Η κοινωνική κατηγορία στην οποία αναφέρεται η συγκεκριμένη ενότητα, είναι αριθμητικά ευρύτερη σε σχέση με τις προηγούμενες, τους πρόσφυγες, τους ΛΟΑΤΚΙ και τους Ρομά, και κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στον δημόσιο λόγο. Η νεολαία είναι πάντα εκείνη στην οποία ορκίζονται οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί όλων των αποχρώσεων. Από την άλλη πλευρά, είναι και μια κατηγορία ανθρώπων εξ ορισμού ύποπτη για ανυπακοή στην εκάστοτε εξουσία. Δεν χρειάζεται να γυρίσουμε πίσω στον Μάη του 68 και στο Πολυτεχνείο για να το δούμε αυτό, αρκεί μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία του τόπου μας. Το φοιτητικό κίνημα του 2006-2007, η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, η συμμετοχή της νεολαίας στις αντιμνημονιακές διαδηλώσεις και στις πλατείες, ο έντονα νεανικός χαρακτήρας των κινημάτων ενάντια στην καταπίεση, έχουν αφήσει ένα ισχυρό αποτύπωμα που συνεχίζεται με τις τωρινές καταλήψεις για το άρθρο 16. Γι’ αυτό και η νεολαία έχει συχνά αντιμετωπιστεί με στυγνή καταστολή, χωρίς σεβασμό των δικαιοκρατικών εγγυήσεων. Θα προσπαθήσω εν συντομία να περιγράψω κάποιες πτυχές αυτής της εξέλιξης, αναφέροντας όμως, έστω και εν τάχει, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και θα καταλήξω σε κάποιες σκέψεις για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.
Θα ξεκινήσω από το νομοθετικό πλαίσιο για τις συναθροίσεις, τον ν. 4703/2020, που δεν αφορά μόνο τη νεολαία αλλά σε δικές της κατά βάση κινητοποιήσεις εφαρμόστηκε. Επιτρέψτε μου να θυμίσω πολύ σύντομα τα βασικά προβλήματα συνταγματικότητάς του. Ο νόμος αυτός είναι δομημένος στο σύνολό του με επίκεντρο την πρόβλεψη για την υποχρέωση γνωστοποίησης των συναθροίσεων στην Αστυνομία (αρ. 3). Ωστόσο, η απαγόρευση μιας συνάθροισης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρει το άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος. Το αρ. 9 παρ. 1 του νόμου όμως κάνει αυτό ακριβώς: ορίζει τη μη γνωστοποίηση ως λόγο διάλυσης της συγκέντρωσης. Με απλά λόγια, μια συνάθροιση μπορεί να είναι ειρηνική και άοπλη και να μην έχει απαγορευθεί για κάποιον από τους συνταγματικά προβλεπόμενους λόγους, αλλά να διαλυθεί επειδή δεν έχει γνωστοποιηθεί στην Αστυνομία. Εξίσου προβληματική είναι και η πρόβλεψη ότι ο οργανωτής δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη από συμμετέχοντες σε αυτήν. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του οργανωτή, ο οποίος καθίσταται υπόλογος για κάθε προβοκάτσια, και αφαιρεί τη σχετική ευθύνη από την Αστυνομία. Με βάση αυτή τη νομοθεσία, μαζικές συγκεντρώσεις κατά του νομοσχεδίου για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία εμποδίστηκαν από την Αστυνομία να βγουν στον δρόμο στις αρχές του 2021. Διενεργήθηκαν μάλιστα και συλλήψεις φοιτητών που θα δικαστούν τον ερχόμενο Μάρτη επειδή προσπάθησαν απλώς να διαδηλώσουν.
Ιδιαίτερη σημασία έχει όμως και η μεθόδευση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην ψήφιση του ν. 4777/2021 για την Πανεπιστημιακή Αστυνομία, παρά τις αντιδράσεις σύσσωμης σχεδόν της πανεπιστημιακής κοινότητας. Αυτή η επιλογή βρισκόταν στον αντίποδα όσων διαλάμβανε Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καλούσε τις εθνικές κυβερνήσεις «να απέχουν από τη θέσπιση μέτρων με ισχυρό αντίκτυπο στα θεμελιώδη δικαιώματα» και τούτο «ιδίως σε μια κατάσταση όπου οι ανησυχίες για τη δημόσια υγεία δεν επιτρέπουν τη δέουσα δημοκρατική συζήτηση και την ασφαλή διαμαρτυρία».
Η εν λόγω επιλογή συνοδεύτηκε από επανειλημμένες εισβολές των ΜΑΤ στο ΑΠΘ και άγριες επιθέσεις κατά φοιτητών, όπως του Γιάννη Ντουσάκη, ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά από χειροβομβίδες κρότου-λάμψης που θεωρούνται όπλα και απαγορεύεται να χρησιμοποιούνται σε συγκεντρώσεις. Στην περίπτωση αυτή, όπως και σε άλλες παρόμοιες που είχαν προηγηθεί, υποβλήθηκαν μηνύσεις από τα θύματα. Στο σημείο αυτό πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η υποβολή μήνυσης κατά αστυνομικών πάντα ακολουθείται από την άσκηση δίωξη σε βάρος του καταγγέλλοντος. Πέρα από αυτό οι μηνύσεις κατά αστυνομικών έχουν αποδεικτικές δυσκολίες, αφού οι αστυνομικοί ποτέ δεν φέρουν τα προβλεπόμενα διακριτικά καθιστώντας αδύνατη την εξατομίκευση της ευθύνης. Έτσι, οι μηνύσεις καταλήγουν στο αρχείο. Επιπλέον, στη φοιτητική διαδήλωση της 25ης Ιανουαρίου στην πόλη μας, μέλη της ΕΛΑΣ έκαναν εκτενή χρήση καμερών βιντεοσκόπησης χωρίς, σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες, να έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις που θέτει το πδ 75/2020. Το άρθρο 6 του εν λόγω ΠΔ προβλέπει ότι η εγκατάσταση και λειτουργία σταθερών, περιστρεφόμενων ή κινητών συστημάτων επιτήρησης κατά τη διάρκεια πραγματοποίησης δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης, είναι επιτρεπτή με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του υπεύθυνου επεξεργασίας, κατόπιν έγκρισης του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον έχει γνωστοποιηθεί στον οργανωτή της συνάθροισης και τους μετέχοντες σε αυτή, ότι δεν πρέπει να υπάρχει δυνατότητα εστίασης σε φυσικά πρόσωπα, καθώς και ότι τα δεδομένα που συλλέγονται καταστρέφονται αυτόματα, με μέριμνα του υπεύθυνου επεξεργασίας, εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από τη λήξη της συνάθροισης, εφόσον αυτή εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε ομαλά. Όλες οι παραπάνω πρακτικές αποβλέπουν στην πραγματικότητα στο chilling effect, δηλαδή στην αποθάρρυνση των θυμάτων από την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Δυστυχώς, τα δικαστήρια είναι συνήθως διστακτικά στην αναγνώριση των υπερβάσεων εξουσίας εκ μέρους των αστυνομικών αρχών.
Τι να κάνουμε; Το βασικό πεδίο που αναλογεί στην Ένωση, και δεν είναι καθόλου λίγο, είναι η θεσμική επαγρύπνηση. Το γεγονός ότι η Ένωση δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των πολιτών και ιδιαίτερα της νεολαίας. Ειδικότερα, οι τοποθετήσεις της Ένωσης, οι παρεμβάσεις του Παρατηρητηρίου επιθέσεων κατά των ελευθεριών στα Πανεπιστήμια, οι απευθύνσεις πανεπιστημιακών και φοιτητών στον Συνήγορο του πολίτη, είναι κινήσεις που θέτουν την εξουσία ενώπιον των ευθυνών της. Ακόμα και η πρόκληση μιας προκαταρκτικής διοικητικής εξέτασης ή μιας ΕΔΕ σε βάρος αστυνομικών οργάνων που έχουν υπερβεί την εξουσία τους έχουν σημασία. Χρειάζεται όμως να έχουμε και επίγνωση των ορίων αυτών των ενεργειών, αφού συνήθως συγκαλύπτονται λόγω ενός κακώς νοούμενου esprit de corps. Με άλλα λόγια, ο αυτοέλεγχος οδηγεί σε ατιμωρησία. Σε αυτό το πλαίσιο, η καλύτερη υπεράσπιση των δικαιωμάτων μας είναι η άσκησή τους, ακόμα και αν είναι ριψοκίνδυνη ή στοχοποιημένη. Όσο και εάν αυτό ακούγεται περίεργο, η εχθρότητα της εξουσίας απέναντι στα δικαιώματα συλλογικής δράσης αποτελεί κριτήριο που δείχνει την αποτελεσματικότητά τους. Επομένως, ο συνδυασμός της θεσμικής επαγρύπνησης της Ένωσης με τη ριζοσπαστική-δημοκρατική εξωθεσμική δράση των κινημάτων νομίζω πως είναι αναγκαίος και μπορεί να αποφέρει καρπούς.
*Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είναι δικηγόρος, Διδάκτορας Νομικής ΑΠΘ
*Το κείμενο βασίστηκε στην εισήγηση του στην εκδήλωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου την Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου στη Θεσσαλονίκη με τίτλο «Όψεις Κρατικού αυταρχισμού: Πρόσφυγες, Ρομά, ΛΟΑΤΚΙ, Νεολαία»- Ολόκληρο το βίντεο της ημερίδας μπορείτε να δείτε εδώ