Αφιέρωμα 2012: Όπου η αστυνομία κάνει χριστουγεννιάτικο ριφιφί σε κατειλημμένο καπνομάγαζο (1934)

 

Του Γιάννη Γκλαρνέτατζη

Τον Δεκέμβρη του 1934 τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης ήταν εμφανή παντού. Η ανεργία, η φτώχεια κι η πείνα ήταν πια κομμάτι της καθημερινότητας για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των πόλεων. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του γεν. διοικητή Μακεδονίας Περικλή Ράλλη ότι «βάσει των υπό των αστυνομικών τμημάτων, κατόπιν μακρού ελέγχου. καταρτισθέντων πινάκων, ο αριθμός των ατόμων, τα οποία δικαιούνται να συτίζωνται εις τα συσσίτια, ανέρχεται εις 12.400 και ότι δια την λειτουργίαν των συσσιτίων τούτων θα απαιτηθή ποσόν δρχ. 750 έως 800 χιλιάδων μηνιαίως, διότι, αφαιρουμένου και του διδράχμου, το οποίον θα κταβάλλη έκαστος συτιζόμενος, το ποσόν του ελλείμματος ημερησίως θα ανέρχεται εις 25.000 δραχμών. Εν συνεχεία ο κ. Ράλλης ετόνισεν, ότι δεν γνωρίζει εάν η κυβέρνησις δύναται να υποστή μόνη την τοιαύτην θυσίαν, και ότι ο ίδιος, ελπίζων ακόμη ότι θα παρασχεθή εκ μέρους των πλουσίων η επιβαλλομένη συνδρομή, διότι δεν υπάρχουν χρήματα μέχρι της στιγμής προς εξασφάλισιν της συντηρήσεως των συσσιτίων τούτων […] θα παρακαλέση το ΠΙΠ [Πατριωτικόν Ίδρυμα Περιθάλψεως] και άλλας κυρίας και ιδρύματα της πόλεως […] να αναλάβουν και την λειτουργίαν των συσσιτίων τούτων».[1]

Αυτή, βέβαια, η καταστροφή αποτελούσε ευκαιρία για τους εργοδότες, που χωρίς να χολοσκάνε για νόμους, κανόνες και συμφωνίες πίεζαν για ακόμη μικρότερα μεροκάματα και ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Ό,τι κάνουν και τώρα δηλαδή. Τότε εξελίχθηκε ένας αγώνας σε καπνομάγαζο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης που έληξε την ημέρα των Χριστουγέννων, με την αστυνομία να δανείζεται μεθόδους από τους λωποδύτες.[2] Ο τόπος του δράματος ήταν το καπνεργοστάσιο της Commercial Co., που βρισκόταν στην οδό Πτολεμαίων 20 (κοντά στην οδό Αντιγονιδών, πίσω από τη στάση Κολόμβου). Εκεί, λοιπόν, στις 13.12.1934 «κατά το βραδυνόν σχόλασμα των καπνεργατών, 146 εργάται και 224 καπνεργάτριαι εκλείσθησαν εις τα τέσσαρα σαλόνια του εργοστασίου της Κομμέρσιαλ και ηρνήθησαν να εξέλθουν εις ένδειξιν διαμαρτυρίας διότι η διεύθυνσις της επιχειρήσεως ηθέτησε τα συμφωνηθέντα προς τριμήνου περί αναδρομικής αυξήσεως των ημερομισθίων κατακρατούσα 800 χιλ. δραχμάς. Ευθύς μετά το κλείσιμον των εργατών εις την αποθήκην, ισχυρά δύναμις χωροφυλακής, με επί κεφαλής τον υποδιευθυντήν της Αστυνομίας κ. Ντάκον, έσπευσεν επί τόπου και εκύκλωσε το εργοστάσιον. Ο κ. Ντάκος ειδοποίησε τους αποκλεισμένους εργάτας ότι η έξοδος όσων θέλουν να φύγουν θα επιτραπή, απαγορεύεται όμως η παροχή φωτός και οιασδήποτε τροφής έξωθεν. Παρά ταύτα ουδείς εκ των εργατών ή εργατριών εξήλθε, διότι όλοι ήσαν αποφασισμένοι να διανυκτερεύσουν έστω και νηστικοί εντός της σκοτεινής αποθήκης, ίνα αναγκάσουν την διεύθυνσιν του καπνεργοστασίου να σεβασθή την γνωστήν συμφωνίαν. Η διεύθυνσις του καπνεργοστασίου όμως ισχυρίζεται ότι το διεκδικούμενον υπό των εργατών ποσόν υπερβαίνει τα 2 εκατομμύρια δραχμών και δεν είναι δυνατόν αν δεχθή οιανδήποτε συζήτησιν με τους εργάτας».[3]

Το ζήτημα δεν εμφανίσθηκε ξαφνικά, όπως φαίνεται κι από το γεγονός ότι ο Σύλλογος Καπνεμπόρων Θεσσαλονίκης εξέδωσε αμέσως ανακοινωθέν που μιλάει για ψυχολογική βία από πλευράς των εργατών, αναρχοκομμουνιστές κλπ. πρωτότυπα (είναι αξιοσημείωτο πόσο κοινός είναι διαχρονικά ο λόγος των αρχουσών τάξεων), ενώ μας δίνει και πληροφορίες για τις διαφορές ανδρικών και γυναικείων ημερομισθίων. «Κατ’ Απρίλιον ε.ε. [ενεστώτος έτους, δηλ. αυτής της χρονιάς] οι ίδιοι καπνεργάται είχον επίσης στασιάση εγκλεισθέντες εις τας καπνοποθήκας της Εταιρείας και εζήτουν να τους αυξηθή το ημερομίσθιον εις δραχμάς 90 δια τους άνδρας και δραχμάς 45 δια τας γυναίκας δια την επεξεργασίαν της τόγκας. Σημειωτέον ότι δια του Νόμου 5817 –περί απασχολήσεως αρρένων καπνεργατών εις την επεξεργασίαν της τόγκας– έχει ορισθή ως κατώτατον ημερομίσθιον δια μεν τους άνδρας το των δραχμών 65, δια δε τας γυναίκας το των δραχμών 35, ενώ πρότερον δια την Τόγκαν απησχολούντο υπό των Καπνεμπορικών Εταιριών μόνον γυναίκες με ημερομίσθια κυμαινόμενα μεταξύ 20 έως 25 δραχμών […] Κατά την ημέραν της στάσεως του Απριλίου οι καπνεργάται ηπείλουν ότι θα προέβαινον και εις την καταστροφήν των καπνών και των μηχανημάτων, εάν δεν τοις κατεβάλλοντο προ μιας εβδομάδος τα αξιούμενα ημερομίσθια, υπό την πίστιν δε ταύτην και την ψυχολογικήν βίαν η οποία ησκήθη επί της Εταιρίας ηναγκάσθη αύτη να τοις καταβάλη τα ημερομίσθια που ηξίουν δια μίαν εβδομάδα και μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπον έλυσαν την στάσιν και εξήλθον των καπναποθηκών. Την επομένην η Εταιρία έκλεισε τας αποθήκας και μόνον τη επεμβάσει των αρμοδίων αρχών και τη παρακλήσει των καπνεργατών, καθ’ ην εδήλωσαν ούτοι ότι θα απεδέχοντο τα υπό της Εταιρίας προσφερόμενα ημερομίσθια, επανήρχισε τας εργασίας της μετά δεκαπενθήμερον διακοπήν […] Σήμερον όμως ότε περατούται η επεξεργασία της τόγκας οι ίδιοι καπνεργάται επανέλαβον την στάσιν και εζήτησαν να τοις καταβληθή η μέχρι των 90 δραχμών διαφορά ημερομισθίων συνολικώς δι’ όλους τους μήνας που ειργάσθησαν από του Απριλίου […] Εκ των ανωτέρω καθίσταται φανερόν ότι η επανάληψις της στάσεως και του σαμποτάζ υπό των εν λόγω καπνεργατών δεν είναι τίποτε άλλο παρά καθαρός εκβιασμός υποκινούμενος από τα αναρχικά στοιχεία και εκδήλωσις εφαρμογής των γνωστών κομμουνιστικών μεθόδων τας οποίας μετέρχονται τα όργανα αυτά του Κομμουνιστικού κόμματος κατά τας οδηγίας που λαμβάνουν απ’ αυτό. Εάν οι στασιασταί είχον το παραμικρόν δίκαιον δεν είχον παρά να προσέφευγον αμέσως εις το Δικαστήριον […] Διότι […] εις τας άλλας ενταύθα και τα λοιπά καπνικά κέντρα καπνεμπορικάς επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι εις την επεξεργασίαν της τόγκας καπνεργάται ημοίβοντο εξ ίσου αν ουχί ολιγώτερον των εις την “Κομερσιάλ” εργαζομένων σημερινών στασιαστών και ότι από μηνός περίπου εις τας άλλας καπνεμπορικάς επιχειρήσεις έπαυσεν η επεξεργασία της τόγκας, χωρίς να σημειωθή το παραμικρόν επεισόδιον, διότι οι καπνεργάται ήσαν προφανώς ικανοποιημένοι εκ της ψηφίσεως του Νόμου».[4]

Ο εγκλεισμός (κατάληψη θα λέγαμε σήμερα) και η περικύκλωση των καπνεργατών και καπνεργατριών από την αστυνομία έγινε κεντρικό ζήτημα στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης. Στις 14.12 «οι εγκλεισθέντες […] παρά τα μέτρα της αστυνομίας, συνεπεία των οποίων στερούνται τροφής, ύδατος και φωτισμού, ενέμειναν και χθες εις το διάβημά των. Τας πρωινάς μάλιστα ώρας εν ενθουσιασμώ έψαλλον διάφορα εργατικά τραγούδια, εκρέμασαν δε από τα παράθυρα του εργοστασίου, όπου παραμένουν έγκλειστοι και επιγραφάς με τας λέξεις “Ζήτω η εργατική τάξις, Ζήτω ο δίκαιο αγών μας, Κάτω η κεφαλαιοκρατία, το ψωμί μας διεκδικούμε κ.λ.π.”. Εξ άλλου πολλοί συγγενείς των εγκλείστων μετέβησαν εις το εργοστάσιον δια να προμηθεύσουν εις τους εγκλείστους τρόφιμα. Δεν επετράπη όμως τούτο υπό των φρουρών αστυνομικών […] Σημειωτέον, ότι μεταξύ των εγκλείστων υπάρχουν και έγκυοι καπνεργάτριαι διανύουσαι τον τελευταίον μήνα […] Επί τόπου μετέβη από τις πρωίας ο αντεισαγγελεύς κ. Παλλούζης όστις συνεβούλευσε τους αυτοεγκλείστους να εξέλθουν. Ούτοι όμως αντέταξαν άρνησιν αξιώσαντες την αποδοχήν των αιτημάτων των». Δεν ήταν, προφανώς, μόνο οι συγγενείς που κινητοποιήθηκαν. «Από της πρωίας διάφοροι εργατικαί επιτροπαί παρουσιασθείσει εις τον κ. εισαγγελέα εζήτησε (sic) την επέμβασίν του δια τον τερματισμόν του δημιουργηθέντος ζητήματος […] Εις έντονον διάβημα διαμαρτυρίας προέβη επίσης και η επιτροπή της πανσιδηροδρομικής συνελεύσεως. Ανακοινωθέντα δε διαμαρτυρίας εξέδωσαν όλαι αι εργατικαί οργανώσεις της πόλεώς μας. Παρόμοιον ανακοινωθέν εξέδωκαν και οι κρατούμενοι εις τας Ν. Φυλακάς εργάται. Εκτός των διαμαρτυριών τούτων εξ αλληλεγγύης προς τους εγκλείστους απήργησαν την πρωίαν 1000 καπνεργάται του καπνοκαταστήματος Πανταζή». Από την άλλη πλευρά «τα αστυνομικά μέτρα ετηρήθησαν καθ’ όλην την έκτασιν και χθες την νύκτα, σχετικώς δε ο [αστυνομικός διευθυντής] κ. Γκισερλής εδήλωσεν ότι θα συνεχισθούν ταύτα μέχρις ότου πειθαναγκασθούν οι καπνεργάται να εξέλθουν μόνοι των».[5]

Στις 15 Δεκεμβρίου η κατάσταση γίνεται τεταμένη και σημειώνονται συγκρούσεις μεταξύ αστυνομικών και εργατών έξω από το καπνομάγαζο, αλλά και σε άλλα σημεία της πόλης. Σε ένδειξη αλληλεγγύης απεργούν «60 καπνεργάται του εργοστασίου Γρηγοριάδη, 65 του εργοστασίου Σακκά, 330 του εργοστασίου Σκαλίγκα, 130 του Τουρνιβούκα και 80 του Μιχαηλίδη». Οι απεργίες αυτές καθώς κι αναφερόμενη παραπάνω δείχνουν πόσο «ικανοποιημένοι» ήταν οι καπνεργάτες, όπως έλεγε η ανακοίνωση του Συλλόγου Καπνεμπόρων. Έτσι «περί τους δύο χιλιάδες εργάται και γυναικόπεδα, συγγενείς των αποκλεισμένων κατηυθύνθησαν προ της “Κομμέρσιαλ” και δια φωνών ηξίωσαν από τους εντεταλμένους την φρούρησιν του καπνεργοστασίου να χορηγηθή εις τους απεργούς νερό και ψωμί. Οι συγκεντρωθέντες εξαγριωμένοι από την κατάστασιν εις εν ευρίσκονται οι 400 ήρχισαν να καταφέρωνται κατά των Αρχών και της αστυνομίας. – Κάτω η τρομοκρατία… εφώναζον. Εις απάντησιν η έφιππος Χωροφυλακή βοηθούμενη από τους άλλους χωροφύλακας εφώρμησε κατά των εργατών πολλοί των οποίων υπέστησαν αγρίαν επίθεσιν και εδάρησαν ανηλεώς. Επελάσεις κατά των εργατών έγιναν και άλλαι, μία δε λαβούσα χώραν την 10 πρωινήν προεκάλεσε και το σταμάτημα των τραμ παρά την στάσιν Κολόμβου. Οι εργάται ανασυνταχθέντες, κατηυθύνθησαν εις το Εργατικόν Κέντρον, αποφασισμένοι όπως προβούν εις έντονον διαμαρτυρίαν δια τα έκτροπα. Εις την πλατείαν της Αγίας Σοφίας η επιτροπή των εργατών συνηντήθη με το ιππικόν, το οποίον και τη διέλυσεν. Οι εργάται, ευρεθέντες ούτω προ της γενικής τρομοκρατίας των αστυνομικών αρχών, απεφάσισαν να μεταβούν εις το Διοικητήριον, όπου επετράπη μόνον εις τριμελή επιτροπήν να παρουσιασθή προ του Γεν. Γραμματέως της Γεν. Διοικήσεως. Η επιτροπή διεμαρτυρήθη δια τα τρομοκρατικά μέτρα της Αστυνομίας και διότι δεν επιτρέπεται να χορηγούντει τρόφιμα εις τους εγκαθείρκτους της Κομέρσιαλ. Ο κ. Κώττας, απαντών, εδήλωσεν εις την επιτροπήν, ότι τα αιτήματα των καπνεργατών είναι παράλογα, η δε στάσις της αστυνομίας είνε παθητική εν προκειμένω».[6]

Την ίδια ημέρα, από την άλλη, «επιτροπή συντηρητικών καπνεργατών παρουσιασθείσα εις τον Εισαγγέλεα κ. Αλεξανδρόπουλον κατήγγειλεν ότι εντός του καπνεργοστασίου “Κομμέρσιαλ” όπου είναι κλεισμένοι οι εργάται, κατακρατούνται παρά την θέλησίν των 100 περίπου συντηρητικοί εργάται, οίτινες ενώ θέλουν να εξέλθουν εμποδίζονται από τους κομμουνιστάς. Η ίδια επιτροπή προσέθεσεν ότι πλην των ανωτέρω 100 συντηρητικών, κατακρατούνται και πέντε υπάλληλοι της “Κομμέρσιαλ”».[7] Από τεχνική άποψη τετρακόσια άτομα μπορούν να εγκλωβίσουν πέντε, αλλά αν απ’ αυτά τα τετρακόσια τα εκατό είναι σε αντιπαράθεση με τα άλλα τριακόσια θα είχε γίνει μάλλον μακελειό μέσα στο κτίριο. Στη σχετική καταγγελία απάντησαν ενυπογράφως οι άμεσα ενδιαφερόμενοι δηλώνοντας πως «όλοι εμείς οι 400 καπνεργάτες και καπνεργάτριες του καπνεργοστασίου Κομέρσιαλ ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων […] αποφασίσαμε και κηρύξαμε την γνωστή στάσι δια να επιβάλωμεν το δίκηό μας. Διαψεύδομεν κατηγορηματικώς τον εγχώριο Τύπο “Ταχυδρόμο”, “Φως” καθώς και την συντηρητικήν οργάνωσιν καπνεργατών η “Ένωσις” δια την αναγραφείσαν είδησιν, η οποία απεσκόπεισε να δυσφημήση τον ιερόν μας ηρωικόν αγώνα μας».[8]

Παρά τις όποιες καταγγελίες αυτές πλήθαιναν οι φωνές συμπαράστασης από διάφορες ομάδες και φορείς. Σχετικά ψηφίσματα, τηλεγραφήματα ή εν γένει κείμενα συνέταξαν «τριάκοντα δικηγόροι της πόλεως», ο Σύλλογος Φαρμακοποιών, η Βιοτεχνική και Επαγγελματική Ομοσπονδία Βορ. Ελλάδος, «εκατόν και πλέον» φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος, το Αγροτοεργατικό Κόμμα Ελλάδος (η μετονομασία της Δημ. Ενώσεως του Αλ. Παπαναστασίου), οι σιδηροδρομικοί, οι τροχιοδρομικοί, οι αρτεργάτες, ο Σύνδεσμος Εργατών Χαρτοποιίας Θεσσαλονίκης, αλλά και «αι διοικήσεις των καπνεργατών και των εργατικών κέντρων» Βόλου.[9]

Ας έρθουμε τώρα στη στάση των εργατικών κέντρων της πόλης, γιατί πρέπει να διευκρινήσουμε ότι εκείνη την περίοδο στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν τέσσερα εργατικά κέντρα που ανήκαν στις τρεις διαφορετικές συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες. Στα αριστερά βρίσκονταν το Ενωτικό Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, ανασύσταση του αρχικού Εργατικού Κέντρου (ΕΚΘ) το οποίο είχε διαλυθεί με βάση το Ιδιώνυμο τον Μάιο του 1930, ανήκε στην Ενωτική ΓΣΕΕ και στη δύναμή του ήταν ενταγμένο το Σωματείο Καπνεργατών της Κομμέρσιαλ. Στο άλλο άκρο του πολιτικού φάσματος είχαμε το Πανεργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (ΠΚΘ), που συμμετείχε στην επίσημη ΓΣΕΕ και στο οποίο ήταν ενταγμένο το Σωματείο Καπνεργατών «Ένωσις» που αναφέρθηκε παραπάνω. Στον ενδιάμεσο πολιτικό χώρο κινούνταν το ρεφορμιστικό Πανεργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης των Ανεξάρτητων Εργατικών Συνδικάτων (ΠΚΘ/ΑΕΣ), οι συνδικαλιστές του οποίου είχαν στην αρχή αποχωρήσει από το ΕΚΘ και συμμετάσχει μαζί με τους συντηρητικούς στο ΠΚΘ για να αποχωρήσουν στη συνέχεια κι απ’ αυτό, και το οποίο συμμετείχε στην Πανελλαδική Συνομοσπονδία Εργασίας. Τέλος υπήρχε και το Πανυπαλληλικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (ΠΥΚ) το οποίο αν κι ανήκε στη συντηρητική ΓΣΕΕ και το επόμενο καλοκαίρι συγχωνεύτηκε με το ΠΚΘ, στη συγκεκριμένη κινητοποίηση κράτησε διαφορετική στάση.[10]

Εκτός, λοιπόν, από το ΠΚΘ του οποίου ένα σωματείο-μέλος κατήγγειλε τους καπνεργάτες, τα άλλα τρία εργατικά κέντρα της πόλης στάθηκαν στο πλευρό τους. Προ των γενικευμένων πιέσεων οι αρχές, στις 16.12, προέβησαν στη μικρή υποχώρηση να επιτρέψουν την παροχή τροφής, νερού και φαρμάκων στους έγκλειστους. Την ίδια μέρα τα τρία εργατικά κέντρα εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση που την υπέγραφαν οι επικεφαλής τους Δημ. Σταυρίδης (ΠΚΘ/ΑΕΣ), Ι. Χατζηδήμος (Ενωτικό ΕΚΘ) και Σ. Γκικόπουλος (ΠΥΚ), ενώ παράλληλα κήρυξαν την επομένη τρίωρη πανεργατική στάση εργασίας. Το κοινό αυτό ανακοινωθέν έλεγε: «Προς όλους τους εργαζομένους Θεσσαλονίκης. Προς όλους τους διανοουμένους, επαγγελματίας και εις όσους συνετέλεσαν εις το να καμφθή η αδιαλλαξία των αρχών. Οι καπνεργάται της Κομέρσιαλ εγλύτωσαν από τον εκ πείνης θάνατον που τους καταδίκασεν η εγκληματική στάσις των κρατικών αρχών. Προς της μικράς εξεγέρσεως έπεσαν όλα τα απάνθρωπα μέσα και η αλύγιστη μέχρι χθες ψυχή των τυράννων εκάμφθη. Οι καπνεργάται έλαβον τροφήν και ύδωρ. Η δύναμίς μας δεν τους άφησε την ζωήν των εις την διάθεσιν των προστατών της ληστρικής Εταιρείας. Αλλ’ ο αγώνας μας δεν ετελείωσε, θα συνεχισθή με περισσότερον θάρρος μέχρις αποδοχής των αιτημάτων τους. Ήδη η αλήθεια έλαμψεν, ο αστυνομικός διευθυντής μετά του εισαγγελέως άθελά τους άφησαν να τους διαφύγη η αλήθεια και εις τας χθεσινάς των δηλώσεις λέγουν “εχορηγήσαμεν τροφήν και ύδωρ δια να μάθη η Εταιρία να μην υπογράφη πρωτόκολλα τα οποία δεν ημπορεί να εκπληρώση”. Το κρατούμεν υπό ιδιαιτέραν σημείωσιν και δηλούμεν ότι εις τους αθετούντας τα συμπεφωνημένα εφ’ όσον δεν επικρατεί η λογική θα επιβληθή η βία. Η αγανάκτησις των εργαζομένων θα ξεσπάση εναντίον της ληστρικής Εταιρίας και εκείνων που την προστατεύουν. Εργάται και υπάλληλοι ενωμένοι εναντίον του κοινού μας εχθρού ας δείξωμεν δια του μοναδικού απεργιακού όπλου ότι ξέρουμε να υπερασπίζουμε τας ελευθερίας μας την ζωήν των συναδέλφων μας. Η νίκη των καπνεργατών θα είναι και νίκη μας. Εμπρός εις τον αγώνα. Η τρομοκρατία πρέπει να σπάση και θα σπάση. Κανένα μέσον δεν είνε ικανόν να μας σταματήση. Οι οργανισμοί των τριών κέντρων της πόλεώς μας, που εκπροσωπούν τα ταξικά σας συμφέροντα ευρίσκονται καθοδηγηταί του αγώνος σας και σας καλούν να κατέλθητε ομαδικά σε τρίωρη στάση διαμαρτυρίας σήμερα και από ώραν 9ην πρωινήν προς επιβολήν των αιημάτων των αγωνιζομένων καπνεργατών και των υπολοίπων επαγγελματικών κλάδων. Όσοι δεν συμμετάσχουν εις την στάσιν αυτή είνε εχθροί της τάξεώς μας, προδόται των συμφερόντων μας και σαν τέτοιοι πρέπει να κτυπηθούν. Ζήτω η τρίωρος εργατοϋπαλληλική στάσις διαμαρτυρίας. Ζήτωσαν οι ηρωικοί καπνεργάται».[11]

Αυτή που κτυπήθηκαν την επομένη, στη διάρκεια της στάσης εργασίας, ήταν βέβαια οι εργάτες από τους χωροφύλακες πεζούς και έφιππους. «Γενικώς η περιοχή Βενιζέλου – Εγνατίας – Διοικητηρίου παρουσίαζεν επί τρεις ώρας πεδίον αληθούς μάχης, κατά την οποίαν ενίκησεν η βία των αρχών που είχον να κάμουν με αόπλους πολίτας». Στην οδό Βαλαωρίτου οι εργάτες «εξαγριωθέντες επετέθησαν κατά των χωρυφυλάκων» με αποτέλεσμα δυο «δαρέντες» πριν επεμβεί το «ιππικόν» (η περιγραφή θυμίζει πλέον γουέστερν). Στη γωνία Φιλίππου και Βενιζέλου, χτυπήθηκε και συνελήφθη ο γεν. γραμματέας του ΠΚΘ/ΑΕΣ και μέλος του γεν. συμβουλίου του Εργατοαγροτικού Κόμματος Δ. Σταυρίδης, ο οποίος ξυλοκοπήθηκε και στο αστυνομικό τμήμα. «Ο συλλαβών μάλιστα αυτόν, ανθυπασπιστής της Ειδικής Ασφαλείας, Κουφίτσας, εξύβρισε την Δημοκρατίαν, την οποίαν επεκαλέσθη ο συλληφθείς, λόγω της παρανόμου συλλήψεώς του». Μεταξύ των άλλων συλληφθέντων ήταν «πέντε σιδηροδρομικοί», «τέσσαρες κλινοποιοί» και δύο «αρτεργάται», ενώ «ετραυματίσθησαν 30 και πλέον εργάται, εμωλωπίσθησαν υπέρ τους 100 […] Επίσης εκακοποιήθησαν διάφορα παιδιά, όπως ο 14ετής Ανδρέας Λήρος εντός της στοάς Κολόμβου και εις άλλος αγνώστου επωνύμου, όστις λακτισθείς υπό ίππου μετεφέρθη αναίσθητος εις το Δημοτικόν Νοσοκομείον».[12] Αυτό είναι μάλλον το παιδί που η «Εφημερίς των Βαλκανίων» αναφέρει ότι τελικά πέθανε από το χτύπημα.[13]

Καθώς πλησιάζουν τα Χριστούγεννα κυκλοφορεί φήμη ότι ο γεν. διευθυντής της εταιρία Τιάνο ήλθε σε επαφή με την Επιτροπή Αγώνα των εργατών και εργατριών της Commercial, κάτι που διαψεύδει η ίδια η Επιτροπή.[14] Κι ενώ τα εργατικά κέντρα σχεδιάζουν 24ωρη πανεργατική απεργία, την οποία όμως κατόπιν αναβάλλουν για μετά τα Χριστούγεννα, στις 21.12 συγκαλείται σύσκεψη «εις το κυβερνείον […] υπό την προεδρείαν του κ. Ράλλη. Εις την σύσκεψιν έλαβον μέρος ο Διοικητής του Γ΄ Σ.Σ. μετά του Επιτελάρχου, οι Εισαγγελείς Πρωτοδικών και Εφετών, ο Διευθυντής της Αστυνομίας κ.ά. Σε δηλώσεις του μετά τη σύσκεψη ο γεν. διοικητής λέει «ότι το αίτημα των καπνεργατών της Κομέρσιαλ απερρίφθη οριστικώς και ότι εν ουδεμιά περιπτώσει θέλει επανασυζητηθή […] Επανέλαβεν […] ότι […] ουδέν μέτρον περί βιαίας εξώσεως των εγκλείστων θέλη ληφθή. Απεφασίσθη όμως να περιορισθή η τροφοδοσία εις την παροχήν μόνον του αναγκαιούντος άρτου. Ο κ. Ράλλης ετόνισε και πάλι ότι ευθύς ως συγεντρωθούν αι σχετικαί εκθέσεις τας οποίας εζήτησεν από τας αρμοδίας αρχάς θα διατάξη την απέλασιν όλων των κομμουνιστών οι οποίοι ανεμίχθησαν εις την κίνησιν των καπνεργατών της Κομέρσιαλ».[15]

Η απάντηση θα έρθει στις 23.12 όταν «την 10.30 νυχτερινήν […] εκήρυξαν απεργίαν πείνης οι αυτοεγκάθειρκτοι καπνεργάται της Κομέρσιαλ. Την απόφασίν των αυτήν οι έγκλειστοι ανήγγειλαν με θορυβώδεις εκδηλώσεις υπέρ αυτής και με το κρέμασμα από τα παράθυρα του εργοστασίου μαύρων σημαιών με τας επιγραφάς “ζήτω η απεργία πείνης, ζήτω ο δίκαιος αγών μας, ζήτω η εργατική τάξη”».[16] Την παραμονή των Χριστουγέννων «ανήρτησαν δε την μεσημβρίαν από τα παράθυρα και ετέρας μαύρας πινακίδας με τα επιγραφάς “Χριστός γεννάται και ημείς πεθαίνουμε”, “Εργάτες, υπάλληλοι διανοούμενοι σώστε μας”, “Καπνεργάτες σώστε τ’ αδέλφιά σας”, “Λεπτά ή θάνατος” […] Τα πέριξ του εργοστασίου πεζοδρόμια των οδών Αντιγονιδών και Εγνατίας ήσαν κατειλημμένα καθ’ όλην την ημέραν από τους οικείους και συγγενείς των εγκλείστων, οι οποίοι κλαίοντες ανέμενον να ίδουν τους δικούς των. Εις μάτην όμως, καθόσον τα ρολά των παραθύρων δεν ανυψώθησαν ουδ’ επί στιγμήν και ουδείς των εγκλείστων προέβαλεν από αυτά».[17]

Η τελική επίθεση εναντίον του εργοστασίου έγινε τη νύκτα των Χριστουγέννων. Στην επιχείρηση πήραν μέρος 300 χωροφύλακες πεζοί, όλη η «έφιππος χωροφυλακή καθώς και τμήμα ιππικού που περιεκύκλωσαν ολίγον μετά το μεσονύκτιον την περιοχήν από Κολόμβου μέχρι Βαρδαρίου» και πυροσβέστες. «Επί κεφαλής της… στρατιάς ήτο ο διευθυντής της αστυνομίας κ. Γκισερλής, με επιτελάρχας τον κ. Ντάκον και άλλους αξιωματικούς και βοηθούς τον αντεισαγγελέα κ. Παπαγιάννην και τον ανακριτήν του 5ου γραφείου κ. Μπιζίμην». Αρχικά οι πυροσβέστες με σκάλες προσπάθησαν να μπουν από τα παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες του πρώτου ορόφου αλλά όλα «ήσαν καλά κλεισμένα με δέματα καπνού». Μετά αναρριχήθηκαν στη στέγη όπου κι εκεί δεν βρήκαν τρόπο να μπουν στο κτίριο σπάζοντας τα κεραμίδια. Κατόπιν με σκοινιά κατέβηκαν στην πίσω πλευρά του κτιρίου όπου «εν τέλει ευρήκαν το ασθενές μέρος που ήτο μία παλαία θύρα μισοκτισμένη με τούβλα ως άχρηστος. Έρριψαν τα τούβλα και έσπασαν την θύραν, ανοίξαντες ούτω την απαιτουμένην οπήν, δια την είσοδον των πολιορκητών». Καθώς οι χωροφύλακες μπαίνουν στο κτίριο ο υποδιευθυντής Ντάκος καλεί τους εργάτες να παραδοθούν σε άπταιστη «στρατιωτική» γλώσσα: «Εξέλθετε. Διότι αν δεν εξέλθετε οικειοθελώς, θα σας… εξέλθωμεν δια της βίας». Έτσι τελείωσε η κατάληψη του εργοστασίου καθώς οι καπνεργάτες και καπνεργάτριες αναγκάσθηκαν πλέον να βγουν, ενώ συνελήφθησαν τα μέλη της Επιτροπής Αγώνα που ήταν οι εξής: «Σαπουντζάκης, Αλ. Δημητριάδης, Χρ. Νικολόπουλος, Φ. Κανταρτζής, Αγγ. Μπεβόρη, Αντ. Μωλωπίδης, Κλ. Γιαβάσογλου, Μωσέ Κοέν, Σαβ. Βαφειάδης, Μιχ. Πανταζίδης, Δημ. Σοκλαμάς, Ρετζίνα Μωσέ, Ρετζίνα Ρόζα, Βασ. Γκαμάνη και Φλώρα Κοέν».[18]

Η εκπόρθηση του φρουρίου προκάλεσε ευφορία στον φιλοκυβερνητικό Τύπο της πόλης, καθώς η «Απογευματινή» έγραφε: «χρυσήν σελίδα της ιστορίας του κυβερνητικού έργου αποτελεί η προχθεσινή ημέρα». Η (αντιπολιτευόμενη) «Μακεδονία» απ’ την άλλη, δεν άντεξε στον πειρασμό να μην κάνει μια ιστορική σύγκριση και έβαλε στο στόμα του Γκισερλή την υπαγόρευση του παρακάτω τηλεγραφήματος: «Το Μεσολόγγιον της “Κομμέρσιαλ” έπεσε. Ζήτω ο κ. Τσαλδάρης. [υπ.] Ιμπραΐμ πασά».[19]

Η λήξη της κατάληψης και η σύλληψη της Επιτροπής Αγώνα δεν θα σημάνει, όπως ξέρουμε πολύ καλά, και το τέλος των καπνεργατικών αγώνων στη Θεσσαλονίκη. Άλλωστε ένα τουλάχιστον μέλος της Επιτροπής, τη Ρετζίνα Ρόζα, την ξαναβρίσκουμε να τοποθετείται στο πανελλαδικό καπνεργατικό συνέδριο του Απριλίου 1936 που οδήγησε στην ενοποίηση των δύο καπνεργατικών ομοσπονδιών και ουσιαστικά προετοίμασε το έδαφος για τη μεγάλη απεργία του Μάη του ’36,[20] ενάμιση χρόνο μετά το ριφιφί της αστυνομίας τα Χριστούγεννα του 1934.

Παραπομπές:

[1] Μακεδονία, 10.12.1934.

[2] Κώστας Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936): Ηθική οικονομία και συλλογική δράση στο Μεσοπόλεμο, Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 110.

[3] Μακεδονία, 14.12.1934.

[4] Μακεδονία, 14.12.1934.

[5] Μακεδονία, 15.12.1934.

[6] Μακεδονία, 16.12.1934.

[7] Μακεδονία, 16.12.1934.

[8] Μακεδονία, 24.12.1934.

[9] Μακεδονία, 16, 17, 18, 19 & 21.12.1934.

[10] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936)…, ό.π., σ. 326-336, 350-351.

[11] Μακεδονία, 17.12.1934.

[12] Μακεδονία, 17 & 18.12.1934.

[13] Κ. Φουντανόπουλος, Εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη (1908-1936)…, ό.π., σ. 110.

[14] Μακεδονία, 20.12.1934.

[15] Μακεδονία, 20 & 21.12.1934.

[16] Μακεδονία, 24.12.1934.

[17] Μακεδονία, 25.12.1934.

[18] Μακεδονία, 27.12.1934.

[19] Μακεδονία, 27.12.1934.

[20] Βλ. σχετικά Γιάννης Γκλαρνέτατζης, «Καπνεργατικό ενωτικό συνέδριο (1936)» στο http://www.alterthess.gr/content/afieroma-2012kapnergatiko-enotiko-synedrio-1936.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μορσί: Με απόλυτη διαφάνεια το δημοψήφισμα

Βραδιά ανέργων στο ΕΚΘ