Massimo Recalcati, Η νύχτα της Γεθσημανή (μτφρ.: Άννα Πλεύρη – Γιοβάνα Βεσσαλά), Κέλευθος 2021, σσ. 137
Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών
Λένα Παππά, «Το δωμάτιο»
Την περασμένη εβδομάδα, ο Χρήστος Λάσκος έγραφε εδώ, διαβάζοντας τον Τέρυ Ήγκλετον, ότι αυτό που μας κάνει ηθικά όντα «δεν είναι η αυτονομία μας, αλλά η ευαλωτοτητά μας: όχι η αυτοτέλειά μας, αλλά η αβεβαιότητά μας». Γι’ αυτή την ευαλωτότητα μιλάει ο Ιταλός λακανικός ψυχαναλυτής Μάσιμο Ρεκαλκάτι στη «Νύχτα της Γεθσημανή».
Τα τελευταία χρόνια ακούμε σχεδόν συνέχεια για «ευαλωτότητα» και «ευάλωτους». Είναι οι συνηθέστερα «επιλέξιμοι» στα χρηματοδοτικά προγράμματα διεθνών οργανισμών και μη κυβερνητικών οργανώσεων: οι «ομάδες-στόχοι» τους, οι «ωφελούμενοί» τους (sic). Παθητικοί αποδέκτες, συνήθως, μιας βοήθειας ορισμένου χρόνου και μιας κοινωνικής πολιτικής για τα «υπολείμματα» της κοινωνίας, οι πιο ευάλωτοι των ευάλωτων θα ήταν, χωρίς αυτή την πεπερασμένη και αμφισβητούμενη «βοήθεια», ό,τι πιο κοντινό στις «γυμνές ζωές»: έτσι, σχεδόν αγιογραφικά, τους σκεφτόμαστε και τους συζητάμε.
Ο Ρεκαλκάτι μας πηγαίνει μερικά βήματα πέρα από αυτό το λεξιλόγιο, που συνήθως κρύβει την πραγματικότητα (την ευθύνη) μιας κοινωνικής εγκατάλειψης. Μας μεταφέρει στον κήπο της Γεσθημανή, δυο χιλιόμετρα ανατολικά από τα τείχη της Ιερουσαλήμ, στους πρόποδες του όρους των Ελαιών. Στη Γεθσημανή της Βίβλου, για την ακρίβεια, απ’ όπου ο ευαγγελιστής Ματθαίος αρχίζει να αφηγείται το μαρτύριο του Ιησού: «Τότε οι μαθητές του τον εγκατέλειψαν όλοι και έφυγαν» (Ματθ. 26, 56).
Γιατί, όμως, ο ψυχαναλυτής Ρεκαλκάτι, ένας άνθρωπος των επιστημών που, επιπλέον, δεν κρύβει τη σχέση με την Αριστερά, μας μιλά με ευαγγελικές περικοπές; Εξηγεί ο ίδιος:
Η απάντηση για μένα –ή, καλύτερα, σε μένα τον ίδιο–, είναι ξεκάθαρη: Γιατί, μέσω αυτής της σκηνής, το βιβλικό κείμενο μιλάει με τρόπο ριζοσπαστικό, αγγίζει την ουσία της ανθρώπινης συνθήκης, της συνθήκης «χωρίς Θεό», με την ευθραυστότητα του ανθρώπου, την έλλειψή του, την αγωνία του. Οι πληγές της εγκατάλειψης και της προδοσίας, η πληγή του αναπόφευκτου θανάτου, δεν είναι, άραγε, οι πιο βαθιές πληγές που καλείται να αντέξει; (σ. 14).
Αλλά να τα πάρουμε με τη σειρά: Την Κυριακή των Βαΐων ο Ιησούς μπαίνει στην Ιερουσαλήμ θριαμβευτής. Τον υποδέχονται ως «ευλογημένο». Του ζητούν να τους σώσει: «ωσαννά». Αυτός δεν επαναπαύεται στη δόξα του. Τα βάζει με τους ιερείς του Ναού, γιατί «αποτελούν την εικόνα μιας πίστης που έχει λησμονήσει τον ίδιο της τον εαυτό» (σ. 25). Με τους όρους των ψυχαναλυτών Ουίλφρεντ Μπάιον και Έλβιο Φακινέλλι, που χρησιμοποιεί εδώ ο Ρεκαλκάτι, «το μυστικιστικό πάντα συγκρούεται, πάντα προσκρούει στο θρησκευτικό». Με τα λόγια του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, «όταν η εξουσία στρατεύει μέσα στα προγράμματά της το όραμα του παραδείσου, το στρατεύει εναντίον του» («Παλιά και νέα θεότητα. Σημειώσεις εξ αφορμής», Σημειώσεις, τ. 16/1978).
Ο Ιούδας θέλει μια πιο δυναμική αντιπαράθεση με την εξουσία. Με τη σκέψη στους φτωχούς, δυσανασχετεί που η γυναίκα από τη Βηθανία προσφέρει στον Ιησού ακριβό άρωμα: τι σπατάλη, ενώ ο κόσμος πεινάει! (σ. 71). Η πολιτική προσδοκία από τον Ιησού διαψεύδεται: «Η εξιδανικευμένη αγάπη», σχολιάζει ο Ρεκαλκάτι, «αποκλείει την ετερότητα του Άλλου, θα ήθελε αυτή να συμπίπτει πλήρως με τη ναρκισσιστική αναπαράσταση του αγαπημένου» (σ. 70).
Θριαμβευτής μέχρι πριν λίγες μέρες στην Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς ζει τώρα την «ώρα της πτώσης της δόξας του» (σ. 34): Οι μαθητές, ακόμα και ο πιο πιστός του, ο Πέτρος, τον εγκαταλείπουν. Ο μέχρι πριν λίγο ευλογημένος, τώρα είναι κατάμονος. Εκεί που πριν ακούγονταν επευφημίες, «τώρα, τη νύχτα της Γεθσημανή, μόνο η σιωπή απομένει» (σ. 38). Ο Ιούδας τον φιλά και ο Ιησούς συλλαμβάνεται. Ο κόσμος της οργανωμένης, της θεσμικής πίστης, επικρατεί. Ο Ιησούς φοβάται το θάνατο σαν κοινός άνθρωπος. Προσεύχεται, τρέμει. Ιδρώνει αίμα. Τώρα δεν υπάρχουν θαύματα:
δεν είναι η ώρα του θεού αλλά του ανθρώπου (σ. 34).
Κι όμως, δείχνει ο Ρεκαλκάτι, αυτή η στιγμή της κατάρρευσης, της αγωνίας, της θανάσιμης μοναξιάς, είναι και η στιγμή που ο λόγος δοκιμάζεται ακραία – και που, ακριβώς τότε, ενώνεται με την πράξη: «ο λόγος σαρξ εγένετο». Από τη μία δραματουργική αντίστιξη (απ’ το «ωσαννά» στην ατίμωση), ο Ρεκαλκάτι μας πηγαίνει στην άλλη:
Διαχωρίζοντας την αλήθεια του λόγου από την απαραίτητη ενσάρκωσή της, οι ιερείς εκπροσωπούν τη ρηχή αλήθεια μιας κατήχησης περιορισμένης στην πολυμάθεια, στείρας, μονάχα τυπολατρικής. Αντιθέτως, το πέρασμα της νύχτας της Γεθσημανή αποδεικνύει την ιδιαίτερη σχέση του λόγου του Ιησού με την αλήθεια. Λέγει αυτό που κάνει, χωρίς να αποκόπτει το λέγειν από το πράττειν […] ο Ιησούς βιώνει τον Λόγο που πρέπει να γίνει σάρκα, που πρέπει να δώσει τη μαρτυρία της αλήθειας του. Σε αυτήν τη μαρτυρία εμμένει ο Ιησούς, και όχι στη μαζοχιστική υποταγή στον Νόμο που θα απαιτούσε μόνο τη θυσία της ζωής του (σ. 45-6).
Η υπόσχεση της σωτηρίας δεν τηρείται «από τα πάνω» και στα λόγια: κρατιέται όταν ο Ιησούς γίνεται ένας δίπλα στους «από κάτω»: όταν φοβάται και νιώθει κατάμονος, όπως αυτοί. Γι’ αυτό και το «Χαίρε, Ραβί», που του απευθύνει φιλώντας τον ο Ιούδας, προσφώνηση που τον ταυτίζει με τους ιερείς, συνοψίζει σε δυο μόνο λέξεις το μέγεθος της προδοσίας: ο Ιούδας δεν κατάλαβε τίποτα.
Ο Ιησούς σιωπά και προσεύχεται. Δεν το κάνει με αυτοθυσία, ως υποταγή στο καθήκον. Δεν προσδοκά ανταπόδοση. Αναλαμβάνει μέχρι το τέλος την ευθύνη να είναι κληρονόμος και, μαζί, την ευθύνη της επιθυμίας του, της δύναμης δηλαδή που κινεί τη ζωή: «που καθιστά τη ζωή ζωντανή» (σ. 68). Αν ο λόγος του θεού δεν γινόταν κατάμονος και φοβισμένος άνθρωπος, ο θάνατος θα έκανε τη ζωή περιττή. Η υπόσχεση, κάθε υπόσχεση, δικαιώνεται μόνο στην πράξη:
Οι αξίες δεν υφίστανται σε ένα ασώματο, υπερβατικό πεδίο, δεν είναι αφηρημένες γενικότητες. Μπορούν να υπάρξουν μόνο ως ενσάρκωση στην πράξη μιας «αναντικατάστατης ενικότητας» (σ. 46).
Μπορούμε να τηρούμε πάντα τις αξίες μας; Ο Ρεκαλκάτι εξηγεί πως όχι: ο Ιούδας προδίδεται πολιτικά, ο Πέτρος φοβάται και προδίδει. Ανάμεσα στις δύο προδοσίες, όμως, υπάρχει τεράστια διαφορά: Αποκηρύσσοντας την κληρονομιά του δασκάλου του, ο Ιούδας τελικά αυτοκτονεί. Αποδεχόμενος την κληρονομιά, ο Πέτρος, που μόλις έχει αρνηθεί τρεις φορές τον δάσκαλο, συνειδητοποιεί τι έχει κάνει από αδυναμία, και κλαίει πικρά. Αυτή η διαφορά είναι θεμελιώδης για την ψυχανάλυση:
Το κλάμα του Πέτρου δεν δηλώνει το τέλος μιας αγάπης, αλλά το ξαναξεκίνημά της μετά την πτώση. Ιδανική αγάπη δεν υπάρχει, αγάπη χωρίς έλλειψη και χωρίς αντιφάσεις δεν βρίσκεται στον ανθρώπινο βίο. Το πιο υψηλό δίδαγμα από τα δάκρυα του Πέτρου είναι να αποδεχόμαστε, κι όχι να απορρίπτουμε, την ίδια μας την έλλειψη, όπως ο Πέτρος το δάσκαλό του. Να φτιάχνουμε από την έλλειψη αυτή τα νέα θεμέλια της αγάπης μας (σ. 96).