Επιστροφή στο έργο του κορυφαίου Ιρανού σκηνοθέτη, Αμπάς Κιαροστάμι με τη “Γεύση του Κερασιού”, Χρυσό Φοίνικα των Καννών το 1997. Πιστός στις αρχές και τα πιστεύω του γυρίζει στην πατρογονική γη και προσέχει κάθε λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικό είναι πως η τελευταία σκηνή γυρίστηκε δύο χρόνια μετά τον βασικό πυρήνα του φιλμ. Τα φώτα πέφτουν. Τραγικό τοπίο και συγχρόνως στιγμές λύτρωσης της ψυχής κι εκεί που πας να σηκωθείς ξεκινάει πανηγύρι της ομορφιάς απέναντι στον θάνατο. Αδύνατο να κατανοήσουν το μεγαλείο φυσικά στην πατρίδα του.
Γράφει ο Μίλτος Τόσκας
Ο Μπαντί είναι κουρασμένος, απογοητευμένος, λυπημένος. Έχει ζυγίσει τα δεδομένα κι έχει την πάρει την απόφασή του. Για να υλοποιηθεί όμως αυτή πρέπει να βρεθεί αυτός που θα ρίξει την τελευταία φτυαριά. Περιφέρεται με το αυτοκίνητό του. Παρακολουθεί τον κόσμο που ζητάει δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί. “Θες εργάτες”; Δεν τον αγγίζει. Αναζητεί τον ιδανικό που θα δουλέψει λίγο και θα πληρωθεί αδρά. Θέση συνοδηγού θα πάρουν κατά σειρά ένας στρατιώτης από το Κουρδιστάν, ένας καθ’ όλα θρησκευόμενος από το Αφγανιστάν (“ήταν θέλημα Θεού να σε χρειαστώ”) κι ένας επιστήμονας από το Αζερμπαϊτζάν. “Σοφία” έναντι παντός τύπου δόγματος.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένας αγνωστικιστής που ψάχνει τα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης κι υπόστασης. Συχνά μάλιστα στη διαδρομή του διακρίνουμε ένα είδος αυτοπροσωπογραφίας του ίδιου Κιαροστάμι. Το έργο του θα μπορούσαμε να πούμε πως ενέχει έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα. Οι επαναλήψεις μοιάζουν με μία δεύτερη ανάγνωση της κατάστασης. Παρ’ ότι μοιάζει φτωχό σε εφέ, κάθε σκηνή του κρύβει δεκάδες συμβολισμούς. Πρόκειται για μία μάχη της ζωής απέναντι στον θάνατο. Η πρώτη σου κλείνει το μάτι μέχρι την τελευταία στιγμή.
Κι εδώ χρησιμοποιείται ένα γνώριμο μοτίβο γνωριμίας με την ιρανική κοινωνία. Όπως στο Taxi του Παναχί, όπως στη Μελβούρνη του Τζαβιντί. Απουσιάζουν όμως οι γυναίκες. Πρόκειται για μία αμιγώς ανδρική υπόθεση. “Τι σημαίνει ανάγκη, τι σημαίνει βοήθεια”; Ρητορικά ερωτήματα που ερμηνεύονται κατά το δοκούν. “Κάθε πρόβλημα έχει τη λύση του, αλλά αν δεν μιλήσεις κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει”. Τα πάντα είναι θέμα ψυχολογίας κι οπτικής γωνίας θέασης των πραγμάτων. Τι γίνεται όμως όταν κάποιος δεν μπορεί να αντλήσει από πουθενά τη δύναμη να συνεχίσει;
Οι άνθρωποι από την άλλη μεριά κοιτούν προς τα εδώ με παράπονο. Κάτι τους λείπει. “Εσύ πρέπει να αλλάξεις τη στάση σου κι όχι τον κόσμο”. Όσο μαύρα κι αν είναι τα πράγματα πρέπει να βρεις ένα σημάδι, να θέσεις έναν στόχο, να πατήσεις ξανά στα πόδια σου και να πορευτείς με αισιοδοξία στον δρόμο για μικρές καθημερινές νίκες. Όποιος θέτει ψηλά τον πήχη των προσωπικών αξιώσεων βασανίζεται κι οδηγείται σε ακραίες αποφάσεις με μαθηματική ακρίβεια.
Το φινάλε ανεπανάληπτο. Το σκοτάδι απλώνεται. Ξανά η ίδια διαδρομή ίσως για τελευταία φορά. Κι όμως η ζωή συνεχίζεται. Κι όμως η φύση πανηγυρίζει. Η μουσική του Λουίς Άρμστρονγκ και τα λουλούδια στα χέρια. Είναι αυτή η μαγική σκηνή που ακόμα κι ο πιο δύσπιστος υποκύπτει στο μεγαλείο του κινηματογράφου του Ιρανού. Τεράστια παρακαταθήκη τα έργα του. Γι΄αυτό που μας δείχνει, αλλά κυρίως γι΄αυτό που μας κάνει να σκεφτούμε και φυσικά περνάει τα στενά σύνορα της Μέσης Ανατολής κι απλώνεται στη Δύση.