in

Αδέσποτα Ουράνιος

Γράφει η Αθηνά Παπανικολάου*

Μαρία Τζώγα

Αδέσποτα Ουράνιος

Εκδ. Κεντρί, Θεσσαλονίκη 2019

 

«Αδέσποτα Ουράνιος» ο τίτλος της πρώτης συλλογής της εκπαιδευτικού-φιλολόγου, Μαρίας Τζώγα, όπως ακριβώς o έρωτας που ποτίζει τους στίχους της.

Αδέσποτα όπως άναρχα, ελεύθερα, ακηδεμόνευτα, χωρίς φραγμούς, χωρίς κανόνες και ηθικές επιταγές, χωρίς τα βαρίδια της γήινης καταβολής του. Ουράνιος γιατί ανυψώνεται στην ουράνια σφαίρα, γι’ αυτό αέρινος φτεροκοπάει στα ποιήματά της. Καθόλου όμως πλατωνικός επειδή η ποιήτρια κοιτάζει από ψηλά τα φθαρτά και συνεχώς αναρωτιέται αν αυτή η περιπλάνηση είναι  «Απελευθέρωση ή καταδίκη;»

Ας ανιχνεύσουμε λοιπόν το πρόσωπό του.

Η ποιήτρια αδημονεί να μας μιλήσει για το πιο σπουδαίο, το πιο γενεσιουργό αίσθημα, για τη διπλή μορφή του, να μεταφέρει το πάθος και τους λυγμούς του, την ανάσα του μαζί με την ανύψωση αλλά και τον κατακρημνισμό του.  Αρχικά αρνείται τη σιωπή, γιατί η σιωπή «δεν είναι πάντα χρυσός» και «αν άνοιγαν παράθυρα τα λόγια των ανθρώπων στη ζωή όλα θα γίνονταν αλλιώς». Στη συνέχεια η ποίηση της γίνεται λόγος ιαματικός. Μας προσκαλεί να μιλήσουμε  ανοιχτά, θαρραλέα, γιατί « κάθε φαρμάκι της ζωής μπορείς να το φυτέψεις βαθιά στη γη και μια μέρα να φυτρώσει ένα λουλούδι». Τα δηλητήρια είναι πολλές φορές θεραπευτικά. Έρως ιοβόλος  και στη φαρέτρα του το πιο μικρό φαρμάκι. Συνάμα γόνιμο χώμα για να ανθίσει η ψυχή. Αιώνες πριν, μια άλλη ποιήτρια, η πρώτη ερωτική ποιήτρια, η Σαπφώ από την Ερεσσό της Λέσβου έγραφε:

Ἔρος δηὖτέ μ᾽ ο λυσιμελής δονει,

γλυκύπικρον ἀμάχανον ὄρπετον.

«Νάτος πάλι ο έρωτας που λιώνει το κορμί, νάτος, ξανά με τραντάζει, γλυκόπικρο ερπετό, ακατανίκητο»

Πρώτη η Σαπφώ αποκάλεσε τον έρωτα γλυκόπικρο. Ποιος μπορεί να διαφωνήσει; Η Μαρία Τζώγα όχι μόνο δεν διαφωνεί αλλά μας παραδίδει -και παραδίδεται στην- την εμπειρία τη μοναδική που ενσωματώνει ηδονή και πόνο, χαρά και πίκρα, αγάπη και μίσος. Ο έρωτας για την αρχαία ποιήτρια έρχεται απ’ έξω, όπως το ερπετό, και η επιθυμία του δεν εγκαταβιώνει στο υποκείμενο της επιθυμίας του ούτε και είναι σύμμαχος του. Είναι κάτι ξένο προς τη βούλησή του, επιβάλλεται απ’ έξω, είναι εχθρός. Η πικράδα του έχει τη γεύση της έχθρας, του μίσους υποδεικνύει η κλασική φιλόλογος και συγγραφέας Αν Κάρσον στο βιβλίο της «Έρως ο γλυκόπικρος», ένα δοκίμιο για το ερωτικό παράδοξο στην κλασική παράδοση. Το παράδοξο της συνύπαρξης έρωτα και μίσους, αγάπης και έχθρας, σημειώνεται διαρκώς στη συλλογή της Μαρίας, αλλά εδώ ο έρωτας δεν επιβάλλεται, δεν είναι έξωθεν εισβολή, δεν είναι ερπετό. Σχεδιάζεται, παίρνει μορφή, διορθώνεται, επαναδημιουργείται από το ποιητικό υποκείμενο όταν οι ματαιώσεις, οι διαψεύσεις, η απογοήτευση, το ακυρώνουν.

« Το μυαλό και η ψυχή μου έφτιαξαν την τέλεια μορφή σου. Ακόμα και όταν δεν την βλέπω πια την τελειότητα, ταχύτατα την αποκαθιστώ σε κάθε νέα εισβολή αλλοίωσης μη μου χαλάσει τίποτε τον πίνακα που δημιούργησα, τις γραμμές, τα χρώματα, την κίνηση, το φως που πέφτει από τις γωνίες».  Η ποιήτρια έχει επίγνωση της εξιδανίκευσης, εντούτοις δεν επιθυμεί να καταστραφεί το πορτραίτο και ας πικραίνεται, δηλώνοντας με παρρησία « Να μείνει άθικτο στους αιώνες των αιώνων, μην αποκαλυφθεί το ψέμα που έκτιζα από παιδί». Την ίδια στιγμή αναρωτιέται «και τότε πώς θα ζήσω αλλιώς». Ο βίος  γίνεται αβίωτος χωρίς τη θέρμη του έρωτα που είναι  πηγή και νοηματοδότης της  ζωής, αφετηρία έμπνευσης και οδοδείκτης της πορείας της.

«Τον είχε αγαπήσει πιο πολύ με το μυαλό της, παρά με την ψυχής της και τώρα ήταν στην πραγματικότητα». Δεν φοβάται την αλήθεια, αναμετριέται μαζί της, κρατάει τον λογαριασμό « Αγάπης αγώνας» γόνιμος αυτή τη φορά και το παιδί  ο λόγος : « Το σώμα μπορεί να πονούσε αλλά η γλύκα της ανάμνησης το έτρεφε λιγάκι ακόμη» και πιο κάτω « Υπήρχε ένας ανοιχτός λογαριασμός που έπρεπε κάποτε να τον κλείσει. Έτσι της άρεσε πάντα να κλείνει όλους τους λογαριασμούς, να μην αφήνει χρέη».

Ο Δημ. Κούρτοβικ σε μια παλαιότερη βιβλιοκριτική του το 2002  έγραφε «Μια ανάσα είναι ο έρωτας. Ιστορία της μιας ανάσας. Όταν τελειώσει, και όταν εμείς τελειώσουμε με αυτόν, όλα όσα χώρεσαν στη μικρή ή μεγάλη διάρκειά του που μας φαίνονται ευτράπελα ή θλιβερά, πηγαία ή προσποιητά, τρελά ή κοινότοπα, όμορφα ή άσχημα, πάντως αρκετά ασήμαντα, τόσο ώστε να θεωρούνται απλώς μια στιγμή της ζωής μας, ένα επεισόδιο, ούτε καν μια φάση. Και αν μένει κάτι πιο μόνιμο αυτό είναι συνήθως η νοσταλγία όχι για τον ίδιο τον έρωτα που τέλειωσε αλλά για την αθωότητα που τον ευλογούσε και ανέβαλλε τη συνάντησή μας με τη θεμελιώδη αλήθεια ότι κατά βάθος είμαστε πάντα μόνοι, ακόμη και στον έρωτα.»

Τη μοναξιά αυτή, τη συνειδητοποιημένη, που γίνεται όμως μούσα και πηγή, καταγράφει η ποιήτρια « Να είσαι τόσο μόνη μ’ εκείνη την στιγμή, αδύνατον να τη μοιραστείς, γιατί είναι αδύνατον να ειπωθεί.» Άλλη μια παραδοξότητα του έρωτα: να πλημμυρίζει σώμα και ψυχή απ’ τις δονήσεις του και ωστόσο να μην μπορεί να ειπωθεί ούτε η χαρά ούτε ο πόνος του τραύματος: «Ο πόνος και η ομορφιά δεν γίνονται πάντα λέξεις ούτε συνομιλία»

Και εδώ έρχεται να συνδράμει ο ποιητικός λόγος, να ανοίξει δρόμο, πέρασμα, ώστε το βαθύ, το άρρητο, το προσωπικό, να γίνει δημόσιο, να κοινωνηθεί, να μοιραστεί, να χωρέσει σε λέξεις το αχώρητο « Τι όμορφα προφέρονται τα ρήματα, τι εύκολα που γράφονται» και αλλού  «οι λέξεις του έρωτα περήφανα παγώνια με ανοιχτές πολύχρωμες ουρές ανασηκωμένες περπατούν αργά στα γυμνά σώματα, τη νύχτα, φανταχτερές. Μερικές φορές τρομάζουν»  Ένας Ιανός και ο έρωτας, γλυκαίνει και τρομάζει, ποτέ όμως δεν γαληνεύει.

Στη σκέψη των Προσωκρατικών ο Έρωτας είναι η προσωποποίηση της δύναμης ή η αιτία της κίνησης των όντων στο σύμπαν. Στο ποιητικό σύμπαν της Μαρίας Τζώγα είναι η αιτία της αυτογνωσίας. Στον Πλάτωνα τη λειτουργία αυτή λαμβάνει η ψυχή. Στο Συμπόσιο και στο Φαίδρο  αναθέτει στον Έρωτα έναν πρωτόγνωρο ρόλο. Λειτουργεί ως ανέλπιστος σύμμαχος στον δρόμο για την επιθυμία, κλιμακωτά οδηγεί όπως μας είπε ο δάσκαλος Εμ. Κριαράς στην αέναη επιδίωξη του ιδανικού. Η ανίχνευση του ιδανικού της πλατωνικής ωραιότητας, της τελειότητας της πιο ισχυρής ανθρώπινης επιθυμίας διαφαίνεται στους στίχους « Βασιλείς ήταν σε θρόνους χρυσού έρωτα, σε ουράνιο στερέωμα. Χώμα γης δεν υπήρχε πουθενά»

«Το μυαλό και η ψυχή μου έφτιαξαν την τέλεια μορφή σου». Από ουράνια υλικά φτιαγμένος για τούτο και αιώνιος. Μέσα από τους δρόμους των αρχαίων φτάνουμε και στην ετυμολογία της λέξης. Ο έρως δηλώνει στέρηση, έλλειψη, επιθυμία για κάτι που απουσιάζει. Ο ερωτευμένος θέλει αυτό που δεν έχει. Ο Πλάτωνας το έθιξε ποικιλοτρόπως. Η επιθυμία στρέφεται πάντα σε αυτόν που απουσιάζει, που δεν είναι στην κατοχή σου, ο έρωτας συνεπάγεται την ένδεια. Αιώνες αργότερα ο διάσημος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν, σ’ ένα παρόμοιο δρόμο, γράφει: «Η επιθυμία συνεπάγεται την απουσία κάτω απ’ τα τρία σχήματα του μηδενός που συγκροτεί τη βάση της απαίτησης για αγάπη, του μίσους που φτάνει μέχρι την άρνηση της ύπαρξης  του άλλου και του άρρητου στοιχείου που αγνοείται μες στην απαίτηση του» Και τα τρία, θαρρώ, υπάρχουν στα θεμέλια της ποίησης της Μαρίας: η επιθυμία για αγάπη, το μίσος που κηδεύει τον αγαπημένο, το άρρητο που αγνοείται και ψάχνει τη βακτηρία του στην ποίηση, το έσχατο καταφύγιο του ανικανοποίητου και του προδομένου. Ο δρόμος του ποιητικού υποκειμένου ήταν ανέκαθεν γλυκός και πικρός, καταγεγραμμένος στους χάρτες από αιώνες  για τη μοναχικότητα και τη σκληρότητά του, συνάμα όμως και ηδονικός. Μοιάζει με τα οδοιπορικά προς τα ιερά των προσκυνητών με τα γδαρμένα πόδια και τα πληγωμένα πρόσωπα. Στο τέλος αυτού του δρόμου συναντούν τον ιερό τόπο της αυτογνωσίας. Και όπως λέει η Αν Κάφσον «Καθώς ο ερωτευμένος χάνει την οριοθετημένη οντότητα του εαυτού του, μαθαίνει να της δίνει αξία»

Αλυσοδένεται η ποιητική φωνή μέσα  στα αόρατα κάγκελα, κόβεται η ανάσα, χάνεται η λαλιά, τα αυτιά φράζουν. Και όμως, αυτό το σφάξιμο «ζεσταίνει την καρδιά», συντηρεί τη μνήμη ενώ η επιθυμία είναι άσβεστη « και πάλι από την αρχή ν’ αγγίξεις το άλλο. Κι αυτό πώς να το ονομάσεις;» Ωστόσο η ποιήτρια δεν οπισθοχωρεί από το πεδίο μάχης, δεν παραδίνει τα όπλα, οι έρωτες της δεν είναι ανυπεράσπιστοι. Τουναντίον, μας καλεί και μας συμβουλεύει «συμμάζεψε τα όνειρα που έχεις απλωμένα ή κράτησε τα για άλλη μια φορά άπλυτα. Τα αγγίγματα υπάρχουν να σου θυμίζουν πως η ζωή δεν φεύγει έτσι απλά»

Επανέρχομαι στην αρχαία παράδοση, στον πολύ-υμνημένο έρωτα και στα επίθετα που του αποδόθηκαν από την Θεογονία του Ησίοδου και τους Ορφικούς ύμνους ως την Σαπφώ, τον Αρχίλοχο και αργότερα τους Πλατωνικούς Μύθους. Όλοι εμπεριέχουν το δίδυμο της σύγκρουσης, Φιλότης και Νείκος, έλξη και απώθηση, αγάπη και μίσος. Καταγράφω: κάλλιστος, λυσιμελής, τακερός, γλυκύδακρης, πανδαμάτωρ, κληδούχος, ηνίοχος, εράσμιος, πτερόεις, πυρίδρομος, ευπάλαμος, διφυής… Όλα μαρτυρούν την αμφισημία του. Σχεδόν όλα τα βρίσκουμε στον εξομολογητικό λόγο της Μ. Τζώγα. Αν όχι όλα σε επίθετα, σίγουρα όμως στα ρήματα και στα επιρρήματα που επιλέγει να ντύσουν τον στοχασμό της.

Κατά τον τίτλο της συλλογής «Αδέσποτα ουράνιος» ο έρωτας ταξιδεύει στον χρόνο της γραφής της, ιπτάμενος ανάμεσα σε ρηματικούς χρόνους που μαρτυρούν το τώρα, ενεστωτικό της επιθυμίας: «σε ονειρεύομαι», «Γράφω με την πένα σου, γράφω σε σένα» και το «τότε» του Αόριστου και του Παρατατικού, καταγράφει την στιγμιαία ηδονή: «σε αγάπησα, σε έφτιαξα» ή τη διάρκεια του ονείρου μα και του πόνου: « Πουλιά και ανέμους έφτιαχνα εκεί που δεν υπήρχαν»,  « Κι έσκυβες στην ισορροπία της λογικής και έσβηνες τη λάβα της ζωής».

Από τη μια πλευρά η συλλογή φέρνει την αύρα της γυναικείας ματιάς στο ερωτικό συναίσθημα,  γιατί κρατάει δημιουργικά τον απόηχο των στίχων της Μ. Πολυδούρη, της Κ. Δημουλά και της Ζ. Καρέλλη και από την άλλη το εξομολογητικό της ύφος παραπέμπει στον Οδ. Ελύτη και στον Τίτο Πατρίκιο, ιδιαίτερα στην συλλογή του τελευταίου «Λυσιμελής πόθος», αφού ο έρωτας τελικά είναι γλυκόπικρος και λυσιμελής για όλους όσοι τον γεύονται.

 

*Η Αθηνά Παπανικολάου είναι φιλόλογος-συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πορεία αλληλεγγύης για την εκκένωση της κατάληψης Ντουγρού στη Λάρισα

Η αναθηματική στήλη για την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και οι πολέμιοί της