Δημήτρης Στρατούλης, 8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα, σελ. 380, εκδόσεις Τόπος
Ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία
Γιάννης Ρίτσος
Η πρόταση, που προηγείται, ο θαυμάσιος στίχος του Ρίτσου, παρατίθεται από τον Δημήτρη Στρατούλη προς το τέλος του βιβλίου. Θα μπορούσε, λοιπόν, να θεωρηθεί και ως το καταστάλαγμα της εμπειρίας του.
Η ανθρώπινη ιστορία αρχινάει με μια αντίσταση χωρίς ελπίδα -μια καταδικασμένη αντίσταση. Η ανθρώπινη ιστορία, λοιπόν, μπορεί να γράφεται από τους νικητές, αλλά δημιουργείται από τους ηττημένους. Τους ηττημένους, όχι εκ του αποτελέσματος, αλλά εξαρχής. Οι άνθρωποι χωρίς ελπίδα δημιουργούν την ιστορία αντιστεκόμενοι.
Θυμίζει πολύ την αποστροφή του Βάλτερ Μπένγιαμιν ότι η Επανάσταση επιβάλλεται, όχι για τους ανθρώπους του μέλλοντος, αλλά, αντίθετα, γι’ αυτούς, τους πάρα πολλούς, που βασανίστηκαν, υποδουλώθηκαν, καταστράφηκε η ζωή τους, μέσα σε συστήματα εκμεταλλευτικά και εξουσιαστικά, που δεν τους επέτρεψαν ούτε στιγμή να πάρουν ανάσα. Έτσι, η Επανάσταση, πριν να αναγεννήσει τον κόσμο, έχει καθήκον να εκδικηθεί για τους θυσιασμένους. Όχι θυσιάζοντας κι αυτή με τη σειρά της, αλλά καταστρέφοντας τα θεμέλια της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.
Φαίνεται, νομίζω, πως συμφωνώ και με τον στίχο και με την «εκδίκηση». Μάλλον, συμφωνεί κι ο Στρατούλης. Ο λυρισμός είναι, πάντα, περισσότερο εύστοχος από το επικό λογοτέχνημα. Ο αντι-ηρωισμός του τον κάνει αποτελεσματικότερο συναισθηματικά, ηθικά, άρα και πολιτικά.
Ο Στρατούλης, άλλωστε, είναι κομμουνιστής. Άρα, κατά τεκμήριο, καλός άνθρωπος. Πράγμα, που στο βιβλίο φαίνεται σε κάθε του σελίδα. Η αντιπαράθεση, ακόμη κι αν αφορά τα πιο σημαντικά θέματα, ζωής και θανάτου, κάποιες φορές, είναι πάντοτε ευγενική. Ούτε προδότες, ούτε συνωμότες, ούτε δειλοί είναι οι, ομόφρονες, μέχρι πρόσφατα, «αντίπαλοι». Οι πρακτικές μπορεί να ήταν καταστροφικές, αλλά τα πρόσωπα δεν ήταν, κατ’ ανάγκην, καθάρματα.
Το βιβλίο είναι από αυτά που δεν παρουσιάζονται. Μόνο διαβάζονται. Είναι τέτοιο το μέγεθος της παρεχόμενης ουσιώδους πληροφορίας, που οποιαδήποτε παρουσίαση θα το αδικούσε ανεπανόρθωτα. Πρόκειται για χρονικό των γεγονότων, των πολιτικών εξελίξεων, μέσα κι έξω από το κόμμα, των πρακτικών και των πρωτοβουλιών, μαζί και των αποριών, των προχωρημάτων και των υποχωρήσεων -έως την τελική προσχώρηση της κυβέρνησης.
Μεγάλη αξία δίνει στο βιβλίο η μεταφορά της υπουργικής εμπειρίας, στον κρίσιμο τομέα της κοινωνικής ασφάλισης. Η κομματική εμπειρία δείχνει πως μπορούσε να επιδιωχτεί, με όλη την ενδεχομενικότητα και με γνωστούς τους συσχετισμούς, μια άλλη πορεία, πιστή στις διακηρύξεις, αλλά και στη μέχρι τότε πρακτική. Μια πορεία ρήξης με τα μνημόνια και την σκόπιμη και καλά οργανωμένη κοινωνική μηχανική, που κατέστρεψε τις προοπτικές της πλειοψηφίας ενός λαού. Η υπουργική εμπειρία προσθέτει συγκεκριμένα παραδείγματα, στα οποία έγιναν πράγματα σε αυτήν την κατεύθυνση.
Τα βιβλίο δεν παρουσιάζεται. Δίνει, όμως, τροφή για σκέψη. Έχει γραφεί, σε συμφωνία με την προτροπή του Γκάντι: Πρέπει να ζούμε σαν να πρόκειται να πεθάνουμε αύριο και να μελετάμε σαν να πρόκειται να ζήσουμε για πάντα
Τι θα μπορούσε να γίνει, ώστε να πάνε τα πράγματα, αλλιώς; Τι έλλειψε; Τι στράβωσε;
Τι να γίνει αλλιώς την άλλη φορά;
Σε αυτά θα ήθελα να διατυπώσω κάποιες σκέψεις, στο μέτρο που κι εγώ βρέθηκα σε «υψηλές θέσεις» στον κομματικό οργανισμό ΣΥΡΙΖΑ, ως μέλος της ολιγομελούς Πολιτικής Γραμματείας. Η ευθύνη μου, μάλιστα, ίσως να είναι μεγαλύτερη, μια και ανήκα στην πλειοψηφία του κόμματος.
Ξεκινώ με τα πρότερα του Ιανουαρίου.
Μπορούσε να διατηρηθεί η κινηματική ορμή της περιόδου 2012 -2015; Ή, είμασταν καταδικασμένοι να ζήσουμε σε συνθήκες ανάθεσης στο κεντρικοπολιτικό; Η γνώμη μου είναι πως, έστω σε χαμηλότερη ένταση, ήταν δυνατή η συνύπαρξη κινηματικής εγρήγορσης, τουλάχιστον, και διακυβέρνησης. Η ιδιαίτερη έμφαση που απέκτησε η κοινοβουλευτική δουλειά και η, σχεδόν αποκλειστική, κυβερνητική σκοποθεσία δεν βοήθησε, προφανώς, το κίνημα. Ούτε και το κόμμα -είναι χαρακτηριστικό πόσο λίγα από τα κορυφαία στελέχη έμειναν στην αποκλειστικά κομματική δουλειά από το ’12 κι έπειτα. Σωστότερο θα ήταν, βέβαια, να επικρατούσε η ελευθεριακή αντίληψη, που δεν περιμένει από τα «στελέχη», αλλά από τα «απλά» μέλη, αλλά είμαστε πολύ μακριά από αυτό.
Επιπλέον, ακυρώθηκε εντελώς κάθε δυνατότητα αναζωπύρωσης του «δρόμου» μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης, στο μέτρο που κάναμε «διαπραγμάτευση», σε συνθήκες, μάλιστα, μυστικής διπλωματίας -και τίποτε άλλο. Όχι μόνο δεν επιδιώχθηκε η -εφικτή τότε- αναγέννηση του κινήματος, αλλά θεωρήθηκε και προβληματική. Και να μη μιλήσω για το διεθνές κίνημα, στο οποίο δεν έγινε η παραμικρή οργανωμένη έκκληση για δυναμική στήριξη.
Από την άλλη, είχαμε, άραγε, πρόγραμμα, δομημένο με τρόπο, που μπορούσε να υπηρετήσει ένα φιλολαϊκό μετασχηματισμό;
Εδώ η απάντηση είναι ναι και όχι. Είχαμε στοιχεία ενός προγράμματος, τα οποία, όμως, παρέμειναν ανιεράρχητα και -σκοπίμως;- σε κάποια ουσιώδη σημεία ασαφή, με αποτέλεσμα να τα ερμηνεύει καθένας όπως καταλάβαινε ή ήθελε. Για παράδειγμα, χαρακτηριστικό ήταν πως, όταν ρωτιόταν σε τηλεοπτικές συζητήσεις οι εκπρόσωποί μας, τι θα κάνουμε με το περιουσιολόγιο και την σχετική φορολογία, ακούγονταν συχνά απόψεις πως η βάση φορολόγησης θα είναι πάνω από 500.000! Πράγμα που σήμαινε πως τα, τόσο απαραίτητα για την κοινωνική πολιτική, έσοδα από την φορολόγηση της περιουσίας, δεν έφταναν ούτε για να κάνουμε μερικές παιδικές χαρές και καναδυό κατασκηνώσεις. Πολύ περισσότερο που, λόγω εκτεταμένης φορο-απόκρυψης, όσοι δηλώνουν 500.000 έχουν πολύ περισσότερα.
Άλλο παράδειγμα, τα, πολύ σημαντικά και από οικολογική άποψη, θέματα σχετικά με τα απορρίμματα. Ενώ η θεματική επιτροπή του κόμματος -και το πρόγραμμα- ήταν κατηγορηματικά αντίθετη στην καύση, κατοπινοί υπουργοί δούλευαν στην πράξη υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων. Κανείς δεν έκανε τίποτε, κανείς δεν έπαθε τίποτε.
Ας σκεφτούμε πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, αν, έστω αφού γίναμε κυβέρνηση, τις πρώτες κιόλας μέρες, νομοθετούσαμε την αύξηση του κατώτατου, το πέρασμα στο δημόσιο τομέα των, ούτως ή άλλως κρατικών από μετοχική σύνθεση, τραπεζών, την ουσιώδη ενίσχυση όλων των τύπων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, μια φορολογική επανάσταση «προκλητικά» υπέρ των κατώτερων τάξεων και ξεκινούσαμε την περίφημη διαπραγμάτευση, όχι εική και ως έτυχε, αλλά με φανερή την επιδίωξη της διαγραφής. Τι όροι ριζοσπαστικοποίησης και κινητοποίησης της κοινωνικής πλειοψηφίας ήταν δυνατόν να διαμορφωθούν. Η σαφήνεια, η ιεράρχηση και η ταχύτητα υλοποίησης θα έφτιαχναν ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο αντιπαράθεσης.
Ένα ταξικό πρόγραμμα, όπως το παραπάνω, θα έβαζε στο στόχαστρο όχι μόνο τους «ξένους» και το «πολιτικό σύστημα», αλλά, πρώτα από όλα, τα δικά μας αφεντικά -αυτά, που κρύβονταν πίσω από πλείστες όσες «λεπτομέρειες» των μνημονίων, που έκαναν τη χώρα μια εργοδοτική δικτατορία χωρίς προηγούμενο στην ιστορία. Δεν κάναμε το παραμικρό.
Παραπλανηθήκαμε; Δεν καταλάβαινε κανείς τι συνέβαινε; Κάθε άλλο. Υπάρχει πλούσιο υλικό -και στο βιβλίο του Στρατούλη- που δείχνει πως πολλοί καταλάβαιναν πολλά και συχνά εντόπιζαν -ακόμη και με οξύ τρόπο- τα προβλήματα. Το ζήτημα είναι πως βρίσκονταν διαρκώς σε έναν αναγκαστικό εγκλωβισμό, που το στενό σύστημα -Τσίπρα, το αξιοποίησε ολοκληρωτικά. Αυτό συνίστατο στην αδυναμία δημόσιας κριτικής, με την ένταση, που απαιτούταν, στο μέτρο που μια τέτοια κριτική θα εκλαμβάνονταν ως εμπόδιο στην κυβέρνηση «που δίνει τη μάχη». Για τα ίδια τα μέλη του κόμματος, λόγω του τρόπου με τον οποίο οικοδομήθηκε το προεδρικό κονκλάβιο, ποτέ «δεν ήταν η ώρα».
Για άλλη μια φορά στην ιστορία της Αριστεράς, αναδείχτηκε το καίριο, καθοριστικό για όλα τα άλλα, ζήτημα της εσωκομματικής δημοκρατίας. Αυθαίρετες κρίσιμες αποφάσεις χωρίς καμιά διαβούλευση με τα θεσμικά όργανα, καμιά λογοδοσία, καμιά συζήτηση, ό,τι του φανεί του λολοστεφανή -χωρίς, όμως, καθόλου κωμική κατάληξη.
Τα σημάδια της αντιδημοκρατικής λειτουργίας προηγήθηκαν αρκετά της κυβέρνησης -ο αντικειμενικός εκβιασμός «ενόψει της κυβέρνησης» λειτουργούσε διαβρωτικά.
Ακόμη και το ιστορικής σημασίας δημοψήφισμα υπήρξε απόφαση του Τσίπρα χωρίς καμιά ανταλλαγή απόψεων, έστω. Προσωπικά, θεωρούσα πως έπρεπε να πάμε σε εκλογές, όπου, για πρώτη φορά, θα θέταμε, με σαφή τρόπο, τα ρίσκα και τις επιδιώξεις μας. Που δεν θα μιλούσαμε για νταούλια και ζουρνάδες, αλλά για την ανάγκη μιας ρηξιακής επιλογής, με όλα τα συνεπόμενα -προκειμένου το «καμιά θυσία για το ευρώ» να υλοποιηθεί και να σώσει γενιές από μια χαμοζωή χωρίς ελπίδα.
Κι όμως, ο Τσίπρας και η στενή ομάδα του δεν ήταν τόσο ισχυρός μέχρι και το 2013. Το λάθος της μη -αποφασιστικής άρνησης της θεσμοποίησης της αυτονομίας του, με την απευθείας εκλογή του από το Συνέδριο, έπαιξε σημαντικό ρόλο.
Αυτό βάζει ένα πολύ ευρύτερο ζήτημα. Αυτό της επαφής των αριστερών τάσεων του κόμματος. Η Αριστερή Πλατφόρμα -με περίπου 30% εκπροσώπηση- και οι “53” -με άλλο 25%- δεν επιχείρησαν ποτέ την μερική, έστω, συμπόρευση. Όχι μόνο, αλλά συχνά εντόπιζαν τη σύγκρουση προνομιακά ο ένας προς τον άλλο.
Συνήθως, ελάχιστα ξέραμε οι μεν για τους δε. Κι όμως, η αριστερή τάση της πλειοψηφίας -Κοκκινοπράσινο Δίκτυο, μεγάλο μέρος της νεολαίας, η αριστερά της ΑΡΕΝ- που, σε μεγάλο βαθμό, αποχώρησε το καλοκαίρι του ’15, έδωσε μάχες σε σύγκρουση με την κυβερνητική «ηγεσία» και, αν δεν εγκλωβίζονταν στην απαίτηση για «σύμπνοια» στο δημόσιο χώρο, μπορούσε να επικρατήσει. Είναι χαρακτηριστικό πως, στην πρώτη πανελλαδική συνάντηση των “53” μετά την προσχώρηση -και όχι υποχώρηση- της Συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου, με πολλές εκατοντάδες άτομα, η σαφής πλειοψηφία ήταν εναντίον αυτού του προ-μνημονίου.
Η πιο χαρακτηριστική απόδειξη της δυνατότητας για μια συμπόρευση ήταν το κείμενο των 109 -55% της ΚΕ- που ζητούσε απόρριψη του 3ου μνημονίου και σύγκληση, επιτέλους, του σημαντικότερου, για ένα αριστερό κόμμα, οργάνου, της Κεντρικής του Επιτροπής.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμη για πολλά.
Θα κλείσω, όμως, με ένα προκλητικό, για τα δεδομένα του χώρου μας, ζήτημα. Δεν θα το απαντήσω -γιατί δεν ξέρω την απάντηση. Η ερώτηση, όμως, είναι στρατηγικής σημασίας.
Πρέπει ένα αντικαπιταλιστικό κόμμα να επιδιώκει την κυβέρνηση; Η καταφατική απάντηση είναι πρόσφατη, στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία έδινε αρνητική απάντηση. Το πρώιμο κομμουνιστικό κίνημα έβλεπε τις «εργατικές κυβερνήσεις» μόνο ως προπομπό και εργαλείο για την επαναστατική εξέλιξη. Μετά το 2ο Π. Πόλεμο άρχισε η «κυβερνητικότητα» να μην αποτελεί, στο όριο, έγκλημα καθοσιώσεως. Ήταν το Ιταλικό Κ.Κ. που έβαλε πρώτο την υποχρέωση να γίνει «κόμμα αγώνα και διακυβέρνησης». Με όχι, θα έλεγα, λαμπρά αποτελέσματα.
Ο Ανιέλι, ως γνωστόν, έλεγε, πως μερικά πράγματα, πολύ βολικά για τα αφεντικά, μπορεί να τα περάσει μόνο μια αριστερή κυβέρνηση. Δεν ξέρω, αν αυτό συγκροτεί μια καλή βάση για την απάντηση σχετικά με την επιδίωξη ή όχι της διακυβέρνησης από ένα αντικαπιταλιστικό κόμμα. Σε συνδυασμό, μάλιστα, πως οι μεγαλύτερες κατακτήσεις των κατώτερων, των εργατικών τάξεων κατορθώθηκαν από την θέση όχι της κυβέρνησης, αλλά της μαχητικής αντιπολίτευσης, μας βάζει σε πειρασμό.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαι βέβαιος για την απάντηση.
Αυτό για το οποίο είμαι βέβαιος, όμως, είναι να μην χαιρόμαστε πολύ, όταν αναλαμβάνουμε τη διακυβέρνηση ενός, χωρίς ρωγμές, καπιταλιστικού κράτους, αλλά να κρατάμε τη μύτη μας, να μη μειώνουμε τις αποστάσεις μας από τις λειτουργίες του. Να μην ξεχνάμε πως στόχος είναι η «καταστροφή» του. Η πολλή χαρά, σε αυτές τις περιπτώσεις, πάντα βγαίνει ξινή για τους περισσότερους.
Γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης: «Κι αν νικηθήκαμε, δεν ήταν από την τύχη ή τις αντιξοότητες, αλλά από αυτό το πάθος για κάτι πιο μακρινό». Που σημαίνει, νομίζω, πως «Όσα είπαμε παλιά ισχύουν».