. Του Χρήστου Λάσκου

Γιώργος Φουρτούνης, Αποδόμηση σε «τελική ανάλυση» -Ο σπινοζικός δομισμός του Αλτουσέρ (1960 -1969) και ο πρώιμος Ντεριντά, Νήσος, σελ. 726

Ο κομμουνισμός είναι τα Σοβιέτ, συν εξηλεκτρισμός, συν ψυχανάλυση.

Ζακ Μαρτέν

Ήταν, νομίζω, ο Γιάννης Πατίλης που, κάπου στις αρχές του ’80, έγραψε πως «όλα τα είχε η Μαριορή ο Ντεριντά της έλειπε». Η έκφραση ήταν εύστοχη ως προς αυτό που επιδίωκε. Να δείξει, δηλαδή, πόσο απροετοίμαστη ήταν η ελληνική διανοητική πραγματικότητα, για να ελπίζει πως μπορούσε να μπει στα σοβαρά στις συζητήσεις, που απασχολούσαν τον κόσμο εκείνη την περίοδο. Να δείξει πόσο πολλοί ακκίζονταν μιλώντας και γράφοντας για πράγματα, που ελάχιστα καταλάβαιναν ακόμη και οι ίδιοι, αισθάνονταν, όμως, πως τους έδιναν ένα στάτους διανοούμενου.

Σαράντα χρόνια μετά, η συνεχιζόμενη αδυναμία της Μαριορής δεν βγάζει γέλιο, αλλά θλίψη. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που σήμερα, με την άοκνη προσπάθεια σημαντικών ανθρώπων, έχουμε αρκετά από τα κείμενα που αποτέλεσαν τη βάση των πνευματικών -και όχι μόνο- αντιπαραθέσεων εκείνης της εποχής. Μιας εποχής μεταιχμιακής, από πολλές απόψεις, μετά από την οποία όλα «έγειραν» καθοριστικά αλλού από ό,τι οι αγωνιστές της Αριστεράς περίμεναν.

Είμαι βέβαιος ότι αν οι σημερινοί αριστεροί ήξεραν από αυτά τα πράγματα ο πολιτικός ευτελισμός θα ήταν εύκολα αντιμετωπίσιμος. Αν, δηλαδή, ήξεραν περισσότερα για τον Θεό θα λειτουργούσαν πολιτικά με καλύτερο τρόπο. Γιατί ο κομμουνισμός συνδέεται καθοριστικά με τον Θεό. Συνδέεται, δηλαδή, καθοριστικά με την υπόσταση, που αποτελεί την απολύτως πλήρη και άπειρη πραγματικότητα.

Αν οι προηγούμενες διατυπώσεις φαίνονται παράδοξες, σχεδόν παρωδιακές, αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός πως δίνονται σε λάθος «σημείο» του άρθρου. Γιατί, όπως, σαφώς και ευκρινώς, δείχνει ο Φουρτούνης, όχι μόνο δεν έχουμε να κάνουμε με παραδοξολογίες, αλλά, αντίθετα, συνδέσεις τέτοιου είδους μας προσφέρουν έναν από τους αποτελεσματικότερους τρόπους, για να προσεγγίσουμε τον κομμουνισμό. Χωρίς να χρειάζεται να προσφύγουμε στο cogito προκειμένου να θεμελιώσουμε την πρόσβασή μας στη γνώση, αλλά με μόνο, αλλά ατράνταχτο, δεδομένο πως homo cogitat, το γεγονός -κι εδώ η λέξη έχει μεγάλο βάρος -πως ο άνθρωπος σκέφτεται. Φτάνει αυτό για να ξεκινήσουμε. Δεν μας χρειάζεται καμιά «σκεπτόμενη υπόσταση».

Σε ένα κείμενό του, πολύ κατοπινότερο του 1969, με τίτλο Σπινόζα, το οποίο ο ίδιος δεν δημοσίευσε, ο Αλτουσέρ σημειώνει:

«Είχα διαβάσει με επιμέλεια τον Πασκάλ στη διάρκεια της αιχμαλωσίας μου (ήταν το μόνο βιβλίο που διέθετα) [Αναφέρεται στην αιχμαλωσία του σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, Χ.Λ.]. Ήμουν ακόμα θρήσκος, αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα. Εκείνο που κυρίως με γοήτευε στον Πασκάλ ήταν η θεωρία του για την ισχύ και τη δικαιοσύνη, η θεωρία του για τις διανθρώπινες σχέσεις και, κυρίως, η θεωρία του για τον μηχανισμό του σώματος («γονατίστε και προσευχηθείτε»), που έμελλε αργότερα να εμπνεύσει τη δική μου “θεωρία” για την υλικότητα της ιδεολογίας»[1].

Μάλιστα. Ένας μετέπειτα υλιστής φιλόσοφος που είχε πολλά να μάθει από έναν μανιακό -στην κυριολεξία- χριστιανό! Έναν χριστιανό, έναν «ιδεαλιστή», δηλαδή, που τον βοήθησε να κατανοήσει τον υλικό χαρακτήρα της ιδεολογίας!

Γιατί η ιδεολογία, όπως θα «ανακαλύψει» αργότερα ο Αλτουσέρ, δεν είναι «ιδέες», αλλά πρακτικές. Δεν πιστεύουμε κι έτσι γονατίζουμε και προσευχόμαστε, αλλά γονατίζουμε, προσευχόμαστε, πιστεύουμε -με αυτήν την σειρά. Πρώτα η πρακτική μετά η πίστη, οι «ιδέες».

Κι αφού μιλάμε για την ιδεολογία, ας θυμηθούμε τον ορισμό του Αλτουσέρ από το άρθρο του του 1969, αυτό που κλείνει το υλικό πάνω στο οποίο δουλεύει ο Φουρτούνης, το περίφημο “Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους”:

«Η ιδεολογία είναι η “αναπαράσταση” της φαντασιακής σχέσης του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής του».

Πόσοι δεν χρησιμοποίησαν αυτόν τον «ορισμό» της ιδεολογίας. Είναι, όμως, βέβαιο ότι κατανοούμε τι λέει; Τι σημαίνει αναπαράσταση; Φαντασιακή; Σχέση;

Προσοχή! Η ιδεολογία δεν είναι η φαντασιακή σχέση. Είναι η “αναπαράσταση” της φαντασιακής σχέσης. Και μάλιστα, η αναπαράσταση είναι μέσα σε εισαγωγικά, που σημαίνει πως δεν είναι ακριβώς αναπαράσταση. Και η λέξη ιδεολογία, πάλι; Πόση «ανακρίβεια». Ιδεολογία, που σημαίνει κυριολεκτικά την «επιστήμη των ιδεών» και όχι αυτό που εμείς εννοούμε συνήθως.

Εδώ, λοιπόν, κάθε λέξη ψάχνει την θέση της. Τίποτε  αυτονόητο. Η μηχανή της σκέψης πρέπει να δουλέψει βαθιά. Αυτό κάνει ο Φουρτούνης. Ξέροντας, μαζί με τον Αλτουσέρ, ότι ο Αλτουσέρ δεν διαβάζεται χωρίς τον Σπινόζα δίνει έναν εξαιρετικό οδηγό ανάγνωσης και των δύο. Και του Αλτουσέρ και του Σπινόζα. Διαβάζει τον Αλτουσέρ με τη βοήθεια του Σπινόζα, διαβάζει τον Σπινόζα με τη βοήθεια του Αλτουσέρ. Και παρεμβάλλει τον πρώιμο Ντεριντά, όταν ο «μεταδομισμός» κάνει τα πρώτα του βήματα.

Ο Φουρτούνης φανερά δεν είναι η Μαριορή. Είναι ένας μελετητής που πραγματοποιεί μια αληθινά βαθιά προσέγγιση ζητημάτων σαν αυτά, που ήδη αναφέρθηκαν -και πολλών άλλων ακόμη. Μοιραζόμενος την πρόθεση τόσο του Αλτουσέρ, όσο και του Σπινόζα, με έναν τρόπο, που είναι «σε τελική ανάλυση», αν όχι εξ υπαρχής, πολιτική αντιλαμβάνεται το εγχείρημά του ως «ταξική πάλη στην θεωρία».

Έτσι η «πιο αφηρημένη» φιλοσοφία γίνεται «πρακτική» υπόθεση.

Αναφέρθηκα ήδη στον Θεό. Το έκανα  γιατί από τον Θεό ξεκινάει ο Σπινόζα στην “Ηθική” -και στην πολιτική, συνεπώς, στο μέτρο που και αυτή πρακτικός «λόγος» είναι, για να θυμηθούμε και τον Καντ. Είναι σαν να ακολουθεί τη βιβλική προτροπή “Από Θεού άρξασθαι”.

Ξεκινάει ο Σπινόζα από τον Θεό γιατί με αυτήν την εκκίνηση θεωρεί αποκτά την καλύτερη δυνατή πρόσβαση στην αλήθεια του κόσμου. Έχει δίκιο; Μόνο διαβάζοντας την “Ηθική” μπορούμε να απαντήσουμε. Εγώ λέω πως η επιλογή του Σπινόζα δικαιώνεται. Όπως και η άλλη επιλογή του να γράψει την “Ηθική” more geometrico, με γεωμετρικό τρόπο. Η οποία άμεσα συνδέεται με την πρώτη.

Για τον Αλτουσέρ, επιπλέον, η εκκίνηση με τον Θεό υπηρετεί και μια ισχυρότατη στρατηγική, αυτή, δηλαδή, που χτυπάει τον αντίπαλο στο ισχυρό του σημείο, εξαρχής. Σημειώνει σχετικά:

«Ως εξαίρετος στρατηγός ξεκινούσε πολιορκώντας το κορυφαίο οχυρό του αντιπάλου του, ή μάλλον εγκαθίστατο εκεί σαν να ήταν ο ίδιος ο αντίπαλός του,  και άρα χωρίς να τον υποπτεύονται ότι είναι ορκισμένος αντίπαλός του, και αναδιέτασσε το θεωρητικό του φρούριο ώστε να το μετατρέψει πλήρως, όπως στρέφουμε τα κανόνια κατά του ίδιου του κατακτητή. Τούτη η αναδιάταξη συνίστατο στη θεωρία της άπειρης υπόστασης που ταυτίζεται με τον Θεό ως “causa sui” (επομένως χωρίς εξωτερικό), και στην άπειρη παντοδυναμία του Θεού, του οποίου η ύπαρξη τελείται στα κατηγορήματά του, που είναι άπειρα […] και παράλληλα (με αποτέλεσμα να ταυτίζονται η ordo rerum και η ordo idearum η τάξη των πραγμάτων και η τάξη των ιδεών -στο πλαίσιο της ίδιας connexio), και τα οποία κατηγορήματα τελούνται σε άπειρους τρόπους, και τούτοι οι άπειροι τρόποι σε απειρία σε απειρία πεπερασμένων τρόπων»[2].

Τρόποι είμαστε κι εμείς, τρόποι της υπόστασης, τελικά, τρόποι του Θεού, δηλαδή τρόποι της Φύσης (Θεός ή Φύση, Deus sive Natura).

Ο Φουρτούνης νοιάζεται για την Αλτουσέρ γιατί θεωρεί πως το έργο του, όλο και όχι μόνο το ύστερο για τον αστάθμητο υλισμό, είναι και πολύτιμο πολιτικό εργαλείο για την Αριστερά. Τα θέματά του, η δομή, η δομική αιτιότητα, η ιδεολογία και το υποκείμενο, η επιστήμη, αλλά και η προσέγγισή του, διατηρούν όλη τους την επικαιρότητα και τη δραστικότητα. Οι κριτικές, που όλα αυτά τα χρόνια αναπτύχθηκαν σχετικά είναι, εν πολλοίς, παραπειστικές , στο μέτρο που δεν κατανοούν επαρκώς αυτό που κρίνουν. Μια πολύ δημοφιλής κριτική είναι αυτή που ισχυρίζεται πως ο τρόπος που θέτει ο Αλτουσέρ το ζήτημα της δομής παρουσιάζει τους ανθρώπους ως απλά ενεργούμενά της, που, ό,τι κι αν νομίζουν πως κάνουν, στην πραγματικότητα την αναπαράγουν. Δεν έχει, λοιπόν, θέση εδώ καμιά δυνατότητα μετασχηματισμού της, άρα και κανένας ρόλος για την ταξική πάλη. Πράγμα που αν ίσχυε θα ήταν εντελώς ασύμβατο με την μαρξική ιδέα για την ταξική πάλη ως κινητήριας δύναμης της ιστορίας.

Αν ίσχυε. Ο Φουρτούνης δείχνει πως δεν ισχύει. Όπως, επίσης, αίροντας διάφορες ακόμη «παρεξηγήσεις» και δείχνοντας πόσα ακόμη δεν ισχύουν και πόσα ισχύουν τελικά, αποδεικνύει την συνεκτικότητα και την χρησιμότητα της αλτουσεριανής παρέμβασης. Το κάνει διαβάζοντας Σπινόζα και διαβάζοντας Ντεριντά. Και το κάνει καλά και πειστικά.

Το βιβλίο αποτελεί μια εξαιρετική προσφορά, όχι μόνο στη φιλοσοφική κοινότητα, αλλά και στην Αριστερά. Νομίζω πως είναι η καλύτερη πραγματεία, στην ελληνική γλώσσα, αναφορικά με τον Αλτουσέρ. Μπορεί, ακόμη, να αποτελέσει μια πολύ καλή εισαγωγή στον Σπινόζα. Και συνιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα εφαρμογή της ντεριντιανής αποδόμησης, μοναδικού εργαλείου της φιλοσοφικής εργασίας.

Ο Αλτουσέρ είχε θέσει ως στόχο της πολεμικής του τόσο τον οικονομισμό όσο και το αντίθετό του, αλλά τελικά κατοπτρικό του είδωλο, τον «ανθρωπισμό». Με άλλα λόγια, τον θετικισμό, ενός ορισμένου είδους, αλλά και έναν εγελιανισμό, που, φροντίζοντας για την γνήσια έκφραση της «ανθρώπινης φύσης», πολεμούσε πρωταρχικά την «αλλοτρίωση». Ο Φουρτούνης αποδεικνύει, νομίζω, πως έκανε πολύ καλά και πρόσφερε έτσι πολλά στην υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης.

Άλλωστε, σήμερα ξέρουμε με μεγάλη ακρίβεια το πόσο ο περίφημος και κυρίαρχος τότε «διαλεκτικός υλισμός» δεν ήταν παρά ένας κίτρινος λογάριθμος, μια ιδέα που γαύγιζε, ένα δένδρο ποδοσφαιριστής.

[1] Λουί Αλτουσέρ, Σπινόζα: στο Φιλοσοφικά, Πολίτης, σελ. 103. Όπως σημειώνεται παρακάτω, υπάρχει και πολύ πιο πρόσφατη και ακριβής μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου. Επέλεξα, όμως, τη μετάφραση του Άγγελου Ελεφάντη ως ενθύμηση στα όσα μας πρόσφερε.

[2] Louis Althusser, Σπινόζα, στο: Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης, Εκτός Γραμμής, σελ. 111.

Leave a Reply
  1. Σύμφωνα με αυτό το ρεύμα σκέψης, δοσμένο με αδρό τρόπο, τον δομοκεντρικό μαρξισμό της λεγόμενης σχολής Αλτουσέρ. οι πολλαπλοί επικαθορισμοί των διαφόρων δομικών επιπέδων της κοινωνίας, όπως η οικονομία, η πολιτική, η ιδεολογία, με δραστικότερο, αλλά μόνον «σε τελική ανάλυση», το μαύρο κουτί της οικονομίας, «αποφασίζουν πίσω από την πλάτη» των δρώντων ατόμων και κοινωνικών ομάδων και «κινούν» την ιστορία· άρα, δεν υπάρχει «υποκείμενο-δημιουργός της ιστορίας». Οι δράσεις (ή πρακτικές) ατόμων και κοινωνικών ομάδων είναι, κατά κάποιο τρόπο, σαν τη δράση των εξαρτημένων μεταβλητών στις μαθηματικές συναρτήσεις· μεταβάλλονται μεν, αλλά με μηδενικούς ή με επικαθορισμένους βαθμούς ελευθερίας, δηλαδή «χωρίς τη θέλησή μας». Οι άνθρωποι και οι κοινωνικές ομάδες είναι σαν σκιές ριγμένες πάνω στη σκηνή – ή μέσα στο Πλατωνικό σπήλαιο – από τη χορογραφία που εκτελούν οι δομικές, συστημικές αντιφάσεις και συγκρούσεις. Σ΄ αυτές τις δράσεις των ανθρώπινων «σκιών» και στην ακατάλυτη σύνδεση τους με τα συστημικά «σώματα» που τις ρίχνουν, οι οπαδοί αυτού του ρεύματος σκέψης πίστεψαν πως ανακάλυψαν εκ νέου, και πιο ευκρινώς, εκείνα που ο Μαρξ και ο Ένγκελς αποκαλούσαν ταξικούς αγώνες. Όχι άστοχα, ο δομοκεντρικός μαρξισμός αλλά και ποικίλες μετα-στρουκτουραλιστικές παραφυάδες που βλάστησαν από την ίδια ρίζα με αυτόν, αυτοχαρακτηρίστηκαν ως θεωρητικοί αντιανθρωπισμοί.
    Οικονομία, τρόποι ζωής και κριτική του καπιταλισμού. Δομές και πράξις στην Κριτική Θεωρία
    https://crisis-critique.blogspot.com/2022/08/blog-post.html

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Σύγχρονοι δημοκρατικοί αγώνες από τα κάτω κατά του συγκεντρωτισμού στη Βουλγαρία. Του Yavor Tarinski*

Τέλος τα τακτικά χειρουργεία στο νοσοκομείο Παπανικολάου