Οι χείμαρροι και τα ρέματα της Θεσσαλονίκης έχουν υπάρξει ιστορικά κομβικά σημεία αναφοράς για μια σειρά από σημαντικές δραστηριότητες πριν ακόμη την ίδρυση της πόλης. Όπως αναλύουν οι Γ. Μπλιώνης και Μ. Τρεμόπουλος στη συστηματική ανασκόπηση της τοπογραφίας των χειμάρρων και των υδατικών πόρων της πόλης μέσα από την ιστορική αλλά και οικολογική θεώρηση «Η Θεσσαλονίκη των Νερών» (εκδόσεις Αντιγόνη), η γειτνίαση με πηγές νερού και ρέματα αποτέλεσε κριτήριο για αυτάρκεια και μακροημέρευση των οικισμών από την εποχή του χαλκού μέχρι και σήμερα.
Ωστόσο, στην ιστορική τους διαδρομή μέχρι και σήμερα, κυρίως τις έντονες περιόδους της αστικοποίησης, πρακτικές που ακολουθήθηκαν όπως το μπάζωμα, οι ευθυγραμμίσεις, ο περιορισμός των ορίων αλλά και ο εγκιβωτισμός με συρματοκιβώτια κατέστρεψαν τις κοίτες πολλών χειμάρρων και μεγάλο μέρος της παρόχθιας βλάστησης προς όφελος της οικοδόμησης.
Η συγκεκριμένη μεθοδολογία είχε ως αποτέλεσμα οι αρχαίες κοίτες των χειμάρρων εντός των τειχών της πόλης να μένουν ξεχασμένες. Παρ’ όλα αυτά η «μνήμη» που διατηρεί το νερό ως προς τη διαδρομή που ακολουθούσε επανεμφανίζεται σε περιπτώσεις μεγάλων βροχοπτώσεων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ταχύτητα των πλημμυρικών παροχών και φυσικά ο αντίστοιχος κίνδυνος για παράσυρση φερτών υλικών και για τις ανθρώπινες ζωές. Ταυτόχρονα, η πλήρης στεγανοποίηση του εδάφους με τη δημιουργία υποδομών αλλά και η χρήση αδιαπέρατων υλικών ενέτειναν σημαντικά τη μείωση της κατείσδυσης των υδάτων και την απορρόφηση τους από το έδαφος1.
Τα τελευταία χρόνια, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της αύξησης της συχνότητας εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, της έντονης παρουσίας του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας αλλά και της ανάγκης δημόσιου και ελεύθερου χώρου, η αντίληψη ότι τα ρέματα, οι χείμαρροι καθώς και οι υγρότοποι είναι ένα πρόβλημα που μέσω της εξαφάνισής τους θα εξαλειφθεί, έχει αλλάξει.
Και ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο η προστασία των υγροτόπων και των ρεμάτων έχει τεθεί σε προτεραιότητα, στη χώρα μας, μέχρι και πριν λίγα χρόνια, η προστασία τους αποτελούσε «ιδιοτροπία» των οικολογικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων. Έπρεπε να συμβούν έντονα πλημμυρικά φαινόμενα, να κινδυνέψουν ανθρώπινες ζωές για να γίνει αντιληπτή η σοβαρότητα της κατάστασης και με αργούς ρυθμούς να αρχίζουν να αλλάζουν πρακτικές.
Είναι γεγονός ότι τα περισσότερα ρέματα της Θεσσαλονίκης, που υπήρχαν πριν κατασκευαστεί η περιφερειακή τάφρος στην ανατολική Θεσσαλονίκη, πλέον δεν υπάρχουν. Πολύ μικρά τμήματα από την ανοιχτή τους κοίτη έχουν διασωθεί.
Για το ζήτημα επισκεφθήκαμε2 με τους Γιώργο Μπλιώνη, δρ. Βιολογίας-Οικολογίας και Πέτρο Κακούρο, δασολόγο-περιβαλλοντολόγο, σημαντικούς υγροτόπους και ρέματα σε μια προσπάθεια να ανιχνεύσουμε τα κυριότερα προβλήματα στην πόλη μας- Δείτε το βίντεο.
Ρέμα Σταγειρίτη
«Τα μεγαλύτερα και πιο σημαντικά ρέματα στην περιοχή της Θεσσαλονίκης είναι δύο: ο Δενδροπόταμος στα δυτικά και ο Ανθεμούντας στα ανατολικά. Ουσιαστικά μιλάμε για ποτάμια ή τουλάχιστον έτσι περιγράφονταν παλαιότερα. Ο Ανθεμούντας αναφέρεται ακόμα από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιατί σε αυτήν την περιοχή των Βασιλικών υπήρχε μια ακμάζουσα κοινότητα που έδινε ιππείς για το επίλεκτο ιππικό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ήταν η περίφημη Ανθεμουσία Ίλη. Οπότε καταλαβαίνουμε ότι η περιοχή του Ανθεμούντα είχε πολύ μεγάλη σημασία από τα αρχαία χρόνια. Από κει και πέρα, μέσα σε αυτά τα όρια υπάρχουν γύρω στα έξι-εφτά μικρότερα ρέματα που είναι πλέον μέσα στο πολεοδομικό συγκρότημα. Το μεγαλύτερο από αυτά είναι το Μεγάλο Ρέμα, το οποίο στην λεκάνη απορροής του περιλαμβάνει τον χείμαρρο Σταγειρίτη-Μαλακοπής, αλλά και το Ελαιόρεμα, το ρέμα που κατεβαίνει από το Πανόραμα και άλλα μικρότερα ρέματα» εξηγεί ο Γ. Μπλιώνης.
«Το νερό περνούσε από τα σύνορα Χαριλάου και Τούμπας, από τον Κήπο του Καλού, και κατέληγε παλαιότερα – μιας και τώρα έχει δημιουργηθεί η περιφερειακή τάφρος και παίρνει τα πλημμυρικά νερά – ο ένας κλάδος στο σημερινό Λαογραφικό Μουσείο και ο άλλος κλάδος στο σημερινό 5ο Γυμνάσιο, κοντά στο Μέγαρο Μουσικής. Και μεταξύ αυτών των δύο πεδινών τμημάτων του χειμάρρου απλωνόταν η συνοικία των Εξοχών, σήμερα πιο γνωστή ως συνοικία της Ανάληψης. Και εκεί πέρα καθόλου τυχαία κατασκευάστηκαν όλες οι επαύλεις των πλουσίων της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 19ου αιώνα, τότε που απλώθηκε η πόλη εκτός των τειχών της, ακριβώς γιατί ήταν ένα προνομιακό μέρος με δροσιά, φυτεύτηκαν δέντρα, με πρόσβαση στη θάλασσα, οπότε μιλάμε όχι μόνο για το φυσικό περιβάλλον, αλλά για μια σύνδεση με την ιστορία και τα αρχιτεκτονικά μνημεία της πόλης» προσθέτει.
Όσον αφορά το ρέμα Σταγειρίτη-Μαλακοπής, ο Γ. Μπλιώνης ξεκαθαρίζει ότι πρόκειται για χείμαρρο που πηγάζει από το Σέιχ Σου και καταλήγει στην Περιφερειακή Τάφρο (στην συμβολή των οδών Σταγειρίτη και Δήμου Τσέλιου) στον Δήμο Πυλαίας-Χορτιάτη. Κατά την περίοδο δημιουργίας της Περιφερειακής Οδού, την δεκαετία του ‘80, ένα τμήμα του μπαζώθηκε και έτσι η κοίτη του ρέματος ξαφνικά σταματάει και συνεχίζει μέσα από την υπογειοποίησή του με κάποιο σωλήνα. Το ρέμα υποφέρει, όμως, και από άλλες αμφιλεγόμενες διευθετήσεις με ευθυγράμμιση και συρματοκιβώτια, πράγμα που περιόρισε το εύρος της κοίτης του και εξαφάνισε την βλάστησή του. Στο ύψος του Σέιχ Σου, ένας μόνο από τους τρεις ορεινούς του κλάδους διέρχεται με ανοιχτή τη φυσική του κοίτη με μικρές παρεμβάσεις (συρματοκιβώτια) μέχρι τη ρωμαϊκή υδατογέφυρα της Πυλαίας.
Οι παρεμβάσεις που γίνονται και στο ρέμα αυτό λόγω των εργασιών του Fly Over δεν ξέρουμε ποια κατάληξη θα έχουν, καθώς όπως επισημαίνει ο Γ. Μπλιώνης, πρόκειται για έργα μελετοκατασκευών που δεν είναι γνωστές εκ των προτέρων οι επιπτώσεις τους. Ωστόσο, τίθενται ερωτήματα για τις βαριές επεμβάσεις σε τμήμα του χειμάρρου που ακόμη δεν έχει τύχει οριοθέτησης και τα προβλήματα που μπορεί να προκαλέσει στο μέλλον.
Τι θα γινόταν αν ο Daniel ερχόταν βορειότερα;
Το ερώτημα αυτό είχαν θέσει πριν ενάμιση χρόνο η δημοτική παράταξη «Πόλη Ανάποδα» αλλά και ο επικεφαλής της δημοτικής παράταξης «Οικολογία-Αλληλεγγύη» Μιχάλης Τρεμόπουλος με αφορμή την κακοκαιρία Ντάνιελ τον Σεπτέμβριο του 2023, με επίκεντρο την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας, που προκάλεσε τεράστιες καταστροφές και οδήγησε στην απώλεια ανθρώπινων και μη ζωών.
«Η Εθνικής Αμύνης, πρώτα από όλα, θα γινόταν ξανά ο παλιός χείμαρρος Ευαγγελίστριας. Τα ισόγεια και υπόγεια καταστήματα σε όλο το μήκος της, από το Σιντριβάνι ως τον Λευκό Πύργο, θα κινδύνευαν με πλημμύρα. Δίπλα, ο χείμαρρος των Χορτατζήδων που διαπερνά τη ΔΕΘ, θα προκαλούσε καταστροφές στις εγκαταστάσεις της» επεσήμανε τότε η «Πόλη Ανάποδα» αναφερόμενη σε ένα από τα σημεία της πόλης από όπου περνούσαν παλαιότερα χείμαρροι που αργότερα σκεπάστηκαν, οχετοποιήθηκαν ή υπογειοποιήθηκαν, που είναι ο χείμαρρος της ΔΕΘ. Εκεί σε κάθε μεγάλη βροχόπτωση οι δρόμοι μετατρέπονται σε ποτάμια. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ένα μικρό δείγμα του τι μπορεί να προκληθεί στον παλιό αυτόν χείμαρρο αποτελεί ό,τι συνέβη τον Μάιο του 2018, στη Νότια Πύλη της ΔΕΘ, στην περιοχή που παραδοσιακά λαμβάνει χώρα η Ανθοέκθεση. Μια μεγάλη βροχόπτωση είχε ως αποτέλεσμα τα νερά να παρασύρουν όλες τις γλάστρες και τα παρτέρια, θυμίζοντάς μας τις επιπτώσεις στις οποίες οδηγούν τα μπαζώματα των χειμάρρων μέσα στην πόλη.
Είναι και αυτός ένας λόγος που το αίτημα για μετεγκατάσταση της Δ.Ε.Θ. και τη μετατροπή της περιοχής σε μητροπολιτικό πάρκο υψηλού πρασίνου δεν φαίνεται να συνιστά μια αλόγιστη πράξη αλλά, όπως τονίζουν κινήματα και συλλογικότητες της πόλης, μια πράξη υπολογισμένου ρεαλισμού, προσανατολισμένου στα πραγματικά συμφέροντα και την ποιότητα ζωής των πολιτών της.
Η Περιφερειακή Τάφρος
Ερώτημα αποτελεί για πολλούς πώς θα αντιδρούσε και η Περιφερειακή Τάφρος σε περίπτωση μεγάλων βροχοπτώσεων, αν δηλαδή θα μπορούσε να σηκώσει ένα τέτοιο φορτίο νερού. Ακόμη και αν τα υπογειοποιημένα ρέματα της Υφανέτ της Τούμπας και του Κυβερνείου θα άντεχαν ή θα έθεταν σε κίνδυνο τους παρακείμενους δρόμους.
«Το 1955, όπως γράφουμε και στο βιβλίο μας “Η Θεσσαλονίκη των νερών”, κατασκευάστηκε η Περιφερειακή Τάφρος στα ανατολικά, που έγινε ακριβώς με στόχο να αντιμετωπίσει τα πλημμυρικά φαινόμενα που πλέον ήταν πολύ έντονα και πιεστικά σε όλες εκείνες τις περιοχές της Ανάληψης, του Φαλήρου, ακόμα και του Λευκού Πύργου. Αυτό το μεγάλο τεχνικό έργο πήρε τις πλημμυρικές ροές των περισσότερων χειμάρρων που κατεβαίνουν από το Σέιχ Σου. Ωστόσο, άφησε τις κοίτες των χειμάρρων από εκεί και κάτω εκτεθειμένες στην ακόμα μεγαλύτερη πίεση που υφίσταντο μέχρι τότε, γιατί θεωρήθηκαν ανενεργοί πλέον χείμαρροι και έτσι αποδόθηκαν σε διάφορες χρήσεις» αναφέρει ο Γ. Μπλιώνης τονίζοντας ότι «πάνω από την Περιφερειακή Τάφρο έχουν μείνει αρκετά τμήματα χειμάρρων ανοιχτά. Ευτυχώς, από τη δεκαετία του ‘90 και μετά – μετά και από τη συζήτηση που έχει ανοίξει για την αξία των χειμάρρων κτλ.– έχει αρχίσει να δοκιμάζεται και μια νέα προσέγγιση να κρατήσουμε τις κοίτες ανοιχτές με κάποιες παρεμβάσεις ευθυγράμμισης, σταθεροποίησης της κοίτης με συρματοκιβώτια (σαρζανέτια)».
Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, η πρακτική αυτή έχει μεν κάποια πλεονεκτήματα σε σχέση με το μπάζωμα και την υπογειοποίηση των παλαιότερων εποχών, αλλά και πάλι είναι μια τεχνική μακριά από τα φυσικά πρότυπα. Τα δέντρα, συνεχίζει, «είναι πιο χρήσιμα στις όχθες και είναι μια πολύ πιο φυσική μέθοδος σταθεροποίησης της κοίτης. Αντί να χρησιμοποιούμε συρματοκιβώτια μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μια μεικτή μέθοδο με ογκόλιθους και με δέντρα. Ξέρουμε άλλωστε πολλοί από τα χωριά μας, από τις επισκέψεις σε φυσικά πλατανοδάση, τις παραλίες κ.λπ., ότι τα πλατάνια με τους κορμούς τους και τις ρίζες τους παίζουν πολύ σταθεροποιητικό ρόλο στις όχθες των ρεμάτων».
Επιστήμονες που λαμβάνουν υπόψη τους τα νέα δεδομένα που φέρνει η κλιματική αλλαγή προωθούν και άλλες φυσικές λύσεις για τα ρέματα, όπως οι λεκάνες εκτόνωσης. «Δηλαδή δημιουργούμε μια φυσική λίμνη στο πλάι από μία κοίτη που μπορεί να λειτουργήσει εκτονωτικά σε μια μεγάλη νεροποντή. Αυτό όμως σημαίνει ότι κρατάμε χώρους ανοιχτούς από το αστικό περιβάλλον. Δεν τους δίνουμε για ανοικοδόμηση ή για δημόσιες υποδομές, ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε έντονα καιρικά φαινόμενα στο μέλλον. Όλες αυτές οι λύσεις δίνουν ευκαιρίες στους κατοίκους της για καλύτερη ποιότητα ζωής» καταλήγει.
Δενδροπόταμος: Ένα οικοσύστημα βαριά διαταραγμένο που ακόμη επιβιώνει
Στη Δυτική περιοχή, σύμφωνα με το βιβλίο των Μπλιώνη και Τρεμόπουλου, οι πλημμυρικές παροχές του Δενδροποτάμου ήταν γνωστές από πολύ παλιά. Ωστόσο, τότε δεν προκαλούσαν ζημιές επειδή η περιοχή της κοίτης του ήταν σχεδόν ακατοίκητη. Η ζημιογόνα επίδρασή τους ξεκίνησε να αυξάνει με την οικοδόμηση της περιοχής τη δεκαετία του ’60 και μόνο εξαιτίας της μεγάλης πλημμύρας το 1972 συντάχθηκε μελέτη για την κάλυψη και διευθέτηση της κοίτης στο κατώτερο κατοικημένο τμήμα της. Τη δεκαετία του ’90 καλύφθηκε η κοίτη της τεχνητής τάφρου στον Εύοσμο και κατασκευάστηκε η Λεωφόρος Δενδροποτάμου. Το μεγαλύτερο τμήμα του Δενδροποτάμου και των παραχειμάρρων του, ιδιαίτερα στην περιοχή της Ευκαρπίας, είναι καλυμμένο ενώ παρά την βλάστηση που υπάρχει η περιοχή είναι σοβαρά υποβαθμισμένη εξαιτίας των βιομηχανιών, του εργοστασίου του ΤΙΤΑΝ αλλά και πιο πρόσφατα του ΣΜΑ Ευκαρπίας. Ανοιχτό παραμένει ένα μόνο τμήμα της τάφρου του Δενδροποτάμου κοντά στις εκβολές, εκεί που, όπως υπενθυμίζουν οι Μπλιώνης και Τρεμόπουλος, εντοπίζονται δεξαμενές πετρελαίου, βυρσοδεψία και εγκαταστάσεις φόρτωσης τσιμέντου προκαλώντας επεισόδια δυσωδίας.
Για τον Πέτρο Κακούρο, η περιοχή του Δενδροποτάμου, παρά τις οχλήσεις που δεχόταν και δέχεται, παραμένει σημαντική ως το ανατολικό όριο της μεγάλης υγροτοπικής περιοχής των τεσσάρων ποταμών Αξιού, Γαλλικού, Λουδία, Αλιάκμονα.
«Ο ποταμός, παρά την εκτροπή του, κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα καινούργιο δελταϊκό σύστημα, το οποίο αυτή τη στιγμή συνδέεται, αν και βαριά διαταραγμένο, με τις περιοχές του Καλοχωρίου που βρίσκονται στα δυτικά. Η περιοχή εδώ, όπως είναι φανερό, εξακολουθεί να δέχεται σοβαρές πιέσεις από διάφορες υποδομές που αναπτύσσονται, τη βαριά βιομηχανία που βρίσκεται στην περιοχή και παλαιότερες χρήσεις, οι οποίες αυτή τη στιγμή έχουν παύσει, όπως για παράδειγμα τα σφαγεία. Παρ‘ όλα αυτά εξακολουθεί να έχει πάρα πολλές φυσικές αξίες και να είναι μια περιοχή που θα μπορούσε με μία σωστή οικολογική αποκατάσταση να αποτελέσει μια όαση πρασίνου» σημειώνει.
Το δεύτερο στοιχείο, σύμφωνα με τον Π. Κακούρο, που καθιστά την περιοχή του Δενδροποτάμου σημαντική είναι ότι προστατεύει το χερσαίο τμήμα της από ακραία φαινόμενα που έρχονται από τη θάλασσα. «Η κλιματική κρίση, όπως τη βιώνουμε ήδη, έχει ένα γνώρισμα ότι αυξάνει την ταχύτητα του ανέμου και αυξάνει και τα επεισόδια μεγάλη έντασης. Αυτό σημαίνει ότι χρειαζόμαστε ένα σύστημα παράκτιας άμυνας από το νερό της θάλασσας που μπορεί να εισέλθει στη χερσαία περιοχή. Όλες αυτές οι υποδομές που βρίσκονται προς τη χερσαία περιοχή είναι ευάλωτες στο θαλασσινό νερό. Πολύ περισσότερο δε αν είμαστε σε περιοχές που έχουν γεωργικές εκτάσεις. Επιπλέον, οι υγρότοποι είναι εξαιρετικοί στην ταμίευση άνθρακα εξαιτίας της ύπαρξης του νερού. Για όλο το χρόνο και ειδικά στις υψηλές θερμοκρασίες οι υγρότοποι αυτοί έχουν μία υψηλότατη βιολογική δραστηριότητα».
Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’70, οι περιοχές αυτές παγκοσμίως θεωρούνταν «άχρηστες», και γι’ αυτό υπήρξαν πολλές προσπάθειες αποξήρανσης και μπαζώματος. Αυτή η οπτική, εξηγεί ο κ. Κακούρος, άλλαξε.
«Με τη συμβολή της επιστήμης, αποδείχθηκε ότι οι υγρότοποι όχι μόνο δεν είναι άχρηστες περιοχές, αλλά μπορούν να προσφέρουν σημαντικές οικοσυστημικές υπηρεσίες, με μερικές να έχουν σημαντικό οικονομικό αποτέλεσμα. Στη Θεσσαλονίκη δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε μυδοκαλλιέργειες στην περιοχή του Δέλτα. Είναι μία δραστηριότητα προσοδοφόρα που απασχολεί πάρα πολύ κόσμο. Ακόμα και στην εκβολή του Δενδροπόταμου υπάρχει, ένα άτυπο αγκυροβόλιο από ψαρόβαρκες. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι η περιοχή δεν είναι νεκρή, έχει ψάρια, έχει ζωή».
Ενιαίο Παράκτιο Μέτωπο-Ένα σχέδιο που βρίσκεται ακόμη στις μελέτες
Η παράκτια ζώνη της Θεσσαλονίκης, από το Καλοχώρι ως την Περαία, έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης για να ενοποιηθεί ως ένας χώρος με καλή κατάσταση περιβάλλοντος που θα είναι επισκέψιμος. Παρά το γεγονός ότι έχουν γίνει από τους αρμόδιους φορείς διάφορες μελέτες για την προστασία τους, η πραγματική πολιτική βούληση δεν φαίνεται να υπάρχει. Και αυτό γιατί έχουν περάσει ήδη πάνω από 15 χρόνια που συζητιούνται τα σχέδια αυτά αλλά ακόμη βρισκόμαστε σε επίπεδο μελετών.
«Το σχέδιο του Ενιαίου Παράκτιου Μετώπου νομίζω είναι μια προσπάθεια που μάλλον φαίνεται να ξεχνάει δύο πράγματα: Πρώτον ότι το μέτωπο βλέπει προς τη θάλασσα, που θα πρέπει να είναι καθαρή. Δεύτερον αγνοεί την κλιματική κρίση και αυτό γιατί σε αυτήν την παραλιακή ζώνη υπάρχει διάβρωση, και ήδη έχουμε το φαινόμενο της αύξησης της στάθμης της θάλασσας και φαινόμενα που τα έχουμε βιώσει κάποιες φορές, με παράκτιες πλημμύρες» τονίζει στο Alterthess ο ομότιμος καθηγητής Παράκτιας Τεχνικής και Ωκεανογραφίας, Γιάννης Κρεστενίτης για το ζήτημα αυτό, αναφέροντας ότι η διάβρωση των ακτών είναι ένα υπαρκτό φαινόμενο, όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη, και σύμφωνα με τις προβλέψεις που αφορούν την κλιματική κρίση θα επιδεινωθεί.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου, σύμφωνα με τον ίδιο, δε πρέπει να γίνει με φαραωνικά έργα για να απομακρυνθεί η θάλασσα, αλλά με λύσεις κοντά στη φύση, για να αυξηθεί το περιθώριο της παραλιακής περιοχής, κάτι που δυστυχώς δεν φαίνεται να είναι στις πολιτικές επιλογές στην παρούσα φάση. Και αυτό επειδή, όπως εξηγεί, με τον πρόσφατο νόμο που άλλαξε για τον αιγιαλό «φάνηκε για ακόμη μια φορά ότι δεν ενσωματώνουμε στη νομοθεσία μας την πρόβλεψη που υπάρχει στο πρωτόκολλο της Βαρκελώνης που λέει ότι θα έπρεπε να έχουμε οπισθοχωρήσει από την ακτογραμμή τουλάχιστον 100 μέτρα και από εκεί και πέρα να αρχίζουν οι ανθρώπινες δραστηριότητες, αστική, τουριστική εκμετάλλευση, καλλιέργειες κτλ. Εδώ δυστυχώς η παραλιακή περιοχή παραμένει μικρή και πολλές φορές ακόμη μικρότερη λόγω εξυπηρέτησης διαφόρων προτάσεων και συμφερόντων».
Σε κάθε περίπτωση είναι φανερό και από τις δηλώσεις του αντιπεριφερειάρχη Θεσσαλονίκης Κώστα Γιουτίκα στο Alterthess ότι η ενοποίηση του παραλιακού μετώπου σε μήκος ακτογραμμής 40 χλμ. από το Καλοχώρι μέχρι το Αγγελοχώρι δεν έχει ξεκινήσει καθώς έχει «κολλήσει» στην έκδοση Προεδρικού Διατάγματος που ακόμη εκκρεμεί. «Το Προεδρικό Διάταγμα εκκρεμεί με ευθύνη του υπουργείου, έχουμε καταθέσει όλες τις μελέτες, όλες τις διορθώσεις που ζητήθηκαν. Πρέπει το υπουργείο επιτέλους να το στείλει για να μπει μια βάση» δήλωσε ερωτηθείς για το ζήτημα. «Η βάση είναι συγκεκριμένες χρήσεις γης ενοποιημένες έτσι ώστε να σχεδιαστεί ενιαία όλο το παραλιακό μέτωπο και για να βρούμε όλους τους πόρους που χρειάζονται, που μπορεί να είναι κρατικοί πόροι, ευρωπαϊκοί πόροι, πόροι του ΕΣΠΑ, ακόμη και ιδιωτικοί πόροι για να ολοκληρωθεί ένα τόσο μεγάλο και εμβληματικό έργο» σημείωσε ακόμη αναφέροντας ότι η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας έχει ξεκινήσει στο μεσοδιάστημα τον καθαρισμό και την αποκατάσταση 6 χιλιομέτρων από τον Γαλλικό Ποταμό, ενώ σχεδιάζεται η επέκταση του «Κόκκινου Μονοπατιού» για την δημιουργία ποδηλατόδρομου και η δημιουργία θαλάσσιας στάσης στα όρια Δήμου Δέλτα και Δήμου Μενεμένης-Αμπελοκήπων.
Για τους επιστήμονες, τις οργανώσεις αλλά και τα κινήματα χρειάζεται ένας συνολικός χωροταξικός σχεδιασμός, ένα ρυθμιστικό σχέδιο που να έχει δεσμευτικό χαρακτήρα προκειμένου να κινηθεί η Θεσσαλονίκη στοιχειωδώς σε τροχιά προστασίας του φυσικού της περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας αλλά και φυσικά της ανθρώπινης ζωής. Με τα λόγια του Πέτρου Κακούρου: «αυτή τη στιγμή έχουμε ένα συνονθύλευμα από ειδικά χωροταξικά, ειδικές μελέτες που γίνονται τη μία για το πρώην στρατόπεδο του Παύλου Μελά, την άλλη για την ΔΕΘ, την άλλη για το παράκτιο μέτωπο, τον Δενδροπόταμο και το Καλοχώρι που δεν συνδέονται μεταξύ τους. Και πώς γίνεται όλα αυτά να επικαλούνται την αύξηση της ανθεκτικότητας, τη στιγμή που κρίσιμο σημείο της μετάβασης σε μια ανθεκτική πόλη είναι το να έχει συνεκτικό σχεδιασμό; Αυτό δεν μπορεί να το εξηγήσει κανένας γιατί συμβαίνει».
Έρευνα-επιμέλεια κειμένου: Ιάσων Μπάντιος, Σταυρούλα Πουλημένη, Τηλέμαχος Φασούλας
Η συνέχεια της έρευνας: ThessINTEC: Το τέλος ενός υγρότοπου στο όνομα της «καινοτομίας»
Η έρευνα του ανεξάρτητου συνεργατικού μέσου Alterthess με τίτλο «Αστική ανθεκτικότητα, κλιματική ουδετερότητα, η περίπτωση της Θεσσαλονίκης» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ/Παράρτημα Ελλάδας. Δείτε ολόκληρη την έρευνα εδώ.
- Σταύρος Τσουμαλάκης, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Τα Ρέματα της Θεσσαλονίκης, Χωρική και Υδραυλική Θεώρηση, Οκτώβριος 2017 [↩]
- Οι συνεντεύξεις με τον Γιώργο Μπλιώνη έγιναν τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2024 και με τον Πέτρο Κακούρο τον Ιούλιο του 2024 [↩]