in ,

Οι αγώνες για το περιβάλλον είναι αγώνες για το ψωμί και τα τριαντάφυλλα. Της Σταυρούλας Πουλημένη

Γυναίκες της ΒΑ Χαλκιδικής ενάντια στην εξόρυξη χρυσού

Όταν κλήθηκα να μιλήσω για το βιβλίο Φεμινισμός για το 99%: Μανιφέστο των Cinzia Arruzza, Tithi Bhattacharya και Nancy Freyser (εκδόσεις Εκτός Γραμμής) ένιωσα μια ταραχή είναι η αλήθεια, μια ανάμειξη ενθουσιασμού και αγωνίας. Ενθουσιασμό γιατί νιώθω ότι κάπως λείπουν και μας λείπουν αυτές οι συναντήσεις: να συζητάμε θεωρητικά και πρακτικά και με όρους αλληλοϋποστήριξης ζητήματα που αντιμετωπίζουμε καθημερινά μέσα από επεξεργασίες οι οποίες προέρχονται όχι μόνο από τις σπουδές φύλου -και την συμβολή των τριών συγγραφέων σε αυτές- αλλά κυρίως μέσα από ένα πολύ σημαντικό κύμα φεμινιστικών αγώνων στο οποίο φυσικά αυτές συμμετείχαν. Προσωπικά δεν έχω εμπειρία από σπουδές φύλου, εξού και η αγωνία. Θα έλεγα ότι η σύνδεσή μου με τους φεμινισμούς προέρχεται κυρίως μέσα από συλλογικά βιώματα, ανταλλαγή εμπειριών αλλά και αναλύσεις πάνω στη γνώση της λειτουργίας των συστημάτων και των σχέσεων που μας καταπιέζουν με πολλαπλούς τρόπους. Οι φεμινισμοί αυτοί οραματίζονται μια έμφυλη δικαιοσύνη θέτοντας συνεχώς νέα ερωτήματα και κυρίως πιο συμπεριληπτικούς τρόπους να αγωνιζόμαστε. Όπως επαναλαμβάνει και το Μανιφέστο, αγωνιζόμαστε και για το ψωμί και για τα τριαντάφυλλα.

Στο «ψωμί και τα τριαντάφυλλα» σπάνια συναντούσαμε στην Ελλάδα μέχρι σήμερα να περιλαμβάνονται -τουλάχιστον στις δημόσιες ή κινηματικές συζητήσεις για τον φεμινισμό και τους φεμινισμούς- οι  αγώνες για το περιβάλλον, παρά το γεγονός ότι σε αυτούς εδώ και δεκαετίες παγκοσμίως πρωτοστατούν γυναικεία κινήματα ή γυναίκες. Αυτό δεν ήταν ένα πρόβλημα μόνο των φεμινισμών. Ήταν ένα πρόβλημα γενικότερα των χειραφετητικών κινημάτων και των παραδοσιακών σοσιαλιστικών προσεγγίσεων για την ταξική πάλη που επικεντρώνονταν στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας (ως μισθωτής εργασίας λευκών cis ανδρών) χαρακτηρίζοντας δευτερεύουσες άλλες αντιθέσεις μεταξύ αυτών την αποικιακή και ρατσιστική βία, την υφαρπαγή της γης, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, τη σεξουαλικότητα και τα ζητήματα κοινωνικής αναπαραγωγή.

Όταν άρχισε η οικολογική κρίση να γενικεύεται, δηλαδή να μην αφορά ένα πρόβλημα πάντα κάπου μακριά και αφού αυτή μέσω πολυεθνικών εταιρειών αλλά και των κρατικών πολιτικών άρχισε να κατατρώει τις σάρκες μας, να αποψιλώνει τα δάση μας, να μας αποστερεί τις παραλίες μας, να καταλαμβάνει τους δημόσιους χώρους και να μολύνει τα νερά μας έγινε αντιληπτό σε μεγαλύτερο βαθμό ότι είναι ένας αγώνας που μας αφορά όλες.

Το ζήτημα που θέτει το Μανιφέστο στην 9η θέση του είναι ότι η κλιματική αλλαγή αλλά και γενικότερα η υφαρπαγή της γης και η ιδιοποίηση της φύσης από τον καπιταλισμό είναι ένα φεμινιστικό ζήτημα και σε αυτήν την πτυχή του βιβλίου θα επικεντρωθώ προκειμένου να μοιραστώ κάποιες σκέψεις στο τέλος, πολλές εκ των οποίων σε μορφή ερωτημάτων και όχι μιας ξεκάθαρης στάσης.

Το περιβάλλον και οικολογική κρίση που ζούμε είναι ένα φεμινιστικό ζήτημα για τις συγγραφείς του μανιφέστου, όχι γιατί αντιλαμβάνονται τη φύση ουσιοκρατικά ως θηλυκότητα ή μια τροφό μητέρα, αλλά λόγω της μόλυνσης (εδαφικής, υδάτινης και αέριας) και της επίθεσης του καπιταλιστικού συστήματος σε φυσικούς πόρους, μέσα από το πρίσμα της θέσης των γυναικών και των θηλυκοτήτων στην καπιταλιστική κοινωνία. Αντιλαμβάνεται δηλαδή την οικολογική κρίση ως μια ακόμη κρίση συνδεδεμένη με τον καπιταλισμό που οδηγεί τόσο στην περαιτέρω εκμετάλλευση των γυναικών ως υπεύθυνων της κοινωνικής αναπαραγωγής όσο και σε μια συνθήκη στην οποία οι γυναίκες πλήττονται περισσότερο, με φαινόμενα όπως λειψυδρία, ρύπανση, υπερεκμετάλλευση της γης, περιβαλλοντική προσφυγιά κ.ά.

Ο Φεμινισμός 99%, Μανιφέστο υπενθυμίζει ότι οι γυναίκες βρίσκονται στη γραμμή του πυρός της σημερινής οικολογικής κρίσης, συνιστώντας το 80% των κλιματικών προσφύγων. Επιπλέον αντλεί εμπειρίες από τον παγκόσμιο Νότο όπου οι φτωχές, μη λευκές, γυναίκες είναι δυσανάλογα ευάλωτες καθώς υφίστανται μεταξύ άλλων και περιβαλλοντικό ρατσισμό, δεδομένου ότι οι κοινότητες στις οποίες ζουν κινδυνεύουν από καταστροφικά φαινόμενα όπως πλημμύρες αλλά και από δηλητηρίαση με μόλυβδο. Η οικολογική κρίση δηλαδή αναπαράγει και επιτείνει την καταπίεση των γυναικών και θα λέγαμε ότι στην πραγματικότητα οδηγεί σε σταδιακό αφανισμό των κοινοτήτων που υφίστανται τις πολλαπλές περιβαλλοντικές επιθέσεις. Δεν είναι φυσικό φαινόμενο η δηλητηρίαση από μόλυβδο ούτε καν οι πλημμύρες. Όλα τα καταστροφικά φαινόμενα έχουν συνήθως ως αιτία την ανθρωπογενή δραστηριότητα, η οποία τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες εντείνεται μέσα από έργα καπιταλιστικής ανάπτυξης πολλά από τα οποία βαφτίζονται πράσινα (εξορύξεις, υδροηλεκτρικά κ.ά.).

Το σημαντικό κατά τη γνώμη μου που κάνει το Μανιφέστο συνολικά -αλλά και ως προς το περιβαλλοντικό ζήτημα ειδικότερα- είναι ότι μιλάει για τις κρίσεις, μεταξύ αυτών και την οικολογική. Δεν μιλάει αφηρημένα αλλά μέσα από απτά παραδείγματα περιβαλλοντικής καταστροφής, όπου γυναίκες μέσα από συλλογικές διαδικασίες αμφισβητούν έναν από τους πιο σύγχρονους πυρήνες της καπιταλιστικής ανάπτυξης με φοβερά πλήγματα στη βιωσιμότητα του φυσικού περιβάλλοντος συνδεδεμένης με την ευζωία των πιο φτωχών.

Μέσα από ετερόκλητες εμπειρίες και ιστορίες δεν προσπαθεί να δείξει ότι υπάρχει μια ομοιογενής ενική οντότητα φεμινισμού αλλά συνδέει τους αγώνες αυτούς σε μια συνειδητή συμμαχία όπου τα οικολογικά ζητήματα δεν είναι αδιαχώριστα από την κοινωνική δικαιοσύνη.

Στα παραδείγματα που αναφέρονται οι γυναίκες είναι και ήταν σε παγκόσμιο επίπεδο πρωτεργάτριες κινημάτων γιατί αντιλαμβάνονται ότι η οικολογική καταστροφή έχει οικουμενικές συνέπειες. Κανείς δε θα μπορέσει ίσως να σωθεί από τις βλάβες  που προκαλεί η περιβαλλοντική ρύπανση, αλλά οι επιπτώσεις δεν είναι ίδιες για όλες και όλους. Γίνεται δηλαδή φανερό ότι στην ιεραρχία της καπιταλιστικής και πατριαρχικής εκμετάλλευσης οι πιο καταπιεσμένες, οι πιο ταξικά εκμεταλλευμένες, αυτές που ζουν στις πιο φτωχές κοινότητες υφίστανται τις παράπλευρες συνέπειες του λιγνίτη, του φράκινγκ, της ιδιωτικοποίησης του νερού και των βαρέων χημικών βιομηχανιών που εγκαθίστανται συνήθως σε κοινωνικά περιθωριοποιημένες περιοχές. Αυτές θα υποστούν την περισσότερη βία, τη μεγαλύτερη αποστέρηση φυσικών αγαθών, όπως το νερό, αλλά και ένα ακόμη μεγαλύτερο βάρος της φροντίδας στο πλαίσιο της κοινωνικής αναπαραγωγής. Μέσα από έρευνες που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα με αφορμή την κλιματική αλλαγή γίνεται φανερό1 ότι η συμβολή στην ρύπανση είναι μεγαλύτερη από τα πολύ μικρά ποσοστά των πλουσιότερων του πλανήτη ενώ οι συνέπειες μοιράζονται απλόχερα στις φτωχότερες και στους φτωχότερους.

Είναι σχεδόν ξεκάθαρο από κάθε θέση του Μανιφέστου -και σε όλα τα ζητήματα που θίγει- πως διαχωρίζει τη θέση του από έναν φιλελεύθερο φεμινισμό που αναζητά μια ψεύτικη ισότητα στο μοίρασμα της κυριαρχίας χωρίς να αλλάζει σε τίποτα το σύστημα της εκμετάλλευσης. Διαχωρίζει επίσης τη θέση του και από έναν εταιρικό φεμινισμό που υποστηρίζει την κατάληψη υψηλών θέσεων στην εξουσία, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της συντήρησης μιας πολιτικής που βαθαίνει την ταξική και έμφυλη βία στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Με τον ίδιο τρόπο διαχωρίζει τη θέση του από ένα «πράσινο» καπιταλισμό και αυτό όχι από μια στάση ακαδημαϊκή ή από μια εξωτερική σκοπιά, αλλά μέσα από την θέση ότι οι γυναίκες δεν είναι μόνο αντικείμενα καταπίεσης αλλά υποκείμενα αγώνα και αντίστασης.

Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι ιθαγενικοί αγώνες για το περιβάλλον απέναντι σε σχέδια που παρουσιάζονται ως πράσινα, πέρα από αγώνες διάσωσης των λιγοστών πόρων που διαθέτουν, του νερού αλλά και της βιοποικιλότητας, είναι ταυτόχρονα αγώνες ενάντια στην έμφυλη καταπίεση, την περαιτέρω υποδούλωση των γυναικών και της αποικιοκρατίας. Οι προσφύγισσες, μεταξύ αυτών και οι περιβαλλοντικές προσφύγισσες, έχουν βιώσει και θα βιώσουν εξίσου τη βία των συνόρων, την αστυνομοκρατία, στερούμενες ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα έστω διεκδίκησης των αναπαραγωγικών τους δικαιωμάτων ή την εύρεση εργασίας χωρίς τον κίνδυνο της απροκάλυπτης έμφυλης βίας. Δηλαδή η εξώθηση σε μετανάστευση εξαιτίας μιας περιβαλλοντικής καταστροφής (ή και της υφαρπαγής της γης από καπιταλιστικά συμφέροντα) οδηγεί στο ίδιο επικίνδυνο για την ίδια τη ζωή ταξίδι με αυτό των υπόλοιπων προσφύγων από πόλεμο, διώξεις κ.ά. Ουσιαστικά και η περιβαλλοντική προσφυγιά συνιστά μια δίωξη που οδηγεί τους ανθρώπους που την υφίστανται σε ακόμη μεγαλύτερη φτωχοποίηση και όσες κάνουν εργασία κοινωνικής αναπαραγωγής υπόκεινται σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση, διακρίσεις στην πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, εισόδημα και δημόσια αγαθά. Μια άλλη απειλή της κλιματικής αλλαγής, που είναι λιγότερο γνωστή, είναι το πλήγμα στην γλωσσική πολυμορφία. Όπως αναφέρει ο Τάσος Σαραντής σε ένα ρεπορτάζ του στην Εφημερίδα των Συντακτών, οι περιοχές που πλήττονται από καταστροφές οι οποίες συνδέονται με το κλίμα είναι συχνά αυτές που παρουσιάζουν μεγάλη γλωσσική ποικιλομορφία και περιλαμβάνουν γλώσσες με μικρό αριθμό ομιλητών, άρα και ιδιαίτερα ευάλωτες. «Ο κόσμος μικραίνει όταν χάνονται ανθρώπινες λέξεις, όπως όταν χάνεται η ποικιλία των φυτών και των ζώων του», γράφει ο Εντουάρντο Γκαλεάνο στις Μέρες που Αφηγούνται2 για την Άνχελα Λόιχ, μια από τις τελευταίες Ινδιάνες της φυλής Όνα στη Γη του Πυρός που πέθανε το 1974. Η Άνχελα τραγουδούσε μονάχη, σε μια γλώσσα που κανείς πλέον δεν την θυμόταν.

Γυναικείοι αγώνες εντός των περιβαλλοντικών αγώνων

Η δική μου εμπειρία από τα περιβαλλοντικά κινήματα στην Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει πολλά παραδείγματα αποκλειστικά γυναικείων κινημάτων για το περιβάλλον, ωστόσο συνδέθηκε με γυναικείες εμπειρίες μέσα σε αυτά. Ένα από τα κινήματα που είχα την τύχη να παρακολουθήσω, όχι μόνο από μια δημοσιογραφική σκοπιά, είναι αυτό των Σκουριών στη Χαλκιδική. Εκεί είχαμε αρχικά να κάνουμε με μια παραδοσιακή -συντηρητική θα την έλεγε κανείς κοινωνία- με πατριαρχικές σχέσεις. Δε θέλω να πω ότι η πατριαρχική κουλτούρα αυτή ήταν κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από αυτό που ζούμε στις πόλεις ωστόσο, λόγω της σχετικής απομόνωσης των κοινοτήτων και της επίδρασης της εκκλησίας, δεν καθιστούσε αυτονόητο ότι αυτές θα έβγαιναν μπροστά σε ένα κίνημα που αφορά το δάσος, το νερό τους, τη ζωή τη δική τους και των παιδιών τους. Η συμμετοχή στον αγώνα ενάντια στις εξορύξεις ήταν και στην περίπτωση αυτή μια συνειδητή συλλογική πράξη και όχι μια απόφαση που πάρθηκε ατομικά. Και αυτό μάλιστα σε περιοχές που οι διάφορες εξορυκτικές εταιρείες είχαν σπείρει το μικρόβιο του ατομικισμού μέσα από το δίλημμα «δουλειά ή υγεία», σε άλλα χωριά περισσότερο σε άλλα λιγότερο.

Αν εξαιρέσεις τα κλασσικά ρεπερτόρια δράσεων στις πορείες και διαδηλώσεις στο βουνό, στις οποίες συμμετείχαν φυσικά όλοι, οι γυναίκες των χωριών ήταν αυτές που είχαν πάρει πάνω τους ένα μεγάλο μέρος του αγώνα και κατάφεραν επί πολλά χρόνια να τον κρατήσουν ζωντανό. Ήταν αυτές που πρώτα μπήκαν μπροστά στα ΜΑΤ στο εργοτάξιο καθισμένες σιωπηλά στη γη και αυτές που χωρίς την παραμικρή αφορμή δέχτηκαν στις 21 Οκτωβρίου του 2012 επίθεση, δακρυγόνα και ξύλο. Ήταν εκείνη την μέρα που μια γυναίκα εξαναγκάστηκε από αστυνομικό να γονατίσει προκειμένου αυτός να την πατήσει στις φτέρνες και να της προκαλέσει κατάγματα, ενώ και σε άλλες διαδηλώσεις γυναίκες χτυπήθηκαν σοβαρά από την αστυνομία. Ήταν πρωτοβουλία των γυναικών των χωριών της ΒΑ Χαλκιδικής στις 12 Μάϊου του 2013, την ημέρα της Μητέρας να πραγματοποιήσουν μόνες τους πορεία στο δάσος για να υπερασπιστούν το φυσικό τους περιβάλλον. Η Αστυνομία προχώρησε σε προσαγωγή τριών γυναικών, ενώ δύο γυναίκες τραυματίστηκαν  και η μία εξ αυτών μεταφέρθηκε στο Κέντρο Υγείας της περιοχής. Εκείνη την περίοδο η Ελληνικός Χρυσός αποψίλωνε το δάσος των Σκουριών -που πλέον είναι πλήρως αποψιλωμένο τουλάχιστον στην περιοχή αυτή- και παράχωνε αιωνόβιες βελανιδιές σε ρέματα, κάποια από τα οποία μετέτρεψε σε φράγματα και λίμνες τελμάτων αποβλήτων. Φυσικά πολλές όπως και πολλοί σύρθηκαν στα δικαστήρια, είδαν τους συντρόφους τους να απάγονται μέσα από τα σπίτια τους, να μπαίνουν φυλακή, τα παιδιά τους να δέχονται τεράστια ψυχολογική βία και αντιμετώπισαν σωρεία κατηγοριών. Εξοντωτικές διαδικασίες και συνθήκες που κράτησαν χρόνια και είχαν τρομερές σωματικές, ψυχολογικές και οικονομικές επιπτώσεις.

Οι γυναίκες της περιοχής έζησαν κάτι πρωτόγνωρο για τη ζωή τους, την κρατική βία που υποστήριζε με κάθε μέσο τη λεηλασία του τόπου τους από μια εταιρεία. Έχω την αίσθηση ότι η αστυνομική βία ήταν αρκετά μεγάλη εναντίον των γυναικών όχι μόνο γιατί η αστυνομία διακατέχεται δομικά από την πατριαρχική κουλτούρα αλλά και γιατί δε μπορούσαν να πιστέψουν ότι θα βρουν μπροστά τους τις γυναίκες, που θεωρούσαν ότι η θέση τους θα είναι για πάντα περιορισμένη μόνο στον ιδιωτικό χώρο, «το νοικοκυριό», να αντιδρούν με τόσο πείσμα. Έχει μια σημασία να αναφέρουμε ότι το δάσος για πολλές και πολλούς στην ΒΑ Χαλκιδική δεν είναι ένα ανέγγιχτο μουσείο αλλά αυτό που θα προσδιορίζαμε εμείς στις πόλεις ως ο τόπος, η γειτονιά μας και συνδέεται φυσικά και με βιοτικές ανάγκες και όχι μόνο με την ευζωία. Η καταστροφή των δασών, όπως επισημαίνει και η Michela Zucca στις «Αιρετικές επαναστάτριες»3, για τις γυναίκες των δασών και των βουνών του Μεσαίωνα στις Άλπεις, δεν σήμαινε μόνο αποψίλωσή τους, αλλά κυρίως το σβήσιμο της πολιτιστικής μνήμης που διέσωζαν όσες και όσοι ζούσαν εκεί.

Οι γυναίκες της Χαλκιδικής σε όλη την διάρκεια του αγώνα εκτός από την ψυχραιμία που επέδειξαν έδωσαν το στίγμα στην οργάνωσή του: μέσα από τις συνελεύσεις αλλά και τα μεγάλα γεγονότα αλληλεγγύης όπως τις συναυλίες, και κυρίως με την εξεύρεση τρόπων και πόρων για να μπορούν οι ίδιες να συμμετέχουν στον αγώνα. Ακόμα και με δράσεις κάποιες από τις οποίες θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε πολιτικής ανυπακοής (όπως το αλυσοδέσιμο στα κάγκελα του εργοταξίου της εταιρείας για πολλές ώρες) αλλά και μέσα από συνδέσεις με περιβαλλοντικές ακτιβίστριες σε όλον τον κόσμο και κινήματα για την διεθνοποίηση του αγώνα. Μιλάμε για στιγμές, μέρες, μήνες αυτοοργάνωσης που μπορεί να μην είχαν δημόσια δηλωμένα φεμινιστικά προτάγματα αλλά διακατέχονταν από πράξεις με τέτοιο πολιτικό πρόσημο. Οι γυναίκες έφτιαξαν κοινότητες φροντίδας των παιδιών (η φροντίδα για πολλές μέρες και μήνες έπαψε να είναι ένα γυναικείο ζήτημα), βρήκαν συλλογικούς τρόπους να αντεπεξέλθουν στα ζητήματα κοινωνικής αναπαραγωγής και έπαψαν εν πολλοίς να βλέπουν τις εαυτές τους μέσα από τα μάτια των ανδρών. Πολλές είχαν πει στη δημοσιογράφο Ντίνα Δασκαλοπούλου για τον «φεμινισμό που δεν λέει το όνομά του» ότι «όταν γυρίσουμε στα σπίτια μας, θα γνωριστούμε ξανά».

Η επίθεση στο περιβάλλον της περιοχής δυστυχώς παραμένει αμείλικτη ωστόσο νομίζω πως η εμπειρία του αγώνα εκείνου δεν είναι κάτι που ξεχάστηκε ή διαγράφηκε από τη συλλογική μνήμη.  Ήταν μια εμπειρία που έμεινε χαραγμένη και σε εκείνες και σε μας, τόσο για τον διαφορετικό καταμερισμό εργασιών που επινοήθηκε πάνω στον αγώνα, τη σύνδεση του περιβαλλοντικού ζητήματος με την καπιταλιστική κυριαρχία, τη σύνδεση της πατριαρχίας με την καταστολή όσο και για την αποδόμηση κατεστημένων αντιλήψεων για το ποιες-οι μπορούν και πρέπει να κάνουν πολιτική ή να εκπροσωπούν το αντιεξορυκτικό κίνημα στα ΜΜΕ και αλλού. Οι Σκουριές για μένα ήταν για μένα ένα μάθημα φεμινισμού όχι μόνο εξαιτίας του συμπεριληπτικού τρόπου οργάνωσης του αγώνα (συμμετείχαν ηλικιωμένες, παιδιά, άνθρωποι με αναπηρίες και ασθένειες), αλλά και της προσέγγισης που είχαν για τη φύση και η οποία με έβαλε σε ερωτήματα και σε σχέση με το βιβλίο «Φεμινισμός για το 99%, Μανιφέστο».

Φύση και γυναίκα, φεμινισμός και οικολογία

Όπως συμβαίνει και με τον φεμινισμό και τους φεμινισμούς, η φεμινιστική ταυτότητα δεν πηγάζει αυτόματα από τη διαφορά άνδρας/γυναίκα. Ούτε το να υφίστασαι την μισογύνικη καταπίεση στην καπιταλιστική κοινωνία όντας γυναίκα ή θηλυκότητα συνιστά μια ενιαία εμπειρία και οδηγεί απευθείας στην εναντίωση στην καπιταλιστική κυριαρχία. Σε όλο αυτό πλέγμα διαφορετικών καταπιέσεων -που δεν είναι ομοιογενείς σε όλο τον κόσμο- εμπεριέχονται φυλετικές, αποικιακές, ταξικές διαστάσεις και διαφορές. Ο φεμινισμός που προτείνει το Μανιφέστο είναι -στο μέτρο που αντιλαμβάνομαι σωστά- ένας φεμινισμός της αλληλεγγύης. Ένας φεμινισμός του μοιράσματος των εμπειριών, της ανάδειξης πρακτικών και στόχων μέσα από φεμινιστικές κοινότητες και συλλογικές διαδικασίες και αγώνες, όπως π.χ. την φεμινιστική απεργία. Ένας φεμινισμός που μπορεί να αναστοχαστεί συλλογικά τις ετερογένειες που συνθέτουν τις ζωές γυναικών σε δυτικά αλλά και μη δυτικά περιβάλλοντα και άρα και τις αναπαραστάσεις τους ή τη σχέση τους με το περιβάλλον.

Το Μανιφέστο, για να επιχειρηματολογήσει υπέρ ενός οικοσοσιαλιστικού φεμινισμού, αναφέρεται σε περιβαλλοντικούς αγώνες στους οποίους πρωτοστατούν γυναίκες και κοινότητες γυναικών που δεν έχουν εξάλλου ομοιογενή στάση απέναντι στο περιβάλλον και στη φύση. Στα παραδείγματα που φέρνει ξεκινάει με ένα παλαιότερο κίνημα γυναικών της δεκαετίας του ‘60 ενάντια στα πυρηνικά όπλα (Women Strike for Peace), ένα κίνημα που συνδεόταν με την απαίτηση να σταματήσει ο πόλεμος στο Βιετνάμ και έβγαλε χιλιάδες γυναίκες στους δρόμους σε διαδηλώσεις, ένα κίνημα που χρησιμοποίησε εργαλεία νομικής πίεσης και πολιτικής ανυπακοής. Συνεχίζει με παραδείγματα που αφορούν τον αγώνα των Water Protectors στην Ντακότα των ΗΠΑ, έναν αγώνα ενάντια στον πετρελαϊκό αγωγό που προκαλούσε μόλυνση του νερού αναδεικνύοντας και μια διαφορετική σχέση των ιθαγενικών κοινοτήτων με το νερό και τη φύση. Υπάρχει επίσης αναφορά στην νικηφόρα μάχη της Μάξιμα Ακούνια στο Περού της Λατινικής Αμερικής που αντιστάθηκε στις προσπάθειες της μεταλλευτικής Yanacocha να τη διώξει από τα εδάφη της για να ανοίξει ακόμη ένα χρυσωρυχείο, αλλά και στις Γκαρουάλ γυναίκες της Ινδίας που μάχονται ενάντια στην κατασκευή υδροηλεκτρικών φραγμάτων.

Εγώ θα αναφέρω δύο πολύ διαφορετικά παραδείγματα τόσο από την άποψη των δυνατοτήτων και των οικονομικών πόρων όσο και από την στάση τους απέναντι στη φύση. Το ένα αφορά τα γυναικεία κινήματα διάσωσης του νερού στη Χιλή, εμπειρίες από τα οποία μας μετέφερε πρόσφατα η Μαρία Φράγκου, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Χιλής. Για τις ιθαγενικές κοινότητες, και ιδιαίτερα τις γυναίκες, η αντίληψη για το περιβάλλον είναι ότι είμαστε μέρος της φύσης, για κάποιες κοινότητες η σχέση είναι και πιο πνευματική. Οι αγώνες ενάντια στην απαλλοτρίωση του νερού από μεγάλες βιομηχανίες συνδέουν την εκμετάλλευση της φύσης με την βία ενάντια στις γυναίκες. Αντιλαμβάνονται το σώμα ως κομβικό κομμάτι της ανάλυσης του αντίκτυπου των πολιτικών για το περιβάλλον, ενδιαφέρονται για τις πρακτικές και την πολιτική της καθημερινής ζωής.

Το άλλο παράδειγμα αφορά τις KlimaSeniorinnen στην Ελβετία που απαρτίζονται μόνο από γυναίκες άνω των 64 ετών, οι οποίες έχουν ιδρύσει την οργάνωση Climate Seniors Association που αριθμεί πάνω από 2.000 μέλη με μέσο όρο ηλικίας τα 73 έτη. Με δικαστικούς και όχι μόνο αγώνες εναντιώνονται στην κυβέρνηση της Ελβετίας γιατί δεν έχει καταφέρει να μειώσει τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου της χώρας. Το κύριο επιχείρημα, πέρα από τη μάχη ενάντια στον ηλικιακό ρατσισμό, είναι ότι η δημογραφική τους ομάδα θα υποφέρει από τα κύματα καύσωνα που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή και υπονομεύουν τις συνθήκες διαβίωσης και την υγεία τους.

Τα παραδείγματα αυτά, ενώ υπάρχουν πολλά ακόμη στον κόσμο, τα έφερα για να κλείσω με τα ερωτήματα που προκαλεί η σύνδεση φεμινισμού και οικολογίας.

Όπως συμβαίνει και εντός της ίδιας της οικολογίας, έτσι και η προσέγγιση της σχέσης με τον φεμινισμό ως προνομιακής ή αυθύπαρκτης προκαλεί προβληματισμούς και έχει και στο παρελθόν δημιουργήσει ενδιαφέρουσες συζητήσεις μέσα και σε ένα πολύπλευρο οικοφεμινιστικό πλαίσιο. Και στα ίδια τα οικοφεμινιστικά ρεύματα υπάρχουν πολλές αποκλίσεις, διαφωνίες και κριτικές4. Νομίζω ο κυριότερος προβληματισμός έχει να κάνει με το πώς αντιμετωπίζουμε τη φύση, η οποία στη συνέχεια θέτει ένα ακόμη ερώτημα γιατί οι γυναίκες και οι θηλυκότητες να έχουν μια μεγαλύτερη σύνδεση με την προστασία της απ’ ότι η συνάντηση των ανδρών με αυτήν. Αν υπάρχει δηλαδή κάτι το μυστικιστικό και το ουσιοκρατικό τότε δεν κινδυνεύουμε να οδηγηθούμε σε μια φυσικοποίηση της θηλυκότητας με όποιους αποκλεισμούς αυτό συνεπάγεται αλλά και στην φυσικοποίηση μιας ηθικής της γυναικείας φροντίδας; Αν η σύνδεση γυναικών και προστασίας της φύσης πηγάζει από τη θέση στην οποία τοποθετεί τις γυναίκες και τις θηλυκότητες το καπιταλιστικό σύστημα και η πατριαρχία, τότε επιλύονται ζητήματα διαφορετικών οπτικών και συνδέσεων με το περιβάλλον; Πώς μπορούμε να συμπεριλάβουμε αντιλήψεις και προσεγγίσεις γυναικών από κοινότητες αυτοχθόνων που μπορεί να έχουν μια πιο σπιριτουαλιστική σχέση με το περιβάλλον, σχέση που σε κάποιες περιπτώσεις αντιλαμβάνεται και τη φύση ως μητέρα; Πώς αντιμετωπίζουμε ιστορικές συμβολοποιήσεις της φύσης ως γυναίκας-μάγισσας ως μορφή ανυπακοής; Είναι η σύνδεση φεμινισμού-οικολογίας μια σύνδεση περισσότερο θεωρητική ή βιωματική; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα στα οποία δεν έχω ολοκληρωμένες απαντήσεις.

Κατά τη γνώμη μου και σε πιο γενικό επίπεδο δεν υπάρχει κάποια αναγκαία σύνδεση με το να είσαι γυναίκα και το να γίνεις φεμινίστρια ή ακόμη ακόμη παραφράζοντας ελάχιστα τα λόγια της Chandra Talpade Mohanty από ένα άλλο σημαντικό βιβλίο (Φεμινισμός χωρίς σύνορα)5: οι φεμινισμοί και ο κόσμος μπορούν να γίνουν κατανοητοί μέσα από ένα πολύπλοκο πλέγμα καταστροφικών διαιρέσεων του φύλου, του χρώματος, της τάξης, της σεξουαλικότητας και του έθνους, ενός κόσμου που οφείλει να μεταμορφωθεί, όπως λέει η Bettina Aptheker, μέσω μιας αναγκαίας διαδικασίας «περιστροφής του κέντρου» (κέντρο η Ευρώπη και οι ΗΠΑ) που έχει φτάσει στα όριά του. Για μένα σημαντικό είναι κάθε φορά να προχωρούμε σε ολοένα και πιο βαθιές συζητήσεις πάνω στις πολιτικές συνδέσεις που επιλέγουμε να χτίσουμε τις συμμαχίες μας. Συμμαχίες μέσα από διαφορετικές ιστορίες γυναικών με διαφορετικές πρακτικές εναντίωσης στο κράτος και το κεφάλαιο αλλά και με διαφορετικές προσεγγίσεις στο περιβάλλον. Συνδέσεις που δεν θα βασίζονται στην ομοιογένεια των μορφών καταπίεσης αλλά θα δημιουργούνται πάνω στις συλλογικές συνειδητές αντιστάσεις των γυναικών, των θηλυκοτήτων, των queer και γενικότερα της lgbtqi κοινότητας, των απανταχού καταπιεσμένων, οι οποίες θα αποτελούν πηγή γνώσης και βάση για κινητοποίηση. Θα λειτουργούν συμπεριληπτικά αλλά κυρίως επουλωτικά ως προς τα τραύματα που προκαλούν ο σεξισμός και η εκμετάλλευση ανθρώπων και φύσης και θα δίνουν χρόνο στη δημιουργία στρατηγικών επιβίωσης και αντίστασης. Δεν θα καταργούν την διαφορά αλλά θα στοχεύουν, όπως καταλήγει και το «Φεμινισμός για το 99%, Μανιφέστο», οι διαφορές μας να μην χρησιμοποιούνται ως όπλα από τον καπιταλισμό. Θα αγωνίζονται για μια καθολικότητα που θα επανιδρύεται μέσω της φεμινιστικής αλληλεγγύης που θα λαμβάνει συνεχώς υπόψη τις σύνθετες και ευμετάβλητες ιστορικά μορφές καταπίεσης και τους εναντιωτικούς τρόπους που κάθε φορά επιλέγονται και πολλές φορές βρίσκονται στο περιθώριο.

Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα από ένα ποίημα της Natalie Diaz, Μοχάβι Αμερικανίδας και μέλος της κοινότητας αυτοχθόνων στο ποταμό Χίλα στις ΗΠΑ, η οποία μέσα από την ποίησή της αφοσιώνεται στη διάσωση της γλώσσας της ενάντια στην αποικιοκρατική, ρατσιστική και πατριαρχική βία αλλά και στην ρύπανση της φύσης. Μια ιθαγενής ποίηση, που μπορεί να τη βρει κανείς στο τεύχος 28 του περιοδικού Τεφλόν, η οποία αντιλαμβάνεται τη γη ως ζωντανό ον αλλά και την εμπορευματοποίηση των φυσικών πόρων ως μηχανισμό που αφανίζει λαούς και ιστορίες.

Το ποίημα λέγεται «Το πρώτο νερό είναι το σώμα».

Η λέξη για την ξηρασία διαφέρει ανά γλώσσα και τόπο. Ο πόνος της δίψας, όμως, μεταφράζεται σε όλα τα σώματα ακολουθώντας τις ίδιες διαδρομές-τη γλώσσα, τον λαιμό, τα νεφρά. Όποια γλώσσα και αν μιλάς, όποιο και αν είναι το χρώμα του δέρματός σου.

*Η Σταυρούλα Πουλημένη είναι δημοσιογράφος

 

  1. Απλοϊκό μάθημα #23: Ανισότητα και ρύπανση. Του Χρήστου Λάσκου []
  2. Eduardo Galeano, Οι μέρες αφηγούνται, μτφ. Ισμήνη Κανσή, εκδ. Πάπυρος, 2012 []
  3. Michela Zucca, Αιρετικές επαναστάτριες γένους θηλυκού-Γυναίκες των δασών και των βουνών, μτφ. Βαρβάρα Κυριλλίδου, εκδόσεις Κοντύλι, 2022 []
  4. Την ενδιαφέρουσα αυτή συζήτηση ανοίγει ο συλλογικός τόμος Οικοφεμινισμός, ανθολόγηση-επιμέλεια: Σταύρος Καραγεωργάκης, εκδόσεις Ευτοπία, 2022 []
  5. Chandra Talpade Mohandy, Φεμινισμός χωρίς σύνορα, Αποαποικιοποίηση της θεωρίας και αλληλεγγύη στην πράξη, μτφ. Ελένη Μπούρου&Τίνα Στάικου, εκδόσεις oposito, 2021 []

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

φεμινισμός δια δύο και δια ταύτα. Της Λίας Γυιόκα

Εκλογές και Ακροδεξιά #2: Τι λένε για τις γυναίκες