Μπορείς να με λες Ισαάκ και η ιστορία που θέλω, δεν ξέρω αν τα καταφέρω, να σου πω είναι μία πολύ αστεία ιστορία, μία πολύ θλιβερή ιστορία, μία ιστορία για ένα πολύ όμορφο κορίτσι, ένα πολύ άρρωστο κορίτσι, μία ιστορία για την τελευταία μέρα του καλοκαιριού. Αλλά ας ξεκινήσουμε από την πρώτη μέρα… Στο έχω ξαναπεί πως ο Ζοζέ Σαραμάνγκου, που έχει γράψει εξαιρετικές ιστορίες, είχε πει για τους συντρόφους του στο κομουνιστικό κόμμα Πορτογαλίας πως δεν έχουν ιδέα σε ποιον γαμημένο κόσμο ζουν. Για να σου πω λοιπόν για την πρώτη μέρα της ιστορίας, που προσπαθώ να σου πω, πρέπει να συμφωνήσουμε στο τι κόσμος υπάρχει, στο τι κόσμος υπάρχει πριν από την πρώτη μέρα. Και νομίζω πως εκεί βρίσκεται η δυσκολία να συνεννοηθούμε, στις διαφορετικές απόψεις για το σε ποιον, γαμημένο ή λιγότερο γαμημένο, κόσμο ζούμε. Αν ζούμε βέβαια, γιατί από τον τίτλο νομίζω πως έχεις ήδη αρχίσει να σκέφτεσαι τι θα μου απαντήσεις…
Κάποιοι λένε πως εκεί έξω υπάρχουν πολλοί καλοί άνθρωποι που αυτό που θέλουν είναι να ζούνε τη ζωή τους με αξιοπρέπεια, ξέρεις απλά πράγματα, να μπορούν να πληρώνουν τους λογαριασμούς τους, να θερμαίνουν το σπίτι τους, να κάνουν κάθε τόσο ένα τραπέζι στους φίλους τους, να παίρνουν δώρα στα παιδιά τους, να βάζουν κάτι στην άκρη μήπως συμβεί καμιά στραβή, να μπορούν να πηγαίνουν το καλοκαίρι μερικές μέρες στη θάλασσα. Κάποιοι, άλλοι, λένε πως αυτοί και οι φίλοι τους είναι έτοιμοι να αναλάβουν μία επαναστατική κυβέρνηση και κάποιοι, άλλοι, λένε πως αυτοί και οι φίλοι τους είναι έτοιμοι να ρίξουν και αυτή την επαναστατική κυβέρνηση. Όπως μπορείς να καταλάβεις όλοι αυτοί οι κάποιοι και η άποψη που έχουν για το πώς είναι ο κόσμος πριν την πρώτη μέρα, της ιστορίας που προσπαθώ να σου πω, βρίσκονται στην ίδια μπάντα, είναι δηλαδή με τους πολλούς καλούς ανθρώπους και πολεμούν τα καθίκια και τους ναζίδες.
Αλλά μιας και το έφερε η κουβέντα, μπορεί βέβαια να μην το έφερε αλλά θέλω να σε ρωτήσω, πιστεύεις στα φαντάσματα; Πριν απαντήσεις, άνοιξε την τηλεόραση και θα δεις πολλούς ανθρώπους που έχουν πεθάνει να μιλάνε, να χορεύουν, να πλακώνονται στο ξύλο, να ερωτεύονται, να πίνουν το βάρος τους και κυρίως να γελάνε. Φαντάσματα… Και αν υπάρχουν στην tv τότε σίγουρα υπάρχουν και στη ζωή, γιατί η τηλεόραση τη ζωή αντιγράφει. Κλείσε τώρα την τηλεόραση να γυρίσουμε στην ιστορία της πρώτης μέρας. Όσο πλησιάζουμε προς τα εκεί όλο και περισσότεροι αναρωτιούνται πως θα είναι. Λογικό, τόσα χρόνια στην προηγούμενη ιστορία έχουμε συνηθίσει στα ίδια πράγματα, στη μούχλα στον τοίχο, σε ένα πλακάκι που έχει σπάσει, στο κρεβάτι που τρίζει, στην ίδια κουβέντα που κάνουμε ξανά και ξανά και μετά πίνουμε όσο μπορούμε για να ξεχάσουμε ότι την κάναμε και να την ξανακάνουμε.
Αυτό που θέλω να σου πω, που δεν το βλέπω να στο λέω γιατί μία οι διαφορετικές απόψεις για το σε ποιον κόσμο ζούμε, μία τα φαντάσματα, μία η παλιά ιστορία, είναι πως η ιστορία της πρώτης μέρας έχει να κάνει με το που θα είσαι την πρώτη μέρα. Στη νουάρ λογοτεχνία οι συγγραφείς συνήθως επιλέγουν βροχερά απογεύματα ή χιονισμένα πρωινά και κάποιον που βγαίνει από το σπίτι του. Όμως στη δικιά μας ιστορία, την πρώτη μέρα όλοι θα είναι έξω από τα σπίτια τους. Όλοι, ζωντανοί και φαντάσματα. Φίλοι από το σχολείο, που έχεις να τους δεις από τότε, ένας αντιπαθητικός τύπος από την γειτονιά, που ποτέ δεν τον χαιρετάς, συνάδελφοι που απολύθηκαν, αυτοί που κρατούν την πόρτα από το Μάη του 36, οι εκτελεσμένοι του Γεντί Κουλέ, που κατεβαίνουν τρέχοντας από την Άνω Πόλη, κόσμος και ντουνιάς και όλοι θα το ξέρουν πως είναι η πρώτη μέρα και πως η παλιά ιστορία τελείωσε. Η πρώτη μέρα δεν θα είναι αύριο και μεθαύριο στη γενική απεργία. Αυτές οι μέρες, αύριο και μεθαύριο, είναι στις τελευταίες σελίδες της παλιάς ιστορίας. Τα λέμε στις πορείες.
Υ.Γ. Σήμερα κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της Εφημερίδας των Συντακτών, το παίρνουμε και αν μας αρέσει το ξαναπαίρνουμε, αν δεν μας αρέσει το alterthess να είναι καλά, που είναι καλά και ροκάρει.