Tο OXI που έγινε ΝΑΙ μοιάζει να αποτελεί κάτι σαν ντοκουμέντο· ένα ντοκουμέντο των αναζητήσεων και των προβληματισμών, καθώς και των εντάσεων και των μετασχηματισμών τους, που ταλάνισαν συντρόφους και συναγωνιστές, πρώην πλέον μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, σε όλη τη διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης του κόμματος. Σήμερα συγκεντρώνονται σε αυτόν τον τόμο, που μεταξύ άλλων επιχειρεί την ανασύνθεσή τους σε μια ενιαία θεώρηση, με στόχο να αποτυπώσει στοιχεία μιας εσωκομματικής αριστερής διαφωνίας με τη στρατηγική και την τακτική του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ – στοιχεία μιας διαφωνίας που κατέληξε στην απόσχιση από αυτόν.
Η κριτική, και κυρίως η αυτοκριτική ματιά που διέπει τον τόμο, είναι, πιστεύω, από τα σημαντικότερα στοιχεία του, απαραίτητα σήμερα για κάθεμιά και καθέναν που επιδιώκει να αναμετρηθεί με τις ανάγκες των καιρών για νέες αναζητήσεις και πειραματισμούς, απαλλαγμένους από το παλιό που ηττήθηκε.
Εκτός όμως από απαραίτητο ντοκουμέντο, βλέπω τη συγκεκριμένη έκδοση και σαν προσπάθεια να ανοίξει εκ νέου ο πολιτικός διάλογος: σαν μια επιδίωξη παρέμβασης στη σημερινή αναζήτηση ενός νέου πολιτικού υποκειμένου. Από τη σκοπιά αυτή θα μιλήσω κι εγώ, επιχειρώντας να αναδείξω σημεία σημφωνίας και διαφωνίας που θεωρώ κεντρικά σε έναν δυνάμει κοινό σχεδιασμό.
Αν είναι κοινώς αποδεκτό ότι η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση συνέβη εν μέσω κρίσης ηγεμονίας, χρειάζεται να δούμε ξανά τι ακριβώς σήμαινε αυτή η κρίση. Η πρωτοφανής αυταρχική θωράκιση του κράτους, ήδη πριν από το 2008, σήμανε επί της ουσίας την αλλαγή του πολιτικού υποδείγματος. Το κράτος ως εγγυητής των αστικών συμφερόντων μεταβαίνει σταδιακά από την προς όφελός του διαχείριση των ταξικών αντιθέσεων και την ενσωμάτωση του κοινωνικού ριζοσπαστισμού, στην αδιαμεσολάβητη από κάποιο θετικό ιδεολογικό ή ταξικό πρόταγμα επιβολή τους στην κοινωνική πλειονότητα.
Ως αποτέλεσμα, ευρύτατες μάζες αποστοιχίζονται από τα παραδοσιακά αστικά κόμματα σταδιακά, και παράλληλα με μια πρωτοφανή συνθήκη προλεταριοποίησής τους, που βαίνει ολοένα και πιο έντονη. Την ίδια στιγμή, το άνοιγμα του εξεγερσιακού κύκλου, ως του άλλου πόλου της αντίφασης, θέτει επί τάπητος την αμφισβήτηση του νέου πολιτικού υποδείγματος. Τα αιτήματα του πολιτικοοικονομικού αγώνα συνεμφανίζονται σχεδόν πάντοτε με την απαίτηση για δημοκρατία και για ουσιαστική και ευρύτερη συμμετοχή των μαζών στη λήψη των αποφάσεων. Τα συνθήματα των κινητοποιήσεων σύντομα χάνουν τον επιμέρους χαρακτήρα τους, αν ποτέ είχαν έναν τέτοιο, για να ενωθούν σε μια κραυγή: «κάτω η κυβέρνηση». Και με τη σειρά του, το σύνθημα αυτό, από συμβολικό μετατρέπεται σε πραγματικό πολιτικό.
Πράγματι, την περίοδο ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, το κίνημα φαίνεται να έφτασε στην πιο μαζική, αποφασιστική και πολιτική φάση που είδαμε ποτέ τα τελευταία χρόνια, παίζοντας έναν ρόλο που καθόρισε ουσιωδώς τα επίδικα και τις εξελίξεις στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ήταν ακριβώς εκείνο το σημείο –το γεγονός δηλαδή ότι η κυβέρνηση δεν έπεσε, αλλά αντ’ αυτού, ο αστισμός επέλεξε μια κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης–, που αποτέλεσε καμπή για το λαϊκό κίνημα και την πολιτική του κατεύθυνση. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε στη συνειδητοποίηση ότι το λαϊκό κίνημα, οσοδήποτε ισχυρό, δεν μπορεί να εισέλθει στην κεντρική πολιτική σκηνή αδιαμεσολάβητα: οι εξεγερμένες δυνάμεις χρειάζονται πολιτικό υποκείμενο για να εκπροσωπηθούν. Αλλά και στη συνειδητοποίηση ότι αυτό το υποκείμενο όφειλε να υπάρξει μέσα στον πιο δυσμενή διεθνή πολιτικό συσχετισμό και παρεμβατισμό, ο οποίος μάλιστα αύξανε την άμεση επίδρασή του, λόγω της συνθήκης μειωμένης δημοκρατίας και απαξίωσης των θεσμών που επέβαλλαν τα μνημόνια και η εγχώρια αστική στρατηγική.
Έκτοτε, παρόλο που η αστική τάξη είχε κατεφέρει να διαχειριστεί αυτή την κρίση ηγεμονίας στο επίπεδο της κυβερνητικής εκπροσώπησής της με διάφορους τρόπους, όπως οι κυβερνήσεις τεχνοκρατών, οι κυβερνήσεις εθνικής ενότητας ή οι υπηρεσιακές κυβερνήσεις, όλα αυτά παρέμεναν όχι κάτι περισσότερο από προσωρινές λύσεις βραχυπρόθεσμης διαχείρισης. Ήταν λοιπόν ακριβώς αυτό το αίτημα της πολιτικής εκπροσώπησης της αγωνιζόμενης πλειονότητας στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ σήκωσε το γάντι, καταφέρνοντας να αναδειχτεί σε δυνάμει ηγεμονικό πολιτικό φορέα – και εντέλει να αναλάβει την κυβέρνηση, απολαμβάνοντας, πρώτη φορά έπειτα από χρόνια, τη θετική πρόσδεση των ψηφοφόρων προς το κόμμα.
Βεβαίως, η αστική τάξη προετοιμαζόταν από καιρό ώστε να διασφαλίσει την ηγεμονία της ακόμα και –ή κυρίως, θα λέγαμε– σε περίπτωση αποπομπής των παραδοσιακών αστικών κομμάτων από την κυβερνητική εξουσία. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει διαφορετικά; Ή σε ποιες αντίστοιχες περιπτώσεις έκανε διαφορετικά;
Κρίνοντας λοιπόν με τα σημερινά δεδομένα, αν στο ερώτημα της κυβερνητικής εξουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ απάντησε «τα βλέπω», και αν αυτή ακριβώς η επιλογή του να αποκριθεί θετικά επικαθόρισε την άνοδό του στην κυβερνητική εξουσία, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε πως, την ίδια στιγμή που η θετική απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ σήμαινε τη διάνοιξη μιας ευκαιρίας, ταυτόχρονα σηματοδοτούσε τον ενδεχόμενο κίνδυνο ενσωμάτωσης με πολλαπλές επιπτώσεις. Σήμερα φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε η δεύτερη εκδοχή: το παρόν μάς βρίσκει με ένα τέταρτο Μνημόνιο, το οποίο μάλιστα υλοποιείται πάνω σε μια ήδη συντελεσμένη κοινωνική καταστροφή, γεγονός που πολλαπλασιάζει εκθετικά την υλική επενέργειά του. Κυρίως όμως, μας βρίσκει σε μια συνθήκη όχι απλώς μειωμένων προσδοκιών, αλλά ματαιωμένων προσδοκιών και βαθιάς συλλογικής απογοήτευσης· μια συνθήκη συνώνυμη της αδυναμίας να αρθρωθεί οποιαδήποτε απτή ή λιγότερο απτή εναλλακτική λύση.
Ήταν όμως πράγματι αυτή η ίδια η απάντηση που έφερε εξαρχής μέσα της τη σημερινή εξέλιξη; Ή μήπως θα πρέπει να αναζητήσουμε τη σκιαγράφηση των σημερινών εξελίξεων σε κάποια συγκεκριμένη καμπή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ;
Στην εισαγωγή του βιβλίου επισημαίνεται ότι ούτε η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου, ούτε ακόμα και η συμφωνία της 12ης Ιουλίου είχαν νομοτελειακό χαρακτήρα. Συμφωνώντας με την αντίληψη περί απουσίας οποιασδήποτε νομοτέλειας από τα κοινωνικά φαινόμενα εν γένει, χρειάζεται ωστόσο να εξετάσουμε αν στην ίδια τη στρατηγική, αλλά και την ιδεολογική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχαν στοιχεία που συνέτειναν σε μια εκτίμηση ότι τα πράγματα δεν θα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Και αυτό δεν είναι ζήτημα νομοτέλειας, αλλά αναγκαίας πολιτικής εκτίμησης.
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, χρειάζεται να αξιολογήσουμε τη βαρύτητα του εσωκομματικού πραξικοπήματος, τη σχεδιασμένη αποσύνδεση του κόμματος από την ηγετική κυβερνητική ομάδα και τη σχέση των δύο αυτών διαστάσεων με έναν ήδη υπαρκτό συσχετισμό. Έναν ιδεολογικό συσχετισμό που δεν προέκρινε τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είχε πάψει πριν από καιρό να αποτελεί σημείο ιδεολογικής αντίστασης της Αριστεράς, και είχε μετατραπεί σε πεδίο κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Και δεν προέκρινε τη ρήξη όχι μονάχα, ή όχι κυρίως, γιατί θεωρούσε ότι δεν είναι ώριμες οι συνθήκες ή οι συσχετισμοί· αλλά γιατί κατά βάση αντιλαμβανόταν θεωρητικά και ιστορικά την ευρωπαϊκή ενοποίηση ως νίκη των λαών της Ευρώπης και αναγκαία δομή, που απλώς χρειαζόταν να παλέψουμε για την αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό της.
Με δεδομένο ότι ο διεθνής συσχετισμός εντός του οποίου έδρασε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κάτι πολύ περισσότερο από δυσμενής, ήταν ανοιχτά και ρητά εχθρικός, θα μπορούσσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο σχεδιασμός του ΣΥΡΙΖΑ υπηρέτησε ακριβώς αυτές τις ιδεολογικές αναφορές, και μέχρις ενός σημείουμ και τις κοινωνικοϊδεολογικές εκπροσωπήσεις – και μάλιστα με τρόπο σχεδόν αδιαμεσολάβητο από την πολιτική πραγματικότητα, στον βαθμό που –και σύμφωνα με τους αρθρογράφους του βιβλίου– δεν υπήρξε ουδέποτε, όχι σχεδιασμός αλλά σκέψη για σχεδιασμό εκτός των ορίων του ευρώ ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ακόμα πιο προβληματική, ωστόσο, είναι κατά τη γνώμη μου η ίδια η προετοιμασία για την άνοδο στην κυβερνητική εξουσία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τη στήριξη των κινημάτων σε επίπεδο λόγου αλλά και πρακτικής της πλειονότητας των μελών του (κινημάτων που επιδίωκε να εκπροσωπήσει και εκπροσώπησε όντως, σε πολύ μεγάλο βαθμό), ανέλαβε, και κυρίως διαχειρίστηκε την κυβερνητική εξουσία περίπου αποκλειστικά με κοινοβουλευτικούς όρους. Προέβαλλε μεν τη λογική της εκπροσώπησης της κοινωνικής πλειονότητας και αναφερόταν στον διάχυτο ριζοσπαστισμό με όρους φυσιογνωμικούς·αυτό, ωστόσο, χωρίς να αναδεικνύει έναν διαφορετικό τρόπο υλοποίησης αυτής της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης – αλλά και χωρίς να αποδίδει στις μάζες έναν ρόλο πιο αναβαθμισμένο και ποιοτικά διαφορετικό από αυτόν του ψηφοφόρου ή του ενεργού υποστηρικτή μιας αριστερής μεν κυβέρνησης δε. Χωρίς δηλαδή να καλεί το ακροατήριό του στο δρόμο ως καταστατική προϋπόθεση για την κοινοβουλευτική του παρέμβαση.
Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επένδυσε στην ανάδυση νέων κινηματικών και πολιτικών μορφών παρέμβασης σε αυτή τη νέα πολιτική περίοδο που εγκαινίαζε. Αντίθετα, έμοιαζε περισσότερο να προνομιμοποιεί μια λογική που σηματοδοτούσε τη μετάβαση από τα κοινωνικά κινήματα στην κυβέρνηση της αριστεράς με όρους ανάθεσης και νέου σταδίου.
Αν λοιπόν επιχερούσαμε να ανασυγκροτήσουμε την αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ πριν από την άνοδό του στην κυβέρνηση, αυτή θα είχε έντονη κινηματική φυσιογνωμία, αλλά με τον εξής τρόπο: «Ψηφίστε ΣΥΡΙΖΑ για να εκπροσωπηθούν τα κινήματα στη Βουλή». Αν όμως αυτό ήταν επαρκής τρόπος προσέλκυσης ψήφων, ωστόσο δεν ήταν επαρκής προϋπόθεση για την επιτυχή εκπροσώπηση αυτών των κινημάτων. Ο λαός εναπόθεσε τις ελπίδες του στον ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε και αναπαρήγαγε αυτή τη συνθήκη χωρίς να προβάλει ένα συνολικά διαφορετικό υπόδειγμα: ένα υπόδειγμα που λέει ότι η αριστερά, για να είναι κυβέρνηση, οφείλει να καλλιεργεί δομές και πρακτικές δυνάμει δυαδικής εξουσίας. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ή η προετοιμασία γι’ αυτή με αστικούς όρους δεν θα μπορούσε παρά να ευνοεί περαιτέρω τον γενικότερο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, διεθνή και εγχώριο.
Αυτή η κοινοβουλευτικού τύπου κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ήρθε πράγματι σε τομή με το δημοψήφισμα του Ιουλίου. Ένα δημοψήφισμα που πια φαντάζει μάλλον παραφωνία στο συνολικό σχεδιασμό του κόμματος και σαν το τελευταίο χαρτί μιας «διαπραγμάτευσης» που είχε φτάσει στα όριά της – εξού και παλινωδίες μέχρι την τελευταία στιγμή ως προς τη διεξαγωγή του.
Αν το δημοψήφισμα ήταν ένα Συμβάν για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, αν πολιτικοποίησε ραγδαία τις αγωνιζόμενες μάζες, κι αν αποτέλεσε μια ακραία ταξική σύγκρουση, τέτοια που όμοιά της δεν είδαμε πρόσφατα, φαίνεται πως το ίδιο αυτό δημοψήφισμα αποτέλεσε καμπή και για το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ: αν το δημοψήφισμα και το 62% ήταν άλλη μια ευκαιρία για αριστερή στροφή της κυβέρνησης, η επόμενη μέρα σήμανε πραγματικά και συμβολικά έναν δρόμο χωρίς επιστροφή: την πλήρη πλέον ενσωμάτωση του κόμματος στο φάσμα της συνεχώς ενσωματωνόμενης στον νεοφιλελευθερισμό σοσιαλδημοκρατίας, τη λειτουργία του κόμματος αποκλειστικά με αρχηγικούς όρους, τη φανερή απομάκρυνση από την εκπροσώπηση των συμφερόντων της κοινωνικής πλειονότητας κ.ο.κ.
Νομίζω ότι μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο θα πρέπει να δούμε και τυπική πλέον αθέτηση των κομματικών συμφωνημένων την εκ μέρους της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τις άλλες εξελίξεις μέχρι σήμερα. Κι αυτό όχι από κάποια αγωνία επιβεβαίωσης του ενός ή του άλλου πολιτικού ρεύματος: κάθε άλλο – ειδικά στο βαθμό που αποτιμήσεις και ρήξεις ένθεν κακείθεν συνέβησαν σε όλα τα ρεύματα της αριστεράς τον τελευταίο χρόνο. Αλλά γιατί σημέρα αρθρώνουμε όλες και όλοι την ανάγκη να υπάρξει εκείνο το «νέο», που το τελευταίο διάστημα το συζητάμε – είτε ως αυτοτελές αίτημα και ανάγκη, είτε ως επιθετικό προσδιορισμό στο «πολιτικό υποκείμενο» που πασχίζουμε να οικοδομήσουμε, και που αντιλαμβανόμαστε ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκαμψη του λαϊκού κινήματος. Όπως ορθά επισημαίνεται και σε ένα από τα άρθρα του τόμου, το παλιό, από το οποίο πασχίζουμε να ξεφύγουμε, δεν βρίσκεται μονάχα έξω από εμάς, δεν είναι μονάχα οι άλλοι. Παλιές και παλιοί είμαστε εμείς οι ίδιες και οι ίδιοι. Γι’ αυτό οι επίπονες αλλά συντροφικές αποτιμήσεις είναι προϋπόθεση για την αναγκαία πολιτική κάθαρση.
Κατά τη γνώμη μου, αν κάτι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς το άνοιγμα της συζήτησης για την εξουσία μέσα σε όλες τις εκδοχές της αριστεράς. Με δεδομένες τις διαφορετικές πολιτικοϊδεολογικές αφετηρίες μας, αλλά και όσα ζήσαμε το τελευταίο διάστημα, ποιο δρόμο για την εξουσία οφείλει να ακολουθήσει η αριστερά σήμερα;
Είμαστε εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να υλοποιήσουμε μια τακτική συσσώρευσης όρων, σε ένα τοπίο κοινωνικής και πολιτικής καταστροφής, που θα προετοιμάσει αργότερα μια έφοδο στα θερινά ανάκτορα; Ή αρκεί, άραγε, να πούμε ότι αυτή τη στιγμή χρειαζόμαστε μια πραγματικά αριστερή κυβέρνηση με συμμαχίες και σχέδιο ρήξης; Μήπως, από την άλλη, η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και η συγκεκριμένη διαχερίρισή της αποδεικνύουν ότι μια ενδεχόμενη θετική απάντηση (οποιουδήποτε χρωματισμού) στο ερώτημα της κυβερνητικής εξουσίας σήμερα, είναι αυτή καθαυτήν λανθασμένη, καθότι εξαρχής φαλκιδευμένη από τον διεθνή πολιτικό και ιδεολογικό συσχετισμό; Ή επανερχόμαστε στην παραδοχή ότι η αριστερά δεν μπορεί να λερώνει τα χέρια της με τον αστικό κοινοβουλευτισμό, και ως εκ τούτου, η έννοια της αριστερής κυβέρνησης οφείλει να αποπεμφθεί ή να εκλείπει εν γένει από μια αριστερή στρατηγική στην Ελλάδα σήμερα;
Είναι γεγονός ότι η πολιτική δεν υλοποιείται εν κενώ: δεν υπάρχουν καθαρές γραμμές στη θεωρία και τη στρατηγική που να μην επηρεάζονται από την τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα, που να μη μετασχηματίζονται υπό την επίδρασή της, και εντέλει να μην αλλάζουν ποιότητα εξαιτίας. Με αυτή την έννοια, αν ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε αφορμή για να να ανοίξει μέσα στην αριστερά η συζήτηση για την εξουσία, την ίδια στιγμή φαλκίδευσε ακριβώς αυτή τη συζήτηση, καταστρέφοντας υπαρκτά φορτία κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Ακόμα περισσότερο, φαλκίδευσε στα μάτια της ίδιας της κοινωνίας εκείνο που τόσο συχνά αυτός ο ίδιος επικαλούνταν: την κοινωνική χρησιμότητα και το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι συλλογικές αναπαραστάσεις αγώνα του προηγούμενου διαστήματος έχουν παραγραφεί: και τούτο γιατί επρόκειτο πολύ περισσότερο για πρακτικές, παρά για αναπαραστάσεις· για πρακτικές που πολιτικοποίησαν και συγκρότησαν ευρείες λαϊκές μάζες – μάζες που πλησίασαν την ανατροπή, ή έστω, οριακές πολιτικές καταστάσεις.
Ας το επαναλάβουμε λοιπόν: το αίτημα παραμένει, η απάντηση εκκρεμεί.
Χρέος μας σήμερα είναι να μην αφήσουμε η απάντηση αυτή να είναι η απουσία απάντησης εκ μέρους μας. Αυτό είναι και το στοίχημα απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό.
Η Δέσποινα Παρασκευά-Βελουδογιάννη είναι πολιτική επιστήμονας και μέλος της εκδοτικής ομάδας “Εκτός Γραμμής”. Το κείμενο είναι επεξεργασμένη εκδοχή της παρέμβασής της στην εκδήλωση που διοργάνωσε το Στέκι ΟΚΤΑΝΑ στις 10.5.2016 για την παρουσίαση του βιβλίου “Το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ”. Η κεντρική εκδήλωση για την παρουσίαση του βιβλίου γίνεται αύριο Παρασκευή στις 7:00 μ.μ., στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (απέναντι από το σταθμό ΗΣΑΠ του Θησείου).
πηγή: Rednotebook.gr