Anselm Jappe, Ο ναρκισσισμός, ψυχικό θεμέλιο του καπιταλισμού (μτφρ.: Λία Γυιόκα), Εκδόσεις των Ξένων 2022, σσ. 106
Ο μύθος λέει ότι ο Ερυσίχθονας ο Θεσσαλός –εγγονός του Ποσειδώνα, διαβόητος για την ασέβειά του–, θέλησε κάποτε να καταστρέψει το άλσος που είχαν αφιερώσει στη θεά Δήμητρα οι Πελασγοί, προκειμένου να διασκεδάσουν εκεί αυτός και οι φίλοι του. Σε μια κρίση παντοδυναμίας, ο Ερυσίχθονας φτάνει να απειλεί με την αξίνα του την ίδια τη θεά, όταν εκείνη τού παρουσιάζεται με τη μορφή της ιέρειάς της, της Νικίππης εμποδίζοντάς τον να κόψει τη λεύκα που έχει στην προστασία της. Για να εκδικηθεί την ασέβειά του, η Δήμητρα καταδικάζει τον Ερυσίχθονα σε μια πείνα χωρίς τέλος. Αφού λοιπόν τρώει τα πάντα, αφού πουλάει ως και την κόρη του για να βρει τρόφιμα, ο πειναλέων Ερυσίχθονας πεθαίνει στο τέλος …τρώγοντας τον εαυτό του.
Μια «υλιστική» ιστορία του ανθρώπινου ψυχισμού
Με τον μύθο του Ερυσίχθονα ξεκινά ο Άνσελμ Γιάπε το βιβλίο του «Η αυτοφαγική κοινωνία» (η φωτογραφία του κειμένου είναι από το εξώφυλλο του βιβλίου, που κυκλοφόρησε το 2017 στα γαλλικά). Στην «Αυτοφαγική κοινωνία», ο Γερμανός φιλόσοφος συζητά την ιδέα ότι, μέσα από τις βασικές μορφές του –την αφηρημένη εργασία, το εμπόρευμα, την αξία και το χρήμα–, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής διαμορφώνει μια κοινωνία αυτοκαταστροφική: μια κοινωνία συλλογικής αυτοφαγίας, δηλαδή συλλογικής παράνοιας, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η αέναη προσπάθεια όλων –εργαζομένων και καπιταλιστών– να μεγιστοποιήσουν την αξία και το χρήμα.
Για να μας φέρουν κοντά στο επιχείρημα, οι Εκδόσεις των Ξένων παρουσιάζουν δύο κείμενα που αξιοποίησε ο Γιάπε για να γράψει την «Αυτοφαγική κοινωνία». Στο πρώτο από αυτά («Ναρκισσισμός και φετιχισμός του εμπορεύματος»), ο Γιάπε συνοψίζει το διάβημά του ως εξής: Ο ιστορικός υλισμός –η θεωρία για την ιστορία που εισήγαγαν οι Μαρξ και Ένγκελς–, προσπάθησε να εξηγήσει τα φιλοσοφικά συστήματα του 18ου και του 19ου αιώνα συνδέοντάς τα με τη φιλοδοξία της ανερχόμενης αστικής τάξης να πάρει την εξουσία από τη φεουδαρχία και την Εκκλησία: μπορούμε, άραγε, να προεκτείνουμε τη λογική αυτή του ιστορικού υλισμού προς την πλευρά του υποκειμένου (του υποκειμένου της συνείδησης, της σκέψης, της βούλησης, της δράσης); Μπορεί να υπάρξει μια ιστορία της συγκρότησης του υποκειμένου και των ψυχικών του όψεων – μια «υλιστική ιστορία του ανθρώπινου ψυχισμού», δηλαδή «μια ιστορία των μορφωμάτων της ψυχής, παράλληλη προς την ιστορία των μορφών της παραγωγής, και να κατανοηθούν οι σχέσεις μεταξύ τους, ώστε να φτάσουμε στη σύλληψη της “ολικής κοινωνικής μορφής”;» (σ. 19-20).
Για να γίνει αντιληπτό τι θέλει να κάνει ο Γιάπε, θα βοηθήσει να σκεφτούμε το περίγραμμα – τη θεωρητική αφετηρία απ’ όπου προτείνει τις απαντήσεις.
Ο Γιάπε και η «Κριτική της Αξίας»
Στα 30 του μόλις, το 1992, ο Γερμανός φιλόσοφος εκδίδει τη βιογραφία του Γκυ Ντεμπόρ – μέρος του διδακτορικού του και το πρώτο απ’ τα βιβλία του που μεταφράζονται στα ελληνικά (μτφρ. Νίκος Κούρκουλος, Ελεύθερος Τύπος 1998). Δύο χρόνια μετά, ο Γιάπε εντάσσεται στο περιοδικό Krisis, που έχει πρωτοβγεί το 1987, ως «Μαρξιστική Κριτική» (από τη διάσπαση του περιοδικού προκύπτει το 2004 η ιστοσελίδα Exit!). Βασικοί στην προσπάθεια της Krisis είναι μια ομάδα μη ακαδημαϊκών/μη επαγγελματιών διανοουμένων με έδρα τη Νυρεμβέργη: οι Robert Kurz (1943-2012), Roswitha Scholtz, Norbert Trenkle κ.α. Οι επιρροές τους έρχονται κυρίως από τα «θερμά»/υποκειμενιστικά ρεύματα του υλισμού: διαβάζουν τον Λούκατς του Ιστορία και ταξική συνείδηση, Σχολή της Φρανκφούρτης (ιδίως τον Αντόρνο), τις θεωρίες των κρίσεων της Λούξεμπουργκ και του Χένρι Γκρόσμαν, τα Δοκίμια για τη Θεωρία της Αξίας του Μαρξ του Ισαάκ Ρούμπιν, οπαδούς του Μπορντίγκα (ο Γιάπε είναι κριτικός απέναντι στους Λένιν και Γκράμσι), και βεβαίως Ντεμπόρ και Αντρέ Γκορζ.
Η «Κριτική της Αξίας», όπως παρουσιάζουν οι ίδιοι το θεωρητικό τους εγχείρημα, δεν είναι «ούτε αναρχική ούτε συμβουλιακή ούτε καταστασιακή ούτε οικολογική ούτε αμεσοδημοκρατική ούτε της Σχολής της Φραγκφούρτης»[1]. Δεν συμμερίζονται την αισιοδοξία πολλών αυτόνομων μαρξιστών για την ανάπτυξη της τεχνολογίας (η ζωντανή εργασία, θυμίζουν, είναι αυτή που παράγει αξία: όχι η τεχνολογία)· απορρίπτουν τον παραδοσιακό μαρξισμό, ως υπερβολικά προσηλωμένο στην κατανομή (αντί της κατάργησης) της αξίας (να ένα απ’ τα σημεία σύμπτωσης της ομάδας Krisis με την ευρωπαϊκή «Υπεραριστερά»)· απορρίπτουν την αντισταλινική κριτική περί «γραφειοκρατικοποίησης» της ΕΣΣΔ (το πρόβλημα, λένε, ήταν η επιβίωση των μηχανισμών της αξίας μετά την επανάσταση)· ασκούν όμως και «ανηλεή κριτική στις συμβατικές μορφές της αντικαπιταλιστικής θεωρίας», στον πολιτικό επαναστάτη Μαρξ, που ονομάζουν «εξωτερικό». «Εσωτερικός», για την Krisis, είναι ο Μαρξ όταν μιλά για το χρήμα, την αξία, το εμπόρευμα, την αφηρημένη εργασία – «εξωτερικός» όταν αναφέρεται στην ταξική πάλη, το προλεταριάτο ως επαναστατικό υποκείμενο, την υπεράσπιση της εργασίας και των εργατών και την αντίληψη ότι ο καπιταλισμός είναι ουσιαστικά η κυριαρχία μιας “καπιταλιστικής τάξης” που κατέχει τα μέσα παραγωγής».
Τι σημαίνει, θεωρητικά και πολιτικά, αυτή η «ανηλεής» κριτική στον «εξωτερικό» Μαρξ; Για τον Kurz και τους ανθρώπους της Krisis είναι σαφές: ο καπιταλισμός δεν θα ανατραπεί από κάποια κοινωνική ομάδα που, με βάση το ρόλο της στην παραγωγή αξίας, προορίζεται να ξεπεράσει τον καπιταλισμό: ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει γιατί, έχοντας ενσωματώσει «πολλή» τεχνολογία, δεν θα μπορεί να παραγάγει επαρκή αξία – η δε κατάρρευσή του δεν θα οδηγήσει μόνη της στη χειραφέτηση. Ο Γιάπε το λέει καθαρά: με βάση τον Μαρξ «είναι λογικά αδύνατη μία “επανάσταση των εργαζομένων ενάντια στον καπιταλισμό”. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει είναι επανάσταση ενάντια στην υπαγωγή της κοινωνίας και των ατόμων στη λογική της αξίας και στην αφηρημένη εργασία»[2]. Ο εργαζόμενος, εξηγεί, είναι και αυτός μέρος της καπιταλιστικής κοινωνίας: υπόκειται εξίσου στον φετιχισμό του εμπορεύματος.
Φετιχισμός του εμπορεύματος, αυτονομία και ναρκισσισμός
Να, λοιπόν, ένα σημείο για να επιστρέψουμε στο βιβλίο που συζητάμε. «Υποκείμενο», γράφει εδώ ο Γιάπε,
γίνεται κανείς όταν υπόκειται σε κάτι, αποδέχεται την υποταγή σε αυτό και την ανανεώνει καθημερινά […] Ο ορισμός του υποκειμένου μοιάζει με αυτόν του εργαζόμενου…που υποτάσσεται στις απαιτήσεις της παραγωγής. Δεν εννοούμε βέβαια την παραγωγή χρήσιμων αντικειμένων, αλλά την παραγωγή «αξίας», της εμπορευματικής αξίας που αντιστοιχεί σε ένα χρηματικό ποσό […] Με την πλήρη του έννοια, το νεωτερικό υποκείμενο είναι μόνο αρσενικό, μόνον λευκό και μόνον δυτικό (σ. 26-7).
Το υποκείμενο, περί του οποίου ο λόγος, δεν υπήρχε από πάντα: κατασκευάστηκε πολιτισμικά, μέσα από τη διαδικασία της νεωτερικής εκκοσμίκευσης/απομάγευσης του κόσμου: της «ανεξαρτητοποίησης» του ανθρώπου από τον Θεό. Η αυτονόμησή του αυτή από το Θεό, ωστόσο, συμπίπτει με την άνοδο της αστικής τάξης σε βάρος της φεουδαρχίας και της Εκκλησίας: μέχρι την άνοδο αυτή, ο κόσμος λογιζόταν αποτέλεσμα της θεϊκής (όχι κάποιας υποκειμενικής) δράσης.
Αυτή λοιπόν η σύμπτωση της αυτονόμησης του υποκειμένου από το Θεό με τον καπιταλισμό σημαίνει ότι η νεωτερική «απομάγευση» του κόσμου (κόσμος-χωρίς-Θεό) ισοδυναμεί με την καπιταλιστική «επαναμάγευσή» του: ανάγοντας το εμπόρευμα σε φετίχ, η εργασία που παράγει εμπορεύματα (δηλαδή αξία) –η αφηρημένη εργασία– «τρελαίνει» τους ανθρώπους.
Λέει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου», ξεχωρίζοντας συγκεκριμένη εργασία, που παράγει αξίες χρήσης, και αφηρημένη εργασία, που παράγει ανταλλακτικές αξίες, εμπορεύματα: «είναι πεντακάθαρο ότι ο άνθρωπος με την δράση του μεταβάλλει τις μορφές των φυσικών υλών με έναν τρόπο που του είναι ωφέλιμος. Η μορφή του ξύλου λ.χ. μεταβάλλεται όταν φτιάχνουν απ’ αυτό ένα τραπέζι […] Μόλις όμως εμφανίζεται σαν εμπόρευμα, μετατρέπεται σε αισθητό υπεραισθητό πράγμα. Δε στέκεται μόνο με τα πόδια του στο έδαφος, μα απέναντι σε όλα τα άλλα εμπορεύματα πατάει με το κεφάλι κάτω κι αρχίζει το ξύλινό του κεφάλι να γεννοβολά φαντασιοπληξίες, πιο θαυμαστές ακόμη κι από το αν άρχιζε να χορεύει στα καλά καθούμενα»[3]. Με τα λόγια του Γιώργου Φαράκλα:
Ενώ ουσία της αξίας είναι η εργασία, τώρα η αξία φαίνεται ν’ αυτονομείται. Ο Μαρξ μιλά πάντοτε σε αυτό το πλαίσιο για «αυτοαξιοποίηση της αξίας». Αυτή η δήθεν αυτοαξιοποίηση ενός πράγματος που δεν έχει την δυνατότητα να πράττει, είναι συνώνυμη του «κεφαλαίου»: «Κεφάλαιο» λέγεται το χρήμα όταν γίνεται αντιληπτὸ ως αυτοαξιοποιούµενη αξία, δηλαδή όταν ἡ παραγωγή από την µεριά της γίνεται αντιληπτὴ όχι ως µέσον µε σκοπό την κατανάλωση αλλ᾽ ως αυτοσκοπός, όταν έχουµε «παραγωγή για την παραγωγή». Σε αυτή την περίπτωση το κεφάλαιο µας γίνεται αντιληπτό σαν µια υφιστάµενη ουσία που αυτοκινείται[4].
Αλλού, ο Μαρξ λέει το κεφάλαιο «αυτόματο υποκείμενο». Για τον Γιάπε, η έννοια του φετιχισμού του εμπορεύματος δεν σημαίνει απλά ότι στον καπιταλισμό το εμπόρευμα γίνεται φετίχ, ξόανο, κάτι της τάξης του μαγικού/μυστικού: ο φετιχισμός, υποστηρίζει ο Γιάπε, είναι «μορφή ολόκληρης της κοινωνικής ύπαρξης που συνίσταται στον διαχωρισμό μεταξύ υλικής εργασίας και νοητικών παραγόντων. Καθορίζει δηλαδή την ίδια τη σκέψη και τη συμπεριφορά» (σ. 16). Με καντιανούς όρους, που ο Γιάπε χρησιμοποιεί προσαρμοσμένους, ο φετιχισμός του εμπορεύματος είναι ένα είδος ιστορικού a priori: «ένα επίπεδο συνείδησης, το οποίο οι δρώντες φορείς του δεν αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα, ενώ αυτό σε τελευταία ανάλυση τους καθορίζει» (σ. 17). Πρόκειται, τελικά, για ένα ισοδύναμο του φροϋδικού ασυνειδήτου. Αλλά ενώ ο Φρόιντ –λέει ο Γιάπε– θεωρεί το ασυνείδητο απλά αποθετήριο βιολογικών σταθερών, ο Μαρξ βοηθά να δούμε πως αυτό το a priori της συνείδησης προσδιορίζεται ιστορικά – συνεπώς μεταβάλλεται.
Φετιχισμός του εμπορεύματος, αντικείμενο που «αυτοκινείται» σα νάταν υποκείμενο, επαναμάγευση του κόσμου, συσκότιση του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, εξάλειψη του ίχνους της παραγωγής (Τζέιμσον), αξία που παίρνει τάχα αξία από μόνη της. Όπως και να το πούμε, η αναγωγή της εμπορευματικής/ανταλλακτικής αξίας σε φετίχ, που δεν χρειάζεται δήθεν ξόδεμα «μυαλού, νεύρων, μυώνων, αισθητηρίων οργάνων» (Μαρξ). παραπέμπει στο «αυτόνομο» υποκείμενο που φαντάστηκαν εμβληματικοί φιλόσοφοι του Διαφωτισμού, όπως οι Ντεκάρτ και Ιμμάνουελ Καντ.
«Στη φιλοσοφία του Ντεκάρτ», λέει ο Γιάπε –στη φιλοσοφία που διαχωρίζει το σκεπτόμενο από το σωματικό υποκείμενο–, «ο άνθρωπος είναι ριζικά ξένος προς τον κόσμο […] Το υποκείμενο είναι μοναχικό και ναρκισσιστικό, ανίκανο να συνάψει γνήσιες “αντικειμενικές” σχέσεις» (σ. 24). Στον Καντ, «όσο η βούληση παραμένει εντός της σφαίρας του καθαρού Λόγου, είναι παντοδύναμη και δεν υπόκειται στους εξωτερικούς περιορισμούς […] Η “καθαρή” βούληση δεν επιτρέπεται να επιθυμήσει τίποτα συγκεκριμένο, ειδάλλως θα εξαρτηθεί από το αντικείμενο αυτό και δεν θα είναι πια ελεύθερη […] κάθε εξάρτηση από άλλους ανθρώπους ή από τη φύση [θεωρείται] άρνηση της αυτονομίας του» (σ. 33-4).
Τα όρια υποκειμένου και αντικειμένου, εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου, μοιάζει να καταργούνται υπέρ του παντοδύναμου υποκειμένου της σκέψης και των αισθημάτων. Ο νάρκισσος–κι εδώ ο Γιάπε προσφεύγει στον Κρίστοφερ Λας– «δεν είναι απαραίτητα εγωιστής, είναι κάποιος που δεν μπορεί να διακρίνει τα όρια του εαυτού και του μη εαυτού» (σ. 79). Αναζητώντας ταυτότητα (όχι σκοπό), αυτογνωσία, αυτοπραγμάτωση και αυτάρκεια, ο νάρκισσός νιώθει τον κόσμο σαν καθρέφτη, ενώ «ο κουρελιασμένος αυτομικιστής τον έβλεπε σαν αδειανό χερσότοπο για να τον διαμορφώσει σύμφωνα με τα σχέδιά του»[5].
Τι είναι τελικά ο ναρκισσισμός;
Στην «Εισαγωγή στον ναρκισσισμό» (1914), ο Φρόιντ σημειώνει ότι η κλινική ασχολείται με τον ναρκισσισμό με τον Näcke από το 1899: τότε (πριν τον Φρόιντ) περιέγραφε την αυτό-ερωτική συμπεριφορά, κατά την οποία κάποιος παρατηρεί με ευχαρίστηση το σώμα του και το χαϊδεύει ερωτικά ώσπου να φτάσει στην πλήρη ικανοποίηση. Το ενδιαφέρον του Φρόιντ είναι ευρύτερο. Ο ναρκισσισμός εδώ συνδέεται με τους ομοφυλόφιλους (αγαπούν ναρκισσιστικά, πάει να πει αγαπούν το ίδιο)· περνά στους «παραφρενικούς» ασθενείς (πάσχοντες από πρόωρη άνοια και σχιζοφρένεια), ο ναρκισσισμός των οποίων χαρακτηρίζεται από μεγαλομανία και απόσυρση του ενδιαφέροντος για τον εξωτερικό κόσμο, πρόσωπα και πράγματα· και καταλήγει στα παιδιά και τους πρωτόγονους λαούς, στους οποίους ο Φρόιντ αποδίδει «μια υπερτίμηση της δύναμης των επιθυμιών και των ψυχικών πράξεών τους, μια πίστη στη μαγική δύναμη των λέξεων, μια τεχνική απέναντι στον εξωτερικό κόσμο, τη “μαγεία”, η οποία εμφανίζεται ως συνεπής εφαρμογή αυτών των μεγαλομανών προϋποθέσεων»[6].
***
Είναι το ασυνείδητο του Νάρκισσου –το a priori της σκέψης και της δράσης του–, βιολογικό ή πολιτισμικό; Πάει να πει: αλλάζει ή όχι;
Στο δεύτερο κείμενο του βιβλίου («Νάρκισσος ή Ορφέας; Σχόλια στον Φρόυντ, τον Φρομ, τον Μαρκούζε και τον Λας»), επιχειρώντας μια επισκόπηση της σχετικής συζήτησης μέσα από την αντιπαράθεση του φροϋδο-μαρξιστή Έριχ Φρομ και του Χέρμπερτ Μαρκούζε (Έρως και πολιτισμός), και αξιοποιώντας, μαζί με τον Λας, τις συμβολές των «αρμοδιότερων» Φρόιντ, Μέλανι Κλάιν και Ντόναλντ Ουίνικοτ, ο Γιάπε θυμίζει ότι, σε ψυχαναλυτικό επίπεδο, ο ναρκισσισμός επιχειρεί να διαχειριστεί το πρωταρχικό άγχος για τον αποχωρισμό (από τη μητέρα), αποχωρισμό που επιβάλλει συμβολικά η πατρική μορφή – εξοικειώνοντας το παιδί με το όριο ανάμεσα στον εσωτερικό κόσμο, τον κόσμο των αισθημάτων του, και τον εξωτερικό κόσμο, που δεν οφείλει να προσαρμόζεται στα αισθήματα αυτά.
Από αυτή τη σκοπιά, ο Λας επικρίνει έναν μετα-68 πολιτισμικό ριζοσπαστισμό του συρμού που, στη σπουδή να ξεμπερδέψει με το «υπερεγώ», τον αυταρχικό «νόμο του Πατέρα» (ο όρος είναι του Λακάν, στον οποίο δεν αναφέρεται ρητά ο Γιάπε), χάνει από την οπτική του ότι ένας κόσμος «χωρίς πατεράδες» δεν σημαίνει υποχρεωτικά υποκείμενο χωρίς υπερεγώ. Μπορεί κάλλιστα να σημαίνει την ανάπτυξη ενός υπερεγώ σε διαρκή (ναρκισσιστική) αναζήτηση της επιτυχίας, της αναγνώρισης και της εξουσίας – μια αχαλίνωτη ψευδαίσθηση παντοδυναμίας/αυτονομίας, η αδυναμία ανταπόκρισης στην οποία μπορεί να οδηγεί το υποκείμενο στην άγρια αυτομομφή και την απώλεια της αυτοεκτίμησης. Αλλά αυτό το εκκρεμές δεν είναι η ζωή του «αυτόνομου» Νάρκισσου της εποχής;
***
Ο Γιάπε δεν είναι κλινικός της ψυχανάλυσης, δεν προσφέρει εμπειρική τεκμηρίωση στους φιλοσοφικούς του ισχυρισμούς, ούτε, πιο γενικά, προσφέρεται να συμφωνήσεις μαζί του εφ’ όλης της ύλης – θεωρητικά ή πολιτικά. Επικαιροποιώντας όμως παλιές συζητήσεις, δίνει ερεθίσματα για σκέψη και συζήτηση. Είναι σημαντικό. Κι είναι μια οφειλή στη δημιουργική ομάδα των Εκδόσεων των Ξένων, που δεκαπέντε χρόνια τώρα μας μαθαίνει τον Γιάπε, τον Ντε Άντζελις, τη Φεντερίτσι, του Κουρτς.
ΥΓ: Μιας κι είναι οι μέρες του 11ου Ελευθεριακού Φεστιβάλ Βιβλίου, ας θυμηθούμε την επίσκεψη του Γιάπε στο 9ο, του 2019 [εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=LgjNcliFLjw&t=1215s] και τo σχετικό κείμενο της Σταυρούλας [εδώ: https://alterthess.gr/a-jappe-fetichismos-kai-narkissismos-ta-dyo-prosopa-toy-kapitalismoy/].
[1] Anselm Jappe, «Προς μία ιστορία της κριτικής της αξίας», Σημειώσεις της στέπας #4, Εκδόσεις των Ξένων 2015, σ. 15.
[2] Ό.π., σ 19.
[3] Το Κεφάλαιο, τ. 1 (μτφρ.: Παναγιώτης Μαυρομμάτης), Σύγχρονη Εποχή, σ. 84
[4] Γιώργος Φαράκλας, «Φετιχισμός και αυτοαξιοποίηση», Η Λογική του κεφαλαίου, Εστία 2017, σ. 112-3.
[5] Κρίστοφερ Λας, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού, μτφρ.: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες 1999, σ. 23.
[6] Σίγκμουντ Φρόιντ, Ναρκισσισμός, Μαζοχισμός, Φετιχισμός (μτφρ.: Λευτέρης Αναγνώστου), Επίκουρος 1991, σ. 7-42.